του Casey Affleck. Με τους Anna Pniowsky, Casey Affleck, Tom Bower, Elizabeth Moss, Timothy Webber, Hrothgar Matthews.
Το μέλλον είναι Γυναίκα
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)
There's a light that never goes out... ευτυχώς!
Αυτή είναι η δεύτερη σκηνοθετική απόπειρα του γεννημένου στις 12 Αυγούστου του 1975, στην πόλη Φάλμουθ της Μασαχουσέτης, Casey Affleck, του... ταλαντούχου – όπως υποστηρίζουν κάποιοι φαρμακόγλωσσοι – από τα αδέλφια Affleck, μιας που είναι αδελφός του πολύ πιο διάσημου, Ben. Είχε παντρευτεί την αδελφή του River και του Joaquin Phoenix, την Summer, με την οποία απέκτησε δύο παιδιά. Πλέον, έχουν χωρίσει. Ο Joaquin ήταν πρωταγωνιστής στην πρώτη, παράξενη είναι η αλήθεια, ταινία που σκηνοθέτησε ο Casey Affleck, το κάτι περισσότερο από mocumentary «I'm Still Here» (2010), το οποίο δεν βγήκε ποτέ στις ελληνικές αίθουσες. Ως ηθοποιός έχει μια υποψηφιότητα για Όσκαρ β' ανδρικού ρόλου – για το «Η δολοφονία του Τζέσε Τζέιμς από τον δειλό Ρόμπερτ Φορντ» (The Assassination of Jesse James by the Coward Robert Ford, 2007) του Andrew Dominik και μία βράβευση για Όσκαρ α' ανδρικού ρόλου – για το «Μια πόλη δίπλα στη θάλασσα» (Manchester by the Sea, 2016) του Kenneth Lonergan.
Όπως δήλωσε ο ίδιος ο Casey Affleck, το σενάριο για την ταινία Φως στο σκοτάδι (Light of My Life) άρχισε να το γράφει δέκα χρόνια πριν. Όπως και στην προηγούμενη ταινία του, έτσι κι εδώ, σκηνοθετεί, υπογράφει το σενάριο, ενώ βρίσκεται και ως ηθοποιός μπροστά από την κάμερα (στην πρώτη του ταινία, απλά, υποδυόταν τον εαυτό του). Η παγκόσμια πρεμιέρα της ταινίας έγινε στην περσινή Berlinale, όπου έλαβε μέρος στο τμήμα Panorama.
Η υπόθεση: Κάτι μεταξύ του – εξαίσιου – «Τα παιδιά των ανθρώπων» του Alfonso Cuarón και του – εξαιρετικού (και απρόβλητου τελικά εμπορικά στην Ελλάδα) – «Leave No Trace» της Debra Granik είναι τούτη η πολύ ενδιαφέρουσα ταινία που σκάρωσε ο Casey Affleck. Δεν φτάνει στις επιδόσεις καμίας από τις δύο προαναφερθείσες ταινίες, είναι όμως μια υπέροχη ωδή στο γυναικείο φύλο. Ή μάλλον στην αγάπη ενός πατέρα για την κόρη του. Ή και κάτι ακόμα. Θα το διαβάσετε κι αλλού – κι αυτό επειδή ισχύει: δεν γίνεται να μην σου περάσει από το μυαλό πως ο Casey γύρισε τούτη την ταινία και ως απολογία για όσα του έχουν σούρει για ανάρμοστη σεξουαλική συμπεριφορά. Συγκεκριμένα, δύο γυναίκες που δούλευαν μαζί του στην πρώτη του ταινία, τον κατήγγειλαν επωνύμως και επισήμως, ζητώντας μάλιστα υπέρογκο χρηματικό ποσό για την αποκατάστασή τους.
Πολλοί ήταν εκείνοι που υποστήριζαν πως το σκάνδαλο, που είχε «σκάσει» την χρονιά του «Μια πόλη δίπλα στη θάλασσα» θα του στοίχιζε το Όσκαρ. Δεν έγινε κάτι τέτοιο. Πάντως, η Brie Larson, όταν ως νικήτρια του Όσκαρ α' γυναικείου ρόλου για το «Δωμάτιο» την προηγούμενη χρονιά, έπρεπε (όπως επιτάσσει το πρωτόκολλο) να παραδώσει το Όσκαρ στον Casey Affleck, το έκανε εντελώς τυπικά και χωρίς να τον χειροκροτήσει. Επίσης, την επόμενη χρονιά, ο Affleck δεν εμφανίστηκε στην τελετή των Όσκαρ για να παραδώσει με τη σειρά του Όσκαρ α' γυναικείου ρόλου. Η κηλίδα αυτή θα τον στοιχειώνει μια ζωή. Είναι αλήθεια; Είναι ψέματα; Δεν θα το μάθουμε ποτέ μάλλον. Ο ίδιος όμως χρησιμοποιεί την ταινία αυτή και ως όχημα εξιλέωσης.
Ως ταινία αυτή καθαυτή τώρα, υπάρχουν πολλά θετικά να διακρίνουμε αλλά και ουκ ολίγα αρνητικά να της προσάψουμε. Το βασικότερο αρνητικό: η έλλειψη ρυθμού. Και μια ξέχειλη αμετροέπεια σε ότι αφορά στο πού ποντάρει. Θέλω να πω, υπέροχη είναι η εναρκτήρια σκηνή με τον πατέρα και την κόρη να ξαπλώνουν στο στρώμα τους μέσα στη σκηνή, και όπως κάνουν δισεκατομμύρια πατεράδες στον κόσμο, εκείνος προσπαθεί να της πει ένα αυτοσχέδιο παραμύθι σκαρώνοντας μια παραλλαγή σχετική με τον Κατακλυσμό και την Κιβωτό του Νώε. Τρυφερή, γλυκιά, θέτει τις βάσεις, δείχνει τη δυναμική στη σχέση των δυο τους αλλά... 15 λεπτά καλέ μου Affleck; Χωρίς μοντάζ; Ατελείωτη πάρλα; Στα πέντε λεπτά λες «ωχ μωρέ, τι γλυκούλι», στα επτά λεπτά έχουν αρχίσει να σε ζώνουν τα φίδια «καλό, αλλά πότε θα σταματήσει η σκηνή βρε παιδί μου;» και μετά κοιτάς το ρολόι για να δεις αν πάει να σπάσει κάποιο ρεκόρ ο Affleck ή έχει κάνει τάμα για το αν μπορεί – παρ' όλα αυτά – να κρατήσει το ενδιαφέρον των εξαντλημένων θεατών. Σαν να μας βάζει τεστ... επιβίωσης! Ας είναι.
Στην εναρκτήρια σκηνή θα χάσει πολλούς θεατές, όσοι όμως αντέξουν, θαρρώ πως σκέφτηκε, θα παραμείνουν σε αυτό το τρομακτικό ταξίδι του χαμού μέχρι το τέλος. Και νομίζω πως εντέλει αυτό επιτυγχάνεται. Στην γκρίζα, χιονισμένη, παγωμένη αυτή δυστοπία, το μόνο από το οποίο μπορεί να αντλήσει ελπίδα η ανθρωπότητα είναι αυτό το κορίτσι, με τα κοντοκουρεμένα μαλλιά και το παρατσούκλι που παραπέμπει σε σκουπίδια: Rag εκ του Rag Doll: μια κούκλα φτιαγμένη από κομμάτια άχρηστα, από εδώ και από εκεί. Κι όμως, για να μπορέσει να λάμψει αυτή η ελπίδα, να γίνει η νέα πραγματικότητα (και ουχί κανονικότητα) ένα φως που διαλύει τον ζόφο, θα πρέπει να... μείνει ζωντανή! Γιατί είναι πολλοί εκείνοι που βολεύονται με την κατάσταση ως έχει. Γιατί είναι πολλοί εκείνοι που για να ικανοποιήσουν εφήμερα κτηνώδη ένστικτα δεν νοιάζονται για το καλύτερο αύριο.
Ο Affleck πετυχαίνει να περιγράψει με περισσή τρυφερότητα τη σχέση του τόσο με την κόρη του όσο (σε πολύ μικρότερο βαθμό) με τη γυναίκα του (στο ρόλο η Elizabeth Moss, σε ελάχιστης διάρκειας μα καίρια φλασμπάκ – η Moss, πρωταγωνίστρια και του «A Handmaids Tale», παρόμοιας λογικής δυστοπία, έτσι;). Και η το πορτρέτο της σχέσης πατέρα και κόρης περνάει προς τα έξω απολύτως ειλικρινές, αφτιασίδωτο και χωρίς μελοδραματικές κορώνες (ευτυχώς). Όμως, η ταινία αγκομαχά θαρρείς να προχωρήσει. Δεν έχει αυτόν τον τόσο απαραίτητο εσωτερικό ρυθμό. Και αφήνεται έτσι προκειμένου να αδράξει δάφνες καλλιτεχνικού – φεστιβαλικού επιτεύγματος παρά να προσεγγίσει και να αγγίξει όσο το δυνατόν περισσότερους δυνητικά θεατές. Προς το φινάλε η απειλή που ΔΕΝ ένιωθε πειστικά ο θεατής ως τότε αρχίζει να δείχνει σημάδια... ζωής.
Και η Ραγκ καταφέρνει και να επιβιώσει και να γίνει λυτρωτής και σωτήρας, αφού πρώτα κληθεί να ξεπεράσει την έλλειψη εμπειρίας και τη λειτουργία της εκτός του προστατευμένου κουκουλιού μέσα στην οποία την είχε θέσει ο πατέρας της. Όμορφη ταινία είναι δεν λέω, και η πιτσιρίκα, η Anna Pniowsky, που υποδύεται την Ραγκ, δίνει μια πολύ φυσική και ανεπιτήδευτη ερμηνεία, αλλά πιστεύω πως η ταινία χρειαζόταν περισσότερη δουλίτσα, πιο λειτουργικό μοντάζ, ένα γενικό συμμάζεμα. ΥΓ: Θα προτιμούσα και η ελληνική απόδοση του τίτλου να είναι πιο κυριολεκτική. Είναι προβληματικό δηλαδή το «Φως της ζωής μου»;
Η υπόθεση: Κάτι μεταξύ του – εξαίσιου – «Τα παιδιά των ανθρώπων» του Alfonso Cuarón και του – εξαιρετικού (και απρόβλητου τελικά εμπορικά στην Ελλάδα) – «Leave No Trace» της Debra Granik είναι τούτη η πολύ ενδιαφέρουσα ταινία που σκάρωσε ο Casey Affleck. Δεν φτάνει στις επιδόσεις καμίας από τις δύο προαναφερθείσες ταινίες, είναι όμως μια υπέροχη ωδή στο γυναικείο φύλο. Ή μάλλον στην αγάπη ενός πατέρα για την κόρη του. Ή και κάτι ακόμα. Θα το διαβάσετε κι αλλού – κι αυτό επειδή ισχύει: δεν γίνεται να μην σου περάσει από το μυαλό πως ο Casey γύρισε τούτη την ταινία και ως απολογία για όσα του έχουν σούρει για ανάρμοστη σεξουαλική συμπεριφορά. Συγκεκριμένα, δύο γυναίκες που δούλευαν μαζί του στην πρώτη του ταινία, τον κατήγγειλαν επωνύμως και επισήμως, ζητώντας μάλιστα υπέρογκο χρηματικό ποσό για την αποκατάστασή τους.
Πολλοί ήταν εκείνοι που υποστήριζαν πως το σκάνδαλο, που είχε «σκάσει» την χρονιά του «Μια πόλη δίπλα στη θάλασσα» θα του στοίχιζε το Όσκαρ. Δεν έγινε κάτι τέτοιο. Πάντως, η Brie Larson, όταν ως νικήτρια του Όσκαρ α' γυναικείου ρόλου για το «Δωμάτιο» την προηγούμενη χρονιά, έπρεπε (όπως επιτάσσει το πρωτόκολλο) να παραδώσει το Όσκαρ στον Casey Affleck, το έκανε εντελώς τυπικά και χωρίς να τον χειροκροτήσει. Επίσης, την επόμενη χρονιά, ο Affleck δεν εμφανίστηκε στην τελετή των Όσκαρ για να παραδώσει με τη σειρά του Όσκαρ α' γυναικείου ρόλου. Η κηλίδα αυτή θα τον στοιχειώνει μια ζωή. Είναι αλήθεια; Είναι ψέματα; Δεν θα το μάθουμε ποτέ μάλλον. Ο ίδιος όμως χρησιμοποιεί την ταινία αυτή και ως όχημα εξιλέωσης.
Ως ταινία αυτή καθαυτή τώρα, υπάρχουν πολλά θετικά να διακρίνουμε αλλά και ουκ ολίγα αρνητικά να της προσάψουμε. Το βασικότερο αρνητικό: η έλλειψη ρυθμού. Και μια ξέχειλη αμετροέπεια σε ότι αφορά στο πού ποντάρει. Θέλω να πω, υπέροχη είναι η εναρκτήρια σκηνή με τον πατέρα και την κόρη να ξαπλώνουν στο στρώμα τους μέσα στη σκηνή, και όπως κάνουν δισεκατομμύρια πατεράδες στον κόσμο, εκείνος προσπαθεί να της πει ένα αυτοσχέδιο παραμύθι σκαρώνοντας μια παραλλαγή σχετική με τον Κατακλυσμό και την Κιβωτό του Νώε. Τρυφερή, γλυκιά, θέτει τις βάσεις, δείχνει τη δυναμική στη σχέση των δυο τους αλλά... 15 λεπτά καλέ μου Affleck; Χωρίς μοντάζ; Ατελείωτη πάρλα; Στα πέντε λεπτά λες «ωχ μωρέ, τι γλυκούλι», στα επτά λεπτά έχουν αρχίσει να σε ζώνουν τα φίδια «καλό, αλλά πότε θα σταματήσει η σκηνή βρε παιδί μου;» και μετά κοιτάς το ρολόι για να δεις αν πάει να σπάσει κάποιο ρεκόρ ο Affleck ή έχει κάνει τάμα για το αν μπορεί – παρ' όλα αυτά – να κρατήσει το ενδιαφέρον των εξαντλημένων θεατών. Σαν να μας βάζει τεστ... επιβίωσης! Ας είναι.
Στην εναρκτήρια σκηνή θα χάσει πολλούς θεατές, όσοι όμως αντέξουν, θαρρώ πως σκέφτηκε, θα παραμείνουν σε αυτό το τρομακτικό ταξίδι του χαμού μέχρι το τέλος. Και νομίζω πως εντέλει αυτό επιτυγχάνεται. Στην γκρίζα, χιονισμένη, παγωμένη αυτή δυστοπία, το μόνο από το οποίο μπορεί να αντλήσει ελπίδα η ανθρωπότητα είναι αυτό το κορίτσι, με τα κοντοκουρεμένα μαλλιά και το παρατσούκλι που παραπέμπει σε σκουπίδια: Rag εκ του Rag Doll: μια κούκλα φτιαγμένη από κομμάτια άχρηστα, από εδώ και από εκεί. Κι όμως, για να μπορέσει να λάμψει αυτή η ελπίδα, να γίνει η νέα πραγματικότητα (και ουχί κανονικότητα) ένα φως που διαλύει τον ζόφο, θα πρέπει να... μείνει ζωντανή! Γιατί είναι πολλοί εκείνοι που βολεύονται με την κατάσταση ως έχει. Γιατί είναι πολλοί εκείνοι που για να ικανοποιήσουν εφήμερα κτηνώδη ένστικτα δεν νοιάζονται για το καλύτερο αύριο.
Ο Affleck πετυχαίνει να περιγράψει με περισσή τρυφερότητα τη σχέση του τόσο με την κόρη του όσο (σε πολύ μικρότερο βαθμό) με τη γυναίκα του (στο ρόλο η Elizabeth Moss, σε ελάχιστης διάρκειας μα καίρια φλασμπάκ – η Moss, πρωταγωνίστρια και του «A Handmaids Tale», παρόμοιας λογικής δυστοπία, έτσι;). Και η το πορτρέτο της σχέσης πατέρα και κόρης περνάει προς τα έξω απολύτως ειλικρινές, αφτιασίδωτο και χωρίς μελοδραματικές κορώνες (ευτυχώς). Όμως, η ταινία αγκομαχά θαρρείς να προχωρήσει. Δεν έχει αυτόν τον τόσο απαραίτητο εσωτερικό ρυθμό. Και αφήνεται έτσι προκειμένου να αδράξει δάφνες καλλιτεχνικού – φεστιβαλικού επιτεύγματος παρά να προσεγγίσει και να αγγίξει όσο το δυνατόν περισσότερους δυνητικά θεατές. Προς το φινάλε η απειλή που ΔΕΝ ένιωθε πειστικά ο θεατής ως τότε αρχίζει να δείχνει σημάδια... ζωής.
Και η Ραγκ καταφέρνει και να επιβιώσει και να γίνει λυτρωτής και σωτήρας, αφού πρώτα κληθεί να ξεπεράσει την έλλειψη εμπειρίας και τη λειτουργία της εκτός του προστατευμένου κουκουλιού μέσα στην οποία την είχε θέσει ο πατέρας της. Όμορφη ταινία είναι δεν λέω, και η πιτσιρίκα, η Anna Pniowsky, που υποδύεται την Ραγκ, δίνει μια πολύ φυσική και ανεπιτήδευτη ερμηνεία, αλλά πιστεύω πως η ταινία χρειαζόταν περισσότερη δουλίτσα, πιο λειτουργικό μοντάζ, ένα γενικό συμμάζεμα. ΥΓ: Θα προτιμούσα και η ελληνική απόδοση του τίτλου να είναι πιο κυριολεκτική. Είναι προβληματικό δηλαδή το «Φως της ζωής μου»;
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 6 Φεβρουαρίου 2020 από την Spentzos Films!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική