του Μάνου Καμπίτη. Με τους Μάρκο Σεφερλή, Ελένη Καστάνη, Γιάννη Ζουγανέλη, Γιάννη Καπετάνιο, Έλενα Τσαβαλιά, Γιώργο Αγγελόπουλο, Δημήτρη Τζουμάκη, Πηνελόπη Αναστασοπούλου, Νίκο Βουρλιώτη, Βίκυ Κάβουρα, Ναυσικά Παναγιωτακοπούλου, Ιωάννη Απέργη, Αλεξάνδρα Παναγιώταρου, Δημήτρη Σταρόβα.
Τρελές Σφαίρες Φάιβ Ο
του zerVo (@moviesltd)
Εδώ και περίπου έναν χρόνο, απόταν ανακοινώθηκε η πρώτη, ουσιαστικά, κινηματογραφική ταινία όπου το γενικό της πρόσταγμα θα είχε, πέραν του πρωταγωνιστικού ρόλου, το φαινόμενο Σεφερλής, η περιρρέουσα ατμόσφαιρα έκαμε λόγο για το πιθανότατα, χειρότερο φιλμικό προϊόν που κατασκευάστηκε στην χώρα μας, τις πρόσφατες δεκαετίες. Ακόμη κι αν το χιούμορ του συμπαθή κωμικού είναι πολύ μακρινό από τα γούστα μου, διαφώνησα κάθετα με την συγκεκριμένη θεμελίωση αρνητικής προκατάληψης, όχι γιατί καρτερούσα δα και κανένα ανατρεπτικό διαμάντι της έβδομης τέχνης, ούτε γιατί πίστεψα πως στον σχεδιασμό του έργου δεν θα ακολουθηθεί η (πετυχημένη θεατρικά τουλάχιστον) πεπατημένη. Αλλά κυρίως, διότι όσοι καταφέρθηκαν ενάντια στον Κάπτεν Μαρκ, χωρίς καν να έχουν δει το έργο του, μάλλον δεν έχουν και ιδιαίτερη γνώση του τι σαβούρα υπάρχει κάθε εβδομάδα εκεί έξω, ιδίως όταν φέρει πάνω της την σφραγίδα made in Greece.
Δηλητηριασμένος στην πολυτελή του έπαυλη, θα βρεθεί ο πολυεκατομμυριούχος επιχειρηματίας Περικλής Συμεωνίδης, ιδιοκτήτης της πιο διάσημης βιομηχανίας παρασκευής χαλβά, μεγαλομέτοχος ποδοσφαιρικού συλλόγου και ένα από τα πιο προβεβλημένα ονόματα στις κουβέντες περί πολιτικής διαφθοράς και διακίνησης μιζών. Κατόπιν εντολής του ίδιου του Υπουργού Δημόσιας Τάξης, την υπόθεση θα αναλάβει να διαλευκάνει ο κορυφαίος επιθεωρητής του τμήματος ανθρωποκτονιών, ο διαβόητος Αστυνόμος Ντίμης Μπέκρας, γνωστός για τις εκκεντρικές, πλην αποτελεσματικές μεθόδους του.
Με τις πρώτες ανακρίσεις, οι υποψίες του δαιμόνιου ντετέκτιβ θα πέσουν σε πέντε πρόσωπα του στενού περιβάλλοντος του βιομηχάνου, όλοι τους με κίνητρο ικανό να οδηγηθούν στον φόνο. Στην φαντασμένη σύζυγό του, Ευρυδίκη, που ποτέ δεν του συγχώρησε τα νυχτοπερπατήματα, στον ιδιαίτερων προτιμήσεων γιο του, Λούι, έναν ζωγράφο που περιμένει πως και πως τα χρήματα της κληρονομιάς, στην παραδόπιστη κόρη του, Λίλυ, που πάντοτε επιθυμούσε να βάλει χέρι στην περιουσία του πατέρα της, στην τραγουδιάρα ερωμένη του, Ναστάζια, που ποτέ της δεν αποδέχθηκε τον ρόλο τον δεύτερο, αλλά και στον μυστηριώδη μπάτλερ, Αρμάνδο, που είναι κι εκείνος που εντόπισε το πτώμα. Πέντε εν δυνάμει δολοφόνοι, που τα στοιχεία όμως εναντίον τους, δεν είναι ικανά να τους φορέσουν τα βραχιολάκια...
Με το πρώτο κιόλας πλάνο, κατόπιν της πτώσης των τίτλων αρχής, η κομεντί μας δείχνει με πλήρη ακρίβεια το ποιο μονοπάτι θα τραβήξει, καθώς οι τοίχοι του εργένικου διαμερίσματος του (και φλογερού εραστή) Μπέκρα, είναι διακοσμημένοι με τα πόστερς των σλαπστικ adventures (τρεις στον αρθιμό) του επιθεωρητή Φρανκ Ντρέμπιν. Είναι πασιφανές πως ο σεναριογράφος του έργου (δεν κρατάμε καμία αγωνία, ο Μάρκος είναι αυτός) όταν είχαν κυκλοφορήσει τα Naked Guns εκεί κάπου στα φινάλε των 80s, πρέπει να το είχε βάλει αμέτι μοχαμέτι, κάποια βολά να φτιάξει τα δικά του, που και βέβαια θα ομιλούν την ελληνική. Τηρώντας πιστότατα, τις προσταγές του παραγωγικού τριγώνου των Zucker - Abrahams - Zucker, που με το ανατρεπτικό στυλ τους, από τον καιρό του Top Secret (Άκρως Τρελό κι Απόρρητο) είχαν πάρει με το μέρος τους, ένα πολύ μεγάλο μέρος του διψασμένου, για το αποκαλούμενο ως εξτρίμ (ενίοτε και ρηχότερα, κουφό) χιούμορ.
Κι ο Σεφερλής ετούτο το πράγμα το έχει πάρει χαμπάρι εδώ και πάρα πολλά έτη, προβάλλοντας αυτή την διασκεδαστική εκδοχή - κρύα την λένε οι πιο πολλοί, οι σολντ άουτ παραστάσεις, άλλα δείχνουν πάντως - στις κερκίδες του Δελφινάριου και του Περοκέ, όπου εμφανίζεται εκ περιτροπής των εποχών της χρονιάς. Ο κόσμος, περιέργως, γελάει, τι γελάει ξεκαρδίζεται, με τα παθήματα του Μάρκου, που κυλιέται στα σανίδια, μεταμφιέζεται όσο πιο ανεκδοτικά μπορεί και γκριματσάρει ακατάπαυστα, έχοντας εξελιχθεί, χωρίς καμία υπερβολή, στον σούπερ ήρωα ετούτης της λαϊκής διασκέδασης. Στο σινεμά, είπατε, αλλάζει κάτι δραματικά? Ούτε για πλάκα, αφού μιλάμε για ακόμη πιο μαζική έξοδο του κοινού, συνεπώς ποιος ο λόγος να μην διαβούμε ξανά την πεπατημένη, που ούτε ρίσκο υπέχει, ούτε θα μας κοστίσει και τίποτα απώλειες, αφού όσοι γελούν στο Μικρολίμανο και την Πλατεία Καραΐσκάκη, οι ίδιοι θα κεφάρουν κι εδώ πα.
Να πάρουμε τα θετικά λοιπόν της πρώτης διάβασης του Σεφ στο μεγάλο εκράν. Η ταινία είναι πρόταση ολοκληρωμένη κι αυτό είναι πολύ βασικό. Διαθέτει αρχή, κορμό και επίλογο, ορίζει μια υποτυπώδη ιστορία μυστηρίου, με θύμα(τα), θύτες, σασπένς και ανατροπή. Που από μόνη της στέκεται εύπεπτα - ευπεπτότατα - στην ζήτηση κάποιου που επιθυμεί να ξεσκάσει, βολτάροντας στο σινεμά της γειτονιάς. Το πρόβλημα είναι αυτό το ιδιαίτερο στυλάκι του Μάρκου, με τις τούμπες, τις κωλοτούμπες, τις αρλούμπες και τις τουλούμπες, που δεν με έχει σύμμαχο, μάλλον ενάντιο θα το έκοβα. Με δυο λέξεις εγώ δεν γελώ, ούτε καν γαργαλίζομαι με τα σώβρακα του Μπέκρα και τα Ζουγανελικού φορμάτ κουφώματα που σκάνε κατά ριπάς, παλεύοντας να ομοιάσουν στα ανάλογα των Τρελών Σφαιρών. Πολύ σοφά δε, ο φίλος μας, δεν πέφτει και στην παγίδα της υπέρμετρης ματαιοδοξίας, κοπιάροντας μόνο την κόπια του Κλουζώ, αποφεύγοντας να μοστράρει πουθενά στα σκηνικά κανά πόστερ του Peter Sellers, οπότε και θα μιλούσαμε για καταστάσεις ιεροσυλίας.
Πλακίτσα πάντως βγαίνει από κάποιες ιδεούλες του σκριπτ, που καλοπροαίρετα (εγώ) δεν θα τις κατατάξω ούτε σε κλωνάρια ρατσιστικά - ο τρόπος ομιλίας π.χ. στα ελληνικά, των βορειοδυτικών γειτόνων μας, είναι αστείος και δεν είναι κακό κάποιος να την αναπαράγει ως ανέκδοτο - ούτε σε σχόλια κοινωνικώς καυστικά. Ο ίδιος ο Σεφερλής, που δεν υπάρχει ούτε μισό πλάνο να μην εμφανίζεται στο πανί, στις πιο σοβαρές και όχι τόσο αμιγώς μπουρλέσκ στιγμές του, ταιριάζει σωστά στο κοστούμι του γκαφατζή ερευνητή, ρόλο που να μην ξεχνάμε μια χαρά είχε σχεδιάσει πρώτος στα μέρη μας, δεκαετίες πριν ο αξεπέραστος Χάρι Κλιν.
Με πληθώρα γνώριμων προσώπων τριγύρω του, τόσο (πολύ καλών) ηθοποιών σαν την Καστάνη που έχει την δική της προϊστορία στο εγχώριο σινεμά, όσο και απλών περσόνων της σέξι σόου μπιζ, που από υποκριτική νάδα, το πολυλογάδικο και εφετζίδικο (!!!) παραμύθι του Χαλβάη 5-0 (σαχλή και άκαιρη η μαρκίζα) τσουλάει ανεκτά στο δίωρο του. Το μισό χρονικό διάστημα να τονίσω που διαρκούν τα θεατρικά πρότζεκτ του Σεφερλή. Που δεν με χάλασε φυσικά, στο ντεμπούτο του, αντίθετα μου έξαψε την περιέργεια να δω τι θα κάνει την επόμενη φορά του, με την προϋπόθεση να περιορίσει κατά κάποιο (σημαντικό) τρόπο, το ΖΑΖ πατιρντί. Έλα μωρέ που δεν μπορεί να βρει δυο ατάκες της προκοπής, ευφυείς, να χτίσει την κομεντί του, αντί να μπουρδουκλώνεται τάχαμου αφελώς στα χαλιά, αισθητική ντεμοντέ που ανήκει σε ένα πολύ, πολύ παλιό κωμικό παρελθόν.
Με τις πρώτες ανακρίσεις, οι υποψίες του δαιμόνιου ντετέκτιβ θα πέσουν σε πέντε πρόσωπα του στενού περιβάλλοντος του βιομηχάνου, όλοι τους με κίνητρο ικανό να οδηγηθούν στον φόνο. Στην φαντασμένη σύζυγό του, Ευρυδίκη, που ποτέ δεν του συγχώρησε τα νυχτοπερπατήματα, στον ιδιαίτερων προτιμήσεων γιο του, Λούι, έναν ζωγράφο που περιμένει πως και πως τα χρήματα της κληρονομιάς, στην παραδόπιστη κόρη του, Λίλυ, που πάντοτε επιθυμούσε να βάλει χέρι στην περιουσία του πατέρα της, στην τραγουδιάρα ερωμένη του, Ναστάζια, που ποτέ της δεν αποδέχθηκε τον ρόλο τον δεύτερο, αλλά και στον μυστηριώδη μπάτλερ, Αρμάνδο, που είναι κι εκείνος που εντόπισε το πτώμα. Πέντε εν δυνάμει δολοφόνοι, που τα στοιχεία όμως εναντίον τους, δεν είναι ικανά να τους φορέσουν τα βραχιολάκια...
Με το πρώτο κιόλας πλάνο, κατόπιν της πτώσης των τίτλων αρχής, η κομεντί μας δείχνει με πλήρη ακρίβεια το ποιο μονοπάτι θα τραβήξει, καθώς οι τοίχοι του εργένικου διαμερίσματος του (και φλογερού εραστή) Μπέκρα, είναι διακοσμημένοι με τα πόστερς των σλαπστικ adventures (τρεις στον αρθιμό) του επιθεωρητή Φρανκ Ντρέμπιν. Είναι πασιφανές πως ο σεναριογράφος του έργου (δεν κρατάμε καμία αγωνία, ο Μάρκος είναι αυτός) όταν είχαν κυκλοφορήσει τα Naked Guns εκεί κάπου στα φινάλε των 80s, πρέπει να το είχε βάλει αμέτι μοχαμέτι, κάποια βολά να φτιάξει τα δικά του, που και βέβαια θα ομιλούν την ελληνική. Τηρώντας πιστότατα, τις προσταγές του παραγωγικού τριγώνου των Zucker - Abrahams - Zucker, που με το ανατρεπτικό στυλ τους, από τον καιρό του Top Secret (Άκρως Τρελό κι Απόρρητο) είχαν πάρει με το μέρος τους, ένα πολύ μεγάλο μέρος του διψασμένου, για το αποκαλούμενο ως εξτρίμ (ενίοτε και ρηχότερα, κουφό) χιούμορ.
Κι ο Σεφερλής ετούτο το πράγμα το έχει πάρει χαμπάρι εδώ και πάρα πολλά έτη, προβάλλοντας αυτή την διασκεδαστική εκδοχή - κρύα την λένε οι πιο πολλοί, οι σολντ άουτ παραστάσεις, άλλα δείχνουν πάντως - στις κερκίδες του Δελφινάριου και του Περοκέ, όπου εμφανίζεται εκ περιτροπής των εποχών της χρονιάς. Ο κόσμος, περιέργως, γελάει, τι γελάει ξεκαρδίζεται, με τα παθήματα του Μάρκου, που κυλιέται στα σανίδια, μεταμφιέζεται όσο πιο ανεκδοτικά μπορεί και γκριματσάρει ακατάπαυστα, έχοντας εξελιχθεί, χωρίς καμία υπερβολή, στον σούπερ ήρωα ετούτης της λαϊκής διασκέδασης. Στο σινεμά, είπατε, αλλάζει κάτι δραματικά? Ούτε για πλάκα, αφού μιλάμε για ακόμη πιο μαζική έξοδο του κοινού, συνεπώς ποιος ο λόγος να μην διαβούμε ξανά την πεπατημένη, που ούτε ρίσκο υπέχει, ούτε θα μας κοστίσει και τίποτα απώλειες, αφού όσοι γελούν στο Μικρολίμανο και την Πλατεία Καραΐσκάκη, οι ίδιοι θα κεφάρουν κι εδώ πα.
Να πάρουμε τα θετικά λοιπόν της πρώτης διάβασης του Σεφ στο μεγάλο εκράν. Η ταινία είναι πρόταση ολοκληρωμένη κι αυτό είναι πολύ βασικό. Διαθέτει αρχή, κορμό και επίλογο, ορίζει μια υποτυπώδη ιστορία μυστηρίου, με θύμα(τα), θύτες, σασπένς και ανατροπή. Που από μόνη της στέκεται εύπεπτα - ευπεπτότατα - στην ζήτηση κάποιου που επιθυμεί να ξεσκάσει, βολτάροντας στο σινεμά της γειτονιάς. Το πρόβλημα είναι αυτό το ιδιαίτερο στυλάκι του Μάρκου, με τις τούμπες, τις κωλοτούμπες, τις αρλούμπες και τις τουλούμπες, που δεν με έχει σύμμαχο, μάλλον ενάντιο θα το έκοβα. Με δυο λέξεις εγώ δεν γελώ, ούτε καν γαργαλίζομαι με τα σώβρακα του Μπέκρα και τα Ζουγανελικού φορμάτ κουφώματα που σκάνε κατά ριπάς, παλεύοντας να ομοιάσουν στα ανάλογα των Τρελών Σφαιρών. Πολύ σοφά δε, ο φίλος μας, δεν πέφτει και στην παγίδα της υπέρμετρης ματαιοδοξίας, κοπιάροντας μόνο την κόπια του Κλουζώ, αποφεύγοντας να μοστράρει πουθενά στα σκηνικά κανά πόστερ του Peter Sellers, οπότε και θα μιλούσαμε για καταστάσεις ιεροσυλίας.
Πλακίτσα πάντως βγαίνει από κάποιες ιδεούλες του σκριπτ, που καλοπροαίρετα (εγώ) δεν θα τις κατατάξω ούτε σε κλωνάρια ρατσιστικά - ο τρόπος ομιλίας π.χ. στα ελληνικά, των βορειοδυτικών γειτόνων μας, είναι αστείος και δεν είναι κακό κάποιος να την αναπαράγει ως ανέκδοτο - ούτε σε σχόλια κοινωνικώς καυστικά. Ο ίδιος ο Σεφερλής, που δεν υπάρχει ούτε μισό πλάνο να μην εμφανίζεται στο πανί, στις πιο σοβαρές και όχι τόσο αμιγώς μπουρλέσκ στιγμές του, ταιριάζει σωστά στο κοστούμι του γκαφατζή ερευνητή, ρόλο που να μην ξεχνάμε μια χαρά είχε σχεδιάσει πρώτος στα μέρη μας, δεκαετίες πριν ο αξεπέραστος Χάρι Κλιν.
Με πληθώρα γνώριμων προσώπων τριγύρω του, τόσο (πολύ καλών) ηθοποιών σαν την Καστάνη που έχει την δική της προϊστορία στο εγχώριο σινεμά, όσο και απλών περσόνων της σέξι σόου μπιζ, που από υποκριτική νάδα, το πολυλογάδικο και εφετζίδικο (!!!) παραμύθι του Χαλβάη 5-0 (σαχλή και άκαιρη η μαρκίζα) τσουλάει ανεκτά στο δίωρο του. Το μισό χρονικό διάστημα να τονίσω που διαρκούν τα θεατρικά πρότζεκτ του Σεφερλή. Που δεν με χάλασε φυσικά, στο ντεμπούτο του, αντίθετα μου έξαψε την περιέργεια να δω τι θα κάνει την επόμενη φορά του, με την προϋπόθεση να περιορίσει κατά κάποιο (σημαντικό) τρόπο, το ΖΑΖ πατιρντί. Έλα μωρέ που δεν μπορεί να βρει δυο ατάκες της προκοπής, ευφυείς, να χτίσει την κομεντί του, αντί να μπουρδουκλώνεται τάχαμου αφελώς στα χαλιά, αισθητική ντεμοντέ που ανήκει σε ένα πολύ, πολύ παλιό κωμικό παρελθόν.
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 30 Ιανουαρίου 2020 από την Village!
1 σχόλια:
δεν υπαρχει παλιο η καινουριο χιουμορ φιλτατε....υπαρχει χιουμορ για ολους και για συγκεκριμενους....τα παιδια θα γελασουν με τις τουμπες...οι μεγαλοι με τα λογοπαιγνια και τη σατυρα του...
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική