του Fernando Meirelles. Με τους Jonathan Pryce, Juan Minujín, Anthony Hopkins, Luis Gnecco, Sidney Cole, Lisandro Fiks.
Pope-Com
του gaRis (@takisgaris)
Η Καθολική εκκλησία έχει κατά καιρούς προσφέρει γόνιμο έδαφος κινηματογραφικής εκμετάλλευσης που, στο κατόπι της γιγάντωσης του σκανδάλου παιδοφιλίας κατά την προηγούμενη δεκαετία, έβγαλε λαγούς στo ψηφιακό παλκοσένικο (από το οσκαρικό Spotlight ως τις cheeky παρουσίες των Jude Law - John Malkovich σε ρόλο Ποντίφικα στη μικρή οθόνη). Το 2013 υπήρξε κομβικό για τους Καθολικούς, όταν για πρώτη φορά στα εξακόσια τόσα χρόνια ο Πάπας Βενέδικτος ο 16ος, κατά κόσμον Γιόζεφ Άλοϊς Ράτσινγκερ (γερμανικής καταγωγής) χρειάστηκε να παραιτηθεί, προφασιζόμενος λόγους υγείας. Διάδοχός του ο αργεντίνος καρδινάλιος Χόρχε Μάριο Μπεργκόλιο, ο επονομαζόμενος Πάπας Φραγκίσκος. Αλλαγή φρουράς στην ηγεσία με γρήγορα εμφανείς συνέπειες ένθεν κακείθεν στο πλήρωμα του 1.2 δισεκατομμυρίου πιστών, με τη μπαλάντζα να γέρνει προς ανακούφιση μεριά, ένεκα της απλότητας και του ανθρωπισμού του Francis ύστερα από τον συντηρητισμό της θητείας Benedict.
O μπραζιλέιρο Fernando Meirelles των οσκαρικοτάτων City of God και The Constant Gardener δηλώνει κατά κύριο λόγο απών έκτοτε και οπωσδήποτε δαύτη η φετινή επιστροφή, ως prestige awards entry για το Netflix, έρχεται να κουμπώσει στο εξαιρετικό ενδιαφέρον cineπαρξης δυο βετεράνων Ουαλών στους πολύκροτους ρόλους των δυο Πάπηδων, ονομαστικά τους Sir Anthony Hopkins (Benedict) και Jonathan Pryce (Francis, θυμήσου τον στο πρόσφατο The Wife ως σύζυγο της Glenn Close). Συνεπικουρούμενο από το χιουμοριστικά τσιγκλιστικό σενάριο του Anthony McCarten (οποίος έχει χτυπήσει πόρτα Ακαδημίας τρεις φορές σε μια 5ετία, προσμετρώντας τα Theory of Everything και Darkest Hour, χώρια το περσινό ανέλπιστο χιτ Bohemian Rhapsody), ο Meirelles παίζει πινγκ-πονγκ εστιάζοντας σε ένα εκπληκτικό ερμηνευτικό two - hander που επίσης καταλήγει σε ακριβοδίκαιες οσκαρικές υποψηφιότητες για Pryce - Hopkins (Lead & Supporting Actor αντίστοιχα). Σημειωτέον ότι, διόλου τυχαία τα αποπάνω σενάρια του McCarten έχουν ήδη χαρίσει χρυσούν αγαλματίδιο σε Redmayne - Oldman - Malek. Τρελό;
Δε νομίζω. Οι φανταστικοί αλλά απολύτως γαργαλιστικά απομυθοποιητικοί διάλογοι ανοίγουν δρόμους για τους δυο φορτσάτους Πάπηδες να θέσουν επί τάπητος της ψηφιακά αναπαριστάμενης Καπέλα Σιστίνα, άπαντα τα φλέγοντα ζητήματα περί αναδιάρθωσης του Καθολικισμού, ώστε να ξαναπιαστεί σφυγμός του δυσαρεστημένου ποιμνίου. Οι προσωπικές ανασφάλειες, οι χαριτωμένες εμμονές, οι έντονες αντιθέσεις και οι τυραννικές ενοχές αμφοτέρων που έρχονται από το σκοτεινό πολιτικά παρελθόν, γίνονται καμβάς χρωμάτων, που σχεδόν αποσπά την προσοχή από τις χτυπητές γκέλες της σκηνοθεσίας του Meirelles. Διότι κάθε φορά που η κάμερα πισωγυρίζει σε γουηκιπήντια στάιλ προς ιχνηλάτηση του αργεντίνικου μπάκστορι του Πάπα Φραγκίσκου ως Καρδινάλιος Μπερτόλιο, χάνεται ο ειρμός, μπερδεύεται το ύφος και κρεπάρει ο ρυθμός της ταινίας.
Κατανοώ πως ο Fernando αισθάνεται εντός έδρας περιγράφοντας τα χρόνια μιας λατινοαμερικάνικης χούντας όμως οι Δυο Πάπηδες χάνουν γκολ για να βγουν εντελώς οφσάιντ στα τελικά κρέντιτς που δείχνουν τα παιδιά (τα... παιδιά), τα δυο φιλαράκια τα καλά επί του καναπέως να πανηγυρίζουν πίνοντας μπύρες, στον Μουντιαλικό ποδοσφαιρικό τελικό Γερμανίας-Αργεντινής (1-0 οι Αλεμάνοι στην παράταση). Εκειδά θυμάσαι και χαίρεσαι τον Stephen Frears στο The Queen που λαφροπατά στο τόσο - όσο χωρίς να μπακαλίζει το χιούμορ του ένα πράμα. Οι Two Popes είναι μια χάρμα οφθαλμών ερμηνευτική παρλάτα, μια Pope - Comedy που άνετα παρακολουθείται. Δίκαια επίσης θα χάριζε ένα δεύτερο όσκαρ στον Sir Hopkins αν δεν διανύαμε την χρονιά του Brad Pittκι αν δεν έβγαζε εκκωφαντικά κουκουλωτικό θόρυβο (δες τη συγκεκριμένη σκηνή εξομολόγησης για να με θυμηθείς) εκεί που θα έπρεπε να θέσει τον δάκτυλον, επί τον τύπο των ήλων.
Δε νομίζω. Οι φανταστικοί αλλά απολύτως γαργαλιστικά απομυθοποιητικοί διάλογοι ανοίγουν δρόμους για τους δυο φορτσάτους Πάπηδες να θέσουν επί τάπητος της ψηφιακά αναπαριστάμενης Καπέλα Σιστίνα, άπαντα τα φλέγοντα ζητήματα περί αναδιάρθωσης του Καθολικισμού, ώστε να ξαναπιαστεί σφυγμός του δυσαρεστημένου ποιμνίου. Οι προσωπικές ανασφάλειες, οι χαριτωμένες εμμονές, οι έντονες αντιθέσεις και οι τυραννικές ενοχές αμφοτέρων που έρχονται από το σκοτεινό πολιτικά παρελθόν, γίνονται καμβάς χρωμάτων, που σχεδόν αποσπά την προσοχή από τις χτυπητές γκέλες της σκηνοθεσίας του Meirelles. Διότι κάθε φορά που η κάμερα πισωγυρίζει σε γουηκιπήντια στάιλ προς ιχνηλάτηση του αργεντίνικου μπάκστορι του Πάπα Φραγκίσκου ως Καρδινάλιος Μπερτόλιο, χάνεται ο ειρμός, μπερδεύεται το ύφος και κρεπάρει ο ρυθμός της ταινίας.
Κατανοώ πως ο Fernando αισθάνεται εντός έδρας περιγράφοντας τα χρόνια μιας λατινοαμερικάνικης χούντας όμως οι Δυο Πάπηδες χάνουν γκολ για να βγουν εντελώς οφσάιντ στα τελικά κρέντιτς που δείχνουν τα παιδιά (τα... παιδιά), τα δυο φιλαράκια τα καλά επί του καναπέως να πανηγυρίζουν πίνοντας μπύρες, στον Μουντιαλικό ποδοσφαιρικό τελικό Γερμανίας-Αργεντινής (1-0 οι Αλεμάνοι στην παράταση). Εκειδά θυμάσαι και χαίρεσαι τον Stephen Frears στο The Queen που λαφροπατά στο τόσο - όσο χωρίς να μπακαλίζει το χιούμορ του ένα πράμα. Οι Two Popes είναι μια χάρμα οφθαλμών ερμηνευτική παρλάτα, μια Pope - Comedy που άνετα παρακολουθείται. Δίκαια επίσης θα χάριζε ένα δεύτερο όσκαρ στον Sir Hopkins αν δεν διανύαμε την χρονιά του Brad Pittκι αν δεν έβγαζε εκκωφαντικά κουκουλωτικό θόρυβο (δες τη συγκεκριμένη σκηνή εξομολόγησης για να με θυμηθείς) εκεί που θα έπρεπε να θέσει τον δάκτυλον, επί τον τύπο των ήλων.
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 12 Δεκεμβρίου 2019 από την Odeon!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική