του Roy Andersson. Με τους Bengt Bergius, Anja Broms, Marie Burman, Martin Serner, Jessica Louthander, Tatiana Delaunay, Anders Hellström, Jan Eje Ferling, Thore Flygel.
Μια αιωνιότητα και μια μέρα!
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)
Μανιέρα κι άγιος ο... Θεός;
Ο Roy Arne Lennart Andersson, όπως είναι το πλήρες του όνομα, γεννήθηκε στο Γκέτεμποργκ της Σουηδίας στις 31 Μαρτίου του 1943. To 1969 αποφοίτησε από το Σουηδικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου. Και το 1970 βγήκε στις αίθουσες η πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία. Τίτλος της: «Μια ερωτική ιστορία» (En kärlekshistoria / A Swedish Love Story). Δεν γνωρίζω αν η ταινία βγήκε στις ελληνικές αίθουσες τότε, σίγουρα όμως (ξανα)βγήκε (;) τον Απρίλη του 2005! Πάντως, η ταινία στην εποχή της και στη χώρα της έκανε τεράστια επιτυχία. Την είδαν 700 χιλιάδες Σουηδοί! Πέρα από την εμπορική της επιτυχία η ταινία κέρδισε τέσσερα βραβεία στο φεστιβάλ Βερολίνου διεκδικώντας τη Χρυσή Άρκτο (σημείωση: τότε το συγκεκριμένο φεστιβάλ διεξαγόταν τον Ιούνιο κι όχι τον Φεβρουάριο, όπως συμβαίνει τα πολλά τελευταία χρόνια). Κι ενώ το μέλλον διαγραφόταν λαμπρό για τον Σουηδό, ο Roy πήγε και έπεσε σε βαριά κατάθλιψη (σας θυμίζει κάποιον... Lars;)! Οι παραγωγοί του ζητούσαν να γυρίσει Νο2 και Νο3 για την ταινία, ο Andersson ένιωθε άδειος μέσα του κι έτσι πέρασαν πέντε χρόνια μέχρι να γυρίσει το δεύτερο μεγάλου μήκους φιλμ του. Το 1975, λοιπόν, βγαίνει στις αίθουσες το «Giliap». Όσο πετυχημένη ήταν η πρώτη του ταινία, τόσο αποτυχημένη εμπορικά αποδείχτηκε η δεύτερη. Οι κριτικοί της εποχής την έσκισαν, το μπάτζετ ξέφυγε κατά πολύ, ο κόσμος δεν πήγε να δει την ταινία. Κανένας παραγωγός δεν ήθελε πλέον να δουλέψει μαζί με τον Roy. Έως ότου η επιτυχία τον βρήκε εκεί που δεν το περίμενε. Εταιρίες τον προσέγγισαν για να γυρίσει... διαφημίσεις. Ο Roy σκέφτηκε να γυρίσει καναδυό. Η επιτυχία τους ήταν τεράστια! Ενθαρρυμένος, γύρισε κι άλλες διαφημίσεις, με το σκεπτικό ότι με αυτόν τον τρόπο θα ήταν οικονομικά ανεξάρτητος, θα δημιουργούσε τη δική του εταιρία παραγωγής και μετά θα γύριζε τις ταινίες που θα ήθελε, χωρίς περιορισμούς. Το... διάλειμμα κράτησε 25 ολόκληρα χρόνια! Και μέσα από τις πάνω από 400 τελικά (!!!) διαφημίσεις βρήκε το προσωπικό του στιλ. Τον Μάρτιο του 1996, ο Roy Andersson ξεκίνησε τα γυρίσματα της ταινίας που έμελλε να τον τοποθετήσει ανάμεσα στους μεγάλους δημιουργούς. Τέσσερα χρόνια αργότερα βγήκαν στους κινηματογράφους τα «Τραγούδια από το δεύτερο όροφο» (Sånger från andra våningen / Songs from the Second Floor). Κι έχοντας παρακολουθήσει όλες του τις ταινίες (όχι, πείτε μου, γνωρίζετε πολλούς που να μπορούν να ισχυριστούν κάτι τέτοιο;) μπορώ μετά βεβαιότητος να δηλώσω πως η συγκεκριμένη, η πρώτη της «Τριλογίας των ζωντανών» όπως ονομάστηκε. είναι και η καλύτερή του. Το αριστούργημά του. Αυτή είναι λοιπόν μια από τις σπουδαιότερες ταινίες των τελευταίων χρόνων. Τιμήθηκε με το Βραβείο της Επιτροπής στο φεστιβάλ Καννών όπου συμμετείχε στο διαγωνιστικό τμήμα. Γαργαλιστική λεπτομέρεια: τη μουσική της ταινίας συνέθεσε ο Benny Andersson (καμία συγγένεια με τον Roy), ένα από τα ιδρυτικά μέλη των ABBA! Το 2007 ακολουθεί η ταινία «Εσείς οι ζωντανοί» (Du levande / You, the Living). Μια ταινία που συνεχίζει από εκεί που σταμάτησε η προηγούμενη. Συγκριτικά, διαθέτει περισσότερο πικρό χιούμορ αλλά οι επιδόσεις δεν φτάνουν εκείνες από τα «Τραγούδια...». Ουσιαστικά, αρχίζει η πτώση. Η ταινία λαμβάνει μέρος στο φεστιβάλ των Καννών, αλλά όχι στο διαγωνιστικό τμήμα μα στο τμήμα «Ένα κάποιο βλέμμα». Και η τριλογία κλείνει το 2014, με την κορυφαία καλλιτεχνική διάκριση που κέρδισε ο Σουηδός σκηνοθέτης: τον Χρυσό Λέοντα στο φεστιβάλ Βενετίας, για μια ταινία όμως πολύ υποδεέστερη από τα «Τραγούδια...». Μιλάμε για το Ένα περιστέρι έκατσε σε ένα κλαδί, συλλογιζόμενο την ύπαρξή του (En duva satt på en gren och funderade på tillvaron / A Pigeon Sat on a Branch Reflecting on Existence). Εδώ πλέον η πρωτοπορία δίνει τη θέση της στην επανάληψη. Κάτι που πλέον είναι αδύνατον να «κρυφτεί» στην τελευταία του ταινία.
Η τελευταία μεγάλου μήκους ταινία του Roy Andersson, αυτή που εξετάζουμε εδώ πέρα, έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στην – πιο βολική από τις Κάννες – Βενετία, όπου συμμετείχε στο διαγωνιστικό τμήμα, και τιμήθηκε με τον Αργυρό Λέοντα καλύτερης σκηνοθεσίας. Και στα European Film Awards η ταινία τιμήθηκε ως η ευρωπαϊκή ταινία με τα καλύτερα ειδικά οπτικά εφέ.
Η υπόθεση: Περιπλανόμαστε μέσα σε μια ονειρική ατμόσφαιρα, με οδηγό έναν αφηγητή που θυμίζει τη Σεχραζάτ από τις «Χίλιες και Μία Νύχτες». Ασήμαντες στιγμές παίρνουν τη σημασία που κανονικά αρμόζει σε ιστορικά γεγονότα: ένα ζευγάρι ίπταται πάνω από την Κολωνία εν καιρώ πολέμου. Στον δρόμο προς ένα πάρτι γενεθλίων, ένας πατέρας σταματά μέσα στη βροχή για να δέσει τα κορδόνια της κόρης του. Έφηβα κορίτσια χορεύουν έξω από ένα καφέ. Ένας ηττημένος στρατός κατευθύνεται προς ένα στρατόπεδο αιχμαλώτων πολέμου. Κι ένας παπάς νιώθει χαμένος επειδή δεν πιστεύει πια. Τι να σου κάνει κι ο ψυχίατρος, ιδίως μετά το κλείσιμο του ιατρείου;
Η άποψή μας: Τι είμαστε αν όχι οι μανιέρες μας; Τι είμαστε αν όχι οι συνήθειές μας, οι αγάπες μας, οι εμμονές μας και οι επιδιώξεις μας; Πάρτε αυτόν τον αφορισμό και πολλαπλασιάστε τον επί χίλια σε ότι αφορά τους καλλιτέχνες. Θα το έχετε ακούσει: κάθε σπουδαίος δημιουργός γυρίζει πάντα την ίδια ταινία ουσιαστικά! Και είναι ωραίο – και θεμιτό – για έναν σκηνοθέτη να δημιουργεί έργο που να είναι αναγνωρίσιμο από χιλιόμετρα. Το θέμα είναι το εξής: να κάνει μεν την ίδια ταινία κάθε φορά αλλά με τρόπο πάντα διαφορετικό, με επινοήσεις, με μυαλό, με ιδέες, με διάθεση αυτοαναφορικότητας (γιατί όχι;) αλλά και αυτοσαρκασμού. Κυρίως να έχει τα αρχίδια ακόμα και να υπονομεύσει το έργο του, τη φήμη του, τους οπαδούς του. Γιατί αν συμβιβαστεί στις δάφνες του, την πάτησε. Γιατί αν παίζει εκ του ασφαλούς, θα ηττηθεί. Γιατί, καλό είναι ένα και μόνο πλάνο μιας ταινίας να κάνει μπαμ ότι ανήκει στον τάδε σκηνοθέτη, αλλά αν ο σκηνοθέτης κάνει μόνο αυτό το πλάνο, κάτι βρωμάει στο βασίλειο της Δανιμαρκίας (κάντο Σουηδίας σε παρακαλώ).
Έτσι που λέτε και ο Andersson. Οι τέσσερις ταινίες που ακολούθησαν μετά το «Giliap» θα μπορούσαν να είναι... μία ταινία! Ό,τι όμως ήταν πρωτοπορία και σινεμά με άντερα στα «Τραγούδια...» έχει πλέον εκπέσει σε μια φτηνή φωτοκόπια. Έχουμε και λέμε λοιπόν: σενάριο δομημένο σε πολλές βινιέτες. Πολλοί πρωταγωνιστές, σε διάφορες αλληλοδιαπλεκόμενες (αλλά όχι απαραίτητα – ιδίως εδώ, στην τελευταία του ταινία) ιστορίες. Μεγάλης διαρκείας πλάνα, με ακίνητη κάμερα. Κυριαρχία του ξεθωριασμένου μπλε, πράσινου και γκρι, με σπάνια εμφάνιση έντονων χρωμάτων στο ντεκόρ του. «Ξεθωριασμένα» πρόσωπα, χλωμά, με έντονο μακιγιάζ, σχεδόν σαν πρόσωπα ζωντανών νεκρών. Υποβόσκοντα αλλά και in your face πολιτικά σχόλια. Και χιούμορ στα όρια του Μπάστερ Κίτον. Αλλά με φελινικό υπόστρωμα! «Ένας σλάπστικ Ίνγκμαρ Μπέργκμαν», όπως τον χαρακτήρισε η Village Voice.
Το 1985 ο δημιουργός έκανε τη στροφή: κατάλαβε πως για να κάνει την κινηματογραφική του γλώσσα πιο πλούσια έπρεπε να αφήσει το ρεαλισμό και το νατουραλισμό και να επενδύσει στο αφαιρετικό. Λάτρης της εικαστικής τέχνης, με επιρροές από τον Otto Dix μεταξύ άλλων, πέτυχε σπουδαίες επιδόσεις. Αλλά, είπαμε: στην τελευταία του ταινία δείχνει απλά... ανέμπνευστος. Μπορεί να εντυπωσιάσει κάποιον που έρχεται για πρώτη φορά σε επαφή με το έργο του αλλά δεν τίθεται θέμα σύγκρισης ανάμεσα σε τούτη την ταινία και τα «Τραγούδια...». Το μόνο νέο που προσθέτει είναι η αφήγηση off. «Είδα έναν άνδρα να κάνει αυτό», «Είδα μια γυναίκα να κάνει εκείνο»... Ε, είδα έναν σκηνοθέτη να κάνει... μία από τα ίδια, με λιγότερο πάθος, με λιγότερη έμπνευση, με λιγότερο μεράκι.
Για να μην παρεξηγηθώ: η αισθητική είναι άψογη. Η διεύθυνση φωτογραφίας κάνει θαύματα και σε πολλές περιπτώσεις προσομοιάζει με μια σειρά από πίνακες ζωγραφικής. Νεκρές φύσεις (χα!). Η καλλιτεχνική διεύθυνση σε κάνει να χαζεύεις. Αλλά... Το ταμείον είναι μείον. Υπέροχο το ζευγάρι που πετάει πάνω από τα ερείπια της κατεστραμμένης Κολωνίας αλλά δεν φτάνει. Και μακάρι να μπορούσαμε να αναφωνήσουμε – όπως ο θαμώνας στο μπαρ ενώ χιονίζει - «Μα είναι υπέροχα! Όλα!» - αλλά φευ. Η μικρότερη σε διάρκεια μεγάλου μήκους ταινία του σκηνοθέτη κι όμως η πιο κουραστική. Την περίμενα με μεγάλη αγωνία την ταινία του αλλά ομολογώ πως απογοητεύτηκα. Συμβαίνει. Ξέρει όμως να βρίσκει απίθανους τίτλους ο μπαγάσας. Ακούς εκεί About Endlessness...
Η υπόθεση: Περιπλανόμαστε μέσα σε μια ονειρική ατμόσφαιρα, με οδηγό έναν αφηγητή που θυμίζει τη Σεχραζάτ από τις «Χίλιες και Μία Νύχτες». Ασήμαντες στιγμές παίρνουν τη σημασία που κανονικά αρμόζει σε ιστορικά γεγονότα: ένα ζευγάρι ίπταται πάνω από την Κολωνία εν καιρώ πολέμου. Στον δρόμο προς ένα πάρτι γενεθλίων, ένας πατέρας σταματά μέσα στη βροχή για να δέσει τα κορδόνια της κόρης του. Έφηβα κορίτσια χορεύουν έξω από ένα καφέ. Ένας ηττημένος στρατός κατευθύνεται προς ένα στρατόπεδο αιχμαλώτων πολέμου. Κι ένας παπάς νιώθει χαμένος επειδή δεν πιστεύει πια. Τι να σου κάνει κι ο ψυχίατρος, ιδίως μετά το κλείσιμο του ιατρείου;
Η άποψή μας: Τι είμαστε αν όχι οι μανιέρες μας; Τι είμαστε αν όχι οι συνήθειές μας, οι αγάπες μας, οι εμμονές μας και οι επιδιώξεις μας; Πάρτε αυτόν τον αφορισμό και πολλαπλασιάστε τον επί χίλια σε ότι αφορά τους καλλιτέχνες. Θα το έχετε ακούσει: κάθε σπουδαίος δημιουργός γυρίζει πάντα την ίδια ταινία ουσιαστικά! Και είναι ωραίο – και θεμιτό – για έναν σκηνοθέτη να δημιουργεί έργο που να είναι αναγνωρίσιμο από χιλιόμετρα. Το θέμα είναι το εξής: να κάνει μεν την ίδια ταινία κάθε φορά αλλά με τρόπο πάντα διαφορετικό, με επινοήσεις, με μυαλό, με ιδέες, με διάθεση αυτοαναφορικότητας (γιατί όχι;) αλλά και αυτοσαρκασμού. Κυρίως να έχει τα αρχίδια ακόμα και να υπονομεύσει το έργο του, τη φήμη του, τους οπαδούς του. Γιατί αν συμβιβαστεί στις δάφνες του, την πάτησε. Γιατί αν παίζει εκ του ασφαλούς, θα ηττηθεί. Γιατί, καλό είναι ένα και μόνο πλάνο μιας ταινίας να κάνει μπαμ ότι ανήκει στον τάδε σκηνοθέτη, αλλά αν ο σκηνοθέτης κάνει μόνο αυτό το πλάνο, κάτι βρωμάει στο βασίλειο της Δανιμαρκίας (κάντο Σουηδίας σε παρακαλώ).
Έτσι που λέτε και ο Andersson. Οι τέσσερις ταινίες που ακολούθησαν μετά το «Giliap» θα μπορούσαν να είναι... μία ταινία! Ό,τι όμως ήταν πρωτοπορία και σινεμά με άντερα στα «Τραγούδια...» έχει πλέον εκπέσει σε μια φτηνή φωτοκόπια. Έχουμε και λέμε λοιπόν: σενάριο δομημένο σε πολλές βινιέτες. Πολλοί πρωταγωνιστές, σε διάφορες αλληλοδιαπλεκόμενες (αλλά όχι απαραίτητα – ιδίως εδώ, στην τελευταία του ταινία) ιστορίες. Μεγάλης διαρκείας πλάνα, με ακίνητη κάμερα. Κυριαρχία του ξεθωριασμένου μπλε, πράσινου και γκρι, με σπάνια εμφάνιση έντονων χρωμάτων στο ντεκόρ του. «Ξεθωριασμένα» πρόσωπα, χλωμά, με έντονο μακιγιάζ, σχεδόν σαν πρόσωπα ζωντανών νεκρών. Υποβόσκοντα αλλά και in your face πολιτικά σχόλια. Και χιούμορ στα όρια του Μπάστερ Κίτον. Αλλά με φελινικό υπόστρωμα! «Ένας σλάπστικ Ίνγκμαρ Μπέργκμαν», όπως τον χαρακτήρισε η Village Voice.
Το 1985 ο δημιουργός έκανε τη στροφή: κατάλαβε πως για να κάνει την κινηματογραφική του γλώσσα πιο πλούσια έπρεπε να αφήσει το ρεαλισμό και το νατουραλισμό και να επενδύσει στο αφαιρετικό. Λάτρης της εικαστικής τέχνης, με επιρροές από τον Otto Dix μεταξύ άλλων, πέτυχε σπουδαίες επιδόσεις. Αλλά, είπαμε: στην τελευταία του ταινία δείχνει απλά... ανέμπνευστος. Μπορεί να εντυπωσιάσει κάποιον που έρχεται για πρώτη φορά σε επαφή με το έργο του αλλά δεν τίθεται θέμα σύγκρισης ανάμεσα σε τούτη την ταινία και τα «Τραγούδια...». Το μόνο νέο που προσθέτει είναι η αφήγηση off. «Είδα έναν άνδρα να κάνει αυτό», «Είδα μια γυναίκα να κάνει εκείνο»... Ε, είδα έναν σκηνοθέτη να κάνει... μία από τα ίδια, με λιγότερο πάθος, με λιγότερη έμπνευση, με λιγότερο μεράκι.
Για να μην παρεξηγηθώ: η αισθητική είναι άψογη. Η διεύθυνση φωτογραφίας κάνει θαύματα και σε πολλές περιπτώσεις προσομοιάζει με μια σειρά από πίνακες ζωγραφικής. Νεκρές φύσεις (χα!). Η καλλιτεχνική διεύθυνση σε κάνει να χαζεύεις. Αλλά... Το ταμείον είναι μείον. Υπέροχο το ζευγάρι που πετάει πάνω από τα ερείπια της κατεστραμμένης Κολωνίας αλλά δεν φτάνει. Και μακάρι να μπορούσαμε να αναφωνήσουμε – όπως ο θαμώνας στο μπαρ ενώ χιονίζει - «Μα είναι υπέροχα! Όλα!» - αλλά φευ. Η μικρότερη σε διάρκεια μεγάλου μήκους ταινία του σκηνοθέτη κι όμως η πιο κουραστική. Την περίμενα με μεγάλη αγωνία την ταινία του αλλά ομολογώ πως απογοητεύτηκα. Συμβαίνει. Ξέρει όμως να βρίσκει απίθανους τίτλους ο μπαγάσας. Ακούς εκεί About Endlessness...
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 9 Ιανουαρίου 2020 από την AMA Films!