του Hlynur Palmason. Με τους Ingvar E. Sigurdsson, Ida Mekkin Hlynsdottir, Hilmir Snaer Gudnason, Bjorn Ingi Hilmarsson, Elma Stefania Agustsdottir, Sara Dogg Asgeirsdottir, Haraldur Ari Stefannson.
"Πες μου ένα παραμύθι παππού"
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)
Είδα έναν άντρα να πέφτει...
Αυτή είναι η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί ο γεννημένος το 1984 στην πόλη Hornafjörður (σημείωση: αν μπορείτε να τη διαβάσετε, πείτε το και σε μας) της Ισλανδίας, Hlynur Palmason. Η πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία ήταν το «Vinterbrødre» (Winter Brothers, 2017), η οποία έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο φεστιβάλ του Λοκάρνο, ενώ συμμετείχε και στο διεθνές διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Θεσσαλονίκης εκείνης της χρονιάς.
Το Μια λευκή, λευκή μέρα έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα του στο περασμένο φεστιβάλ των Καννών, όπου συμμετείχε στην Εβδομάδα της Κριτικής. Μάλιστα, η ερμηνεία του πρωταγωνιστή Ingvar E. Sigurdsson τιμήθηκε ως η καλύτερη του τμήματος. Η πρεμιέρα της ταινίας στην Ελλάδα έγινε στο φεστιβάλ Αθηνών «Νύχτες Πρεμιέρας» το περασμένο φθινόπωρο, όπου συμμετείχε στο διαγωνιστικό τμήμα.
Η υπόθεση: Ο Ινγκιμουντούρ είναι ένας 50something πρώην αστυνομικός, που ζει σε μια μικρή, παραθαλάσσια πόλη της Ισλανδίας. Πρόσφατα έχει χηρέψει: το αυτοκίνητο της δασκάλας συζύγου του γλίστρησε στο παγωμένο οδόστρωμα, στο οποίο οδηγούσε με ταχύτητα, κι έπεσε σε γκρεμό. Ο Ινγκιμουντούρ δεν ξέρει πως να διαχειριστεί τη θλίψη του από αυτήν την τόσο μεγάλη απώλεια. Αποφασίζει να ανακαινίσει ένα απομονωμένο σπίτι. Εν τω μεταξύ, αναπτύσσει μια ολοένα και στενότερη σχέση με την 9χρονη εγγονή του, την Σάλκα. Και είναι αναγκασμένος (από τον νόμο) να επισκέπτεται έναν ψυχίατρο, μια φορά την εβδομάδα, κάτι που καθόλου δεν του αρέσει.
Όταν η κόρη του, του δίνει ένα χαρτοκιβώτιο με πράγματα της μητέρας της, ο Ινγκιμουντούρ πέφτει πάνω σε κάποια στοιχεία, που του αφήνουν την υπόνοια πως η εκλιπούσα τον απατούσε. Καθώς ξυπνάει ο αστυνομικός μέσα του, αποφασίζει να μάθει την αλήθεια με κάθε κόστος. Οι υποψίες του εξελίσσονται σε ψύχωση, που κορυφώνεται ραγδαία, θέτοντας σε κίνδυνο τόσο τον ίδιο, όσο και τους αγαπημένους ανθρώπους γύρω του. Όντως τον κεράτωνε η σύζυγός του; Με ποιον; Και πόσο η αναζήτηση του τρίτου προσώπου θα αλλάξει τη συμπεριφορά του Ινγκιμουντούρ; Μέχρι πού θα φτάσει;
Η άποψή μας: Στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης του 2017 ήμουν μέλος της κριτικής επιτροπής της FIPRESCI, και πολύ το ευχαριστήθηκα. Σε εκείνο το φεστιβάλ ανάμεσα στις διαγωνιζόμενες ταινίες που καλούμασταν να κρίνουμε, μαζί με την Πολωνή πρόεδρο, Ola Salwa και τον Γερμανό συνάδελφό Thomas Abeltshauser, ήταν και η πρώτη ταινία του Palmason, το «Winter Brothers», που κέρδισε τελικά τον Χάλκινο Αλέξανδρο καλύτερης σκηνοθεσίας από την κριτική επιτροπή του φεστιβάλ (άλλο η κριτική επιτροπή του φεστιβάλ κι άλλο η κριτική επιτροπή των κριτικών, έτσι;). Στη συζήτηση που κάναμε εμείς για να αποφασίσουμε πού θα δώσουμε τα βραβεία μας, η πρόεδρος ήθελε να το δώσουμε στον Ισλανδό. Εγώ με τον Γερμανό ήμασταν ανένδοτοι, καθώς θεωρούσαμε καλύτερη ταινία του διαγωνιστικού το ιρανικό «Υπόθεση συνείδησης». Και τελικά, νικήσαμε: η ιρανική ταινία πήρε το βραβείο της FIPRESCI!
Γιατί σας τα γράφω όλα αυτά; Μα γιατί στο πάρτι της τελετής λήξης, όπου οι δύο συνάδελφοί μου έπεσαν από τα σύννεφα όταν κατάλαβαν ότι δεν έχω πάρει ποτέ στη ζωή μου κόκα (και δεν εννοούσαν φυσικά εκείνη που συνοδεύεται με την κόλα!), κάναμε ένα πηγαδάκι και μιλήσαμε τόσο με τον Ισλανδό σκηνοθέτη αλλά και με τον ταλαντούχο Γαβριήλ Τζάφκα, που επίσης πήγε να βρει το πεπρωμένο του στη Σκανδιναβία. Νέα παιδιά, με δυνατές και ενδιαφέρουσες απόψεις, κατασταλαγμένες σε ότι αφορά το σινεμά και το τι θέλουν να πετύχουν. Αυτά που με είχαν κερδίσει στην πρώτη ταινία του Palmason, με κέρδισαν και σε τούτη την ταινία. Κατά κύριο λόγο, το εικαστικό μέρος των ταινιών του – μην ξεχνάμε πως είναι και αναγνωρισμένος ζωγράφος παρά το νεαρό της ηλικίας του.
Εδώ, ας πούμε, χρησιμοποιεί με επιτυχία (αν και παίζει λίγο με την υπομονή των πιο ανυπόμονων από τους θεατές) ένα τρικ στην αρχή (όχι στην έναρξη) της ταινίας. Αφού παρακολουθήσουμε ένα αυτοκίνητο να τρέχει σε έναν γλιστερό δρόμο με μεγάλη ταχύτητα, με συνθήκες ομίχλης ολόγυρα, να ξεφεύγει από την πορεία του και να πέφτει σε γκρεμό, ακολουθούν μερικά πολύ ενδιαφέροντα μικρά κινηματογραφικά ενσταντανέ. Ο σκηνοθέτης τοποθετεί την ακίνητη κάμερά του σε μέση απόσταση από μια απομονωμένη αγροικία και για δέκα με δεκαπέντε δευτερόλεπτα κάθε φορά, συλλαμβάνει αυτό που συμβαίνει γύρω της – όχι πολλά δηλαδή. Μια βροχή, ένα χιόνι. Ημέρα. Νύχτα. Αέρας. Περνάνε σκυλιά. Βόσκουν αγελάδες. Τέτοια. Still life και παράλληλα κινούμενα ζωγραφικά στιγμιότυπα με μια ακίνητη κάμερα!
Ωραίο! Ναι, η ζωή αλλάζει δίχως να κοιτάζει τη δική σου μελαγχολία. Ναι, συμβαίνουν τόσα πολλά πράγματα όταν δεν συμβαίνει τίποτε. Γενικώς, ο σκηνοθέτης αρέσκεται να «διακόπτει» την κινηματογραφική δράση και να κάνει εικαστικά σχόλια. Το αγαπημένο του: η πτώση. Εκτός από την πτώση του αυτοκινήτου, την οποία υπαινίσσεται, έχουμε και την πτώση – κύλιση μιας μεγάλης πέτρας που ξεκινάει από έναν δρόμο, κατεβαίνει (παίρνοντας το χρόνο της, αμπώς) την πλαγιά ενός βουνού και πέφτει στα νερά της θάλασσας. Ωραία όλα αυτά. Σχόλιο πάνω στο χρόνο. Οκ.
Αυτό που – για άλλη μια φορά – δεν καταφέρνει (περισσότερο εδώ παρά στην προηγούμενη ταινία) είναι να ξεκαθαρίσει τις σχέσεις των ανθρώπων που βλέπουμε στην ταινία. Πχ όλο αυτό με την εγγονή φαίνεται κουλό. Προσκολλάται ο ίδιος επάνω της; Ποια είναι η μητέρα της; Είναι εκείνη που έχει κι άλλο παιδί, μικρότερο; Άρα είναι η κόρη του πρωταγωνιστή μας. Έχει όμως μόνο μια κόρη; Κι εκείνη που του δίνει την κούτα, τι είναι; Κόρη του κι εκείνη; Να, αυτά δεν μπορώ. Τις μη ξεκάθαρες σχέσεις ανθρώπων – έτσι κι αλλιώς – πόσο μάλλον μέσα σε μια ταινία! Έλα παππού, πάρτην, γιατί έκανε εμετό και φοβάμαι μην κολλήσει την κόρη μου; Και η σχέση με τους γαμπρούς; Και το πάρτι; Και, και, και.
Καλή η αφαίρεση αλλά βρε παιδί μου, στάκα λίγο, να καταλάβουμε ποιος είναι τι και γιατί. Από εκεί και πέρα ο σκηνοθέτης σκιαγραφεί το πορτρέτο ενός μοναχικού άνδρα, που βλέπει τον κόσμο του να καταρρέει. Από τη μια, έχει να αντιμετωπίσει την απώλεια. Και από την άλλη, την προδοσία. Ο μάτσο ανδρισμός του είναι απάντηση – άμυνα – αδυναμία. Δεν ξέρει να εκφραστεί. Γι' αυτό και οι σκηνές των συνεδριών με τον ψυχολόγο (ακόμα και μέσω... skype) προσπαθούν να ελαφρύνουν λίγο το βαρύ κλίμα της ταινίας. Και ο βασικός ήρωας γίνεται αντιπαθής για το κοινό στην προσπάθειά του να εξιλεωθεί.
Εντέλει, εκεί που πάει να μπαντάρει η βάρκα, έρχεται το φινάλε, ρεαλιστικό και σουρεάλ ταυτόχρονα, για να σώσει την ταινία από το να μείνει στη θύμηση ως μια ενδιαφέρουσα άσκηση – εικαστικού – ύφους. Το ταλέντο είναι εκεί, αλλά (δεν το πιστεύω πως το γράφω αυτό για μη ελληνική ταινία) λείπει το καλογραμμένο σενάριο. Την επόμενη φορά, φίλε.
Η υπόθεση: Ο Ινγκιμουντούρ είναι ένας 50something πρώην αστυνομικός, που ζει σε μια μικρή, παραθαλάσσια πόλη της Ισλανδίας. Πρόσφατα έχει χηρέψει: το αυτοκίνητο της δασκάλας συζύγου του γλίστρησε στο παγωμένο οδόστρωμα, στο οποίο οδηγούσε με ταχύτητα, κι έπεσε σε γκρεμό. Ο Ινγκιμουντούρ δεν ξέρει πως να διαχειριστεί τη θλίψη του από αυτήν την τόσο μεγάλη απώλεια. Αποφασίζει να ανακαινίσει ένα απομονωμένο σπίτι. Εν τω μεταξύ, αναπτύσσει μια ολοένα και στενότερη σχέση με την 9χρονη εγγονή του, την Σάλκα. Και είναι αναγκασμένος (από τον νόμο) να επισκέπτεται έναν ψυχίατρο, μια φορά την εβδομάδα, κάτι που καθόλου δεν του αρέσει.
Όταν η κόρη του, του δίνει ένα χαρτοκιβώτιο με πράγματα της μητέρας της, ο Ινγκιμουντούρ πέφτει πάνω σε κάποια στοιχεία, που του αφήνουν την υπόνοια πως η εκλιπούσα τον απατούσε. Καθώς ξυπνάει ο αστυνομικός μέσα του, αποφασίζει να μάθει την αλήθεια με κάθε κόστος. Οι υποψίες του εξελίσσονται σε ψύχωση, που κορυφώνεται ραγδαία, θέτοντας σε κίνδυνο τόσο τον ίδιο, όσο και τους αγαπημένους ανθρώπους γύρω του. Όντως τον κεράτωνε η σύζυγός του; Με ποιον; Και πόσο η αναζήτηση του τρίτου προσώπου θα αλλάξει τη συμπεριφορά του Ινγκιμουντούρ; Μέχρι πού θα φτάσει;
Η άποψή μας: Στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης του 2017 ήμουν μέλος της κριτικής επιτροπής της FIPRESCI, και πολύ το ευχαριστήθηκα. Σε εκείνο το φεστιβάλ ανάμεσα στις διαγωνιζόμενες ταινίες που καλούμασταν να κρίνουμε, μαζί με την Πολωνή πρόεδρο, Ola Salwa και τον Γερμανό συνάδελφό Thomas Abeltshauser, ήταν και η πρώτη ταινία του Palmason, το «Winter Brothers», που κέρδισε τελικά τον Χάλκινο Αλέξανδρο καλύτερης σκηνοθεσίας από την κριτική επιτροπή του φεστιβάλ (άλλο η κριτική επιτροπή του φεστιβάλ κι άλλο η κριτική επιτροπή των κριτικών, έτσι;). Στη συζήτηση που κάναμε εμείς για να αποφασίσουμε πού θα δώσουμε τα βραβεία μας, η πρόεδρος ήθελε να το δώσουμε στον Ισλανδό. Εγώ με τον Γερμανό ήμασταν ανένδοτοι, καθώς θεωρούσαμε καλύτερη ταινία του διαγωνιστικού το ιρανικό «Υπόθεση συνείδησης». Και τελικά, νικήσαμε: η ιρανική ταινία πήρε το βραβείο της FIPRESCI!
Γιατί σας τα γράφω όλα αυτά; Μα γιατί στο πάρτι της τελετής λήξης, όπου οι δύο συνάδελφοί μου έπεσαν από τα σύννεφα όταν κατάλαβαν ότι δεν έχω πάρει ποτέ στη ζωή μου κόκα (και δεν εννοούσαν φυσικά εκείνη που συνοδεύεται με την κόλα!), κάναμε ένα πηγαδάκι και μιλήσαμε τόσο με τον Ισλανδό σκηνοθέτη αλλά και με τον ταλαντούχο Γαβριήλ Τζάφκα, που επίσης πήγε να βρει το πεπρωμένο του στη Σκανδιναβία. Νέα παιδιά, με δυνατές και ενδιαφέρουσες απόψεις, κατασταλαγμένες σε ότι αφορά το σινεμά και το τι θέλουν να πετύχουν. Αυτά που με είχαν κερδίσει στην πρώτη ταινία του Palmason, με κέρδισαν και σε τούτη την ταινία. Κατά κύριο λόγο, το εικαστικό μέρος των ταινιών του – μην ξεχνάμε πως είναι και αναγνωρισμένος ζωγράφος παρά το νεαρό της ηλικίας του.
Εδώ, ας πούμε, χρησιμοποιεί με επιτυχία (αν και παίζει λίγο με την υπομονή των πιο ανυπόμονων από τους θεατές) ένα τρικ στην αρχή (όχι στην έναρξη) της ταινίας. Αφού παρακολουθήσουμε ένα αυτοκίνητο να τρέχει σε έναν γλιστερό δρόμο με μεγάλη ταχύτητα, με συνθήκες ομίχλης ολόγυρα, να ξεφεύγει από την πορεία του και να πέφτει σε γκρεμό, ακολουθούν μερικά πολύ ενδιαφέροντα μικρά κινηματογραφικά ενσταντανέ. Ο σκηνοθέτης τοποθετεί την ακίνητη κάμερά του σε μέση απόσταση από μια απομονωμένη αγροικία και για δέκα με δεκαπέντε δευτερόλεπτα κάθε φορά, συλλαμβάνει αυτό που συμβαίνει γύρω της – όχι πολλά δηλαδή. Μια βροχή, ένα χιόνι. Ημέρα. Νύχτα. Αέρας. Περνάνε σκυλιά. Βόσκουν αγελάδες. Τέτοια. Still life και παράλληλα κινούμενα ζωγραφικά στιγμιότυπα με μια ακίνητη κάμερα!
Ωραίο! Ναι, η ζωή αλλάζει δίχως να κοιτάζει τη δική σου μελαγχολία. Ναι, συμβαίνουν τόσα πολλά πράγματα όταν δεν συμβαίνει τίποτε. Γενικώς, ο σκηνοθέτης αρέσκεται να «διακόπτει» την κινηματογραφική δράση και να κάνει εικαστικά σχόλια. Το αγαπημένο του: η πτώση. Εκτός από την πτώση του αυτοκινήτου, την οποία υπαινίσσεται, έχουμε και την πτώση – κύλιση μιας μεγάλης πέτρας που ξεκινάει από έναν δρόμο, κατεβαίνει (παίρνοντας το χρόνο της, αμπώς) την πλαγιά ενός βουνού και πέφτει στα νερά της θάλασσας. Ωραία όλα αυτά. Σχόλιο πάνω στο χρόνο. Οκ.
Αυτό που – για άλλη μια φορά – δεν καταφέρνει (περισσότερο εδώ παρά στην προηγούμενη ταινία) είναι να ξεκαθαρίσει τις σχέσεις των ανθρώπων που βλέπουμε στην ταινία. Πχ όλο αυτό με την εγγονή φαίνεται κουλό. Προσκολλάται ο ίδιος επάνω της; Ποια είναι η μητέρα της; Είναι εκείνη που έχει κι άλλο παιδί, μικρότερο; Άρα είναι η κόρη του πρωταγωνιστή μας. Έχει όμως μόνο μια κόρη; Κι εκείνη που του δίνει την κούτα, τι είναι; Κόρη του κι εκείνη; Να, αυτά δεν μπορώ. Τις μη ξεκάθαρες σχέσεις ανθρώπων – έτσι κι αλλιώς – πόσο μάλλον μέσα σε μια ταινία! Έλα παππού, πάρτην, γιατί έκανε εμετό και φοβάμαι μην κολλήσει την κόρη μου; Και η σχέση με τους γαμπρούς; Και το πάρτι; Και, και, και.
Καλή η αφαίρεση αλλά βρε παιδί μου, στάκα λίγο, να καταλάβουμε ποιος είναι τι και γιατί. Από εκεί και πέρα ο σκηνοθέτης σκιαγραφεί το πορτρέτο ενός μοναχικού άνδρα, που βλέπει τον κόσμο του να καταρρέει. Από τη μια, έχει να αντιμετωπίσει την απώλεια. Και από την άλλη, την προδοσία. Ο μάτσο ανδρισμός του είναι απάντηση – άμυνα – αδυναμία. Δεν ξέρει να εκφραστεί. Γι' αυτό και οι σκηνές των συνεδριών με τον ψυχολόγο (ακόμα και μέσω... skype) προσπαθούν να ελαφρύνουν λίγο το βαρύ κλίμα της ταινίας. Και ο βασικός ήρωας γίνεται αντιπαθής για το κοινό στην προσπάθειά του να εξιλεωθεί.
Εντέλει, εκεί που πάει να μπαντάρει η βάρκα, έρχεται το φινάλε, ρεαλιστικό και σουρεάλ ταυτόχρονα, για να σώσει την ταινία από το να μείνει στη θύμηση ως μια ενδιαφέρουσα άσκηση – εικαστικού – ύφους. Το ταλέντο είναι εκεί, αλλά (δεν το πιστεύω πως το γράφω αυτό για μη ελληνική ταινία) λείπει το καλογραμμένο σενάριο. Την επόμενη φορά, φίλε.
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 16 Ιανουαρίου 2020 από την Weird Wave!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική