του Jan Komasa. Με τους Bartosz Bielenia, Eliza Rycembel, Aleksandra Konieczna, Tomasz Zietek, Leszek Lichota, Lukasz Simlat, Zdislaw Wardejn, Barbara Kurzaj.
Αν ξαναγεννηθείς Χριστέ στη γη μας...
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)
Αγαπάτε αλλήλους;
Αυτή είναι η τρίτη μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας που σκηνοθετεί ο γεννημένος στις 28 Οκτωβρίου του 1981 στο Πόζναν την Πολωνίας σκηνοθέτης Jan Komasa. Έχουν προηγηθεί οι απρόβλητες στην Ελλάδα ταινίες «Sala samobójców» (Suicide Room, 2011) και «Warsaw '44» (Miasto 44, 2014). Αν κατάλαβα καλά, η επόμενη ταινία του (που βρίσκεται τώρα στο post production και βγαίνει στην Πολωνία τον ερχόμενο Μάρτιο) θα είναι σίκουελ της πρώτης του ταινίας και θα έχει τίτλο «Sala samobójców. Hejter» με αγγλικό τίτλο «The Hater».
Η ταινία Corpus Christi έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο περασμένο φεστιβάλ Βενετίας, όπου έλαβε μέρος στο παράλληλο του επίσημου διαγωνιστικού τμήμα «Giornate degli Autori» (Venice Days) – κάτι ανάλογο του «Δεκαπενθήμερου των Σκηνοθετών» στις Κάννες. Από εκεί και πέρα προβλήθηκε σε μπόλικα φεστιβάλ – από εκείνο του Τορόντο μέχρι εκείνο της Θεσσαλονίκης. Αποτέλεσε την επίσημη πρόταση της Πολωνίας για το ξενόγλωσσο Όσκαρ και κατάφερε να βρίσκεται μέσα στη δεκάδα της shortlist, από την οποία θα προκύψει η τελική πεντάδα, που θα ανακοινωθεί (όπως όλες οι εφετινές υποψηφιότητες για Όσκαρ) την ερχόμενη Δευτέρα 13 Ιανουαρίου. Και δεν είναι λίγοι εκείνοι που υποστηρίζουν πως θα τα καταφέρει και θα είναι στην τελική πεντάδα.
Η υπόθεση: Ο Ντάνιελ είναι ένας 20χρονος νεαρός, κλεισμένος σε αναμορφωτήριο. Το παρελθόν του είναι γεμάτο βία και το παρόν επίσης. Το μέλλον του διαγράφεται αβέβαιο. Ο ίδιος, χωρίς να αλλάξει κατ' ελάχιστο τον «αμαρτωλό» τρόπο ζωής του, χωρίς να μετανιώνει ή να ντρέπεται για κάτι, νιώθει να έλκεται από τη θρησκεία, να βρίσκει σε αυτήν ένα πνευματικό – ψυχικό αποκούμπι. Όταν δηλώνει στον παπά του αναμορφωτήριου πως θέλει να γίνει ιερέας, εκείνος τον προσγειώνει: δεν είναι εφικτό κάτι τέτοιο λόγω του βεβαρημένου ποινικού του μητρώου. Το καλύτερο που μπορεί να κάνει ο ιερέας για τον Ντάνιελ είναι να τον στείλει σε ένα ξυλουργείο, σε μια μικρή πόλη στην άλλη άκρη της χώρας, μιας που η ξυλουργική είναι κάτι που ο Ντάνιελ διδάσκεται στο αναμορφωτήριο.
Απρόθυμος παρά την ελευθερία που του παρέχεται, ο Ντάνιελ πηγαίνει στην μικρή πόλη. Μετά όμως από μια σειρά παρεξηγήσεων και μιας... κλοπής, ο Ντάνιελ περνιέται ως ο νέος παπάς της μικρής πόλης. Μιας πόλης, που κουβαλά τα σημάδια ενός τραγικού συμβάντος: μετά από ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα σκοτώθηκαν επτά νεαρά παιδιά. Οι κάτοικοι της πόλης δεν μπορούν από τη μία να συνέλθουν και από την άλλη να συγχωρέσουν αυτόν που θεωρούν υπεύθυνο για το δυστύχημα – ο οποίος επίσης έχασε τη ζωή του σε αυτό. Ο Ντάνιελ θα προσπαθήσει να αποκαταστήσει την ισορροπία της τοπικής κοινωνίας. Οι πράξεις του, όμως, και τα κηρύγματά του, δεν είναι αρεστά από όλους. Πόσο θα αντέξει, όταν σχεδόν όλη η πόλη είναι εναντίον του; Και θα καταφέρει να κρατήσει μυστική την πραγματική του ταυτότητα;
Η άποψή μας: Δεν ξέρω γιατί, αλλά παρακολουθώντας τη συγκεκριμένη ταινία, θυμήθηκα το τραγούδι της Αρλέτας «Το μπαρ το ναυάγιο». Γιά να φρεσκάρουμε λίγο τη μνήμη, άντε μπράβο: «Προχθές αργά στο μπαρ το ναυάγιο/ βρέθηκα να τα πίνω μ' έναν άγιο/ καθότανε στο διπλανό σκαμπό/ και κοινωνούσε με ουίσκι και νερό/ Του είπα παππούλη τι ζητάς εδώ/ δεν είναι μέρος για έναν άγιο αυτό/ μου είπε, τέκνον κάνεις μέγα λάθος/ εδώ είναι ο φόβος των ανθρώπων και το πάθος/ Κοίταξε γύρω τους στεγνούς και μεθυσμένους/ και μου είπε εγώ τους αγαπάω τους κολασμένους/ αν θες ν' αγιάσεις πρέπει ν' αμαρτήσεις/ ε κι αν προλάβεις, ας μετανοήσεις». Εκτός από το «παππούλη» των στίχων, τα υπόλοιπα ταιριάζουν ταμάμ.
Ο ήρωάς μας, ο Ντάνιελ, κάθε άλλο παρά «άγιος», με την τρέχουσα χριστιανική ηθική των τύπων, μπορεί να χαρακτηριστεί. Αλητάκος, παραβατικός, κοκάκιας, δεν έχει πρόβλημα (;) να γαμήσει μια φοιτήτρια σε τουαλέτες (καλά, αυτό δεν είναι παραβατικό, μουάχαχαχαχα), να ανάψει τσιγάρο μέσα σε λεωφορείο, να κρατήσει τσίλιες ενώ βασανίζουν βάναυσα (σκηνή που θα... πονέσει τους άρρενες θεατές) συγκρατούμενό του. Αυτά πριν...γίνει παπάς. Όταν γίνεται παπάς (αντιποίηση αρχής λέγεται αυτό) κλέβοντας (!!!) άμφια, και πάλι θα διαφοροποιηθεί από τους υποκριτές «συναδέλφους» του. Και θα καπνίσει, και θα πιει κι ένα μπυρόνι με τη νεολαία (νεολαίος είναι και ο ίδιος, τι στην ευχή) και θα γαμήσει – έτσι πρέπει. Και ναι, μπορεί να ψάξει στο google μέσω του smartphone του για να βρει τι να πει όταν για πρώτη φορά θα λάβει μέρος στο θρησκευτικό μυστήριο της εξομολόγησης (μία από τις αρκετές αστείες στιγμές της ταινίας) αλλά είναι αυθεντικός. Είναι ευθύς. Είναι ντόμπρος. Και είναι ουσιαστικός. Αυτά που κηρύττει ανορθόδοξα στην εκκλησία είναι ο Λόγος του Θεού. Είναι ο Λόγος της Αγάπης! Είναι αυτό που ουσιαστικά σημαίνει να είσαι Άνθρωπος σήμερα. Να συγχωρείς. Και να προχωράς μπροστά.
Ναι, έχει ελαττώματα (και ποιος δεν έχει;), ναι, έχει μυστικά (και ποιος δεν έχει;), ναι, έχει κάνει πράγματα για τα οποία δεν είναι περήφανος (και ποιος δεν έχει;) αλλά προσπαθεί. Προσπαθεί πολύ. Όπως συμβαίνει, όμως, πάντα, όποιος πάει να ταράξει ηθελημένα ή άθελά του, ένα εδραιωμένο status quo, δημιουργεί αντιπάθειες. Γιατί; Επειδή θέλει να ανοίξει τα μάτια των ανθρώπων και να τους θυμίσει την πιο χριστιανική διδαχή από όλες: τη συγχώρεση. Επειδή θέλει στο μνημείο που έχουν στήσει οι άνθρωποι του χωριού να μην βρίσκονται μόνο οι φωτογραφίες των επτά νεαρών που σκοτώθηκαν στο δυστύχημα αλλά και του ανθρώπου που – υποτίθεται – ευθύνεται για τον χαμό τους. Επειδή προσπαθεί να βγάλει την χήρα του ενόχου (μέχρι αποδείξεως του εναντίου) από την επιβεβλημένη απομόνωσή της και να την ξανακάνει αποδεκτή από την κοινωνία του χωριού. Κι επειδή – άκουσον άκουσον – θεωρεί παράλογο να μην επιτρέπουν οι καλοί χριστιανοί χωρικοί την ταφή των σταχτών του «δράστη» στο χωριό, λες και ο νεκρός μπορεί να τους μολύνει και απαγορεύουν κάτι τέτοιο!
Οι προσπάθειές του και οι αντιδράσεις που προκαλούν μου θύμισαν (εκεί εγώ, με τις θύμισες) τον ανατριχιαστικά σπουδαίο «Βασιλιά» του Νίκου Γραμματικού. Εννοείται ότι η ελληνική ταινία (στη συγκεκριμένη περίπτωση) είναι πολύ καλύτερη από την πολωνέζικη, καθώς ο Γραμματικός τραβάει τα πράγματα στα άκρα. Ο Πολωνός συνάδελφός του δεν κάνει άσχημη δουλειά. Ίσα ίσα. Δεν φτιάχνει ένα δύσκολο, κουλτουριάρικο, δήθεν, αυτάρεσκο και αυτοαναφορικό σινεμά. Φλερτάρει με το μέινστριμ: η ταινία του είναι για όλους. Κρατάει μια ισορροπία ανάμεσα στο κωμικό και το δραματικό. Και το φινάλε του είναι σούπερ: ταυτόχρονα ρεαλιστικό και φευγάτο, απαισιόδοξο και αισιόδοξο αντάμα (κι όμως), γήινο και υπερβατικό. Απλά, όντας σε mode «θα ήθελα κάτι παραπάνω»... θα ήθελα κάτι παραπάνω. Κάτι που θα με αιφνιδίαζε. Κάτι που θα με συνέπαιρνε.
Εδώ, το πετυχαίνει σε στιγμές – όχι καθ' ολοκληρίαν. Τουλάχιστον πέτυχε διάνα στην επιλογή του βασικού πρωταγωνιστή, που έχει τη φάτσα «άγγελος και διάβολος» μαζί. Και δίνει μια ερμηνεία αντάξια του ονόματος της πολωνικής σχολής. Θυσία και πίστη, αναγέννηση και προσγείωση, αμαρτία και συγχώρεση. Not bad my son, not bad...
Η υπόθεση: Ο Ντάνιελ είναι ένας 20χρονος νεαρός, κλεισμένος σε αναμορφωτήριο. Το παρελθόν του είναι γεμάτο βία και το παρόν επίσης. Το μέλλον του διαγράφεται αβέβαιο. Ο ίδιος, χωρίς να αλλάξει κατ' ελάχιστο τον «αμαρτωλό» τρόπο ζωής του, χωρίς να μετανιώνει ή να ντρέπεται για κάτι, νιώθει να έλκεται από τη θρησκεία, να βρίσκει σε αυτήν ένα πνευματικό – ψυχικό αποκούμπι. Όταν δηλώνει στον παπά του αναμορφωτήριου πως θέλει να γίνει ιερέας, εκείνος τον προσγειώνει: δεν είναι εφικτό κάτι τέτοιο λόγω του βεβαρημένου ποινικού του μητρώου. Το καλύτερο που μπορεί να κάνει ο ιερέας για τον Ντάνιελ είναι να τον στείλει σε ένα ξυλουργείο, σε μια μικρή πόλη στην άλλη άκρη της χώρας, μιας που η ξυλουργική είναι κάτι που ο Ντάνιελ διδάσκεται στο αναμορφωτήριο.
Απρόθυμος παρά την ελευθερία που του παρέχεται, ο Ντάνιελ πηγαίνει στην μικρή πόλη. Μετά όμως από μια σειρά παρεξηγήσεων και μιας... κλοπής, ο Ντάνιελ περνιέται ως ο νέος παπάς της μικρής πόλης. Μιας πόλης, που κουβαλά τα σημάδια ενός τραγικού συμβάντος: μετά από ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα σκοτώθηκαν επτά νεαρά παιδιά. Οι κάτοικοι της πόλης δεν μπορούν από τη μία να συνέλθουν και από την άλλη να συγχωρέσουν αυτόν που θεωρούν υπεύθυνο για το δυστύχημα – ο οποίος επίσης έχασε τη ζωή του σε αυτό. Ο Ντάνιελ θα προσπαθήσει να αποκαταστήσει την ισορροπία της τοπικής κοινωνίας. Οι πράξεις του, όμως, και τα κηρύγματά του, δεν είναι αρεστά από όλους. Πόσο θα αντέξει, όταν σχεδόν όλη η πόλη είναι εναντίον του; Και θα καταφέρει να κρατήσει μυστική την πραγματική του ταυτότητα;
Η άποψή μας: Δεν ξέρω γιατί, αλλά παρακολουθώντας τη συγκεκριμένη ταινία, θυμήθηκα το τραγούδι της Αρλέτας «Το μπαρ το ναυάγιο». Γιά να φρεσκάρουμε λίγο τη μνήμη, άντε μπράβο: «Προχθές αργά στο μπαρ το ναυάγιο/ βρέθηκα να τα πίνω μ' έναν άγιο/ καθότανε στο διπλανό σκαμπό/ και κοινωνούσε με ουίσκι και νερό/ Του είπα παππούλη τι ζητάς εδώ/ δεν είναι μέρος για έναν άγιο αυτό/ μου είπε, τέκνον κάνεις μέγα λάθος/ εδώ είναι ο φόβος των ανθρώπων και το πάθος/ Κοίταξε γύρω τους στεγνούς και μεθυσμένους/ και μου είπε εγώ τους αγαπάω τους κολασμένους/ αν θες ν' αγιάσεις πρέπει ν' αμαρτήσεις/ ε κι αν προλάβεις, ας μετανοήσεις». Εκτός από το «παππούλη» των στίχων, τα υπόλοιπα ταιριάζουν ταμάμ.
Ο ήρωάς μας, ο Ντάνιελ, κάθε άλλο παρά «άγιος», με την τρέχουσα χριστιανική ηθική των τύπων, μπορεί να χαρακτηριστεί. Αλητάκος, παραβατικός, κοκάκιας, δεν έχει πρόβλημα (;) να γαμήσει μια φοιτήτρια σε τουαλέτες (καλά, αυτό δεν είναι παραβατικό, μουάχαχαχαχα), να ανάψει τσιγάρο μέσα σε λεωφορείο, να κρατήσει τσίλιες ενώ βασανίζουν βάναυσα (σκηνή που θα... πονέσει τους άρρενες θεατές) συγκρατούμενό του. Αυτά πριν...γίνει παπάς. Όταν γίνεται παπάς (αντιποίηση αρχής λέγεται αυτό) κλέβοντας (!!!) άμφια, και πάλι θα διαφοροποιηθεί από τους υποκριτές «συναδέλφους» του. Και θα καπνίσει, και θα πιει κι ένα μπυρόνι με τη νεολαία (νεολαίος είναι και ο ίδιος, τι στην ευχή) και θα γαμήσει – έτσι πρέπει. Και ναι, μπορεί να ψάξει στο google μέσω του smartphone του για να βρει τι να πει όταν για πρώτη φορά θα λάβει μέρος στο θρησκευτικό μυστήριο της εξομολόγησης (μία από τις αρκετές αστείες στιγμές της ταινίας) αλλά είναι αυθεντικός. Είναι ευθύς. Είναι ντόμπρος. Και είναι ουσιαστικός. Αυτά που κηρύττει ανορθόδοξα στην εκκλησία είναι ο Λόγος του Θεού. Είναι ο Λόγος της Αγάπης! Είναι αυτό που ουσιαστικά σημαίνει να είσαι Άνθρωπος σήμερα. Να συγχωρείς. Και να προχωράς μπροστά.
Ναι, έχει ελαττώματα (και ποιος δεν έχει;), ναι, έχει μυστικά (και ποιος δεν έχει;), ναι, έχει κάνει πράγματα για τα οποία δεν είναι περήφανος (και ποιος δεν έχει;) αλλά προσπαθεί. Προσπαθεί πολύ. Όπως συμβαίνει, όμως, πάντα, όποιος πάει να ταράξει ηθελημένα ή άθελά του, ένα εδραιωμένο status quo, δημιουργεί αντιπάθειες. Γιατί; Επειδή θέλει να ανοίξει τα μάτια των ανθρώπων και να τους θυμίσει την πιο χριστιανική διδαχή από όλες: τη συγχώρεση. Επειδή θέλει στο μνημείο που έχουν στήσει οι άνθρωποι του χωριού να μην βρίσκονται μόνο οι φωτογραφίες των επτά νεαρών που σκοτώθηκαν στο δυστύχημα αλλά και του ανθρώπου που – υποτίθεται – ευθύνεται για τον χαμό τους. Επειδή προσπαθεί να βγάλει την χήρα του ενόχου (μέχρι αποδείξεως του εναντίου) από την επιβεβλημένη απομόνωσή της και να την ξανακάνει αποδεκτή από την κοινωνία του χωριού. Κι επειδή – άκουσον άκουσον – θεωρεί παράλογο να μην επιτρέπουν οι καλοί χριστιανοί χωρικοί την ταφή των σταχτών του «δράστη» στο χωριό, λες και ο νεκρός μπορεί να τους μολύνει και απαγορεύουν κάτι τέτοιο!
Οι προσπάθειές του και οι αντιδράσεις που προκαλούν μου θύμισαν (εκεί εγώ, με τις θύμισες) τον ανατριχιαστικά σπουδαίο «Βασιλιά» του Νίκου Γραμματικού. Εννοείται ότι η ελληνική ταινία (στη συγκεκριμένη περίπτωση) είναι πολύ καλύτερη από την πολωνέζικη, καθώς ο Γραμματικός τραβάει τα πράγματα στα άκρα. Ο Πολωνός συνάδελφός του δεν κάνει άσχημη δουλειά. Ίσα ίσα. Δεν φτιάχνει ένα δύσκολο, κουλτουριάρικο, δήθεν, αυτάρεσκο και αυτοαναφορικό σινεμά. Φλερτάρει με το μέινστριμ: η ταινία του είναι για όλους. Κρατάει μια ισορροπία ανάμεσα στο κωμικό και το δραματικό. Και το φινάλε του είναι σούπερ: ταυτόχρονα ρεαλιστικό και φευγάτο, απαισιόδοξο και αισιόδοξο αντάμα (κι όμως), γήινο και υπερβατικό. Απλά, όντας σε mode «θα ήθελα κάτι παραπάνω»... θα ήθελα κάτι παραπάνω. Κάτι που θα με αιφνιδίαζε. Κάτι που θα με συνέπαιρνε.
Εδώ, το πετυχαίνει σε στιγμές – όχι καθ' ολοκληρίαν. Τουλάχιστον πέτυχε διάνα στην επιλογή του βασικού πρωταγωνιστή, που έχει τη φάτσα «άγγελος και διάβολος» μαζί. Και δίνει μια ερμηνεία αντάξια του ονόματος της πολωνικής σχολής. Θυσία και πίστη, αναγέννηση και προσγείωση, αμαρτία και συγχώρεση. Not bad my son, not bad...
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 26 Δεκεμβρίου 2019 από την Filmcenter Trianon!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική