Η Ανιές με τα λόγια της Βαρντά
της Agnès Varda.
Ό,τι θυμάται, χαίρεται! Με την καλή έννοια!
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)
Η δημιουργικότητα δεν κοιτάζει ηλικίες
Η Agnès Varda γεννήθηκε ως Arlette Varda στις Βρυξέλλες στις 30 Μαΐου του 1928, όπου και μεγάλωσε με 4 αδέρφια. Η μητέρα της ήταν Γαλλίδα, από την πόλη Σετ και ο πατέρας της ήταν ελληνικής καταγωγής, με ρίζες από τη Μικρά Ασία. Το 1940, ο πόλεμος ανάγκασε την οικογένειά της να μετακομίσει στη νότια Γαλλία. Η Agnès Varda πέρασε την εφηβεία της στην πόλη Σετ κι έπειτα μετακόμισε στο Παρίσι όπου σπούδασε στη Σχολή του Λούβρου και παρακολούθησε μαθήματα φωτογραφίας στην Εθνική Σχολή Λουί-Λιμιέρ. Όταν έκλεισε τα 18 της χρόνια άλλαξε νόμιμα το όνομά της από Arlette σε Agnès. Η Varda έγινε φωτογράφος για τον ηθοποιό Jean Vilar όταν ίδρυσε το θεατρικό φεστιβάλ Αβινιόν το 1948 κι έπειτα για το Εθνικό Λαϊκό Θέατρο στο Παλέ Ντε Σαγιό του Παρισίου. Έκανε την πρώτη της έκθεση στην αυλή του σπιτιού της το 1954. Την ίδια χρονιά, έκανε στροφή προς τον κινηματογράφο χωρίς κάποια εκπαίδευση. Ίδρυσε την Ciné Tamaris για την παραγωγή και τη σκηνοθεσία της πρώτης μεγάλου μήκους ταινίας της, με τίτλο «Πουάντ-Κουρτ» (La pointe-courte), που της χάρισε τον τίτλο «Νονά του Γαλλικού Νέου Κύματος». Έκτοτε σκηνοθέτησε μικρού και μεγάλου μήκους ταινίες, μυθοπλασίας και ντοκιμαντέρ. Το 2003 ξεκίνησε η καριέρα της ως visual artist στη Biennale της Βενετίας. Σύζυγος του Jacques Demy και μητέρα της σχεδιάστριας κοστουμιών Rosalie Varda και του παραγωγού και ηθοποιού Mathieu Demy, η Agnès Varda έφυγε πλήρης ημερών στα 90 της χρόνια στις 29 Μαρτίου του 2018.
Αυτή δεν είναι η πρώτη φορά που κάνει κάτι αυτοβιογραφικό η Varda. Το 1994 κυκλοφόρησε το βιβλίο της με τίτλο ακριβώς τον ίδιο που έχει και η συγκεκριμένη ταινία. Και το 2008 βγήκε στις αίθουσες το ντοκιμαντέρ της «Οι παραλίες της ζωής μου» (Les plages d'Agnès) όπου έκανε κάτι ανάλογο με αυτό που κάνει εδώ... Η ταινία «Varda par Agnès», που έμελλε να είναι και η τελευταία της ζωής της, έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο προηγούμενο φεστιβάλ Βερολίνου, όπου συμμετείχε στο επίσημο πρόγραμμα, εκτός συναγωνισμού.
Η υπόθεση: Η Agnès Varda, φωτογράφος, installation artist και πρωτοπόρος της Nouvelle Vague, αποτελεί θεσμό για το γαλλικό κινηματογράφο. Λίγο πριν το θάνατό της, κάθισε στην καρέκλα του σκηνοθέτη και χρησιμοποιώντας φωτογραφίες κι αποσπάσματα από τις ταινίες της, μίλησε η ίδια για το ανορθόδοξο έργο της. Το ντοκιμαντέρ χωρίζεται σε δύο μέρη: στο πρώτο αναφέρεται στην «αναλογική περίοδο» από το 1954 έως το 2000, και η σκηνοθέτιδα βρίσκεται σε πρώτο πλάνο. Ήταν μια νέα γυναίκα που ήθελε να επαναπροσδιορίσει το σινεμά, ένας άνθρωπος που ήταν πάντα ανοιχτόμυαλος, που σε κάθε της ταινία άλλαζε την αφήγηση. Στο δεύτερο μέρος, η Varda εστιάζει στη χρονική περίοδο από το 2000 έως το 2018 και μας δείχνει πως χρησιμοποιεί την ψηφιακή τεχνολογία για να περιγράψει τον κόσμο με τον μοναδικό της τρόπο. Είτε μπροστά από την κάμερα είτε πίσω από αυτήν, η Varda διηγείται ιστορίες μέσα από εικόνες κι αποφεύγει τις συμβατικές μεθόδους αφήγησης. Μαζί με τους συνεργάτες της, μεταφέρουν το θεατή σε ένα ταξίδι ανορθόδοξων εικόνων.
Η άποψή μας: Και ξαφνικά (κι ανέλπιστα) μετά την – αναπάντεχη – επιτυχία του ντοκιμαντέρ «Πρόσωπα και ιστορίες», όλοι μιλούσαν για την Agnès Varda. Δεν είναι κακό αυτό. Είναι ωραίο να ανακαλύπτει ο (ας το ονοματίσουμε συμβατικά και πολιτικώς ορθά) πιο ψαγμένος από τον μέσο όρο cinema-goer μια δημιουργό τόσο τρομερή για όσα έκανε όσο και αξιαγάπητη ως περσόνα. Με τη χαρακτηριστική δίχρωμη κόμμωσή της, τον μειλίχιο τρόπο ομιλίας της και το διαρκώς εν εγρηγόρσει μυαλό της, η μικροκαμωμένη γηραιά κυρία καθισμένη στην καρέκλα του σκηνοθέτη (κυριολεκτικά) κάνει μια παρουσίαση του έργου της με έναν τρόπο απολύτως δικό της. Βλέποντας την ταινία είναι σαν να είσαι μέλος του κοινού που παρακολουθεί σε μια μεγάλη αίθουσα ένα masterclass – αν και νομίζω πως η Varda δεν θα γούσταρε καθόλου τη χρήση της συγκεκριμένης λέξης.
Τη βλέπουμε να σταματάει και να εξηγεί πράγματα για χαρακτηριστικές στιγμές της καριέρας της. Για το πρωτοποριακό για την εποχή της «Η Κλεό από τις 5 έως τις 7», που γυρίστηκε σε πραγματικό χρόνο (λόγω έλλειψης μπάτζετ – ανάγκα και οι θεοί πείθονται!) παρακολουθώντας την ηρωίδα της, την Κλεό, από τις 5 έως τις 7 το απόγευμα! Για την «Ευτυχία» (την είδαμε το περασμένο καλοκαίρι σε επανέκδοση και στη χώρα μας), όπου χρησιμοποίησε την πραγματική οικογένεια του πρωταγωνιστή της, Jean-Claude Drouot, με τη μυθοπλασία να μπερδεύεται γλυκά με το ντοκιμαντέρ. Για το «Δίχως στέγη, δίχως νόμο», μάλλον την πιο εμβληματική από τις ταινίες μυθοπλασίας της, όπου καθοδήγησε στα πρώτα της βήματα ουσιαστικά την Sandrine Bonnaire. Για την τάση της να χρησιμοποιεί ερασιτέχνες ηθοποιούς στις ταινίες μυθοπλασίας της. Για την άλλη τάση της, να κινηματογραφεί τα πάντα και να κάνει ντοκιμαντέρ με τη λογική «ό,τι βρέξει ας κατεβάσει»!
Το τελευταίο είναι σπουδαίο, ιδίως για όσους φερέλπιδες σκηνοθέτες δουν τη συγκεκριμένη ταινία: η γυναίκα ξεκινούσε να γυρίσει κάτι, πολλές φορές έτσι, χωρίς πρόγραμμα, και το τυχαίο που συναντούσε στο διάβα της δεν την ενοχλούσε – ίσα ίσα, το επιδίωκε και το αγαπούσε! Να ξεκινάς να γυρίσεις ντοκιμαντέρ για την παλιά σου γειτονιά πχ και να γυρνάς τελικά ένα ντοκιμαντέρ για ένα ζευγάρι που λατρεύει τα τρένα σε όλες τους τις μορφές! Τέτοια πράγματα! Με χιλιάδες ιδέες το δευτερόλεπτο, με τόσα πολλά πράγματα που κατάφερε στη ζωή της, με τόσα ταξίδια, με τόσες παραστάσεις, τόσο πολυτάλαντη και multitasking, δεν μπορείς παρά να της βγάλεις το καπέλο. Πάντα κοινωνικά ανήσυχη, πάντα με το μάτι στραμμένο στην κοινωνία, πάντα πολυάσχολη, κινηματογράφησε από Μαύρους Πάνθηρες έως ανθρώπους που μαζεύουν πατάτες από χωματερές, μιας που δεν είναι στο μέγεθος που τις θέλουν τα σούπερ μάρκετ! Να πειραματίζεται με τα θέματα, να πειραματίζεται με τη φόρμα, να πειραματίζεται με άλλες τέχνες.
Και οι φωτογραφίες της είναι σπουδαίες και τα installation της και η φιλοσοφία της. Να κάνει έργα τέχνης το... μνήμα της αγαπημένης της γάτας! Να φτιάχνει «κινηματογραφικές καλύβες» καμωμένες από μπομπίνες και από φιλμ 35mm παλιών της ταινιών! Θεά! Θα ήθελα περισσότερα ανεκδοτολογικά στοιχεία, όπως η συνομιλία της με την Bonnaire. Θα γούσταρα να δω τον Robert De Niro, τον Alain Delon και την Catherine Deneuve πχ να μιλάνε για την τεράστια... αποτυχία που ήταν το φιλόδοξο πρότζεκτ «Les cent et une nuits de Simon Cinéma». Και θα ήθελα... λιγότερο «Πρόσωπα και ιστορίες», καθώς είναι πολύ πρόσφατο στη μνήμη όλων όσων είδαν τη συγκεκριμένη ταινία, αν και δίνει ένα πολύ ωραίο φινάλε, η αλήθεια είναι. Oh well.
Όσοι – λίγοι – θέλετε να τη γνωρίσετε λίγο παραπάνω, αυτή η ταινία είναι η ευκαιρία σας. Και είναι λογικό να μην συρρεύσουν τα πλήθη να την παρακολουθήσουν. Καθότι, είπαμε: αυτό είναι περισσότερο ένα κινηματογραφικό (κι όχι μόνον) μάθημα, παρά μια «κανονική» ταινία. Και τι πειράζει; Η γυναίκα αυτή έπαιξε το παιχνίδι με τον μοναδικό τρόπο που γνώριζε: το δικό της.
Η υπόθεση: Η Agnès Varda, φωτογράφος, installation artist και πρωτοπόρος της Nouvelle Vague, αποτελεί θεσμό για το γαλλικό κινηματογράφο. Λίγο πριν το θάνατό της, κάθισε στην καρέκλα του σκηνοθέτη και χρησιμοποιώντας φωτογραφίες κι αποσπάσματα από τις ταινίες της, μίλησε η ίδια για το ανορθόδοξο έργο της. Το ντοκιμαντέρ χωρίζεται σε δύο μέρη: στο πρώτο αναφέρεται στην «αναλογική περίοδο» από το 1954 έως το 2000, και η σκηνοθέτιδα βρίσκεται σε πρώτο πλάνο. Ήταν μια νέα γυναίκα που ήθελε να επαναπροσδιορίσει το σινεμά, ένας άνθρωπος που ήταν πάντα ανοιχτόμυαλος, που σε κάθε της ταινία άλλαζε την αφήγηση. Στο δεύτερο μέρος, η Varda εστιάζει στη χρονική περίοδο από το 2000 έως το 2018 και μας δείχνει πως χρησιμοποιεί την ψηφιακή τεχνολογία για να περιγράψει τον κόσμο με τον μοναδικό της τρόπο. Είτε μπροστά από την κάμερα είτε πίσω από αυτήν, η Varda διηγείται ιστορίες μέσα από εικόνες κι αποφεύγει τις συμβατικές μεθόδους αφήγησης. Μαζί με τους συνεργάτες της, μεταφέρουν το θεατή σε ένα ταξίδι ανορθόδοξων εικόνων.
Η άποψή μας: Και ξαφνικά (κι ανέλπιστα) μετά την – αναπάντεχη – επιτυχία του ντοκιμαντέρ «Πρόσωπα και ιστορίες», όλοι μιλούσαν για την Agnès Varda. Δεν είναι κακό αυτό. Είναι ωραίο να ανακαλύπτει ο (ας το ονοματίσουμε συμβατικά και πολιτικώς ορθά) πιο ψαγμένος από τον μέσο όρο cinema-goer μια δημιουργό τόσο τρομερή για όσα έκανε όσο και αξιαγάπητη ως περσόνα. Με τη χαρακτηριστική δίχρωμη κόμμωσή της, τον μειλίχιο τρόπο ομιλίας της και το διαρκώς εν εγρηγόρσει μυαλό της, η μικροκαμωμένη γηραιά κυρία καθισμένη στην καρέκλα του σκηνοθέτη (κυριολεκτικά) κάνει μια παρουσίαση του έργου της με έναν τρόπο απολύτως δικό της. Βλέποντας την ταινία είναι σαν να είσαι μέλος του κοινού που παρακολουθεί σε μια μεγάλη αίθουσα ένα masterclass – αν και νομίζω πως η Varda δεν θα γούσταρε καθόλου τη χρήση της συγκεκριμένης λέξης.
Τη βλέπουμε να σταματάει και να εξηγεί πράγματα για χαρακτηριστικές στιγμές της καριέρας της. Για το πρωτοποριακό για την εποχή της «Η Κλεό από τις 5 έως τις 7», που γυρίστηκε σε πραγματικό χρόνο (λόγω έλλειψης μπάτζετ – ανάγκα και οι θεοί πείθονται!) παρακολουθώντας την ηρωίδα της, την Κλεό, από τις 5 έως τις 7 το απόγευμα! Για την «Ευτυχία» (την είδαμε το περασμένο καλοκαίρι σε επανέκδοση και στη χώρα μας), όπου χρησιμοποίησε την πραγματική οικογένεια του πρωταγωνιστή της, Jean-Claude Drouot, με τη μυθοπλασία να μπερδεύεται γλυκά με το ντοκιμαντέρ. Για το «Δίχως στέγη, δίχως νόμο», μάλλον την πιο εμβληματική από τις ταινίες μυθοπλασίας της, όπου καθοδήγησε στα πρώτα της βήματα ουσιαστικά την Sandrine Bonnaire. Για την τάση της να χρησιμοποιεί ερασιτέχνες ηθοποιούς στις ταινίες μυθοπλασίας της. Για την άλλη τάση της, να κινηματογραφεί τα πάντα και να κάνει ντοκιμαντέρ με τη λογική «ό,τι βρέξει ας κατεβάσει»!
Το τελευταίο είναι σπουδαίο, ιδίως για όσους φερέλπιδες σκηνοθέτες δουν τη συγκεκριμένη ταινία: η γυναίκα ξεκινούσε να γυρίσει κάτι, πολλές φορές έτσι, χωρίς πρόγραμμα, και το τυχαίο που συναντούσε στο διάβα της δεν την ενοχλούσε – ίσα ίσα, το επιδίωκε και το αγαπούσε! Να ξεκινάς να γυρίσεις ντοκιμαντέρ για την παλιά σου γειτονιά πχ και να γυρνάς τελικά ένα ντοκιμαντέρ για ένα ζευγάρι που λατρεύει τα τρένα σε όλες τους τις μορφές! Τέτοια πράγματα! Με χιλιάδες ιδέες το δευτερόλεπτο, με τόσα πολλά πράγματα που κατάφερε στη ζωή της, με τόσα ταξίδια, με τόσες παραστάσεις, τόσο πολυτάλαντη και multitasking, δεν μπορείς παρά να της βγάλεις το καπέλο. Πάντα κοινωνικά ανήσυχη, πάντα με το μάτι στραμμένο στην κοινωνία, πάντα πολυάσχολη, κινηματογράφησε από Μαύρους Πάνθηρες έως ανθρώπους που μαζεύουν πατάτες από χωματερές, μιας που δεν είναι στο μέγεθος που τις θέλουν τα σούπερ μάρκετ! Να πειραματίζεται με τα θέματα, να πειραματίζεται με τη φόρμα, να πειραματίζεται με άλλες τέχνες.
Και οι φωτογραφίες της είναι σπουδαίες και τα installation της και η φιλοσοφία της. Να κάνει έργα τέχνης το... μνήμα της αγαπημένης της γάτας! Να φτιάχνει «κινηματογραφικές καλύβες» καμωμένες από μπομπίνες και από φιλμ 35mm παλιών της ταινιών! Θεά! Θα ήθελα περισσότερα ανεκδοτολογικά στοιχεία, όπως η συνομιλία της με την Bonnaire. Θα γούσταρα να δω τον Robert De Niro, τον Alain Delon και την Catherine Deneuve πχ να μιλάνε για την τεράστια... αποτυχία που ήταν το φιλόδοξο πρότζεκτ «Les cent et une nuits de Simon Cinéma». Και θα ήθελα... λιγότερο «Πρόσωπα και ιστορίες», καθώς είναι πολύ πρόσφατο στη μνήμη όλων όσων είδαν τη συγκεκριμένη ταινία, αν και δίνει ένα πολύ ωραίο φινάλε, η αλήθεια είναι. Oh well.
Όσοι – λίγοι – θέλετε να τη γνωρίσετε λίγο παραπάνω, αυτή η ταινία είναι η ευκαιρία σας. Και είναι λογικό να μην συρρεύσουν τα πλήθη να την παρακολουθήσουν. Καθότι, είπαμε: αυτό είναι περισσότερο ένα κινηματογραφικό (κι όχι μόνον) μάθημα, παρά μια «κανονική» ταινία. Και τι πειράζει; Η γυναίκα αυτή έπαιξε το παιχνίδι με τον μοναδικό τρόπο που γνώριζε: το δικό της.
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 28 Νοεμβρίου 2019 από την Seven Films!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική