του Eran Riklis. Με τους Ben Kingsley, Monica Bellucci, Itay Tiran, Itzik Cohen, Filip Peeters, Hilde Van Mieghem.
Ο κατάσκοπος που με... αποκοίμισε
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)
Γιατί ρε Ben Kingsley ακολουθείς τα βήματα του Nicolas Cage?
Αυτή είναι η 13η μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας που σκηνοθετεί ο Ισραηλινός Eran Riklis. Και είναι η δεύτερη ταινία του που βλέπουμε στους κινηματογράφους στη χώρα μας. Η προηγούμενη ταινία του που είδαμε στην Ελλάδα ήταν το εξαιρετικό «Η λεμονιά» (Etz Limon, 2008) με την εκπληκτική Hiam Abbass.
Η υγρή φαντασίωση των τελευταίων δεκαετιών της ζωής του γράφοντος, η γεννημένη στις 30 Σεπτεμβρίου του 1964 Ιταλίδα Monica Bellucci, δεν κάνει και πάααααρα πολλές κινηματογραφικές εμφανίσεις τελευταία. Ουσιαστικά, στην Ελλάδα την βλέπουμε για πρώτη φορά σε ταινία μετά το 2015 και το τζεϊμσμποντικό «Spectre»!!! Ενδιάμεσα, έχει παίξει στις εξής τρεις ταινίες, που δεν προβλήθηκαν ποτέ στη χώρα μας: «On the Milky Road» (2016) του (κι αυτού «κατεστραμμένου») Emir Kusturica, «Nekrotronic» (2018) ενός κάποιου Kiah Roache-Turner (!!!) και «Les plus belles années d'une vie» (2019) του Claude Lelouch, που ίσως να έχει αγοραστεί από κάποιο ελληνικό γραφείο διανομής, αφού ενώνει ξανά επί της μεγάλης οθόνης τους Anouk Aimée και Jean-Louis Trintignant 53 ολόκληρα χρόνια (!!!) μετά το μεγάλο τους σουξέ «Ένας άνδρας και μια γυναίκα» (Un homme et une femme, 1966), με την απίστευτη μουσική του Francis Lai - σάλαλαλαλα, σάλαλαλαλα!!!
Η υπόθεση: Ο Αβραάμ ήταν κάποτε κορυφαίος πράκτορας των ισραηλινών μυστικών υπηρεσιών πληροφοριών. Πλέον, όμως, έχει ουσιαστικά παροπλιστεί, κάτι που δεν του αρέσει καθόλου. Όταν θα του δοθεί η ευκαιρία να αναστήσει την καριέρα του, την αρπάζει χωρίς δεύτερη σκέψη αναλαμβάνοντας μία αποστολή που έχει να κάνει με πώληση χημικών όπλων στη Μέση Ανατολή. Όμως, η Μοσάντ δεν τον εμπιστεύεται πια. Έτσι, έχει βάλει έναν νεαρό, έμπιστό της πράκτορα, τον Ντανιέλ, στο κατόπι του και ο στόχος της αποστολής είναι μία αινιγματική γυναίκα με θολές προθέσεις. Ο Ντανιέλ είναι γιος ενός παλιού συνεργάτη και φίλου του Αβραάμ. Κι ενώ στην αρχή κοιτάζει την όλη υπόθεση αποστασιοποιημένα, δεν θα αργήσει να αρχίσει να δένεται με τον Αβραάμ. Το θέμα είναι: μπορεί ο Αβραάμ να φέρει εις πέρας την αποστολή; Ή μήπως από θηρευτής θα γίνει απλά το θήραμα;
Η άποψή μας: Τι να πω; Κατάντια. Κατάντια για έναν ηθοποιό, που έχει θέλξει ως Γκάντι, που ήταν τρομερός στη «Λίστα του Σίντλερ», που πάθαινες πλάκα μαζί του βλέποντάς τον στο «Sexy Beast». Και τώρα; Ότι του προσφέρουν, το παίζει. Θα μου πεις: «Τι να κάνει ο άνθρωπος. Να πεθάνει από την πείνα; Αυτή είναι η δουλειά του, κάνει ότι καλύτερο μπορεί». Ξέρω κι εγώ; Πάντως, όχι, αυτό είναι κατάντια. Εδώ πχ είναι το μεγάλο όνομα – αν κι όχι ακριβώς ο βασικός πρωταγωνιστής – σε μια ταινία ντεμέκ κατασκοπική, όπου οι ρυθμοί είναι ράθυμοι και οι καταστάσεις πιο βαρετές από βαριεστημένη τηλεταινία. Πολύς (σχετικά) διάλογος, ένας κατάσκοπος που θέλει να βγει δικαιωμένος, ένας γεροντοέρωτας (μα πως να του κάτσει στην πραγματική ζωή η Μόνικα; δεν γίνεται με τίποτα!), προδοσίες και τα συναφή. Καμία έκπληξη.
Ψέματα: υπάρχει κάτι θετικό στην ταινία. Η Αμβέρσα είναι μια πολύ όμορφη πόλη και δίνει έξοχο φυσικό ντεκόρ για να γυριστούν ταινίες. Το επιπλέον κακό με τη συγκεκριμένη ταινία είναι πως προωθεί μια συγκεκριμένη ιδεολογικό-πολιτική ατζέντα, εντελώς φιλοϊσραηλινή, κάτι που δεν γίνεται καθόλου αθώα. Τίποτα δεν κάθεται έτσι όπως πρέπει στην ταινία: από τις ερωτικές (Παναγία μου) σκηνές, μέχρι τις σκηνές δράσης (γελάει ο κόσμος), το αποτέλεσμα είναι αδιάφορο. Και ο παραλληλισμός με τον «Επίμονο κηπουρό» του Τζον Λε Καρέ; Τι λες τώρα; Καμία σχέση.
Και είναι να απορείς: βγαίνει αυτή η ταινία στις αίθουσες στη χώρα μας – που ούτε στην τηλεόραση μπορείς να την παρακολουθήσεις – κανονικά, με δημοσιογραφική προβολή κτλ, και οι «21 γέφυρες», που όσο να πεις, ένα υποτυπώδες ενδιαφέρον το διαθέτουν, δεν έχει δημοσιογραφική προβολή – μάλλον επειδή η εγχώρια εταιρία διανομής φοβήθηκε τις κακές κριτικές – ή έτσι ήταν η επιλογή της μαμάς εταιρίας από το εξωτερικό. Εν πάση περιπτώσει, όσο και να το κουράζω δεν γεμίζει λέξεις το κείμενο – και τι νόημα έχει; Προσπεράστε. Δεν χρειάζεται να σας το επισημάνω εγώ. Το πράγμα μιλάει από μόνο του...
Η υπόθεση: Ο Αβραάμ ήταν κάποτε κορυφαίος πράκτορας των ισραηλινών μυστικών υπηρεσιών πληροφοριών. Πλέον, όμως, έχει ουσιαστικά παροπλιστεί, κάτι που δεν του αρέσει καθόλου. Όταν θα του δοθεί η ευκαιρία να αναστήσει την καριέρα του, την αρπάζει χωρίς δεύτερη σκέψη αναλαμβάνοντας μία αποστολή που έχει να κάνει με πώληση χημικών όπλων στη Μέση Ανατολή. Όμως, η Μοσάντ δεν τον εμπιστεύεται πια. Έτσι, έχει βάλει έναν νεαρό, έμπιστό της πράκτορα, τον Ντανιέλ, στο κατόπι του και ο στόχος της αποστολής είναι μία αινιγματική γυναίκα με θολές προθέσεις. Ο Ντανιέλ είναι γιος ενός παλιού συνεργάτη και φίλου του Αβραάμ. Κι ενώ στην αρχή κοιτάζει την όλη υπόθεση αποστασιοποιημένα, δεν θα αργήσει να αρχίσει να δένεται με τον Αβραάμ. Το θέμα είναι: μπορεί ο Αβραάμ να φέρει εις πέρας την αποστολή; Ή μήπως από θηρευτής θα γίνει απλά το θήραμα;
Η άποψή μας: Τι να πω; Κατάντια. Κατάντια για έναν ηθοποιό, που έχει θέλξει ως Γκάντι, που ήταν τρομερός στη «Λίστα του Σίντλερ», που πάθαινες πλάκα μαζί του βλέποντάς τον στο «Sexy Beast». Και τώρα; Ότι του προσφέρουν, το παίζει. Θα μου πεις: «Τι να κάνει ο άνθρωπος. Να πεθάνει από την πείνα; Αυτή είναι η δουλειά του, κάνει ότι καλύτερο μπορεί». Ξέρω κι εγώ; Πάντως, όχι, αυτό είναι κατάντια. Εδώ πχ είναι το μεγάλο όνομα – αν κι όχι ακριβώς ο βασικός πρωταγωνιστής – σε μια ταινία ντεμέκ κατασκοπική, όπου οι ρυθμοί είναι ράθυμοι και οι καταστάσεις πιο βαρετές από βαριεστημένη τηλεταινία. Πολύς (σχετικά) διάλογος, ένας κατάσκοπος που θέλει να βγει δικαιωμένος, ένας γεροντοέρωτας (μα πως να του κάτσει στην πραγματική ζωή η Μόνικα; δεν γίνεται με τίποτα!), προδοσίες και τα συναφή. Καμία έκπληξη.
Ψέματα: υπάρχει κάτι θετικό στην ταινία. Η Αμβέρσα είναι μια πολύ όμορφη πόλη και δίνει έξοχο φυσικό ντεκόρ για να γυριστούν ταινίες. Το επιπλέον κακό με τη συγκεκριμένη ταινία είναι πως προωθεί μια συγκεκριμένη ιδεολογικό-πολιτική ατζέντα, εντελώς φιλοϊσραηλινή, κάτι που δεν γίνεται καθόλου αθώα. Τίποτα δεν κάθεται έτσι όπως πρέπει στην ταινία: από τις ερωτικές (Παναγία μου) σκηνές, μέχρι τις σκηνές δράσης (γελάει ο κόσμος), το αποτέλεσμα είναι αδιάφορο. Και ο παραλληλισμός με τον «Επίμονο κηπουρό» του Τζον Λε Καρέ; Τι λες τώρα; Καμία σχέση.
Και είναι να απορείς: βγαίνει αυτή η ταινία στις αίθουσες στη χώρα μας – που ούτε στην τηλεόραση μπορείς να την παρακολουθήσεις – κανονικά, με δημοσιογραφική προβολή κτλ, και οι «21 γέφυρες», που όσο να πεις, ένα υποτυπώδες ενδιαφέρον το διαθέτουν, δεν έχει δημοσιογραφική προβολή – μάλλον επειδή η εγχώρια εταιρία διανομής φοβήθηκε τις κακές κριτικές – ή έτσι ήταν η επιλογή της μαμάς εταιρίας από το εξωτερικό. Εν πάση περιπτώσει, όσο και να το κουράζω δεν γεμίζει λέξεις το κείμενο – και τι νόημα έχει; Προσπεράστε. Δεν χρειάζεται να σας το επισημάνω εγώ. Το πράγμα μιλάει από μόνο του...
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 5 Δεκεμβρίου 2019 από την Tanweer!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική