του Βαρδή Μαρινάκη. Με τους Αύγουστο Λάμπρου-Νεγρεπόντη, Δημήτρη Ξανθόπουλο, Πηνελόπη Τσιλίκα, Νίκο Γεωργάκη.
«Κετοζίζ»: το Ζίζοτεκ ανάποδα...
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)
«Μια συγκινητική ιστορία για τη λαχτάρα για οικογένεια και οικειότητα»; Χμ...
Αντιγράφουμε από το δελτίο τύπου της ταινίας: «Ο Βαρδής Μαρινάκης, έχοντας ως βάση την Αθήνα, εργάζεται σε ελληνικές και ξένες παραγωγές. Η πρώτη του ταινία μεγάλου μήκους, το «Μαύρο λιβάδι» (2009), βραβεύτηκε από την Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου και το Seville European Film Festival, μεταξύ άλλων, ενώ περιγράφτηκε από το περιοδικό «Variety» ως «…αναμφισβήτητα γοητευτική και φτιαγμένη με τρυφερότητα». Ο Βαρδής εργάζεται και στον χώρο της διαφήμισης, όπου το 2017 σκηνοθέτησε το «Από την αρχή», μια online σειρά μυθοπλασίας που κέρδισε τον Χρυσό Λέοντα στις Κάννες. Είναι επίσης δημιουργός γνωστών διαφημιστικών spot που έχουν γίνει σημεία αναφοράς στην Ποπ κουλτούρα της χώρας». Σημείωση: Χρυσός Λέοντας στις Κάννες; Μάλλον λάθος, αλλά κρατάω και μια πισινή, μπας και τα βραβεία είναι διαφορετικά για τα διαφημιστικά σποτ και τις διαφημιστές τηλεταινίες. Διαφορετικά ή μιλάμε για Χρυσό Λέοντα στη Βενετία ή για Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες...
Την παγκόσμια πρεμιέρα της η ταινία Ζίζοτεκ την έκανε στο περασμένο φεστιβάλ του Κάρλοβι Βάρι, στο τμήμα «East of the West». Στο Κάρλοβι Βάρι είχε προβληθεί και η πρώτη ταινία του Μαρινάκη, αφού όμως είχε προβληθεί πρώτα σε άλλα φεστιβάλ. Τούτη η ταινία ήταν η μία από τις ελληνικές, που έλαβαν μέρος στο Διεθνές Διαγωνιστικό τμήμα του περασμένου φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.
Η υπόθεση: Πώς μπορεί η τυχαία συνάντηση ενός εγκαταλελειμμένου εννιάχρονου αγοριού και ενός ιδιότροπου μεσήλικα που επικοινωνεί με νοήματα, να τους χαρίσει αυτό που τους λείπει περισσότερο; Ο μικρός Ιάσονας προσπαθεί μάταια να φροντίσει την καταθλιπτική του μητέρα όταν μια μέρα εκείνη αποφασίζει να τον εγκαταλείψει σε ένα πανηγύρι στη Βόρεια Ελλάδα. Ο φοβισμένος μικρός βρίσκει καταφύγιο σε μια καλύβα στο δάσος, όπου ζει ο μοναχικός Μηνάς, ο οποίος κρύβει τα δικά του σκοτεινά μυστικά, όπως το «Ζίζοτεκ», και μαζί θα ζήσουν το δικό τους παραμύθι.
Η άποψή μας: Αν «το πιο εύκολο πράγμα είναι η ευτυχία» τότε «το πιο δύσκολο πράγμα είναι να γυριστεί μια ελληνική ταινία με καλογραμμένο σενάριο». Αφορισμός στον αφορισμό και διπλή συνεπαγωγή. Βέβαια, ο αφορισμός περί ευτυχίας, που ακούγεται στην ταινία, υπάρχει μια ελάχιστη πιθανότητα να ισχύει – αφήστε απ' έξω εμάς τους καταθλιπτικούς, που τα βλέπουμε όλα μαύρα. Αλλά ο δεύτερος, ο κόντρα αφορισμός, ισχύει 100%. Στην ταινία του – σαφέστατα ταλαντούχου – Βαρδή Μαρινάκη, υπάρχει κι ένα πρόβλημα ακόμα: δεν αποφασίζει (ή έτσι φαίνεται στον θεατή) πόσο ρεαλιστικό θέλει το παραμύθι του ή πόσο παραμυθένιο θέλει τον ρεαλισμό του. Γιατί, αν ήθελε πιο ρεαλιστικό το παραμύθι του, θα έπρεπε να μας δώσει μια κάποια εξήγηση: για την κατάθλιψη (ώπα!) της μητέρας του Ιάσονα, για την απόφασή της να τον... παρατήσει στο πανηγύρι (από τη ζωή βγαλμένα) και για το – πανέμορφο να το βλέπεις αλλά εντελώς «μυθικό» – φινάλε.
Από την άλλη, αν ήθελε πιο παραμυθένιο τον ρεαλισμό του, θα απέφευγε (γνώμη μου) στοιχεία όπως: το subplot με τους μετανάστες που μεταφέρει λαθραία ο Μηνάς, την (ονειρική;) σκηνή με την Εύα να γαμιέται (ή μήπως... δουλεύει σε μπουρδέλο, το οποίο επισκέπτεται όλως τυχαίως ο Μηνάς;) ή το όλο σκηνικό με τη γιαγιά του Ιάσονα. Σενάριο λοιπόν. Γιατί από στήσιμο σκηνών, η ταινία (και ο σκηνοθέτης της) παίρνουν άριστα. Πόσο απλή και όμορφη είναι η σκηνή με τον Ιάσονα και τη μητέρα του να παίζουν μπουγιέλο στην ταράτσα του σπιτιού τους; Πόσο... διονυσιακό είναι το γλέντι και πόσο δυνατά μεταφέρεται η παγανιστική αίσθηση στον θεατή; Πόσο λειτουργικό είναι το μαραφέτι που κρατάει ο Ιάσονας και δίνει χρώμα σε νυχτερινές σκηνές; Πόσο υπέροχα (τρομερή δουλειά έχει κάνει στη διεύθυνση φωτογραφίας η Χριστίνα Μουμούρη) κινηματογραφείται το δάσος; Και το φινάλε: μπορούμε να μιλάμε γι' αυτό για ώρες! Για την ομορφιά του. Για τους συμβολισμούς του. Για τη συγκινησιακή του φόρτιση.
Ναι, αλλά, το όλον δεν συνδέεται επιτυχώς με μια συνεπή σεναριακή γραμμή. Οπότε, όλα τα θετικά στοιχεία εντέλει ενέχουν θέση πυροτεχνημάτων. Οι ερμηνείες είναι όλες άνω του μετρίου, γεγονός που πιστώνεται στον σκηνοθέτη – όχι στον σεναριογράφο. Κι αυτό επειδή οι ηθοποιοί κατάφεραν να υποστηρίξουν και να ζωντανέψουν κάτι που στα χαρτιά φαίνεται ασχημάτιστο. Λιγότερο καλά τα πάει η Πηνελόπη Τσιλίκα (έχει και τον πιο άχαρο ρόλο από τη βασική πρωταγωνιστική τριάδα), πειστικός ο πιτσιρικάς και δωρικός όσο χρειάζεται ο Δημήτρης Ξανθόπουλος. Και φτάνουμε στο δια ταύτα: τι ακριβώς είναι η ταινία; Μια σπουδή πάνω στην εγκατάλειψη; Μια ελεγεία στην ανάγκη των ανθρώπων να συνδέονται, να συνδιαλέγονται, να συνυπάρχουν; Ένας μύθος για την πάλη του ανθρώπου με τη φύση; Ή μήπως μια προσπάθεια να γυριστεί κάτι (ίσως όχι τόσο φιλόδοξο) σαν την ταινία του Spike Jonze «Στη Χώρα των Μαγικών Πλασμάτων»;
Όπως και να έχει, ο Βαρδής Μαρινάκης έχει δημιουργήσει προσδοκίες. Μεγάλες προσδοκίες. Ελπίζουμε στην τρίτη του ταινία να βρει τον τρόπο να πιάσει τη μεγάλη επίδοση που δικαιούται.
Η υπόθεση: Πώς μπορεί η τυχαία συνάντηση ενός εγκαταλελειμμένου εννιάχρονου αγοριού και ενός ιδιότροπου μεσήλικα που επικοινωνεί με νοήματα, να τους χαρίσει αυτό που τους λείπει περισσότερο; Ο μικρός Ιάσονας προσπαθεί μάταια να φροντίσει την καταθλιπτική του μητέρα όταν μια μέρα εκείνη αποφασίζει να τον εγκαταλείψει σε ένα πανηγύρι στη Βόρεια Ελλάδα. Ο φοβισμένος μικρός βρίσκει καταφύγιο σε μια καλύβα στο δάσος, όπου ζει ο μοναχικός Μηνάς, ο οποίος κρύβει τα δικά του σκοτεινά μυστικά, όπως το «Ζίζοτεκ», και μαζί θα ζήσουν το δικό τους παραμύθι.
Η άποψή μας: Αν «το πιο εύκολο πράγμα είναι η ευτυχία» τότε «το πιο δύσκολο πράγμα είναι να γυριστεί μια ελληνική ταινία με καλογραμμένο σενάριο». Αφορισμός στον αφορισμό και διπλή συνεπαγωγή. Βέβαια, ο αφορισμός περί ευτυχίας, που ακούγεται στην ταινία, υπάρχει μια ελάχιστη πιθανότητα να ισχύει – αφήστε απ' έξω εμάς τους καταθλιπτικούς, που τα βλέπουμε όλα μαύρα. Αλλά ο δεύτερος, ο κόντρα αφορισμός, ισχύει 100%. Στην ταινία του – σαφέστατα ταλαντούχου – Βαρδή Μαρινάκη, υπάρχει κι ένα πρόβλημα ακόμα: δεν αποφασίζει (ή έτσι φαίνεται στον θεατή) πόσο ρεαλιστικό θέλει το παραμύθι του ή πόσο παραμυθένιο θέλει τον ρεαλισμό του. Γιατί, αν ήθελε πιο ρεαλιστικό το παραμύθι του, θα έπρεπε να μας δώσει μια κάποια εξήγηση: για την κατάθλιψη (ώπα!) της μητέρας του Ιάσονα, για την απόφασή της να τον... παρατήσει στο πανηγύρι (από τη ζωή βγαλμένα) και για το – πανέμορφο να το βλέπεις αλλά εντελώς «μυθικό» – φινάλε.
Από την άλλη, αν ήθελε πιο παραμυθένιο τον ρεαλισμό του, θα απέφευγε (γνώμη μου) στοιχεία όπως: το subplot με τους μετανάστες που μεταφέρει λαθραία ο Μηνάς, την (ονειρική;) σκηνή με την Εύα να γαμιέται (ή μήπως... δουλεύει σε μπουρδέλο, το οποίο επισκέπτεται όλως τυχαίως ο Μηνάς;) ή το όλο σκηνικό με τη γιαγιά του Ιάσονα. Σενάριο λοιπόν. Γιατί από στήσιμο σκηνών, η ταινία (και ο σκηνοθέτης της) παίρνουν άριστα. Πόσο απλή και όμορφη είναι η σκηνή με τον Ιάσονα και τη μητέρα του να παίζουν μπουγιέλο στην ταράτσα του σπιτιού τους; Πόσο... διονυσιακό είναι το γλέντι και πόσο δυνατά μεταφέρεται η παγανιστική αίσθηση στον θεατή; Πόσο λειτουργικό είναι το μαραφέτι που κρατάει ο Ιάσονας και δίνει χρώμα σε νυχτερινές σκηνές; Πόσο υπέροχα (τρομερή δουλειά έχει κάνει στη διεύθυνση φωτογραφίας η Χριστίνα Μουμούρη) κινηματογραφείται το δάσος; Και το φινάλε: μπορούμε να μιλάμε γι' αυτό για ώρες! Για την ομορφιά του. Για τους συμβολισμούς του. Για τη συγκινησιακή του φόρτιση.
Ναι, αλλά, το όλον δεν συνδέεται επιτυχώς με μια συνεπή σεναριακή γραμμή. Οπότε, όλα τα θετικά στοιχεία εντέλει ενέχουν θέση πυροτεχνημάτων. Οι ερμηνείες είναι όλες άνω του μετρίου, γεγονός που πιστώνεται στον σκηνοθέτη – όχι στον σεναριογράφο. Κι αυτό επειδή οι ηθοποιοί κατάφεραν να υποστηρίξουν και να ζωντανέψουν κάτι που στα χαρτιά φαίνεται ασχημάτιστο. Λιγότερο καλά τα πάει η Πηνελόπη Τσιλίκα (έχει και τον πιο άχαρο ρόλο από τη βασική πρωταγωνιστική τριάδα), πειστικός ο πιτσιρικάς και δωρικός όσο χρειάζεται ο Δημήτρης Ξανθόπουλος. Και φτάνουμε στο δια ταύτα: τι ακριβώς είναι η ταινία; Μια σπουδή πάνω στην εγκατάλειψη; Μια ελεγεία στην ανάγκη των ανθρώπων να συνδέονται, να συνδιαλέγονται, να συνυπάρχουν; Ένας μύθος για την πάλη του ανθρώπου με τη φύση; Ή μήπως μια προσπάθεια να γυριστεί κάτι (ίσως όχι τόσο φιλόδοξο) σαν την ταινία του Spike Jonze «Στη Χώρα των Μαγικών Πλασμάτων»;
Όπως και να έχει, ο Βαρδής Μαρινάκης έχει δημιουργήσει προσδοκίες. Μεγάλες προσδοκίες. Ελπίζουμε στην τρίτη του ταινία να βρει τον τρόπο να πιάσει τη μεγάλη επίδοση που δικαιούται.
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 12 Δεκεμβρίου 2019 αποκλειστικά στο Trianon Filmcenter!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική