Το Θαύμα της Θάλασσας των Σαργασσών
του Σύλλα Τζουμέρκα. Με τους Αγγελική Παπούλια, Χρήστο Πασσαλή, Γιούλα Μπούνταλη, Αργύρη Ξάφη, Θανάση Δόβρη, Λαέρτη Μαλκότση, Μαρία Φιλίνη, Μιχάλη Κίμωνα, Λαέρτη Βασιλείου, Κατερίνα Χέλμη.
Πες το σενάριο ακόμα το ψάχνω...
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)
Θάλασσα είδαμε, χέλια είδαμε, θαύμα όμως, γιοκ
Αυτή είναι η τρίτη μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί ο γεννημένος το 1978 στη Θεσσαλονίκη Σύλλας Τζουμέρκας. Έχουν προηγηθεί οι ταινίες «Χώρα προέλευσης» (2010) και «A Blast» (2014) – στη δεύτερη πρωταγωνίστρια είναι (όπως κι εδώ) η Αγγελική Παπούλια. Και οι τρεις μεγάλου μήκους ταινίες του έκαναν η καθεμιά τους την παγκόσμια πρεμιέρα τους σε κάποιο μεγάλο κινηματογραφικό φεστιβάλ. Η «Χώρα προέλευσης» συμμετείχε στην «Εβδομάδα Κριτικής» του φεστιβάλ Βενετίας, το «A Blast» έλαβε μέρος στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Κάρλοβι Βάρι και το «Θαύμα της θάλασσας των Σαργασσών» στο τμήμα «Πανόραμα» του περασμένου φεστιβάλ Βερολίνου.
Και στις τρεις μεγάλου μήκους ταινίες του Τζουμέρκα, το σενάριο το συνυπογράφει ο ίδιος με την Γιούλα Μπούνταλη, η οποία παίζει επίσης και στις τρεις ταινίες του. Ο ίδιος ο Σύλλας, που έχει σπουδάσει εκτός από σκηνοθεσία, θέατρο και υποκριτική, έχει εμφανιστεί ως ηθοποιός στις δύο από τις τρεις (έως τώρα) ταινίες του Αργύρη Παπαδημητρίου, ενώ παίζει και στην νέα ταινία του συναδέλφου του, το «Monday», που αυτήν τη στιγμή βρίσκεται στο post production.
Η υπόθεση: Στη μικρή πόλη του Μεσολογγίου, δύο γυναίκες ζουν μοναχικές ζωές ενώ ονειρεύονται την ώρα και τη στιγμή που θα ξεφύγουν από εκεί. Η Ελισάβετ ήταν κάποτε μια πολύ φιλόδοξη αστυνομικός της αντιτρομοκρατικής. Αυτή της η φιλοδοξία, όμως, δεν άρεσε σε κάποιους, που την παγίδευσαν. Έτσι, με τον πιτσιρικά γιο της, πήρε μετάθεση ως διευθύντρια του αστυνομικού τμήματος στο Μεσολόγγι. 10 χρόνια μετά, είναι βυθισμένη στο αλκοόλ και σε ανούσιες σχέσεις, ενώ το μόνο που πραγματικά θέλει είναι να γυρίσει μετά βαΐων και κλάδων στην Αθήνα.
Από την άλλη, η Ρίτα εργάζεται στο τοπικό εργοστάσιο επεξεργασίας χελιών. Ο αδελφός της είναι τραγουδιστής στο πιο «χάι» ξενυχτάδικο του Μεσολογγίου, η μητέρα τους έχει κάτι σαν Αλτσχάιμερ και η ίδια δεν μιλάει πολύ, σχεδόν καθόλου, αλλά βλέπει πολλά, παράξενα, βίαια όνειρα. Ένας ξαφνικός θάνατος αναστατώνει τη μικρή κοινωνία της επαρχιακής πόλης και θα φέρει τις δύο γυναίκες τη μία στο δρόμο της άλλης. Δυο γυναίκες, που έως τη συγκεκριμένη στιγμή, δεν γνώριζαν η μία την ύπαρξη της άλλης. Δυο γυναίκες, που ετοιμάζονται για τη δική τους έξοδο του Μεσολογγίου. Δυο γυναίκες, που θα έρθουν έτσι τα πράγματα ώστε η μία να γίνει η σωτηρία της άλλης...
Η άποψή μας: Το ομολογώ: όταν καλούμαι να γράψω κείμενο για ελληνική ταινία, συνήθως δυσκολεύομαι. Δεν την αντιμετωπίζω με τον ίδιο τρόπο που θα αντιμετώπιζα μια ταινία από το εξωτερικό. Εδώ υπάρχουν μια σειρά από μεταβλητές, που με επηρεάζουν. Και δεν είμαι αντικειμενικός. Από την άλλη, για ακόμα μια φορά, θα ξεστομίσω το προφανές: η απόλαυση ενός έργου τέχνης είναι εντελώς υποκειμενική υπόθεση κι εξαρτάται από πλήθος παραγόντων, βασικός εκ των οποίων είναι η αισθητική άσκηση και η μακροχρόνια τριβή με την (Έβδομη εδώ) Τέχνη. Πλατειάζω. Ας είναι. Πάμε πίσω στις ελληνικές ταινίες. Όταν είναι καλή – ή μάλλον, όταν μου αρέσει, για να είμαστε πιο συγκεκριμένοι – ενθουσιάζομαι, παρασύρομαι και γράφω κάτι-σαν-ύμνο, που ενδεχομένως δεν τον χρειάζεται το φιλμ. Αλλά να, συμβαίνει. Έστω, αυτό μπορεί να προσπεραστεί χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα.
Το θέμα είναι: τι γίνεται όταν μια ελληνική ταινία δεν είναι του γούστου σου; Μμμ, εδώ σε θέλω μάγκα. Όταν η ταινία είναι άθλιο εμπορικό κατασκεύασμα, το στοχοποιώ ως τέτοιο και το... σκίζω, όπως (πιστεύω πως) του αρμόζει. Κι αυτό εύκολο: γράφεις και πιο χαβαλεδιάρικα, γίνεται ένα σχετικό πανηγύρι, το διασκεδάζεις, αυτοί που θα πάνε να δούνε την ταινία (πχ το «Λάρισα εμπιστευτικό», τυχαίο το παράδειγμα) θα τη δούνε χωρίς να ξέρουν την ύπαρξή σου, αυτοί που θα σε διαβάσουν λογικά δεν θα πήγαιναν έτσι κι αλλιώς να δούνε την ταινία, win win situation. Η επόμενη περίπτωση είναι η πιο δύσκολη: τι γράφεις για μια ελληνική ταινία γυρισμένη από κάποιον ταλαντούχο νέο άνθρωπο, που είναι ολοφάνερο πως ξέρει σινεμά, δεν ξεπουλιέται για να κάνει ένα εμπορικό φιλμ, αλλά προφανώς θα ήθελε να δει την ταινία του όσο το δυνατόν περισσότερο κόσμος κι εσύ έχεις (μερικές χοντρές) ενστάσεις;
Γράφεις την πικρή αλήθεια μέχρι σημείου παρεξηγήσεως; Ή γράφεις ένα κείμενο – χάδι για τα αυτιά του δημιουργού της ταινίας; Τι θα του κάνει περισσότερο καλό; Να του υποδείξεις τα προβλήματα (όπως εσύ τα αντιλαμβάνεσαι) για να τα... διορθώσει στο μέλλον; Εδώ υπάρχει ο κίνδυνος να χαρακτηριστείς από... χολερικός έως συμπλεγματικός, κομπλεξικός μαλάκας κι άλλα τέτοια όμορφα. Εξάλλου, ποιος είσαι εσύ για να κάνεις υποδείξεις, ε; Από την άλλη, αν κρύψεις τα προβλήματα κάτω από το χαλάκι και αναξιόπιστος απέναντι στους (όποιους) αναγνώστες σου θα είσαι και ο σκηνοθέτης, χωρίς να βρίσκει μια ανάλυση με αλήθειες που ίσως πονάνε, δεν θα μάθει ποτέ κάτι το οποίο μπορεί να βρίσκεται μπροστά στα μάτια του, αλλά είναι τόσο «μέσα» σε όλο αυτό, που δεν μπορεί να το δει.
Οδηγός μου πάντα σε αυτές τις περιπτώσεις λοιπόν είναι η εναρκτήρια σκηνή από το «Έτοιμη για όλα» (To die for, 1995) του Gus Van Sant, όπου η φιλόδοξη τύπισσα που υποδύεται η Nicole Kidman, λέει το εξής: «If you get too close to the screen, all you can see is a bunch of little dots. You don't see the big picture until you stand back. But when you do, everything comes into focus». Αυτό. Οπότε, πάμε στο δια ταύτα. Υπήρχαν πράγματα στην τελευταία ταινία του Σύλλα Τζουμέρκα που θαύμασα κι άλλα που με στεναχώρησαν. Ας πούμε: η κατάκτηση των αισθητικών μέσων είναι γεγονός αδιαμφισβήτητο. Η εικόνα που βλέπουμε, συνδυασμός της διεύθυνσης φωτογραφίας και της θέσης αλλά και της κίνησης της κάμερας, είναι το λιγότερο εντυπωσιακή. Υπέροχα, πανέμορφα πλάνα, γεμίζουν την οθόνη. Ο τόπος γυρισμάτων: εξαιρετική επιλογή. Ελλάδα δεν είναι μόνο η Αθήνα, η Θεσσαλονίκη και μέρη τουριστικής ομορφιάς. Το Μεσολόγγι κρίνεται σπουδαία επιλογή, τόσο ως φυσικό τοπίο και σκηνικό στο οποίο λαμβάνει χώρα το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας όσο και ως σύμβολο. Διπλό σύμβολο.
Από τη μία, τόπος με τεράστιο πληθυσμό χελιών, τα οποία από παντού στον κόσμο (στην Ελλάδα, κυρίως από το Μεσολόγγι) όταν έρθει η ώρα για ζευγάρωμα και γέννηση νέας ζωής, μεταναστεύουν στη θάλασσα των Σαργασσών και μόνον εκεί, για να το πετύχουν (πέρα όλων των άλλων, έτσι προκύπτει και ο πολύ ωραίος τίτλος της ταινίας). Από την άλλη, η Έξοδος του Μεσολογγίου, ήταν μια απέλπιδα προσπάθεια των ανθρώπων της πόλης να φύγουν από αυτήν ενώ βρισκόταν υπό την πολιορκία Τούρκων και Αιγυπτίων κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του 1821. Κατέληξε σε σφαγή, υμνήθηκε από ανθρώπους όπως ο Λόρδος Βύρωνας και προκάλεσε φιλελληνικό κύμα σε όλη την Ευρώπη. Ε, και οι δύο γυναίκες πρωταγωνίστριες της ταινίας, τη δική τους Έξοδο από το Μεσολόγγι επιχειρούν...
Η ατμόσφαιρα και η πραγματικότητα της ζωής σε μια μικρή πόλη «συλλαμβάνονται» ως επί τω πλείστον με ακρίβεια. Μικρή πόλη, λίγα πράγματα να κάνεις, ανία, βαρεμάρα και, ωπ, πού θα διοχετευθεί η οργή, η δυσαρέσκεια, η απογοήτευση, η ακύρωση; Σεξ εντ ντραγκς εντ... σκυλάδικα! Ως εδώ, πάρα πολύ ωραία. Έλα όμως που το σενάριο δεν κατορθώνει να μετουσιώσει όλα όσα (αντιλαμβάνεται ο καθένας ότι) θέλει να πει σε κάτι που να μην φαντάζει κατασκευή, ψεύτικο κι εντέλει, άκυρο. Πάρα πολλά σύμβολα, πάρα πολλές υποπλοκές, πάρα πολλοί χαρακτήρες, πάρα πολύ μπέρδεμα, πάρα πολύ κακό για το, εντάξει, όχι τίποτα, αλλά μια απογοήτευση τη νιώθεις. Μια πιο λακωνική προσέγγιση θα βοηθούσε την ταινία, θα απλοποιούσε τα πράγματα, θα ικανοποιούσε και τον πιο απαιτητικό θεατή. Το πιστεύω αυτό.
Θα το πίστευαν το σενάριο πιο πολύ και οι ηθοποιοί. Δείτε πχ τις ερμηνείες της Αγγελικής Παπούλια με οδηγό τον Λάνθιμο και με οδηγό τον Τζουμέρκα. Και στο «A Blast» και σε τούτη την ταινία, δεν την πίστεψα. Άρα, ο βασικός φορέας του φιλμ, με πετάει έξω από αυτό. Για να μην μιλήσουμε για την Μπούνταλη. Δεν έχει σημασία το μέγεθος του ρόλου. Προσέξτε την πχ στη μικρή σκηνή που έχει στην ταινία του Fatih Akin, το «Μαζί ή τίποτα», ως υπάλληλο ξενοδοχείου, που έχει φίλους ακροδεξιούς αν δεν είναι και η ίδια ακροδεξιά: είναι τρομερή! Εδώ, με ρόλο που έχει γράψει η ίδια, με δικό της σενάριο, ε, δεν την πιστεύεις.
Η ταινία δεν σε παρασύρει στο μύθο της, το παραμύθι της. Σενάριο και storytelling λοιπόν, υπερφιλόδοξα αλλά δεν ικανοποιούν ποτέ. Και το μοντάζ αντί να απλοποιεί τα πράγματα, να τα μπερδεύει ακόμα περισσότερο. Ένα υπαρξιακό θρίλερ όπου ούτε το υπαρξιακό ούτε το θρίλερ του πράγματος πείθουν. Καλή η ατμόσφαιρα και οι ιδέες, το... χέλι όμως ξεφεύγει μέσα από τα χέρια των δημιουργών της ταινίας. Και είναι πολύ κρίμα αυτό.
Η υπόθεση: Στη μικρή πόλη του Μεσολογγίου, δύο γυναίκες ζουν μοναχικές ζωές ενώ ονειρεύονται την ώρα και τη στιγμή που θα ξεφύγουν από εκεί. Η Ελισάβετ ήταν κάποτε μια πολύ φιλόδοξη αστυνομικός της αντιτρομοκρατικής. Αυτή της η φιλοδοξία, όμως, δεν άρεσε σε κάποιους, που την παγίδευσαν. Έτσι, με τον πιτσιρικά γιο της, πήρε μετάθεση ως διευθύντρια του αστυνομικού τμήματος στο Μεσολόγγι. 10 χρόνια μετά, είναι βυθισμένη στο αλκοόλ και σε ανούσιες σχέσεις, ενώ το μόνο που πραγματικά θέλει είναι να γυρίσει μετά βαΐων και κλάδων στην Αθήνα.
Από την άλλη, η Ρίτα εργάζεται στο τοπικό εργοστάσιο επεξεργασίας χελιών. Ο αδελφός της είναι τραγουδιστής στο πιο «χάι» ξενυχτάδικο του Μεσολογγίου, η μητέρα τους έχει κάτι σαν Αλτσχάιμερ και η ίδια δεν μιλάει πολύ, σχεδόν καθόλου, αλλά βλέπει πολλά, παράξενα, βίαια όνειρα. Ένας ξαφνικός θάνατος αναστατώνει τη μικρή κοινωνία της επαρχιακής πόλης και θα φέρει τις δύο γυναίκες τη μία στο δρόμο της άλλης. Δυο γυναίκες, που έως τη συγκεκριμένη στιγμή, δεν γνώριζαν η μία την ύπαρξη της άλλης. Δυο γυναίκες, που ετοιμάζονται για τη δική τους έξοδο του Μεσολογγίου. Δυο γυναίκες, που θα έρθουν έτσι τα πράγματα ώστε η μία να γίνει η σωτηρία της άλλης...
Η άποψή μας: Το ομολογώ: όταν καλούμαι να γράψω κείμενο για ελληνική ταινία, συνήθως δυσκολεύομαι. Δεν την αντιμετωπίζω με τον ίδιο τρόπο που θα αντιμετώπιζα μια ταινία από το εξωτερικό. Εδώ υπάρχουν μια σειρά από μεταβλητές, που με επηρεάζουν. Και δεν είμαι αντικειμενικός. Από την άλλη, για ακόμα μια φορά, θα ξεστομίσω το προφανές: η απόλαυση ενός έργου τέχνης είναι εντελώς υποκειμενική υπόθεση κι εξαρτάται από πλήθος παραγόντων, βασικός εκ των οποίων είναι η αισθητική άσκηση και η μακροχρόνια τριβή με την (Έβδομη εδώ) Τέχνη. Πλατειάζω. Ας είναι. Πάμε πίσω στις ελληνικές ταινίες. Όταν είναι καλή – ή μάλλον, όταν μου αρέσει, για να είμαστε πιο συγκεκριμένοι – ενθουσιάζομαι, παρασύρομαι και γράφω κάτι-σαν-ύμνο, που ενδεχομένως δεν τον χρειάζεται το φιλμ. Αλλά να, συμβαίνει. Έστω, αυτό μπορεί να προσπεραστεί χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα.
Το θέμα είναι: τι γίνεται όταν μια ελληνική ταινία δεν είναι του γούστου σου; Μμμ, εδώ σε θέλω μάγκα. Όταν η ταινία είναι άθλιο εμπορικό κατασκεύασμα, το στοχοποιώ ως τέτοιο και το... σκίζω, όπως (πιστεύω πως) του αρμόζει. Κι αυτό εύκολο: γράφεις και πιο χαβαλεδιάρικα, γίνεται ένα σχετικό πανηγύρι, το διασκεδάζεις, αυτοί που θα πάνε να δούνε την ταινία (πχ το «Λάρισα εμπιστευτικό», τυχαίο το παράδειγμα) θα τη δούνε χωρίς να ξέρουν την ύπαρξή σου, αυτοί που θα σε διαβάσουν λογικά δεν θα πήγαιναν έτσι κι αλλιώς να δούνε την ταινία, win win situation. Η επόμενη περίπτωση είναι η πιο δύσκολη: τι γράφεις για μια ελληνική ταινία γυρισμένη από κάποιον ταλαντούχο νέο άνθρωπο, που είναι ολοφάνερο πως ξέρει σινεμά, δεν ξεπουλιέται για να κάνει ένα εμπορικό φιλμ, αλλά προφανώς θα ήθελε να δει την ταινία του όσο το δυνατόν περισσότερο κόσμος κι εσύ έχεις (μερικές χοντρές) ενστάσεις;
Γράφεις την πικρή αλήθεια μέχρι σημείου παρεξηγήσεως; Ή γράφεις ένα κείμενο – χάδι για τα αυτιά του δημιουργού της ταινίας; Τι θα του κάνει περισσότερο καλό; Να του υποδείξεις τα προβλήματα (όπως εσύ τα αντιλαμβάνεσαι) για να τα... διορθώσει στο μέλλον; Εδώ υπάρχει ο κίνδυνος να χαρακτηριστείς από... χολερικός έως συμπλεγματικός, κομπλεξικός μαλάκας κι άλλα τέτοια όμορφα. Εξάλλου, ποιος είσαι εσύ για να κάνεις υποδείξεις, ε; Από την άλλη, αν κρύψεις τα προβλήματα κάτω από το χαλάκι και αναξιόπιστος απέναντι στους (όποιους) αναγνώστες σου θα είσαι και ο σκηνοθέτης, χωρίς να βρίσκει μια ανάλυση με αλήθειες που ίσως πονάνε, δεν θα μάθει ποτέ κάτι το οποίο μπορεί να βρίσκεται μπροστά στα μάτια του, αλλά είναι τόσο «μέσα» σε όλο αυτό, που δεν μπορεί να το δει.
Οδηγός μου πάντα σε αυτές τις περιπτώσεις λοιπόν είναι η εναρκτήρια σκηνή από το «Έτοιμη για όλα» (To die for, 1995) του Gus Van Sant, όπου η φιλόδοξη τύπισσα που υποδύεται η Nicole Kidman, λέει το εξής: «If you get too close to the screen, all you can see is a bunch of little dots. You don't see the big picture until you stand back. But when you do, everything comes into focus». Αυτό. Οπότε, πάμε στο δια ταύτα. Υπήρχαν πράγματα στην τελευταία ταινία του Σύλλα Τζουμέρκα που θαύμασα κι άλλα που με στεναχώρησαν. Ας πούμε: η κατάκτηση των αισθητικών μέσων είναι γεγονός αδιαμφισβήτητο. Η εικόνα που βλέπουμε, συνδυασμός της διεύθυνσης φωτογραφίας και της θέσης αλλά και της κίνησης της κάμερας, είναι το λιγότερο εντυπωσιακή. Υπέροχα, πανέμορφα πλάνα, γεμίζουν την οθόνη. Ο τόπος γυρισμάτων: εξαιρετική επιλογή. Ελλάδα δεν είναι μόνο η Αθήνα, η Θεσσαλονίκη και μέρη τουριστικής ομορφιάς. Το Μεσολόγγι κρίνεται σπουδαία επιλογή, τόσο ως φυσικό τοπίο και σκηνικό στο οποίο λαμβάνει χώρα το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας όσο και ως σύμβολο. Διπλό σύμβολο.
Από τη μία, τόπος με τεράστιο πληθυσμό χελιών, τα οποία από παντού στον κόσμο (στην Ελλάδα, κυρίως από το Μεσολόγγι) όταν έρθει η ώρα για ζευγάρωμα και γέννηση νέας ζωής, μεταναστεύουν στη θάλασσα των Σαργασσών και μόνον εκεί, για να το πετύχουν (πέρα όλων των άλλων, έτσι προκύπτει και ο πολύ ωραίος τίτλος της ταινίας). Από την άλλη, η Έξοδος του Μεσολογγίου, ήταν μια απέλπιδα προσπάθεια των ανθρώπων της πόλης να φύγουν από αυτήν ενώ βρισκόταν υπό την πολιορκία Τούρκων και Αιγυπτίων κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του 1821. Κατέληξε σε σφαγή, υμνήθηκε από ανθρώπους όπως ο Λόρδος Βύρωνας και προκάλεσε φιλελληνικό κύμα σε όλη την Ευρώπη. Ε, και οι δύο γυναίκες πρωταγωνίστριες της ταινίας, τη δική τους Έξοδο από το Μεσολόγγι επιχειρούν...
Η ατμόσφαιρα και η πραγματικότητα της ζωής σε μια μικρή πόλη «συλλαμβάνονται» ως επί τω πλείστον με ακρίβεια. Μικρή πόλη, λίγα πράγματα να κάνεις, ανία, βαρεμάρα και, ωπ, πού θα διοχετευθεί η οργή, η δυσαρέσκεια, η απογοήτευση, η ακύρωση; Σεξ εντ ντραγκς εντ... σκυλάδικα! Ως εδώ, πάρα πολύ ωραία. Έλα όμως που το σενάριο δεν κατορθώνει να μετουσιώσει όλα όσα (αντιλαμβάνεται ο καθένας ότι) θέλει να πει σε κάτι που να μην φαντάζει κατασκευή, ψεύτικο κι εντέλει, άκυρο. Πάρα πολλά σύμβολα, πάρα πολλές υποπλοκές, πάρα πολλοί χαρακτήρες, πάρα πολύ μπέρδεμα, πάρα πολύ κακό για το, εντάξει, όχι τίποτα, αλλά μια απογοήτευση τη νιώθεις. Μια πιο λακωνική προσέγγιση θα βοηθούσε την ταινία, θα απλοποιούσε τα πράγματα, θα ικανοποιούσε και τον πιο απαιτητικό θεατή. Το πιστεύω αυτό.
Θα το πίστευαν το σενάριο πιο πολύ και οι ηθοποιοί. Δείτε πχ τις ερμηνείες της Αγγελικής Παπούλια με οδηγό τον Λάνθιμο και με οδηγό τον Τζουμέρκα. Και στο «A Blast» και σε τούτη την ταινία, δεν την πίστεψα. Άρα, ο βασικός φορέας του φιλμ, με πετάει έξω από αυτό. Για να μην μιλήσουμε για την Μπούνταλη. Δεν έχει σημασία το μέγεθος του ρόλου. Προσέξτε την πχ στη μικρή σκηνή που έχει στην ταινία του Fatih Akin, το «Μαζί ή τίποτα», ως υπάλληλο ξενοδοχείου, που έχει φίλους ακροδεξιούς αν δεν είναι και η ίδια ακροδεξιά: είναι τρομερή! Εδώ, με ρόλο που έχει γράψει η ίδια, με δικό της σενάριο, ε, δεν την πιστεύεις.
Η ταινία δεν σε παρασύρει στο μύθο της, το παραμύθι της. Σενάριο και storytelling λοιπόν, υπερφιλόδοξα αλλά δεν ικανοποιούν ποτέ. Και το μοντάζ αντί να απλοποιεί τα πράγματα, να τα μπερδεύει ακόμα περισσότερο. Ένα υπαρξιακό θρίλερ όπου ούτε το υπαρξιακό ούτε το θρίλερ του πράγματος πείθουν. Καλή η ατμόσφαιρα και οι ιδέες, το... χέλι όμως ξεφεύγει μέσα από τα χέρια των δημιουργών της ταινίας. Και είναι πολύ κρίμα αυτό.
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 21 Νοεμβρίου 2019 από την Strada Films!