του Ladj Ly. Με τους Damien Bonnard, Alexis Manenti, Djebril Zonga, Issa Perica, Al-Hassan Ly, Steve Tientcheu, Almany Kanoute, Jeanne Balibar.
Jean Valjean vs. Javert ξανά και ξανά
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)
«Κι αν η οργή είναι ο μόνος τρόπος να ακουστείς;»
Αντιγράφουμε (και ψιλοδιαμορφώνουμε στα δικά μας δεδομένα) από το δελτίο τύπου της ελληνικής εταιρίας διανομής της ταινίας: Ο σκηνοθέτης Ladj Ly, γέννημα θρέμμα της Μονφερμέιγ (με καταγωγή από το Μάλι), είναι ιδιαίτερα γνωστός για τα ντοκιμαντέρ του, που απεικονίζουν την πραγματικότητα της κοινωνικής και πολιτικής ζωής της Γαλλίας. Ξεκίνησε την καριέρα του ως ηθοποιός και μέλος της Kourtrajme, μιας κολλεκτίβας που δημιουργήθηκε το 1995 από τους παιδικούς του φίλους Kim Chapiron και Romain Gavras. Μάλιστα, είχε κι έναν μικρό ρόλο στην τελευταία ταινία του Romain, το «Ο κόσμος σου ανήκει». Ο Ly σκηνοθέτησε τη πρώτη του μικρού μήκους ταινία «Montfermeil Les Bosquets» το 1997. Το 2004, μαζί με το φωτογράφο JR (γνωστό για τις τεράστιες φωτογραφίες του που «ντύνουν» τους τοίχους στη Μονφερμέιγ και το Παρίσι, αλλά και από την ταινία «Πρόσωπα και ιστορίες», που γύρισε μαζί με την Agnès Varda) έγραψαν και σκηνοθέτησαν το ντοκιμαντέρ «28 Millimeters». Οι θάνατοι των δύο νέων Ζιέντ Μπενά και Μπουνά Τραορί κατά τη διάρκεια της εξέγερσης στο Παρίσι το 2005, θορύβησαν τον Ladj Ly και τον οδήγησαν να κάνει ένα ντοκιμαντέρ με τίτλο «365 Days in Clichy-Montfermei», στο οποίο παρακολουθεί τη γειτονιά του για ένα ολόκληρο χρόνο (2007). Συνέχισε τη δουλειά του στα ντοκιμαντέρ και το 2014 σκηνοθέτησε το «365 Days In Mali», που έριχνε φως σε μια περιοχή σε τρομερή αναταραχή. Το 2016, ο Ly σκηνοθέτησε το «Marakani in Mali», διαφήμιση για τη ΜΚΟ Max Havelaar της Γαλλίας. Το 2017, σκηνοθέτησε τη μικρού μήκους, «Les Misérables», που ήταν υποψήφια για Σεζάρ (τα γαλλικά Όσκαρ). Την ίδια χρονιά σκηνοθέτησε το «A Voix Haute», επίσης υποψήφιο για βραβείο Σεζάρ. Οι Άθλιοι (Les Miserables) είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, εμπνευσμένη από τη δική του ομώνυμη μικρού μήκους ταινία.
Η ταινία έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο περασμένο φεστιβάλ των Καννών, όπου συμμετείχε στο διαγωνιστικό τμήμα, κερδίζοντας τελικά το Βραβείο της Επιτροπής. Την πανελλήνια πρεμιέρα της την έκανε στο περασμένο φεστιβάλ «Νύχτες Πρεμιέρας» στην Αθήνα, όπου κέρδισε το βραβείο Κοινού και το βραβείο της ΠΕΚΚ (Πανελλήνια Ένωση Κριτικών Κινηματογράφου). Η ταινία αποτελεί την πρόταση της Γαλλίας για το ξενόγλωσσο Όσκαρ.
Η υπόθεση: Καλοκαίρι 2018. Η Γαλλία κατακτά το Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου στα γήπεδα της Ρωσίας, κερδίζοντας στον τελικό την Κροατία με 4 - 2. Χιλιάδες Γάλλοι βγαίνουν στους δρόμους του Παρισιού για να πανηγυρίσουν. Ανάμεσά τους και ο πιτσιρικάς Ισά, που μετά τα πανηγύρια, επιστρέφει στο γκέτο της Μονφερμέιγ, στα βορειοανατολικά της πόλης, εκεί όπου ζει. Ο Ισά είναι αυτό που λέμε «κακός μπελάς». Συχνά πυκνά αναστατώνει την περιοχή (ακόμα και την οικογένειά του!) με τα καμώματά του. Τελευταίο του κατόρθωμα: κλέβει ένα λιονταράκι (!!!) από τσίρκο! Και βάζει την περιοχή σε κίνδυνο, καθώς οι Τσιγγάνοι του τσίρκου απειλούν πως θα τα κάνουν γης μαδιάμ αν δεν βρεθεί ο ένοχος και δεν τους επιστραφεί το ιδιαίτερο αυτό κουτάβι.
Τη λύση προσπαθούν να δώσουν τρεις αστυνομικοί, μέλη μιας ειδικής ομάδας, που δρα στην περιοχή. Αρχηγός είναι ο λευκός Κρις, δεξί του χέρι είναι μαύρος Γκουάντα ενώ άρτι αφιχθείς στην ομάδα είναι ο Στεφάν. Ο Στεφάν δεν συμφωνεί με την αυταρχικότητα και την έπαρση στη συμπεριφορά του Κρις. Όταν βρίσκουν τον Ισά, τα πράγματα αρχίζουν να στραβώνουν. Άσχημα. Η κατάσταση μυρίζει μπαρούτι. Στη Μονφερμέιγ, στα προάστια του Παρισιού, εκεί που ο Βίκτωρ Ουγκώ έστησε το σκηνικό για το βιβλίο του «Οι άθλιοι», ένα drone θα καταγράψει κάτι που δεν έπρεπε. Και η κλιμάκωση των γεγονότων βαίνει ανεξέλεγκτη.
Η άποψή μας: «Να θυμάστε αυτό φίλοι μου: δεν υπάρχουν ούτε κακά φυτά ούτε κακοί άνθρωποι. Υπάρχουν μόνον κακοί καλλιεργητές». Με αυτό το απόφθεγμα του Βίκτωρος Ουγκώ (σημείωση: εντάξει, άθλιο να γράψει κανείς «του Βίκτορα Ουγκό», έλεος κάπου), σε μαύρο, ολοκληρώνεται τούτο το πολύ ενδιαφέρον φιλμ από τη Γαλλία. Το οποίο έρχεται να θυμίσει ένα άλλο φιλμ από τη Γαλλία, που ξεκινάει με μια βόμβα μολότοφ να πέφτει αργά, ενώ το σλόου μόσιον συνοδεύεται από την αφήγηση off για έναν τύπο που πέφτει από ψηλά, λέει κατά την πτώση του «όλα καλά έως εδώ» και καταλήγει στο ισοπεδωτικό «σημασία δεν έχει η πτώση, αλλά η πρόσκρουση», με την οθόνη να παίρνει φωτιά και από έγχρωμη να γίνεται ασπρόμαυρη.
Πολύ θα ήθελε ο σκηνοθέτης – πολύ θα το ήθελα κι εγώ – αυτή η ταινία να είναι το «Μίσος» του 21ου αιώνα. Δεν είναι. Δεν παύει να είναι μια ενδιαφέρουσα ταινία. Που απλά, ποτέ δεν καταφέρνει να φτάσει στο ύψος των προσδοκιών που δημιουργεί. Και πάλι σε ψηλές πτήσεις την πετυχαίνουμε. Καλές οι επιδόσεις της. Προβιβάσιμος ο βαθμός της. Όχι όμως άριστα. Ο Ladj Ly δεν κρύβει τις καταβολές του, τόσο τις κινηματογραφικές όσο και τις βιωματικές. Η ματιά του έχει αυθεντικότητα ντοκιμαντεριστική ενώ ξέρεις, το νιώθεις, ότι αυτό που βλέπεις στην οθόνη δεν είναι ψέμα. Το έχει δηλώσει εξάλλου ο ίδιος ο δημιουργός: το σενάριό του βασίζεται σε πολλά πράγματα τα οποία έχει βιώσει ο ίδιος ή τα έχει δει ή τα έχει ακούσει, όλα στην περιοχή όπου ανδρώθηκε, τόσο κοντά αλλά και τόσο μακριά από τη χλιδή της τουριστικής γαλλικής μητρόπολης. Ναι, ακόμα και το περιστατικό με το κλέψιμο του μικρού λιονταριού! Οπότε, δεν νιώθεις ωσάν ένας τουρίστας που επισκέπτεται την περιοχή. Νιώθεις ότι ζεις στην περιοχή. Είσαι ανάμεσα στις Συμπληγάδες Πέτρες, σε μια εύθραυστη ισορροπία του τρόμου.
Στην περιοχή συνυπάρχουν 30 εθνότητες. Κατά βάση αρμονικά. Με την αστυνομία να έχει δύσκολο έργο (θα επανέλθουμε). Αλλά το νιώθεις: μια σπίθα αρκεί για να γίνει το Μονφερμέιγ μπουρλότο. Προσπαθώντας να είναι όσο το δυνατόν πιο αντικειμενικός, ο Ly δεν δαιμονοποιεί τους αστυνομικούς και δεν καθαγιάζει τους... άθλιους. Ίσα ίσα, βλέπουμε την ιστορία μέσα από τα μάτια των αστυνομικών, κάτι που μπορεί να χαρακτηριστεί και ρισκαδόρικη επιλογή. Κανείς στη σύγχρονη Ελλάδα (για να το συγκεκριμενοποιήσουμε) όπου καθημερινά βγαίνουν στην επιφάνεια περιστατικά αστυνομικής βίας και αυθαιρεσίας, δεν θα δει με καλό... μάτι (ιδίως οι πιο νεαρές ηλικίες) μια ταινία που λέει πως και οι αστυνομικοί, άνθρωποι είναι. Με οικογένειες. Με όνειρα. Με ελπίδες. Κι αυτοί, φτωχοί κατά βάση, από τα λαϊκά στρώματα προερχόμενοι. Προφανώς και όλοι οι αστυνομικοί δεν είναι ίδιοι. Η παλέτα περιλαμβάνει από τον «στρατόκαβλο» Κρις, που σε κάποια στιγμή ουρλιάζει ως άλλος δικαστής Ντρεντ «Εγώ είμαι ο Νόμος» μέχρι τον ανοιχτόμυαλο και συγκρατημένο Στεφάν.
Είναι ο Στεφάν όμως που θα βγάλει όπλο, στη σκηνή που στοιχειώνει το μυαλό, σαν σε στοπ καρέ, απέναντι στον Ισά, που κρατάει μολότοφ στο χέρι. Cut. Οι πεποιθήσεις σου ισχύουν μέχρι την κρίσιμη εκείνη στιγμή όπου θα κληθείς να τις υποστηρίξεις στην πράξη... Αυτοί που έχουν κάνει την κοινωνία μπουρδέλο, αυτοί που έφεραν την κατάσταση στα όρια της ρήξης με την... κανονικότητα, είναι απόντες. Κι αυτό απουσιάζει από την ταινία. Απλώς υπονοείται. Δεν φταίνε οι μπάτσοι για την κατάσταση. Απλά, είναι τα υποχείρια εκείνων που πραγματικά ευθύνονται. Τα τσομπανόσκυλα της εξουσίας. Ο Ly – ευτυχώς – δεν το παίζει σπουδαίος και τρανός. Δεν παίρνει τη θέση ενός εστέτ. Να το πω αλλιώς: η ταινία του δεν είναι κουλτουριάρικη και φεστιβαλική με την κακή έννοια που έχουν αποκτήσει αυτές οι δύο λέξεις.
Ο ρυθμός είναι στακάτος, οι εικόνες ρέουν χωρίς κομπιάσματα, η ταινία μπορεί να ιδωθεί και ως ένα καθαρόαιμο αστυνομικό θρίλερ! Που δεν κωλώνει να σχολιάζει υποδορίως την σημερινή κατάσταση στο Παρίσι. Και οι αντιστίξεις μπορούν να γίνουν από τον κάθε θεατή. Βάλτε στη θέση του Παρισιού άλλες πόλεις ανά τον κόσμο, που βιώνουν τελευταία αστυνομική βία και καταστολή. Λα Παζ. Σαντιάγκο. Βαρκελώνη. Αθήνα. Και η οργή συσσωρεύεται. Και το ελατήριο έχει φτάσει στο σημείο της πλήρους συστολής του. Και η χύτρα ξεπερνάει το σημείο βρασμού. Κι άντε να βρεθεί λύση από τους ψυχραιμότερους... Η ποδοσφαιρική αρχή με έκανε να σκεφτώ τους υπέροχους «Απόντες» του Γραμματικού. Οι σύγχρονοι άθλιοι της ταινίας είναι οι απόντες από τη ζωή. Έτσι τους θέλει η εξουσία. Αλλά η αντίδραση δεν αργεί. Κοντοζυγώνει. Και τότε, κάθε κατεργάρης στον πάγκο του. Και κάθε... Ροζ Γουρούνι, ξέρετε εσείς. Το γράφω κάπως γλυκά...
Η υπόθεση: Καλοκαίρι 2018. Η Γαλλία κατακτά το Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου στα γήπεδα της Ρωσίας, κερδίζοντας στον τελικό την Κροατία με 4 - 2. Χιλιάδες Γάλλοι βγαίνουν στους δρόμους του Παρισιού για να πανηγυρίσουν. Ανάμεσά τους και ο πιτσιρικάς Ισά, που μετά τα πανηγύρια, επιστρέφει στο γκέτο της Μονφερμέιγ, στα βορειοανατολικά της πόλης, εκεί όπου ζει. Ο Ισά είναι αυτό που λέμε «κακός μπελάς». Συχνά πυκνά αναστατώνει την περιοχή (ακόμα και την οικογένειά του!) με τα καμώματά του. Τελευταίο του κατόρθωμα: κλέβει ένα λιονταράκι (!!!) από τσίρκο! Και βάζει την περιοχή σε κίνδυνο, καθώς οι Τσιγγάνοι του τσίρκου απειλούν πως θα τα κάνουν γης μαδιάμ αν δεν βρεθεί ο ένοχος και δεν τους επιστραφεί το ιδιαίτερο αυτό κουτάβι.
Τη λύση προσπαθούν να δώσουν τρεις αστυνομικοί, μέλη μιας ειδικής ομάδας, που δρα στην περιοχή. Αρχηγός είναι ο λευκός Κρις, δεξί του χέρι είναι μαύρος Γκουάντα ενώ άρτι αφιχθείς στην ομάδα είναι ο Στεφάν. Ο Στεφάν δεν συμφωνεί με την αυταρχικότητα και την έπαρση στη συμπεριφορά του Κρις. Όταν βρίσκουν τον Ισά, τα πράγματα αρχίζουν να στραβώνουν. Άσχημα. Η κατάσταση μυρίζει μπαρούτι. Στη Μονφερμέιγ, στα προάστια του Παρισιού, εκεί που ο Βίκτωρ Ουγκώ έστησε το σκηνικό για το βιβλίο του «Οι άθλιοι», ένα drone θα καταγράψει κάτι που δεν έπρεπε. Και η κλιμάκωση των γεγονότων βαίνει ανεξέλεγκτη.
Η άποψή μας: «Να θυμάστε αυτό φίλοι μου: δεν υπάρχουν ούτε κακά φυτά ούτε κακοί άνθρωποι. Υπάρχουν μόνον κακοί καλλιεργητές». Με αυτό το απόφθεγμα του Βίκτωρος Ουγκώ (σημείωση: εντάξει, άθλιο να γράψει κανείς «του Βίκτορα Ουγκό», έλεος κάπου), σε μαύρο, ολοκληρώνεται τούτο το πολύ ενδιαφέρον φιλμ από τη Γαλλία. Το οποίο έρχεται να θυμίσει ένα άλλο φιλμ από τη Γαλλία, που ξεκινάει με μια βόμβα μολότοφ να πέφτει αργά, ενώ το σλόου μόσιον συνοδεύεται από την αφήγηση off για έναν τύπο που πέφτει από ψηλά, λέει κατά την πτώση του «όλα καλά έως εδώ» και καταλήγει στο ισοπεδωτικό «σημασία δεν έχει η πτώση, αλλά η πρόσκρουση», με την οθόνη να παίρνει φωτιά και από έγχρωμη να γίνεται ασπρόμαυρη.
Πολύ θα ήθελε ο σκηνοθέτης – πολύ θα το ήθελα κι εγώ – αυτή η ταινία να είναι το «Μίσος» του 21ου αιώνα. Δεν είναι. Δεν παύει να είναι μια ενδιαφέρουσα ταινία. Που απλά, ποτέ δεν καταφέρνει να φτάσει στο ύψος των προσδοκιών που δημιουργεί. Και πάλι σε ψηλές πτήσεις την πετυχαίνουμε. Καλές οι επιδόσεις της. Προβιβάσιμος ο βαθμός της. Όχι όμως άριστα. Ο Ladj Ly δεν κρύβει τις καταβολές του, τόσο τις κινηματογραφικές όσο και τις βιωματικές. Η ματιά του έχει αυθεντικότητα ντοκιμαντεριστική ενώ ξέρεις, το νιώθεις, ότι αυτό που βλέπεις στην οθόνη δεν είναι ψέμα. Το έχει δηλώσει εξάλλου ο ίδιος ο δημιουργός: το σενάριό του βασίζεται σε πολλά πράγματα τα οποία έχει βιώσει ο ίδιος ή τα έχει δει ή τα έχει ακούσει, όλα στην περιοχή όπου ανδρώθηκε, τόσο κοντά αλλά και τόσο μακριά από τη χλιδή της τουριστικής γαλλικής μητρόπολης. Ναι, ακόμα και το περιστατικό με το κλέψιμο του μικρού λιονταριού! Οπότε, δεν νιώθεις ωσάν ένας τουρίστας που επισκέπτεται την περιοχή. Νιώθεις ότι ζεις στην περιοχή. Είσαι ανάμεσα στις Συμπληγάδες Πέτρες, σε μια εύθραυστη ισορροπία του τρόμου.
Στην περιοχή συνυπάρχουν 30 εθνότητες. Κατά βάση αρμονικά. Με την αστυνομία να έχει δύσκολο έργο (θα επανέλθουμε). Αλλά το νιώθεις: μια σπίθα αρκεί για να γίνει το Μονφερμέιγ μπουρλότο. Προσπαθώντας να είναι όσο το δυνατόν πιο αντικειμενικός, ο Ly δεν δαιμονοποιεί τους αστυνομικούς και δεν καθαγιάζει τους... άθλιους. Ίσα ίσα, βλέπουμε την ιστορία μέσα από τα μάτια των αστυνομικών, κάτι που μπορεί να χαρακτηριστεί και ρισκαδόρικη επιλογή. Κανείς στη σύγχρονη Ελλάδα (για να το συγκεκριμενοποιήσουμε) όπου καθημερινά βγαίνουν στην επιφάνεια περιστατικά αστυνομικής βίας και αυθαιρεσίας, δεν θα δει με καλό... μάτι (ιδίως οι πιο νεαρές ηλικίες) μια ταινία που λέει πως και οι αστυνομικοί, άνθρωποι είναι. Με οικογένειες. Με όνειρα. Με ελπίδες. Κι αυτοί, φτωχοί κατά βάση, από τα λαϊκά στρώματα προερχόμενοι. Προφανώς και όλοι οι αστυνομικοί δεν είναι ίδιοι. Η παλέτα περιλαμβάνει από τον «στρατόκαβλο» Κρις, που σε κάποια στιγμή ουρλιάζει ως άλλος δικαστής Ντρεντ «Εγώ είμαι ο Νόμος» μέχρι τον ανοιχτόμυαλο και συγκρατημένο Στεφάν.
Είναι ο Στεφάν όμως που θα βγάλει όπλο, στη σκηνή που στοιχειώνει το μυαλό, σαν σε στοπ καρέ, απέναντι στον Ισά, που κρατάει μολότοφ στο χέρι. Cut. Οι πεποιθήσεις σου ισχύουν μέχρι την κρίσιμη εκείνη στιγμή όπου θα κληθείς να τις υποστηρίξεις στην πράξη... Αυτοί που έχουν κάνει την κοινωνία μπουρδέλο, αυτοί που έφεραν την κατάσταση στα όρια της ρήξης με την... κανονικότητα, είναι απόντες. Κι αυτό απουσιάζει από την ταινία. Απλώς υπονοείται. Δεν φταίνε οι μπάτσοι για την κατάσταση. Απλά, είναι τα υποχείρια εκείνων που πραγματικά ευθύνονται. Τα τσομπανόσκυλα της εξουσίας. Ο Ly – ευτυχώς – δεν το παίζει σπουδαίος και τρανός. Δεν παίρνει τη θέση ενός εστέτ. Να το πω αλλιώς: η ταινία του δεν είναι κουλτουριάρικη και φεστιβαλική με την κακή έννοια που έχουν αποκτήσει αυτές οι δύο λέξεις.
Ο ρυθμός είναι στακάτος, οι εικόνες ρέουν χωρίς κομπιάσματα, η ταινία μπορεί να ιδωθεί και ως ένα καθαρόαιμο αστυνομικό θρίλερ! Που δεν κωλώνει να σχολιάζει υποδορίως την σημερινή κατάσταση στο Παρίσι. Και οι αντιστίξεις μπορούν να γίνουν από τον κάθε θεατή. Βάλτε στη θέση του Παρισιού άλλες πόλεις ανά τον κόσμο, που βιώνουν τελευταία αστυνομική βία και καταστολή. Λα Παζ. Σαντιάγκο. Βαρκελώνη. Αθήνα. Και η οργή συσσωρεύεται. Και το ελατήριο έχει φτάσει στο σημείο της πλήρους συστολής του. Και η χύτρα ξεπερνάει το σημείο βρασμού. Κι άντε να βρεθεί λύση από τους ψυχραιμότερους... Η ποδοσφαιρική αρχή με έκανε να σκεφτώ τους υπέροχους «Απόντες» του Γραμματικού. Οι σύγχρονοι άθλιοι της ταινίας είναι οι απόντες από τη ζωή. Έτσι τους θέλει η εξουσία. Αλλά η αντίδραση δεν αργεί. Κοντοζυγώνει. Και τότε, κάθε κατεργάρης στον πάγκο του. Και κάθε... Ροζ Γουρούνι, ξέρετε εσείς. Το γράφω κάπως γλυκά...
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 14 Νοεμβρίου 2019 από την Seven Films!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική