του James Mangold. Με τους Matt Damon, Christian Bale, Caitriona Balfe, Jon Bernthal, Tracy Letts, Josh Lucas, Noah Jupe, Remo Girone, Ray McKinnon.
Ένα Καρμπιρατέρ Τεστοστερόνης
του gaRis (@takisgaris)
Πόσες φορές έχω δει δαύτη την ιστορία με τα γρυλλίζοντα- αντιβοώντα τετράτροχα αγωνιστικά οχήματα; Πάμπολλες μεν, ουχί αρκετές δε. Πάρε τα δείγματα από τα Φαστ και Φιούριας που πάνε κοντά δέκα τεμάχια πια. Το ραλί, από τσαμπουκαλεμένες κούρσες στα πειραϊκά βοτσαλάκια ως το Τόκιο Ντρίφτ και τα Παρίσια -Ντακάρια παραμένει μια διασκεδαστική σιγουράντζα όσο κι άλλη μια εισπραχτικώς εξασφαλσμένη επένδυση. Έπεται πως τα $100Μ+ που έριξε στα τετράλιτρα δωδεκακύλινδρα διθέσια της Φεράρι και το θρυλικό GT40 που αλώνισε το Σήμπρινγκ και τη Ντεϊτόνα η πάλαι ποτέ 20th Century Fox παίζουν ένα στοιχηματικό σιγουράκι για τον εξής λόγο: Το Ford V Ferrari είναι μια βίντατζ μηχανοκίνητη δραματουργία, αποκείνες που παραπέμπουν νοσταλγικά σε μια εποχή που το ανδρικό εγώ έπαιζε πάνω από πλούτη και κατασκευαστικά μεγαλεία, σμιλεμένο σε κώδικες αγώνων μέχρι τελικής κοπώσεως, ξεθεωμένων ορίων και συντριπτικής πτώσεως, ωσότου οι φλόγες να τυλίξουν σε σεντόνι θανατερό τους ατρόμητους πιλότους μιας κούρσας δίχως γυρισμό.
Διότι το Le Mans 66, πέρα από το μέχρις εσχάτων 24ωρο τεστ αντοχής των δυο σημαντικότερων εκπροσώπων έβα της παγκοσμίου αυτοκινητοβιομηχανίας (σόρρυ Tesla) ήταν έτι πιότερο η πρεμούρα των Ντητροϊτιανών Φορντ να ρημάξουν τη Μοντένα των Φεράρι ήδη με τα βομβαρδιστικά αερόπλανα B24 του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Και το κυνήγι ανελέητο ως τα μέσα του ’60 με τον Χένρυ (Φόρντ) τον ΙΙ να παρακαλάει τον Έντζο (Φεράρι) και το ντηλ να ανατινάζεται με τον δανδή Ιταλιάνο να χλευάζει τον ροδαλό Αμερικάνο για τις παλιατζούρες αμάξια του, τα πάχητά του και το ότι εν τω συνόλω εμετρήθη-εζυγίσθη και απεδείχθη ελλιποβαρής συγκρινόμενος με τον ένδοξο πατριάρχη προγονό. Αυτό ήταν. Μέσω του μεθοδικού τεξανού οδηγού/πιονέρου κατασκευαστή διθεσίων Caroll Shellby (Matt Damon) και του οξύθυμου αλλά αρχιμάστορη οδηγάντζα Ken Miles (Christian Bale) η Αμερική θα διεκδικήσει, έστω και σαν κοπρόσκυλο στην κούρσα με τα ιταλικά καθαρόαιμα, μια χαμένη μαγκιά, μια νίκη κόντρα στις πρόβλεψες κι ό,τι άλλο σούρχεται ρίξτο, καθώς Χόλυγουντ είναι στην πιο ακραιφνώς αναπολόγητα προβλέψιμη κινηματογραφική εκδοχή.
Σαφώς κι ο James Mangold έχει δώσει αξιόλογα διαπιστευτήρια αυθεντικότητας στον κομικόκοσμο της Marvel (Wolverine και ιδιαίτερα με το Logan). Μια σαμουράι σινεματική ηθική, με κώδικες αξιοπρέπειας, μάχης ενάντια στο φαταλιστικά αναπόφευκτο, πίεση στο όριο του ανθρωπίνως εφικτού. Ευθυτενής, τραγανή εικονογράφηση, ήχος μαγικά μιξαρισμένος και μοντάζ υψηλών ταχυτήτων στις σκηνές της κούρσας που πιάνουν άριστα. Η συνταγή παλιακή, η κατάληξη στον πόντο προβλέψιμη με τις απαραίτητες ασπρόμαυρες φωτό του τέλους να κραυγάζουν οσκαρικούς αλλαλαγμούς. Ο Matt Damon (δυστυχές που δεν πιάνει ύψη Behind the Candelabra ή The Martian) περιφέρει το σταριλίκι του γενικόλογα ενώ ο άλλου επιπέδου ερμηνευτής Christian Bale το ζορίζει ιδιοσυγκρασιακά με κόκνυ αξάν και γκριμάτσες ένα τουλάχιστον τσίμπημα πάνω. Τα 30 κιλά που έχασε μετά την παρολίγον οσκαρική του περσινή εμφάνιση ως Ντικ Τσένι μαρτυρία προσήλωσης όμως, να, όπως σχεδόν κάθε τι, ακόμη και παρά την μεγαλοπρεπή παρουσία του βραβευμένου συγγραφέα / ηθοποιού Tracey Letts ως Φορντ, το πράμα μένει από καύσιμο στα σεναριακά πιτς. Γυναικεία παρουσία πασπαλισματική, ακόμη και η σχέση πατέρα-γιου (γράφω για την οικογένεια του Mils/Bale) αβαθής, σεναριακή στρακαστρούκα. Η μηχανή καλογρασαρισμένη, η κατάληξη βαρετά όμως προσχεδιασμένη.
Θυμάμαι εύκολα μια ανώτερη ταινία στο είδος, έτσι μαστόρικη, γλασέ αλλά και σαφέστατα πιο ουσιαστική ως κόντρα χαρακτήρων και φιλοσοφίας ζωής. Ήταν το Rush (2013) του αρχηγού (μην είσαι κοροϊδιάρης) στα τοιαύτα Ron Howard που πραγματεύτηκε ψύχραιμα και στοχαστικά την κόντρα James Hunt – Niki Lauda. Με το ένα τρίτο του μπάτζετ αλλά και οφθαλμοφανή αποτελεσματικότητα στον τεχνικό τομέα. Η διαφορά με το Ford V Ferrari έγκειται στο ότι η χρονιά φέτο είναι σαφώς πενιχρότερη σε σημείο που θα μπορούσε το δεύτερο να χτυπήσει εννιάδα, βία οχτάδα στα όσκαρς, πέρα από τα αδιαφιλονίκητα σε ήχους και μοντάζ. Ανεξαρτήτως αυτού ο James Mangold έχει καμώσει μια ταινία συμπαγή, εύγεστη και καλοχώνευτη παρά τις 2 ½ ώρες διάρκειας. Μια ιστορία πλήρη συναρπαστικής οδηγικής δράσης που καλοβλέπεται δίχως ενοχές τύπου ετοιματζίδικου μιας χρήσης. Δεν είναι λίγο.
Σαφώς κι ο James Mangold έχει δώσει αξιόλογα διαπιστευτήρια αυθεντικότητας στον κομικόκοσμο της Marvel (Wolverine και ιδιαίτερα με το Logan). Μια σαμουράι σινεματική ηθική, με κώδικες αξιοπρέπειας, μάχης ενάντια στο φαταλιστικά αναπόφευκτο, πίεση στο όριο του ανθρωπίνως εφικτού. Ευθυτενής, τραγανή εικονογράφηση, ήχος μαγικά μιξαρισμένος και μοντάζ υψηλών ταχυτήτων στις σκηνές της κούρσας που πιάνουν άριστα. Η συνταγή παλιακή, η κατάληξη στον πόντο προβλέψιμη με τις απαραίτητες ασπρόμαυρες φωτό του τέλους να κραυγάζουν οσκαρικούς αλλαλαγμούς. Ο Matt Damon (δυστυχές που δεν πιάνει ύψη Behind the Candelabra ή The Martian) περιφέρει το σταριλίκι του γενικόλογα ενώ ο άλλου επιπέδου ερμηνευτής Christian Bale το ζορίζει ιδιοσυγκρασιακά με κόκνυ αξάν και γκριμάτσες ένα τουλάχιστον τσίμπημα πάνω. Τα 30 κιλά που έχασε μετά την παρολίγον οσκαρική του περσινή εμφάνιση ως Ντικ Τσένι μαρτυρία προσήλωσης όμως, να, όπως σχεδόν κάθε τι, ακόμη και παρά την μεγαλοπρεπή παρουσία του βραβευμένου συγγραφέα / ηθοποιού Tracey Letts ως Φορντ, το πράμα μένει από καύσιμο στα σεναριακά πιτς. Γυναικεία παρουσία πασπαλισματική, ακόμη και η σχέση πατέρα-γιου (γράφω για την οικογένεια του Mils/Bale) αβαθής, σεναριακή στρακαστρούκα. Η μηχανή καλογρασαρισμένη, η κατάληξη βαρετά όμως προσχεδιασμένη.
Θυμάμαι εύκολα μια ανώτερη ταινία στο είδος, έτσι μαστόρικη, γλασέ αλλά και σαφέστατα πιο ουσιαστική ως κόντρα χαρακτήρων και φιλοσοφίας ζωής. Ήταν το Rush (2013) του αρχηγού (μην είσαι κοροϊδιάρης) στα τοιαύτα Ron Howard που πραγματεύτηκε ψύχραιμα και στοχαστικά την κόντρα James Hunt – Niki Lauda. Με το ένα τρίτο του μπάτζετ αλλά και οφθαλμοφανή αποτελεσματικότητα στον τεχνικό τομέα. Η διαφορά με το Ford V Ferrari έγκειται στο ότι η χρονιά φέτο είναι σαφώς πενιχρότερη σε σημείο που θα μπορούσε το δεύτερο να χτυπήσει εννιάδα, βία οχτάδα στα όσκαρς, πέρα από τα αδιαφιλονίκητα σε ήχους και μοντάζ. Ανεξαρτήτως αυτού ο James Mangold έχει καμώσει μια ταινία συμπαγή, εύγεστη και καλοχώνευτη παρά τις 2 ½ ώρες διάρκειας. Μια ιστορία πλήρη συναρπαστικής οδηγικής δράσης που καλοβλέπεται δίχως ενοχές τύπου ετοιματζίδικου μιας χρήσης. Δεν είναι λίγο.
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 26 Σεπτεμβρίου 2019 από την Odeon!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική