του Fatih Akin. Με τους Jonas Dassler, Margarethe Tiesel, Katja Studt, Dirk Böhling, Hark Bohm, Uwe Rohde, Lars Nagel, Greta Sophie Schmidt, Martina Eitner-Acheampong.
Strange fruit hanging from the poplar trees
του zerVo (@moviesltd)
Δεν είναι και τόσο συνηθισμένο, συνοικίες μεγάλων πόλεων της Ευρώπης να εξαπλώνουν την φήμη τους διεθνώς, χάρη στην ιδιομορφία της μαζικής ιδεολογίας της μικρής τους κοινότητας, που κατά κάποιο τρόπο τις διακρίνει από το γενικότερο σύνολο που τις περιβάλλει. Μια τέτοια ξεχωριστή περίπτωση αποτελεί η γειτονιά του Ζανκτ Πάουλι, η πιο κακόφημη κατά τα κιτάπια, του τρίτου μεγαλύτερου λιμανιού της ηπείρου μας. Με λάβαρο που υψώνεται από την ομώνυμη ποδοσφαιρική ομάδα της περιοχής, σταθερό και αναντικατάστατο στέλεχος των επαγγελματικών κατηγοριών εδώ και δεκαετίες, οι κάτοικοι της προβάλλουν την ξεχωριστή τους κουλτούρα, μεταλλάσσοντας το υποβαθμισμένο υπόβαθρο της, σε πλεονέκτημα. Κατ αυτόν τον τρόπο, ώστε ανάμεσα στα θεοσκότεινα νυχτερινά κλαμπς και τα αμέτρητα πορνεία, να γεννηθεί μια εναλλακτική αντίληψη της κομμούνας, που απαγορεύει την οποιαδήποτε εκδήλωση ενάντια στην διαφορετικότητα, χρώματος, πεποίθησης, προτίμησης. Η κουκκίδα του Ζανκτ Πάουλι στις ημέρες μας αντιπροσωπεύει ολοκληρωτικά την έννοια του αντιφασισμού, όσο και συνάμα του απροσάρμοστου με το πολιτικό κορέκτ.
Διόλου τυχαία και διόλου συμπτωματικά, ο σημαντικότερος Γερμανός σκηνοθέτης του αιώνα που διανύουμε, επέλεξε αυτή την ξέχωρη λαϊκή δημοκρατία, ως το φυσικό σκηνικό της νέας του δημιουργίας, φροντίζοντας να τονίσει την σοσιολιγική σημασία της ύπαρξης της. Ακόμη και με την χρήση ενός ετερόκλητου θέματος. Άλλωστε και ιστορικά να το πάρουμε, όλα όσα περιγράφει το φιλμ Der Goldene Handschuh, εκεί ακριβώς έλαβαν χώρα. Μισό αιώνα πριν...
Αμβούργο, 1970. Μοναχικός, απόμακρος, άφιλος και κυκλοθυμικός, ο τριανταπεντάχρονος Φριτζ Χόνκα, φύλακας σε φάμπρικα της πόλης, ξοδεύει το σύνολο σχεδόν του ελεύθερου χρόνου του, μέσα στα ελάχιστα, βρωμερά τετραγωνικά του μπαρ το Χρυσό Γάντι. Εκεί όπου βασικός και αναντικατάστατος θαμώνας, ποτίζει τον εαυτό του ασταμάτητα με οινόπνευμα, καταλήγοντας σε κατάσταση ακραίας μέθης στην σιχαμερή τρώγλη του, στο δώμα του τριώροφου με τους πολυφυλετικούς ενοίκους. Συνήθως όμως όχι μόνος, καθώς μέσα στην θολούρα του, προσεγγίζει με σεξουαλική διάθεση, γηραίες και ξεπεσμένες πουτάνες κατά βάση, συχνάζουσες στο κέντρο, για να τις οδηγήσει στο σπιτικό του, για ένα ποτό ακόμη και ότι προκύψει. Για εκείνο που αυτές δεν είναι προετοιμασμένες είναι που ο Χόνκα, βυθισμένος στην παραζάλη του, θα ξεσπάσει πάνω τους όλα του τα βίαια ένστικτα, δολοφονώντας τις βάναυσα και τεμαχίζοντας κατοπινά τα άψυχα κορμιά τους, για να τα κρύψει, όπως όπως, στην εντοιχισμένη του ντουλάπα.
Χωράκι που σταδιακά θα αποτελέσει τον τάφο πολλών ακόμη ανυποψίαστων εξηντάχρονων, που χωρίς φαμίλια και συνήθως άστεγες, θα βρουν ακόμη και σε αυτό το διάρι που ζέχνει, ένα κεραμίδι για να κοιμηθούν, μια δυο νυχτιές. Ακόμη κι αν ανάγκα, θα κληθούν να συμβιώσουν με ετούτον εδώ τον πανάσχημο, τρισάθλιας όψης καμπούρη, έναν κοινό μπεκρή που τις ζυγώνει κερνώντας τις το ουίσκι, που ενδεχόμενα θα είναι και το ύστατο τους. Άλλωστε αποτυγχάνοντας να πλησιάσει έστω λόγω της τερατώδους μόστρας του, κανονικές συνομήλικες του, μόνον εκείνες οι άσχημες γριές ενδέχεται να ορίσουν τον ερωτικό του στόχο.
Αλλά και τον εκδικητικό, με αφορμή την απόρριψη που αυτός έχει υποστεί από το σύνολο του περίγυρου λόγω της κακομουτσουνιάς του. Με καταλύτη της περαιτέρω ανομολόγητης δράσης του το αλκοόλ, ο Χόνκα θα ξεσπάσει στις ανήμπορες κυράτσες την αρρώστια του, το σκοταδιασμένο πάθος του, την ρημαδιασμένη θλίψη του. Σίριαλ κίλλερ περίπτωση από εκείνες που συγκλόνισαν την κοινή γνώμη της Ούμπερ Άλες, στα μέσα των 70s όταν και επιτέλους αποκαλύφθηκε η πραγματική δολοφονική πορεία του εκκεντρικού άντρα, που είχε σαν θύματα τουλάχιστον τέσσερις πόρνες προχωρημένης ηλικίας. Αλλά και ολοκληρωμένης αποσύνθεσης, μιας και τα τεμαχισμένα τους σώματα, δύσκολα μπορούσαν να ταυτοποιηθούν μετά από τόσο καιρό μέσα στις σκουπιδοσακούλες που τα είχε τυλίξει ο θύτης. Σήψη...
Δεν νομίζω πως υπάρχει άλλη λέξη να περιστρέφεται περισσότερο στο μυαλό καθόλη την διάρκεια της παρακολούθησης της νέας ταινίας του αγαπημένου (όλων μας) Fatih Akin. Παρότι μέχρι το μέσον του πονήματος του ο συναγωνισμός με την "παρακμή" ήταν οριακός, εντέλει η φράση που αποτυπώνει όσο καμία άλλη το κοινωνικό απόστημα που αναβλύζει σαν πίδακας το πύον, σαρώνει τα πάντα στο τελειωτικό της πέρασμα. Ποιος είναι ο Χόνκα? Ποιος τον έφκιασε? Ποιος τον μεγάλωσε, ποιος τον όπλισε και εντέλει ποιος τον κατέληξε σαν απόβρασμα του? Το αιώνιο ερώτημα περί της γενετικής προδιάθεσης των κατά συρροή δολοφόνων, βρίσκει μια κάποια απάντηση στα αποτυπώματα του Γερμανού ντιρέκτορα, που δίχως περιστροφές γέρνει την πλάστιγγα της ενοχής, προς την μεριά της κοινωνίας που έντεχνα αποποιείται των ευθυνών της. Και που δημιουργεί πρότυπα Άρεια, πεντακάθαρα, λαμπερά στην εξωτερική τους όψη, στέλνοντας όλους τους ανάρμοστους στο πυρ το εξώτερον του περιθωρίου. Τι θα συμβεί όμως αν εκείνοι μέσα στο ζαλισμένο τους μυαλό αρπάξουν την ευκαιρία να τιμωρήσουν όποιον βρουν μπόσικο, εντοπίζοντας πάνω του τον εχθρό, τον αντίπαλο, εκείνον που τους κοροϊδεύει για το πως είναι η φάτσα τους?
Πρέπει να είναι πολύ αποφασιστικός ο θεατής που θα επιλέξει το The Golden Glove για την σινεφιλική του έξοδο. Η ταινία δεν είναι απλώς ακατάλληλη για τα ανήλικα μάτια, είναι αυτό που λέμε μη ανεχόμενη, ακόμη και για τους πιο σκληραγωγημένους οφθαλμούς, αφού οι αποκρουστικότητες που προβάλλει βαράνε ασταμάτητες μπουνιές στο στομάχι. Νεκροφιλίες, ιεροσυλίες, ατιμασμοί. Λες δίχως νόημα? Όχι δα. Δεν μιλάμε για κάποιον άπειρο και χωρίς λόγο ύπαρξης κινηματογραφιστή. Το δέκατο μυθοπλαστικό μεγάλου μήκους βήμα του Akin είναι και το πιο προκλητικό. Δεν είναι κι αυτός βλέπεις κανένας συνηθισμένος καμερίστας. Δεν κρύβεται, δεν αφήνει άλλους να τα πουν πρώτοι, θέλει την πρωτιά για πάρτη του, ακόμη κι αν με αυτή του την κίνηση σοκάρει όσο δεν παίρνει.
Κι αυτό αναμφίβολα το κατορθώνει από το εισαγωγικό κιόλας σέγκμεντ του έργου του, όπου ο Χόνκα ασελγεί πάνω στην νεκρή ιερόδουλη, ελάχιστες στιγμές πριν την κάνει χαρτοπόλεμο για να κρύψει τα ίχνη της. Καθήλωση! Αντέχεις? Αυτό είναι βασικό ζήτημα για την θέαση της συνέχειας, πάνω σε ένα θέμα που δεν έχει συζητηθεί και λίγες φορές στο εκράν. Με συνοδηγό του την έξοχη και πάλι κινηματογράφηση του τοπίου από το δεξί του χέρι στην φωτογραφία, Rainer Klausmann και με έναν σωστό παίκτη, έστω και με την πολλαπλή χρήση προσθετικών προσώπου και σώματος για να αποδώσει τον Κουασιμόδο, τον εικοσάχρονο Jonas Dassler, ο Fatih σε καρφώνει για 120 λεπτά στο κάθισμα, λες και είσαι δεμένος σφιχτά με πετονιές. Εκθέτοντας την προσωπική του σοσιολογική σουρεάλ μελέτη, στο πλάι εκείνης της μπουσουλικής του, όσο και ριγμένης από τα κιτάπια της κινηματογραφικής ιστορίας, του McNaughton από το 1986, κάνοντας μια χόρτα αντίστοιχες απόπειρες, βλακώδους τύπου Jack Built, από κάποιους πομπώδεις ιντιότεν τσαρλατάνους.
Αυτός είναι ακριβώς ο απόπατος του Ντίκενς. Σου θυμίζει κάτι? Σου λένε τίποτα οι γριές υποψήφιες πεθαμένες σε αντιδιαστολή με την αγγελικής ομορφάδας μία και μοναδική κοπελούδα, που ούτε καν γυρίζει να κοιτάξει τον λεχρίτη? Το τριγύρω είναι που ζέχνει, είτε αυτό αποκαλείται Γερμανία, είτε Ζανκτ Πάουλι, είτε Ηνωμένη Ευρώπη. Κι αυτή η σιχασιά είναι που κατασκευάζει κατά συρροή, κατά συρροή εγκληματίες, χαϊδεύοντας τους με το ολόχρυσο της γάντι, στριμώχνοντας τους στα καταγώγια της απελπισιάς. Και ύστερα αφού τους αποκαλύψει, τους διαπομπεύει προς τέρψη των λοιπών, όσο και προς δημόσιο παραδειγματισμό. Τάχαμου. Τρομερή ταινία. Είμαι βέβαιος πως δεν θα αντέξω να την ματαδώ.
Χωράκι που σταδιακά θα αποτελέσει τον τάφο πολλών ακόμη ανυποψίαστων εξηντάχρονων, που χωρίς φαμίλια και συνήθως άστεγες, θα βρουν ακόμη και σε αυτό το διάρι που ζέχνει, ένα κεραμίδι για να κοιμηθούν, μια δυο νυχτιές. Ακόμη κι αν ανάγκα, θα κληθούν να συμβιώσουν με ετούτον εδώ τον πανάσχημο, τρισάθλιας όψης καμπούρη, έναν κοινό μπεκρή που τις ζυγώνει κερνώντας τις το ουίσκι, που ενδεχόμενα θα είναι και το ύστατο τους. Άλλωστε αποτυγχάνοντας να πλησιάσει έστω λόγω της τερατώδους μόστρας του, κανονικές συνομήλικες του, μόνον εκείνες οι άσχημες γριές ενδέχεται να ορίσουν τον ερωτικό του στόχο.
Αλλά και τον εκδικητικό, με αφορμή την απόρριψη που αυτός έχει υποστεί από το σύνολο του περίγυρου λόγω της κακομουτσουνιάς του. Με καταλύτη της περαιτέρω ανομολόγητης δράσης του το αλκοόλ, ο Χόνκα θα ξεσπάσει στις ανήμπορες κυράτσες την αρρώστια του, το σκοταδιασμένο πάθος του, την ρημαδιασμένη θλίψη του. Σίριαλ κίλλερ περίπτωση από εκείνες που συγκλόνισαν την κοινή γνώμη της Ούμπερ Άλες, στα μέσα των 70s όταν και επιτέλους αποκαλύφθηκε η πραγματική δολοφονική πορεία του εκκεντρικού άντρα, που είχε σαν θύματα τουλάχιστον τέσσερις πόρνες προχωρημένης ηλικίας. Αλλά και ολοκληρωμένης αποσύνθεσης, μιας και τα τεμαχισμένα τους σώματα, δύσκολα μπορούσαν να ταυτοποιηθούν μετά από τόσο καιρό μέσα στις σκουπιδοσακούλες που τα είχε τυλίξει ο θύτης. Σήψη...
Δεν νομίζω πως υπάρχει άλλη λέξη να περιστρέφεται περισσότερο στο μυαλό καθόλη την διάρκεια της παρακολούθησης της νέας ταινίας του αγαπημένου (όλων μας) Fatih Akin. Παρότι μέχρι το μέσον του πονήματος του ο συναγωνισμός με την "παρακμή" ήταν οριακός, εντέλει η φράση που αποτυπώνει όσο καμία άλλη το κοινωνικό απόστημα που αναβλύζει σαν πίδακας το πύον, σαρώνει τα πάντα στο τελειωτικό της πέρασμα. Ποιος είναι ο Χόνκα? Ποιος τον έφκιασε? Ποιος τον μεγάλωσε, ποιος τον όπλισε και εντέλει ποιος τον κατέληξε σαν απόβρασμα του? Το αιώνιο ερώτημα περί της γενετικής προδιάθεσης των κατά συρροή δολοφόνων, βρίσκει μια κάποια απάντηση στα αποτυπώματα του Γερμανού ντιρέκτορα, που δίχως περιστροφές γέρνει την πλάστιγγα της ενοχής, προς την μεριά της κοινωνίας που έντεχνα αποποιείται των ευθυνών της. Και που δημιουργεί πρότυπα Άρεια, πεντακάθαρα, λαμπερά στην εξωτερική τους όψη, στέλνοντας όλους τους ανάρμοστους στο πυρ το εξώτερον του περιθωρίου. Τι θα συμβεί όμως αν εκείνοι μέσα στο ζαλισμένο τους μυαλό αρπάξουν την ευκαιρία να τιμωρήσουν όποιον βρουν μπόσικο, εντοπίζοντας πάνω του τον εχθρό, τον αντίπαλο, εκείνον που τους κοροϊδεύει για το πως είναι η φάτσα τους?
Πρέπει να είναι πολύ αποφασιστικός ο θεατής που θα επιλέξει το The Golden Glove για την σινεφιλική του έξοδο. Η ταινία δεν είναι απλώς ακατάλληλη για τα ανήλικα μάτια, είναι αυτό που λέμε μη ανεχόμενη, ακόμη και για τους πιο σκληραγωγημένους οφθαλμούς, αφού οι αποκρουστικότητες που προβάλλει βαράνε ασταμάτητες μπουνιές στο στομάχι. Νεκροφιλίες, ιεροσυλίες, ατιμασμοί. Λες δίχως νόημα? Όχι δα. Δεν μιλάμε για κάποιον άπειρο και χωρίς λόγο ύπαρξης κινηματογραφιστή. Το δέκατο μυθοπλαστικό μεγάλου μήκους βήμα του Akin είναι και το πιο προκλητικό. Δεν είναι κι αυτός βλέπεις κανένας συνηθισμένος καμερίστας. Δεν κρύβεται, δεν αφήνει άλλους να τα πουν πρώτοι, θέλει την πρωτιά για πάρτη του, ακόμη κι αν με αυτή του την κίνηση σοκάρει όσο δεν παίρνει.
Κι αυτό αναμφίβολα το κατορθώνει από το εισαγωγικό κιόλας σέγκμεντ του έργου του, όπου ο Χόνκα ασελγεί πάνω στην νεκρή ιερόδουλη, ελάχιστες στιγμές πριν την κάνει χαρτοπόλεμο για να κρύψει τα ίχνη της. Καθήλωση! Αντέχεις? Αυτό είναι βασικό ζήτημα για την θέαση της συνέχειας, πάνω σε ένα θέμα που δεν έχει συζητηθεί και λίγες φορές στο εκράν. Με συνοδηγό του την έξοχη και πάλι κινηματογράφηση του τοπίου από το δεξί του χέρι στην φωτογραφία, Rainer Klausmann και με έναν σωστό παίκτη, έστω και με την πολλαπλή χρήση προσθετικών προσώπου και σώματος για να αποδώσει τον Κουασιμόδο, τον εικοσάχρονο Jonas Dassler, ο Fatih σε καρφώνει για 120 λεπτά στο κάθισμα, λες και είσαι δεμένος σφιχτά με πετονιές. Εκθέτοντας την προσωπική του σοσιολογική σουρεάλ μελέτη, στο πλάι εκείνης της μπουσουλικής του, όσο και ριγμένης από τα κιτάπια της κινηματογραφικής ιστορίας, του McNaughton από το 1986, κάνοντας μια χόρτα αντίστοιχες απόπειρες, βλακώδους τύπου Jack Built, από κάποιους πομπώδεις ιντιότεν τσαρλατάνους.
Αυτός είναι ακριβώς ο απόπατος του Ντίκενς. Σου θυμίζει κάτι? Σου λένε τίποτα οι γριές υποψήφιες πεθαμένες σε αντιδιαστολή με την αγγελικής ομορφάδας μία και μοναδική κοπελούδα, που ούτε καν γυρίζει να κοιτάξει τον λεχρίτη? Το τριγύρω είναι που ζέχνει, είτε αυτό αποκαλείται Γερμανία, είτε Ζανκτ Πάουλι, είτε Ηνωμένη Ευρώπη. Κι αυτή η σιχασιά είναι που κατασκευάζει κατά συρροή, κατά συρροή εγκληματίες, χαϊδεύοντας τους με το ολόχρυσο της γάντι, στριμώχνοντας τους στα καταγώγια της απελπισιάς. Και ύστερα αφού τους αποκαλύψει, τους διαπομπεύει προς τέρψη των λοιπών, όσο και προς δημόσιο παραδειγματισμό. Τάχαμου. Τρομερή ταινία. Είμαι βέβαιος πως δεν θα αντέξω να την ματαδώ.
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 5 Δεκεμβρίου 2019 από την Rosebud 21!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική