Μη Χαμηλώνεις Το Βλέμμα (Werk Οhne Autor) Poster ΠόστερΜη Χαμηλώνεις Το Βλέμμα

του Florian Henckel von Donnersmarck. Με τους Tom Schilling, Sebastian Koch, Paula Beer, Saskia Rosendahl, Oliver Masucci, Lars Eidinger, Rainer Bock, Jonas Dassler.


«Ότι είναι αληθινό, είναι και όμορφο». Χμ...
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)

«Life's what you make it», που έλεγαν και οι Talk Talk...

Αυτή είναι μόλις η τρίτη μεγάλου μήκους ταινία του γεννημένου στην Κολωνία 46χρονου σκηνοθέτη, του οποίου το πλήρες όνομα είναι Florian Maria Georg Christian Graf Henckel von Donnersmarck! Η πρώτη ήταν η γυρισμένη το 2006 ταινία που τον έκανε διάσημο «Οι ζωές των άλλων» (Das Leben der Anderen), η οποία τιμήθηκε με το ξενόγλωσσο Όσκαρ. Βασικός πρωταγωνιστής της ήταν ο Sebastian Koch, που και στην τελευταία του ταινία έχει έναν από τους τρεις βασικούς ρόλους. Πολλοί Έλληνες θεατές θα τον θυμούνται από το ρόλο του ως Ιωάννη Βαρβάκη στο... έπος του Γιάννη Σμαραγδή (μόνον επικές βιογραφίες γυρίζει ο θεούλης) «Ο Θεός αγαπάει το χαβιάρι»! Η δεύτερη ταινία του von Donnersmarck ήταν η χολιγουντιανή του απόπειρα με τίτλο «The Tourist» (2010) με πρωταγωνιστές τους Johnny Depp και Angelina Jolie.

Μη Χαμηλώνεις Το Βλέμμα (Werk Οhne Autor) Poster Πόστερ Wallpaper
Η ταινία Μη Χαμηλώνεις Το Βλέμμα (Werk Οhne Autor) έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο φεστιβάλ Βενετίας του 2018, στο διαγωνιστικό τμήμα, όπου κέρδισε και δύο βραβεία ήσσονος σημασίας – κι όχι από την επίσημη κριτική επιτροπή. Γενικά έλαβε μέρος σε πάρα πολλά φεστιβάλ, ενώ ήταν υποψήφια για δύο Όσκαρ: ξενόγλωσσης ταινίας και φωτογραφίας για τον Caleb Deschanel.

Η υπόθεση: 1937, Δρέσδη. Ο πιτσιρικάς Κουρτ επισκέπτεται με την ανήσυχη πνευματικά νεαρή θεία του μιαν έκθεση ζωγραφικής, μέσω της οποίας το κυρίαρχο τότε στη Γερμανία ναζιστικό καθεστώς, καταδικάζει τους καλλιτέχνες εκείνης της εποχής ως εκφυλισμένους. Η θεία του, η Ελίζαμπεθ, ουσιαστικά του δίνει διέξοδο για τις δικές του καλλιτεχνικές ανησυχίες. Όμως, το ελεύθερο πνεύμα της δεν περνάει απαρατήρητο από το ναζιστικό καθεστώς. Με την υποψία σχιζοφρένειας η Ελίζαμπεθ ουσιαστικά συλλαμβάνεται, κλείνεται σε κλινική και ο διάσημος γυναικολόγος Καρλ Ζέεμπαντ, μέλος των SS, την στειρώνει, με υποσημείωση για περαιτέρω «δράσεις» αν το κρεβάτι που πιάνει η έρημη Ελίζαμπεθ απαιτηθεί για τη φροντίδα κάποιου ναζί φαντάρου...

Ο πόλεμος τελειώνει, η Δρέσδη βομβαρδίζεται, η Γερμανία χωρίζεται στα δύο, ο Κουρτ μεγαλώνει και πηγαίνει στη Σχολή Καλών Τεχνών της Δρέσδης (που πλέον ανήκει στην Ανατολική Γερμανία), όπου διδάσκεται τον Σοσιαλιστικό Ρεαλισμό. Παράλληλα, γνωρίζει και ερωτεύεται την Ελίζαμπεθ – ή Έλι – μια φοιτήτρια που σπουδάζει μόδα. Πατέρας της Έλι είναι ο Ζέεμπαντ! Ο οποίος, από ένα γύρισμα της τύχης, κατορθώνει να κρύψει το ναζιστικό του παρελθόν και να γίνει σημαίνον πρόσωπο στην Ανατολική Γερμανία. Ο γιατρός δεν βλέπει με καλό μάτι τη σχέση της κόρης του με τον νεαρό Κουρτ. Και κανείς από τους τρεις τους δεν γνωρίζει πως οι ζωές τους συνδέονται με πολύ παράξενο τρόπο...

Η άποψή μας: Ξεκινώ με έναν αφορισμό, έτσι για να τσιμπήσουμε κανά like παραπάνω: όσο ταλαντούχος storyteller είναι ο Florian Henckel von Donnersmarck τόσο μπερδεμένος έως και ύποπτος ιδεολογικά μπορεί να χαρακτηριστεί! Χα! Έχω την προσοχή σας τώρα; Πάμε στο παρασύνθημα. Αρχικά, μερικά (ακόμα) πληροφοριακά: η ταινία βασίζεται (χαλαρά όμως, έχει σημασία) στη ζωή του Γερμανού εικαστικού Gerhard Richter, ο οποίος την αποκήρυξε, χαρακτηρίζοντάς την «κακοποίηση και διαστρέβλωση» της βιογραφίας του. Ενώ στην αμερικάνικη ταινία του στόχος του von Donnersmarck ήταν καθαρά η διασκέδαση, στις γερμανικές του ταινίες φαίνεται να εξισώνει τον ναζισμό με τον κομουνισμό. Εντάξει, όχι με τον τρόπο που εκτρωματικά αποφάσισε πρόσφατα το ανιστόρητο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, αλλά τον βλέπεις καθαρά να έχει μια κλίμακα: ναζισμός = το απόλυτο κακό, κομουνισμός = φτου κακά, καπιταλισμός = είμαστε μια ωραία ατμόσφαιρα.

Οι ναζί μωρέ ήταν εγκληματίες, και οι κομουνιστές, ναι και οι κομουνιστές, δεν επέτρεπαν την ελεύθερη έκφραση μωρέ, αχ, τι ωραία στο Ντίσελντορφ, έκανες ό,τι γούσταρες, αλλά να μωρέ, γαμημένα φράγκα, τι α' κανς, α κάτς να μαλώεις; Κι επειδή οι εποχές δεν είναι αθώες (θα μου πεις, και πότε ήταν;) κι επειδή υπάρχει μια γενικότερη προσπάθεια διαστρέβλωσης της αλήθειας και εκ νέου επανεγγραφής της ιστορίας από τη Νέα Τάξη Πραγμάτων, πλησιάστε με προσοχή και υποψιασμένοι. Ας πούμε κάτι ακόμα πάνω σε αυτό: ο ελληνικός τίτλος της ταινίας προέρχεται από την προτροπή της θείας στον μικρό Κουρτ να μην αποστρέφει το βλέμμα του από την αλήθεια γιατί «Ότι είναι αληθινό, είναι και όμορφο». Ακούγεται ωραίο, έτσι; Και η σκηνή στην οποία ακούγεται είναι από τις δυνατές της ταινίας – βοηθάει σε αυτό τόσο η ερμηνεία όσο και η παρουσία της πανέμορφης Saskia Rosendahl σε αυτήν. Εντέλει, όμως, η φράση είναι μια μπούρδα.

Λαϊκίστικα θα πω: η εισβολή των Τούρκων στη Συρία είναι αληθινή – είναι όμορφη; Ο Μπογδάνος είναι βουλευτής – είναι αλήθεια – είναι όμορφη; Κι άλλα, εκατομμύρια παραδείγματα που κάνουν σκόνη την ταυτόχρονα βαρύγδουπη και απλοϊκή αυτή φράση. Anyway. Έχει μπόλικες αφέλειες οι ταινίες και ξανατονίζω, έχει θέμα σε ότι αφορά την πολιτική ματιά με την οποία εξετάζει τα γεγονότα. Αλλά, δεν μπορώ παρά να βγάλω το καπέλο μου στον σκηνοθέτη για το ότι μας δείχνει επί της μεγάλης οθόνης 30 χρόνια της νεώτερης γερμανικής ιστορίας μέσω μιας ταινίας που κρατάει πάνω από 3 ώρες (!!!) και δεν σε αφήνει να βαρεθείς ούτε δευτερόλεπτο! Τρομερός αφηγητής ιστοριών.

Κι ας μην αξιοποιεί στο έπακρο ή όσο τις αξίζει το πραγματικό του όπλο: τις γυναίκες πρωταγωνίστριες. Τη νεαρή θεία Ελίζαμπεθ. Την υπέροχη σύζυγο Έλι. Τη γυναίκα του γιατρού. Τη μητέρα του Κουρτ. Τις αφήνει εντέλει στο περιθώριο, αναδεικνύοντας μόνο την ομορφιά τους – ιδίως για τις δύο πρώτες, που έχουν και πολλές (αισθητικά άψογες) γυμνές σκηνές. Προχωράμε. Από τη μία, η ιστορία της Γερμανίας. Από την άλλη, η ιστορία ενός καλλιτέχνη άρρηκτα συνδεδεμένη με την ιστορία της χώρας του. Παράλληλα, μια πολύ δυνατή ίντριγκα, που αγγίζει όρια μελοδράματος, του καλού, του νταγκλας-σερκικού, του πρόστυχου. Και ταυτόχρονα έχουμε και μια σπουδή στην έννοια της τέχνης. Τι είναι τέχνη; Πώς η πολιτική μπορεί να ερμηνεύσει την τέχνη και πως η τέχνη μπορεί να παράξει πολιτική; Πώς μπορεί ένας καλλιτέχνης να βρει την ταυτότητά του; Ο νεωτερισμός στην τέχνη είναι αναγκαίος και σε πόση... ηλιθιότητα μπορεί να οδηγήσει όταν γίνεται αυτοσκοπός; Πώς μπορεί να ξεχωρίσει ένας καλλιτέχνης όταν όλα έχουν ειπωθεί; Πώς μπορεί να γίνει γνωστός ένας ζωγράφος όταν όλα έχουν... ζωγραφιστεί; Πώς μπορεί να πεις ότι αξίζει μια ταινία όταν έχουν γυριστεί τόσα αριστουργήματα; Πώς μπορείς να βρεις την ταυτότητά σου; Μα... όταν την χάνεις! Αυτό λέει ο πρωτότυπος τίτλος της ταινίας: στην κυριολεξία σημαίνει: «(καλλιτεχνικό) έργο χωρίς συγγραφέα». Ποιανού είναι το έργο; Του αγνώστου. Τω αγνώστω θεώ.

Και ο ήρωάς μας προκαλεί σούσουρο όταν φτιάχνει κάτι τόσο απλό, που θα μπορούσε να το κάνει ο καθένας. Ο Caleb Deschanel υπογράφει μια από τις καλύτερες δουλειές του στη διεύθυνση φωτογραφίας, στο όριο της... παρεξήγησης, ο Max Richter είναι σταθερά καλός σε ότι κι αν υπογράψει σε σάουντρακ, υπάρχουν πολλές όμορφες σκηνές στην ταινία όπως πχ η τελευταία με το φως και το κορνάρισμα των λεωφορείων – σαν μία από τις αρχικές, για να κλείσει ο κύκλος, η σκηνή πριν τον βομβαρδισμό της Δρέσδης, η σκηνή με τον καθηγητή στο Ντίσελντορφ (που παραπέμπει στον Joseph Beuys) να βάζει φωτιά σε δύο προεκλογικές αφίσες τοποθετημένες πάνω σε καβαλέτα, με αντιπάλους τον Αντενάουερ του συντηρητικού CDU και τον Μπραντ του σοσιαλδημοκρατικού (κρύβε λόγια) SPD κι άλλες πολλές.

Σε ότι αφορά τις ερμηνείες, ο Sebastian Koch στο ρόλο του ναζί που «πάει με όλα» σαν την κοκακόλα ένα πράμα, και δεν νιώθει ποτέ τύψεις για ό,τι κακό προκαλεί – ακριβώς επειδή δεν καταλαβαίνει ότι προκαλεί κακό, δίνει μία από τις λιγότερο ενδιαφέρουσες (για να το θέσουμε ευγενικά) ερμηνείες του, καθώς επιλέγει το στιλ «ατσαλάκωτος δαίμονας», ο (πρωταγωνιστής) Tom Schilling, τον οποίο γνωρίσαμε με το «Oh Boy» σε μια πολύ καλύτερη στιγμή του, δείχνει λίγος για το βάρος του ρόλου που κουβαλάει, η Paula Beer κουβαλάει κάτι υπέροχα αυθεντικό με ρίζες ενζενί του παρελθόντος (δεν την διάλεξαν τυχαία τόσο ο Ozon για το υπέροχο «Frantz» όσο και ο Petzold για το ριζοσπαστικό «Transit»), η Saskia Rosendahl είναι έρωτας, ενώ σε μικρούς ρόλους βλέπουμε τον γνωστό από το τηλεοπτικό φαινόμενο «Dark» Oliver Masucci, στο ρόλο του καθηγητή (η εμβόλιμη ιστορία που αφηγείται, για το πως άνθρωποι που πήγε να βομβαρδίσει τον περιποιήθηκαν με λαρδί και τσόχα, είναι εξαιρετική, και θα μπορούσε να γίνει μια χαρά ταινία από μόνη της) και τον πρωταγωνιστή της τελευταίας ταινίας του Fatih Akin, τον Jonas Dassler, στο ρόλο του αδελφού της «θείας» Ελίζαμπεθ. Κατακλείδα: πολλές οι αντιρρήσεις, μπόλικες οι αφέλειες, μεγάλη η διάρκεια αλλά και αδιανόητα σπουδαία ικανότητα στην αφήγηση ιστοριών.

Μη Χαμηλώνεις Το Βλέμμα (Werk Οhne Autor) Rating
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 10 Οκτωβρίου 2019 από την Feelgood Ent.!