του Gavin Hood. Με τους Keira Knightley, Matt Smith, Matthew Goode, Rhys Ifans, Adam Bakri, Ralph Fiennes, Indira Varma, Jeremy Northam, Conleth Hill, Tamsin Greig.
Το πρώτο θύμα ενός πολέμου είναι πάντα η αλήθεια
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)
Χρειάζεται μια θαρραλέα πράξη για να βγουν μυστικά στη φόρα
Αυτή είναι η όγδοη μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί ο γεννημένος στο Γιοχάνεσμπουργκ στις 12 Μαΐου του 1963 Νοτιοαφρικανός σκηνοθέτης. Έχει κερδίσει Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας για το φιλμ του «Tsotsi» (2005), για το οποίο είχε τιμηθεί και με το βραβείο «Ανθρώπινες Αξίες» στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης εκείνης της χρονιάς, πριν πάρει το Όσκαρ.
Μεταξύ των executive producers τούτης της ταινίας ξεχωρίζει το όνομα του Colin Firth. Το σενάριο της ταινίας βασίζεται σε αληθινή ιστορία. Η Κάθριν Γκαν, της οποίας την κορυφαία πράξη του βίου της παρακολουθούμε στην ταινία, ζει πλέον στην Τουρκία μαζί με τον σύζυγό της και την πιτσιρίκα κόρη της.
Η υπόθεση: 2003. Ο Τζορτζ Μπους Τζούνιορ, Πρόεδρος των ΗΠΑ, με την συνεπικουρία του Τόνι Μπλερ, πρωθυπουργού της Μεγάλης Βρετανίας, θέλουν να εισβάλλουν στο Ιράκ και να... απαλλαγούν από τον Σαντάμ Χουσεϊν, έχοντας ως πρόφαση πως ο Σαντάμ διαθέτει όπλα μαζικής καταστροφής, επικίνδυνα για τον δυτικό κόσμο. Για να κρατήσουν τους τύπους, όμως, επιθυμούν όσο τίποτε άλλο ένα ομόφωνο ει δυνατόν ψήφισμα από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ. Η Κάθριν Γκαν είναι μια νεαρή ιδεαλίστρια, παντρεμένη με έναν Κούρδο, ιρακινής καταγωγής. Εργάζεται ως μεταφράστρια του Αρχηγείου Επικοινωνιών της βρετανικής κυβέρνησης (ουσιαστικά, είναι κατάσκοπος!), καθώς γνωρίζει άπταιστα κινέζικα.
Κάποια στιγμή θα υποπέσει στην αντίληψή της ένα άκρως απόρρητο e-mail των αμερικανικών αρχών, που ουσιαστικά ζητάει από τις βρετανικές μυστικές υπηρεσίες να κατασκοπεύσουν τους αντιπροσώπους από μικρότερα και μη μόνιμα κράτη - μέλη του Συμβουλίου του ΟΗΕ, ώστε να τα εκβιάσουν και να κερδίσουν μία θετική ψήφο από τις χώρες αυτές για την εισβολή στο Ιράκ. Η Κάθριν Γκαν αποφασίζει να διαρρεύσει το συγκεκριμένο e-mail, προκειμένου να σταματήσει τον προκάτ πόλεμο. Και η εφημερίδα Observer το δημοσιεύει. Μετά από κάποιο διάστημα η ίδια αποφασίζει να αποκαλυφθεί και να μην κρύβεται πίσω από την ανώνυμη κίνησή της. Όταν ασκείται ποινική δίωξη σε βάρος της με βάση τον νόμο περί κρατικών μυστικών, η Γκαν και οι δικηγόροι της κάνουν ό,τι μπορούν για να υπερασπιστούν τις πράξεις της. Καθώς η ζωή, η ελευθερία και ο γάμος της απειλούνται, καλείται να υπερασπιστεί τα πιστεύω της...
Η άποψή μας: Μετά από ένα ενδιαφέρον σερί πολλών καλών ταινιών που είδαμε τελευταία, πέφτουμε εκ νέου στη λούμπα του «ναι μεν, αλλά». Θέλω να πω, γουάου, τι ενδιαφέρουσα ιστορία είναι αυτή που μας αφηγείται η συγκεκριμένη ταινία; Προσωπικά δεν γνώριζα τίποτε για την Κάθριν Γκαν πριν δω το συγκεκριμένο φιλμ. Και μετά το πέρας της ταινίας δεν μπορώ παρά να θρέφω θαυμασμό και μόνο για το πρόσωπό της. Όμως, η ίδια η ταινία κινείται σε ρηχά νερά. Ο Gavin Hood, που σε όλη του τη φιλμογραφία παρουσιάζει ιστορίες με επίκεντρο κάποιον αδύναμο που τα βάζει με ολόκληρο, ισχυρό, κραταιό και οργανωμένο σύστημα, με επιτυχία συνήθως, εδώ, ενώ τα πάντα είναι υπέρ του, μας δίνει ένα μέτριο αποτέλεσμα. Και η αλήθεια είναι πως δεν μπορώ να εντοπίσω 100% τι φταίει. Εντέλει, καταλήγω στην ατολμία του. Στην αδυναμία του ή στη μη διάθεσή του να πάρει ρίσκα.
Παίρνει μια τρομερή ιστορία και το παίζει safe, προκειμένου, εικάζω, να μπορέσει μέσω της ακαδημαϊκής γραφής του να πλησιάσει όσο το δυνατόν περισσότερο κόσμο. Εμ, όταν προσπαθείς να κάνεις κάτι εκ του ασφαλούς, συνήθως αποτυγχάνεις. «Αναγκαστικά» εξιδανικεύει την πρωταγωνίστριά του: κανένα ψεγάδι δεν έχει επάνω της. Ακόμα και το γεγονός ότι δουλεύει για τις Μυστικές Υπηρεσίες της χώρας της, προσπαθεί να το περάσει στο ντούκου. Ιδεαλίστρια στις μυστικές υπηρεσίες; Γιατί; Για να πολεμήσει το σύστημα από μέσα; Anyway, όπως και να έχει, η πράξη της Κάθριν Γκαν ήθελε πολύ μεγάλο ψυχικό σθένος και άντερα, που εμείς οι κοινοί θνητοί – δυστυχώς – δεν διαθέτουμε. Όντως διακινδύνευσε τα πάντα με την ελπίδα πως η πράξη της θα μπορούσε να αποτρέψει έναν κατασκευασμένο εξαρχής πόλεμο. Σκέφτηκε κι έπραξε εντελώς ανιδιοτελώς. Και παραλίγο να πληρώσει το τίμημα.
Σ' αυτό το σημείο ο σκηνοθέτης επιλέγει παραπομπές σε ότι αφορά το κλίμα και την ατμόσφαιρα στις μεγάλες ταινίες της δεκαετίας του '70, εκείνες που ασχολούνταν με αντιήρωες που αμφισβητούσαν ανοιχτά την καθεστηκυία τάξη των πραγμάτων. Κάτι όμως δεν κάνει σωστά. Γιατί ακόμα και στις πιο αγωνιώδεις στιγμές της η ταινία ουσιαστικά δεν πείθει. Ακόμα κι όταν ο σύζυγος της Κάθριν είναι στο τσακ να απελαθεί, ξέρεις από μέσα σου ότι θα σωθεί. Ακόμα κι όταν η Κάθριν καταλαβαίνει ότι την παρακολουθούν, ξέρεις από μέσα σου ότι δεν θα πάθει τίποτε. Ακόμα κι όταν η ηρωίδα μας νιώθει παγιδευμένη, ξέρεις από μέσα σου ότι θα δικαιωθεί. Αυτή η έλλειψη σασπένς εντέλει χαντακώνει την ταινία: όχι για όσα θέλει να πει αλλά για τον τρόπο που τα λέει. Δεν βοηθάει και η ερμηνεία της Keira Knightley στον πρωταγωνιστικό ρόλο (όπως και του Adam Bakri στο ρόλο του συζύγου της) όταν όλο το υπόλοιπο καστ είναι υπέροχα βρετανικό και στο υποκριτικό του ύψος – με πιο ενδιαφέροντα από όλους (για άλλη μια φορά) τον Ralph Fiennes.
Δεν ξέρω, ίσως ειδικά εδώ ένας Αμερικανός σκηνοθέτης να έδινε μια πιο έντονη δομή στην ταινία, να την έκανε πιο αξιοπρόσεκτη, πιο ρυθμική, πιο ιντριγκαδόρικη, πιο... κινηματογραφική. Ο Hood διεκπεραιώνει, πιστεύοντας πως η δύναμη της ιστορίας που αφηγείται και το καστ του αρκούν για να δώσουν μια υψηλή κινηματογραφική εμπειρία στο κοινό του. Κι εκεί είναι που την πατάει. Η ταινία κάθε άλλο παρά κακή είναι, να τα λέμε κι αυτά. Απλά, δεν ξεχωρίζει εντέλει από μια αξιοπρεπή τηλεοπτική παραγωγή του BBC λόγου χάρη. Το νόστιμο είναι πως η ταινία βγαίνει σε μια εποχή όπου στις ειδήσεις κυριαρχεί όλο αυτό το παράλογο πράγμα που έχει να κάνει με το Brexit. Το πόση κοροϊδία πέφτει, το τι έχει συμβεί στο παρασκήνιο, το ποιες δυνάμεις τίθενται αντιμέτωπες, το πως χειραγωγείται ένθεν κι ένθεν η κοινή γνώμη, ίσως το μάθουμε «φτιασιδωμένο» σε καμιά δεκαριά χρόνια, όταν μια άλλη θαρραλέα γυναίκα ή άνδρας, αποκαλύψουν πράγματα, τα οποία δεν γνωρίζουμε τώρα.
Το timing είναι άριστο, το τελικό αποτέλεσμα ήθελε δουλίτσα. Και τονίζω ξανά: αυτή δεν είναι μια κακή ταινία. Είναι μια ταινία καλών προθέσεων που ήθελε πιο... γκαβλωμένους συντελεστές πίσω από την κάμερα. Γνώμη μου.
Η υπόθεση: 2003. Ο Τζορτζ Μπους Τζούνιορ, Πρόεδρος των ΗΠΑ, με την συνεπικουρία του Τόνι Μπλερ, πρωθυπουργού της Μεγάλης Βρετανίας, θέλουν να εισβάλλουν στο Ιράκ και να... απαλλαγούν από τον Σαντάμ Χουσεϊν, έχοντας ως πρόφαση πως ο Σαντάμ διαθέτει όπλα μαζικής καταστροφής, επικίνδυνα για τον δυτικό κόσμο. Για να κρατήσουν τους τύπους, όμως, επιθυμούν όσο τίποτε άλλο ένα ομόφωνο ει δυνατόν ψήφισμα από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ. Η Κάθριν Γκαν είναι μια νεαρή ιδεαλίστρια, παντρεμένη με έναν Κούρδο, ιρακινής καταγωγής. Εργάζεται ως μεταφράστρια του Αρχηγείου Επικοινωνιών της βρετανικής κυβέρνησης (ουσιαστικά, είναι κατάσκοπος!), καθώς γνωρίζει άπταιστα κινέζικα.
Κάποια στιγμή θα υποπέσει στην αντίληψή της ένα άκρως απόρρητο e-mail των αμερικανικών αρχών, που ουσιαστικά ζητάει από τις βρετανικές μυστικές υπηρεσίες να κατασκοπεύσουν τους αντιπροσώπους από μικρότερα και μη μόνιμα κράτη - μέλη του Συμβουλίου του ΟΗΕ, ώστε να τα εκβιάσουν και να κερδίσουν μία θετική ψήφο από τις χώρες αυτές για την εισβολή στο Ιράκ. Η Κάθριν Γκαν αποφασίζει να διαρρεύσει το συγκεκριμένο e-mail, προκειμένου να σταματήσει τον προκάτ πόλεμο. Και η εφημερίδα Observer το δημοσιεύει. Μετά από κάποιο διάστημα η ίδια αποφασίζει να αποκαλυφθεί και να μην κρύβεται πίσω από την ανώνυμη κίνησή της. Όταν ασκείται ποινική δίωξη σε βάρος της με βάση τον νόμο περί κρατικών μυστικών, η Γκαν και οι δικηγόροι της κάνουν ό,τι μπορούν για να υπερασπιστούν τις πράξεις της. Καθώς η ζωή, η ελευθερία και ο γάμος της απειλούνται, καλείται να υπερασπιστεί τα πιστεύω της...
Η άποψή μας: Μετά από ένα ενδιαφέρον σερί πολλών καλών ταινιών που είδαμε τελευταία, πέφτουμε εκ νέου στη λούμπα του «ναι μεν, αλλά». Θέλω να πω, γουάου, τι ενδιαφέρουσα ιστορία είναι αυτή που μας αφηγείται η συγκεκριμένη ταινία; Προσωπικά δεν γνώριζα τίποτε για την Κάθριν Γκαν πριν δω το συγκεκριμένο φιλμ. Και μετά το πέρας της ταινίας δεν μπορώ παρά να θρέφω θαυμασμό και μόνο για το πρόσωπό της. Όμως, η ίδια η ταινία κινείται σε ρηχά νερά. Ο Gavin Hood, που σε όλη του τη φιλμογραφία παρουσιάζει ιστορίες με επίκεντρο κάποιον αδύναμο που τα βάζει με ολόκληρο, ισχυρό, κραταιό και οργανωμένο σύστημα, με επιτυχία συνήθως, εδώ, ενώ τα πάντα είναι υπέρ του, μας δίνει ένα μέτριο αποτέλεσμα. Και η αλήθεια είναι πως δεν μπορώ να εντοπίσω 100% τι φταίει. Εντέλει, καταλήγω στην ατολμία του. Στην αδυναμία του ή στη μη διάθεσή του να πάρει ρίσκα.
Παίρνει μια τρομερή ιστορία και το παίζει safe, προκειμένου, εικάζω, να μπορέσει μέσω της ακαδημαϊκής γραφής του να πλησιάσει όσο το δυνατόν περισσότερο κόσμο. Εμ, όταν προσπαθείς να κάνεις κάτι εκ του ασφαλούς, συνήθως αποτυγχάνεις. «Αναγκαστικά» εξιδανικεύει την πρωταγωνίστριά του: κανένα ψεγάδι δεν έχει επάνω της. Ακόμα και το γεγονός ότι δουλεύει για τις Μυστικές Υπηρεσίες της χώρας της, προσπαθεί να το περάσει στο ντούκου. Ιδεαλίστρια στις μυστικές υπηρεσίες; Γιατί; Για να πολεμήσει το σύστημα από μέσα; Anyway, όπως και να έχει, η πράξη της Κάθριν Γκαν ήθελε πολύ μεγάλο ψυχικό σθένος και άντερα, που εμείς οι κοινοί θνητοί – δυστυχώς – δεν διαθέτουμε. Όντως διακινδύνευσε τα πάντα με την ελπίδα πως η πράξη της θα μπορούσε να αποτρέψει έναν κατασκευασμένο εξαρχής πόλεμο. Σκέφτηκε κι έπραξε εντελώς ανιδιοτελώς. Και παραλίγο να πληρώσει το τίμημα.
Σ' αυτό το σημείο ο σκηνοθέτης επιλέγει παραπομπές σε ότι αφορά το κλίμα και την ατμόσφαιρα στις μεγάλες ταινίες της δεκαετίας του '70, εκείνες που ασχολούνταν με αντιήρωες που αμφισβητούσαν ανοιχτά την καθεστηκυία τάξη των πραγμάτων. Κάτι όμως δεν κάνει σωστά. Γιατί ακόμα και στις πιο αγωνιώδεις στιγμές της η ταινία ουσιαστικά δεν πείθει. Ακόμα κι όταν ο σύζυγος της Κάθριν είναι στο τσακ να απελαθεί, ξέρεις από μέσα σου ότι θα σωθεί. Ακόμα κι όταν η Κάθριν καταλαβαίνει ότι την παρακολουθούν, ξέρεις από μέσα σου ότι δεν θα πάθει τίποτε. Ακόμα κι όταν η ηρωίδα μας νιώθει παγιδευμένη, ξέρεις από μέσα σου ότι θα δικαιωθεί. Αυτή η έλλειψη σασπένς εντέλει χαντακώνει την ταινία: όχι για όσα θέλει να πει αλλά για τον τρόπο που τα λέει. Δεν βοηθάει και η ερμηνεία της Keira Knightley στον πρωταγωνιστικό ρόλο (όπως και του Adam Bakri στο ρόλο του συζύγου της) όταν όλο το υπόλοιπο καστ είναι υπέροχα βρετανικό και στο υποκριτικό του ύψος – με πιο ενδιαφέροντα από όλους (για άλλη μια φορά) τον Ralph Fiennes.
Δεν ξέρω, ίσως ειδικά εδώ ένας Αμερικανός σκηνοθέτης να έδινε μια πιο έντονη δομή στην ταινία, να την έκανε πιο αξιοπρόσεκτη, πιο ρυθμική, πιο ιντριγκαδόρικη, πιο... κινηματογραφική. Ο Hood διεκπεραιώνει, πιστεύοντας πως η δύναμη της ιστορίας που αφηγείται και το καστ του αρκούν για να δώσουν μια υψηλή κινηματογραφική εμπειρία στο κοινό του. Κι εκεί είναι που την πατάει. Η ταινία κάθε άλλο παρά κακή είναι, να τα λέμε κι αυτά. Απλά, δεν ξεχωρίζει εντέλει από μια αξιοπρεπή τηλεοπτική παραγωγή του BBC λόγου χάρη. Το νόστιμο είναι πως η ταινία βγαίνει σε μια εποχή όπου στις ειδήσεις κυριαρχεί όλο αυτό το παράλογο πράγμα που έχει να κάνει με το Brexit. Το πόση κοροϊδία πέφτει, το τι έχει συμβεί στο παρασκήνιο, το ποιες δυνάμεις τίθενται αντιμέτωπες, το πως χειραγωγείται ένθεν κι ένθεν η κοινή γνώμη, ίσως το μάθουμε «φτιασιδωμένο» σε καμιά δεκαριά χρόνια, όταν μια άλλη θαρραλέα γυναίκα ή άνδρας, αποκαλύψουν πράγματα, τα οποία δεν γνωρίζουμε τώρα.
Το timing είναι άριστο, το τελικό αποτέλεσμα ήθελε δουλίτσα. Και τονίζω ξανά: αυτή δεν είναι μια κακή ταινία. Είναι μια ταινία καλών προθέσεων που ήθελε πιο... γκαβλωμένους συντελεστές πίσω από την κάμερα. Γνώμη μου.
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 24 Οκτωβρίου 2019 από την Tanweer!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική