του Todd Phillips. Με τους Joaquin Phoenix, Robert De Niro, Zazie Beetz, Frances Conroy.
Η Εκδίκηση της Γυφτιάς
του gaRis (@takisgaris)
O Νίκος Παπάζογλου υπήρξε ο πραγματικός Τζόκερ. Τριγυρίζοντας στην Τούμπα με το μπαγλαμαδάκι του, παρίας και απόκληρος ποιητής μεταβυζαντινής ωδής, με τα πλαστικά του παπά στους δρόμοι, αυτά που τα φόραγες στη θάλασσα τη δεκαετία του 70 για να μη σε γδέρνουν τα βράχια μέσα στο νερό. Και το παρδαλό κόκκινο φουλάρι, το τζιν πουκάμισο - ένα με τη σάρκα και τη μακρακώμη. Ο Joaquin Phoenix θε νάταν η μετεμψύχωση του Νικόλα που τραγουδά λικνίζοντας το καχεκτικό του σκαρίφημα κορμιού, ξεχαρβαλώνοντας το σύμπαν στην πιο σπαραχτική πορεία αυτεπίγνωσης βίλαιν στην κινηματογραφική ιστορία. Γιατί ο αρχικαρατρελάρας αδερφός του ξαφανισμένου στη λήθη River, κολλητάρι του ξαναδικοχαμένου Heath Ledger και μόνιμος ενσαρκωτής φευγάτων αντι-ηρώων, παίρνει αμπάριζα το ξέχειλο ηπερηρωικό σύμπαν της DC, τους μόνιμους λουζερούμπες εν μέσω της Marvel παντοδυναμίας και το ορθώνει πανύψηλα μέσα από τη χαβούζα της επικολαγνείας και της πολιτικορθωτίλας, σαλπίζοντας το ανθίερο, πως τα κουρέλια τραγουδάνε ακόμα.
Μήπως δεν είναι σταλήθεια η εκδίκηση της γυφτιάς και για τον Todd Phillips; Τον πετυχιάρη σκηνοθέτη του Road Trip και της Hangover τριλογίας με τη ρετσινιά κατάπετσα του εμπορικού; Γελάνε και τα μούσια του κολλητού Bradley Cooper που τέτοια εποχή έβγαζε το οσκαρικότατο A Star Is Born πέρσι και έχει βάλει το δαχτυλάκι του κι εδώ. Διότι ο Todd την έψαχνε χρόνια τη φάση. Έγραψε το ρόλο μόνο για τον Phoenix. Έσπρωξε το πρότζεκτ στη Warner Bros για $35Μ – ποσό αστείο για το genre. Ξεπατίκωσε από The Man Who Laughs (1928) και The Killing Joke (Alan Moore, 1988), διασταυρώνονταςπυράμετανεοϋορκέζικα Σκορσεζιανά classics (Taxi Driver - Raging Bull - King of Comedy), προσλαμβάνοντας και τον Bobby De Niro στο υπέρτατο κλείσιμο ματιού σε ρόλο λέιτ νάιτ χόουστ. Γιατί τώρα De Niro είναι ο Joaquin, σα ρόλος αλλά και ως Ηθοποιός. Δεν είναι τόσο τα 17 (και μισό κι ένα τέταρτο) κιλά που έχασε για να υποτάξει το σώμα στην παράνοια του Arthur Fleck / Joker. Είναι τα κλασικά εικονογραφημένα του αναπαιξίματα από τα The Master -You Were Never Really Here, με ένα ενστικτώδες υποκριτικό μεγαλείο που έχει στο παρελθόν αναμετρηθεί με από Τζόνυ Κας ως Ιησού Χριστό.
Βγήκαν τα φλωρίδια και βουήξανε πως το Joker είναι η αποθεωτική διαδικασία του νιχιλισμού, η ενθρόνιση της incel (involuntary celibacy) ιδεολογίας του τρόμου, η μαζική αντεξουσιαστική βία και οι βολές κατά ριπάς εναντίον ανίδεων περαστικών. Όχι. Η ταινία, με τα φανερά της κουσούρια που εκπορεύονται από τις στενώσεις και στρεβλώσεις που γεννά το ίδιο το comic book genre, πραγματεύεται με συμπόνοια τους στιγματισμένους από αρρώστια του νου, αφουγκράζεται τη λαϊκή οργή για τη νομιμοποιημένη παντοδυναμία του 1% και δε διστάζει να φλερτάρει με την ιδέα της επανάστασης με μπροστάρη έναν μπάσταρδο κλόουν, ένα κατά συρροήν θύμα bullying, έναν ανάπηρο ψυχικά υποκινητή των ανθρώπινων σκουπιδιών τούτου του άτιμου ντουνιά, άμα λάχει ναούμ.
Η αφήγηση σφιχτή, παγερή, μισερή, σκοτεινή και διόλου υπαινικτική. Οι σκοτωμοί αποδίδονται ρεαλιστικά, τελετουργικά για να πάρουν συντριπτική πορεία στην τρίτη πράξη. Χωρίς κάθαρση, χωρίς δικαίωση. «Νόμιζα ότι η ζωή μου ήταν μια τραγωδία, τώρα καταλαβαίνω ότι τελικά είναι κωμωδία» μονολογεί αυτοσαρκαστικά ο Arthur Fleck ως έτερο εγώ του Travis Bickle. O τραγέλαφος ως σύνδρομο Τουρέτ κατάστα και ο Phoenix σε πλήρη αποδρομή από τη λογική, βγαίνει με απλωτές δρασκελιές στο φως για να σκορπίσει χάος στη Γκόθαμ Σίτι του 1981 η οποία μοιάζει εφιαλτικά σημερινότατη.
Το Joker είναι ένα γενναία ηττημένο φιλμικό υβρίδιο που υφίσταται για να διχάσει, να κλονίσει και να χλευάσει την ψευδοασφάλεια του στουντιακού μπλοκμπάστερ γένους. Δίκαια σκότωσε το Λιοντάρι της Βενετίας και αξίζει να ιδωθεί κυρίως από κείνους που πατάνε μια φορά το χρόνο σινεμά. Γιατί έχει καλοαλεσμένη θρέψη και φιγουράρει ως ιδανική σπουδή του πως μια σχεδόν απόκοσμη ερμηνευτική κατάθεση του σημαντικότερου εν ενεργεία ηθοποιού,σηκώνει ψηλά τον σκηνοθέτη αλλά και το έργο συνολικά στη στρατόσφαιρα μιας πικρής μα τόσο έντονα αισθησιαρχικής κινηματογραφικής εμπειρίας.
Βγήκαν τα φλωρίδια και βουήξανε πως το Joker είναι η αποθεωτική διαδικασία του νιχιλισμού, η ενθρόνιση της incel (involuntary celibacy) ιδεολογίας του τρόμου, η μαζική αντεξουσιαστική βία και οι βολές κατά ριπάς εναντίον ανίδεων περαστικών. Όχι. Η ταινία, με τα φανερά της κουσούρια που εκπορεύονται από τις στενώσεις και στρεβλώσεις που γεννά το ίδιο το comic book genre, πραγματεύεται με συμπόνοια τους στιγματισμένους από αρρώστια του νου, αφουγκράζεται τη λαϊκή οργή για τη νομιμοποιημένη παντοδυναμία του 1% και δε διστάζει να φλερτάρει με την ιδέα της επανάστασης με μπροστάρη έναν μπάσταρδο κλόουν, ένα κατά συρροήν θύμα bullying, έναν ανάπηρο ψυχικά υποκινητή των ανθρώπινων σκουπιδιών τούτου του άτιμου ντουνιά, άμα λάχει ναούμ.
Η αφήγηση σφιχτή, παγερή, μισερή, σκοτεινή και διόλου υπαινικτική. Οι σκοτωμοί αποδίδονται ρεαλιστικά, τελετουργικά για να πάρουν συντριπτική πορεία στην τρίτη πράξη. Χωρίς κάθαρση, χωρίς δικαίωση. «Νόμιζα ότι η ζωή μου ήταν μια τραγωδία, τώρα καταλαβαίνω ότι τελικά είναι κωμωδία» μονολογεί αυτοσαρκαστικά ο Arthur Fleck ως έτερο εγώ του Travis Bickle. O τραγέλαφος ως σύνδρομο Τουρέτ κατάστα και ο Phoenix σε πλήρη αποδρομή από τη λογική, βγαίνει με απλωτές δρασκελιές στο φως για να σκορπίσει χάος στη Γκόθαμ Σίτι του 1981 η οποία μοιάζει εφιαλτικά σημερινότατη.
Το Joker είναι ένα γενναία ηττημένο φιλμικό υβρίδιο που υφίσταται για να διχάσει, να κλονίσει και να χλευάσει την ψευδοασφάλεια του στουντιακού μπλοκμπάστερ γένους. Δίκαια σκότωσε το Λιοντάρι της Βενετίας και αξίζει να ιδωθεί κυρίως από κείνους που πατάνε μια φορά το χρόνο σινεμά. Γιατί έχει καλοαλεσμένη θρέψη και φιγουράρει ως ιδανική σπουδή του πως μια σχεδόν απόκοσμη ερμηνευτική κατάθεση του σημαντικότερου εν ενεργεία ηθοποιού,σηκώνει ψηλά τον σκηνοθέτη αλλά και το έργο συνολικά στη στρατόσφαιρα μιας πικρής μα τόσο έντονα αισθησιαρχικής κινηματογραφικής εμπειρίας.
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 3 Οκτωβρίου 2019 από την Tanweer!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική