του John Crowley. Με τους Ansel Elgort, Oakes Fegley, Aneurin Barnard, Finn Wolfhard, Sarah Paulson, Luke Wilson, Jeffrey Wright, Nicole Kidman.
Δεν κελάηδησε...
του zerVo (@moviesltd)
Το ημερολόγιο δείχνει 2014 και κατά την διάρκεια της λαμπερής απονομής των Βραβείων Πούλιτζερ, στην κατηγορία της Μυθοπλασίας, ο τίτλος απονέμεται στην χαρισματική Αμερικανίδα, κάτοχο ήδη WH Smith Award από δεκαετίας, για το μυθιστόρημα The Little Friend, Donna Tartt. Η Καρδερίνα (The Goldfinch) θα αναδειχθεί σε έναν από τους μεγαλύτερους εκδοτικούς θριάμβους της χρονιάς καθιστώντας την συγγραφέα, ως ένα από τα επιδραστικότερα πρόσωπα, σύμφωνα με την σχετική λίστα που συντάσσει ετησίως το έγκυρο Time. Τα δικαιώματα του βιβλίου, αυτοστιγμεί αγοράστηκαν από την Warner Bros, που χρηματοδότησε το πρότζεκτ με την ελπίδα πως θα φτάσει στην κινηματογραφική του εκδοχή στα ίδια επίπεδα με εκείνα του βιβλίου. Εντέλει αποδείχθηκε, για μια ακόμη φορά, πως δεν είναι αρκετή από μόνη της η πρώτη ύλη, προκειμένου να μετατραπεί σε μια ολοκληρωμένη και σαφή φιλμική πρόταση.
Έχοντας χάσει πολύ πρόσφατα την αγαπημένη μητέρα του στην τρομοκρατική ενέργεια που ισοπέδωσε το Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης της Νέας Υόρκης και δίχως να έχει ξεπεράσει το σοκ, της επιβίωσης του μέσα από τα συντρίμμια, ο 13χρονος Τέο Ντέκερ, θα οριστεί να συμβιώσει με την εύπορη οικογένεια των Μπάρμπορ. Η ύπαρξη ανάμεσα στα μέλη της νέας του φαμίλιας του συνομηλίκου συμμαθητή του, Άντι, πιστεύεται πως θα βοηθήσει το ταλαιπωρημένο αγόρι να επουλώσει κάπως τις πληγές που του προκάλεσε το μοιραίο συμβάν. Και πραγματικά χάρη και στην ζεστασιά που θα τον προσεγγίσει ως θετή κηδεμόνας η Κυρία Σαμάνθα, ο τρομαγμένος έφηβος θα κάνει βήματα προόδου. Ίσαμε την ημέρα που στην ζωή του θα εμφανιστεί και πάλι ο απόμακρος, εθισμένος στο πιοτό και τις ουσίες πατέρας του, Λάρρυ, που μαζί με την πρώην πόρνη σύντροφο του, Ξάντρα, θα τον αποσπάσουν από την πρόσκαιρη θαλπωρή, παίρνοντας τον, να ζήσει μαζί τους, στα περίχωρα του Λας Βέγκας.
Οκτώ χρόνια κατοπινά, ο ενήλικος πλέον Τέο, θα επιστρέψει στην Μητρόπολη, αναζητώντας εργασία στο μαγαζί αποκατάστασης έργων τέχνης του παλιού του γνώριμου Τζέιμς Χόμπαρτ. Σε όλο αυτό το διάστημα ο ζορισμένος ψυχικά νεαρός άντρας, έχει περάσει από διάφορα στάδια ωρίμανσης, έχοντας αποκτήσει ιδιόμορφες και περιθωριακές παρέες, ουδέποτε όμως πέτυχε να λησμονήσει ούτε την απώλεια της μάνας, ούτε την αγκάλη της εξασθενημένης πια, Μρς Μπάρμπορ. Σαν γιατρικό στον πόνο όμως, θα έχει πάντοτε κοντά του την αμύθητης αξίας ζωγραφιά, που πονηρά και μέσα στον χαλασμό απέσπασε από τον τοίχο του Μουσείου την ώρα της έκρηξης.
Που δεν είναι βέβαια άλλη από την Καρδερίνα της μαρκίζας, πίνακας που φέρει την υπογραφή του φημισμένου Ολλανδού καλλιτέχνη Κάρελ Φαμπρίτιους, ενός από τους πλέον αγαπημένους μαθητές του Ρέμπραντ, που την γέννησε στα μέσα του 17ου αιώνα. Ο Τεό οπουδήποτε κι αν πάει, όποιον δρόμο κι αν ακολουθήσει πάντοτε έχει κοντά του το ανεκτίμητο κειμήλιο, ελπίζοντας πώς κάποτε θα του δοθεί η ευκαιρία που καρτερεί, ενδεχόμενα να το ρευστοποιήσει και με το κεφάλαιο αυτό να ανοίξει επαγγελματικά τα φτερά του. Την ύπαρξη του περιβόητου έργου στην κατοχή του, δεν γνωρίζει κανείς, αφού την κρατά μυστική μόνο για τον εαυτό του. Ή μήπως όχι, σε κάποια φάση της εφηβείας του οδηγήθηκε στο να αποκαλύψει τον κρυμμένο θησαυρό που έχει στο δισάκι του?
Ωραία τα λέμε, ακόμη πιο ωραία θα ήταν να τα θωρούσαμε κιόλας στο εκράν, τουλάχιστον με μια αφηγηματική πιστότητα που θα έκανε το έργο τουλάχιστον παρακολουθήσιμο. Κάτι που πάρα πολύ σύντομα στην εξέλιξη της πλοκής καθίσταται σχεδόν αδύνατο, καθώς η συντακτική ομάδα υπό την καθοδήγηση του ντιρέκτορα John Crowley, αποφασίζει να δυσκολέψει τα μέγιστα την ζωή του θεατή, πηγαινοφέρνοντας την δοσμένη μέσα από τα μάτια του Τέο (Ansel Elhgort μεγάλος / Oakes Fegley μικρός, αμφότεροι αδύναμοι να σηκώσουν το βάρος) ίντριγκα, μέσα στον χρόνο. Πότε στο χθες, πότε στο σήμερα, παρακολουθούμε την Οδύσσεια του περιπλανώμενου νεαρού να σταθεί στα πόδια του, έχοντας πάντοτε γύρω του πρόσωπα και χαρακτήρες που ούτε καν νοιάζονται για εκείνον. Λογικό κι επόμενο, αδύναμος και ελλείψει αγάπης, να πέσει κι αυτός στην δίνη των καταχρήσεων, αλλά και σε πράξεις παραβατικές που θα σημαδέψουν ακόμη πιο πολύ την ήδη ρημαγμένη του ψυχή.
Η μη γραμμικότητα στην εξιστόρηση που επιλέγει ο σαφώς μεγαλύτερης από την κινηματογραφική, θεατρικής πορείας σκηνοθέτης, αποδεικνύεται τροχοπέδη στα σχέδια του, καθώς τα σκαμπανεβάσματα στο σερβίρισμα των πληροφοριών, προκαλούν ναυτία σε εκείνον που τα αποδέχεται. Η κοπτοραπτική του μοντάζ, δε, αποδεικνύεται καταστροφική, μιας και ποτέ δεν βοηθά το φιλμ να αποκτήσει έναν στοιχειώδη ρυθμό, αντίθετα αφήνει ολάκερες μακροσκελείς σεκάνς ανώφελων διαλόγων να εξελιχθούν πλήρεις, φτάνοντας την χρονική διάρκεια του κοντά στα 150 νανουριστικά λεπτά. Θα υποστήριζα μάλιστα πως σε οποιοδήποτε σημείο του The Goldfinch, έκλεινε κανείς τα μάτια για ένα ημίωρο, δύσκολα θα αντιλαμβανόταν στο ξύπνημα του πως απόλεσε κάτι από την υπόθεση. Κι αυτό είναι άδικο και για το βραβευμένο πρωτότυπο, αλλά και κάποιους συντελεστές της ταινίας που έχουν κάνει πραγματικά καλή δουλειά.
Όπως ο 13 φορές υποψήφιος και μία φορά τιμημένος (για το Blade Runner 2049) με το Όσκαρ Φωτογραφίας Roger Deakins, που one more time καταφέρνει να αναδείξει φωτίζοντας τα εσωτερικά και εξωτερικά φόντα, σε περιτύλιγμα ιδανικό για να στηθούν τα κατάλληλα πλάνα της ιστορίας. Ή ένα σπουδαίο ερμηνευτικό τρίγωνο που ορίζουν η Nicole Kidman (υπέροχη σε ρόλο εγκάρδιας προστάτιδας που έχει επαναλάβει πολλές φορές στο παρελθόν), ο Jeffrey Wright και η καταπληκτική ρολίστα Sara Paulson (ως προβληματική μητριά) που πηγαίνει στράφι, από την ανισότητα της άρρυθμης προσέγγισης των καίριων ασαφειών (αν δεν το ξέρεις από πριν, δεν κατανοείς ποτέ τι στην ευχή συνέβη στο Μουσείο) και των σεναριακών παρατραβηγμένων υπερβολών, που οδηγούν ένα πολυδιαφημισμένο ψυχολογικό δράμα να καταλήξει σε απρόσεχτη γκανγκστεριά της κακιάς ώρας. Και να πεις πως δεν είχε διεξόδους να διαβεί το ναρέισον? Οι υποιστορίες αμέτρητες και συμπαθητικότατες που το βοηθούν σε αυτό τον σκοπό. Είπαμε όμως. Ότι ένα βιβλίο εξάπτει την φαντασία των αναγνωστών, δεν σημαίνει ταυτόχρονα πως θα καταφέρει το ίδιο και με εκείνη των θεατών της οπτικοποιημένης διασκευής του.
Οκτώ χρόνια κατοπινά, ο ενήλικος πλέον Τέο, θα επιστρέψει στην Μητρόπολη, αναζητώντας εργασία στο μαγαζί αποκατάστασης έργων τέχνης του παλιού του γνώριμου Τζέιμς Χόμπαρτ. Σε όλο αυτό το διάστημα ο ζορισμένος ψυχικά νεαρός άντρας, έχει περάσει από διάφορα στάδια ωρίμανσης, έχοντας αποκτήσει ιδιόμορφες και περιθωριακές παρέες, ουδέποτε όμως πέτυχε να λησμονήσει ούτε την απώλεια της μάνας, ούτε την αγκάλη της εξασθενημένης πια, Μρς Μπάρμπορ. Σαν γιατρικό στον πόνο όμως, θα έχει πάντοτε κοντά του την αμύθητης αξίας ζωγραφιά, που πονηρά και μέσα στον χαλασμό απέσπασε από τον τοίχο του Μουσείου την ώρα της έκρηξης.
Που δεν είναι βέβαια άλλη από την Καρδερίνα της μαρκίζας, πίνακας που φέρει την υπογραφή του φημισμένου Ολλανδού καλλιτέχνη Κάρελ Φαμπρίτιους, ενός από τους πλέον αγαπημένους μαθητές του Ρέμπραντ, που την γέννησε στα μέσα του 17ου αιώνα. Ο Τεό οπουδήποτε κι αν πάει, όποιον δρόμο κι αν ακολουθήσει πάντοτε έχει κοντά του το ανεκτίμητο κειμήλιο, ελπίζοντας πώς κάποτε θα του δοθεί η ευκαιρία που καρτερεί, ενδεχόμενα να το ρευστοποιήσει και με το κεφάλαιο αυτό να ανοίξει επαγγελματικά τα φτερά του. Την ύπαρξη του περιβόητου έργου στην κατοχή του, δεν γνωρίζει κανείς, αφού την κρατά μυστική μόνο για τον εαυτό του. Ή μήπως όχι, σε κάποια φάση της εφηβείας του οδηγήθηκε στο να αποκαλύψει τον κρυμμένο θησαυρό που έχει στο δισάκι του?
Ωραία τα λέμε, ακόμη πιο ωραία θα ήταν να τα θωρούσαμε κιόλας στο εκράν, τουλάχιστον με μια αφηγηματική πιστότητα που θα έκανε το έργο τουλάχιστον παρακολουθήσιμο. Κάτι που πάρα πολύ σύντομα στην εξέλιξη της πλοκής καθίσταται σχεδόν αδύνατο, καθώς η συντακτική ομάδα υπό την καθοδήγηση του ντιρέκτορα John Crowley, αποφασίζει να δυσκολέψει τα μέγιστα την ζωή του θεατή, πηγαινοφέρνοντας την δοσμένη μέσα από τα μάτια του Τέο (Ansel Elhgort μεγάλος / Oakes Fegley μικρός, αμφότεροι αδύναμοι να σηκώσουν το βάρος) ίντριγκα, μέσα στον χρόνο. Πότε στο χθες, πότε στο σήμερα, παρακολουθούμε την Οδύσσεια του περιπλανώμενου νεαρού να σταθεί στα πόδια του, έχοντας πάντοτε γύρω του πρόσωπα και χαρακτήρες που ούτε καν νοιάζονται για εκείνον. Λογικό κι επόμενο, αδύναμος και ελλείψει αγάπης, να πέσει κι αυτός στην δίνη των καταχρήσεων, αλλά και σε πράξεις παραβατικές που θα σημαδέψουν ακόμη πιο πολύ την ήδη ρημαγμένη του ψυχή.
Η μη γραμμικότητα στην εξιστόρηση που επιλέγει ο σαφώς μεγαλύτερης από την κινηματογραφική, θεατρικής πορείας σκηνοθέτης, αποδεικνύεται τροχοπέδη στα σχέδια του, καθώς τα σκαμπανεβάσματα στο σερβίρισμα των πληροφοριών, προκαλούν ναυτία σε εκείνον που τα αποδέχεται. Η κοπτοραπτική του μοντάζ, δε, αποδεικνύεται καταστροφική, μιας και ποτέ δεν βοηθά το φιλμ να αποκτήσει έναν στοιχειώδη ρυθμό, αντίθετα αφήνει ολάκερες μακροσκελείς σεκάνς ανώφελων διαλόγων να εξελιχθούν πλήρεις, φτάνοντας την χρονική διάρκεια του κοντά στα 150 νανουριστικά λεπτά. Θα υποστήριζα μάλιστα πως σε οποιοδήποτε σημείο του The Goldfinch, έκλεινε κανείς τα μάτια για ένα ημίωρο, δύσκολα θα αντιλαμβανόταν στο ξύπνημα του πως απόλεσε κάτι από την υπόθεση. Κι αυτό είναι άδικο και για το βραβευμένο πρωτότυπο, αλλά και κάποιους συντελεστές της ταινίας που έχουν κάνει πραγματικά καλή δουλειά.
Όπως ο 13 φορές υποψήφιος και μία φορά τιμημένος (για το Blade Runner 2049) με το Όσκαρ Φωτογραφίας Roger Deakins, που one more time καταφέρνει να αναδείξει φωτίζοντας τα εσωτερικά και εξωτερικά φόντα, σε περιτύλιγμα ιδανικό για να στηθούν τα κατάλληλα πλάνα της ιστορίας. Ή ένα σπουδαίο ερμηνευτικό τρίγωνο που ορίζουν η Nicole Kidman (υπέροχη σε ρόλο εγκάρδιας προστάτιδας που έχει επαναλάβει πολλές φορές στο παρελθόν), ο Jeffrey Wright και η καταπληκτική ρολίστα Sara Paulson (ως προβληματική μητριά) που πηγαίνει στράφι, από την ανισότητα της άρρυθμης προσέγγισης των καίριων ασαφειών (αν δεν το ξέρεις από πριν, δεν κατανοείς ποτέ τι στην ευχή συνέβη στο Μουσείο) και των σεναριακών παρατραβηγμένων υπερβολών, που οδηγούν ένα πολυδιαφημισμένο ψυχολογικό δράμα να καταλήξει σε απρόσεχτη γκανγκστεριά της κακιάς ώρας. Και να πεις πως δεν είχε διεξόδους να διαβεί το ναρέισον? Οι υποιστορίες αμέτρητες και συμπαθητικότατες που το βοηθούν σε αυτό τον σκοπό. Είπαμε όμως. Ότι ένα βιβλίο εξάπτει την φαντασία των αναγνωστών, δεν σημαίνει ταυτόχρονα πως θα καταφέρει το ίδιο και με εκείνη των θεατών της οπτικοποιημένης διασκευής του.
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 19 Σεπτεμβρίου 2019 από την Tanweer!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική