Peter FondaΑναμφίβολα ένα τέτοιο επώνυμο, σου δίνει τεράστια ώθηση, σου ανοίγει πόρτες, σε βοηθά σε συνθήκες απρόβλεπτα δύσκολες, εκεί που άλλοι, λιγότερο έως ελάχιστα ονομαστοί απόγονοι, τα παρατούν, μπροστά στα σκούρα. Η περίπτωση του Peter Fonda, είναι κομματάκι διαφορετική από όλες εκείνες των τέκνων φημισμένων αστέρων / γονιών. Αφού του ήταν αρκετή, μια και μόνο κινηματογραφική στιγμή, για τον κανακάρη τους τρεις φορές υποψήφιου για όσκαρ ερμηνείας, μία κατόχου συν ακόμη μία τιμητικά, θρυλικού Henry, για να τον τοποθετήσει στο πιο πάνω ράφι της ποπ κουλτούρας, μιας ολάκερης εποχής.

Αποξαρχής άλλωστε ο Pete έδειξε πως δεν θα ακολουθούσε τα σταρικά βήματα του πατρός του, όπως έπραξε κατά κάποιο τρόπο η πολύ πιο ιλουστρασιόν και σοουμπιζάτη αδελφή του, Jane. Η καριέρα του εκκίνησε στις αρχές των 60s, μέσα από εμφανίσεις σε μίνι τηλεοπτικές σειρές, όπως οι Naked City, The New Breed, Wagon Train, The Defenders, Channing, Arrest and Trial, The Alfred Hitchcock Hour, 12 O’Clock High, για να πάρει τους πρώτους του περιφερειακούς κινηματογραφικούς ρόλους στην κομεντί Tammy and the Doctor (Harry Keller, 1963), στο πολεμικό δράμα The Victors (Οι Νικηταί, Carl Foreman, 1963) και στην Lilith (Παράξενο Ρομάντζο, Robert Rossen, 1964). Στην ουσία πρωταγωνιστής έγινε μέσα από την ταινία The Young Lovers (Ελεύθεροι Έρωτες, Samuel Goldwyn Jr., 1965), αν και πολύ σύντομα ο τρόπος ζωής του έδειξε πως δεν τον συγκινούσε το σταριλίκι. Είναι η περίοδος των συνεχόμενων επαναστατικών φιλειρηνικών κινημάτων της νεολαίας, εντός κι εκτός κυρίως Αμερικής, κύμα που ο Peter φαίνεται να ακολουθεί με θέρμη. Αντισυμβατική συμπεριφορά, μακρύ μαλλί και ντύσιμο απεριποίητο, μα το κυριότερο δημοσιοποίηση της σχέσης του με τις μοντέρνες ναρκωτικές ουσίες της εποχής όπως το LSD. Εικόνα που πολύ γρήγορα πέρασε και στο εκράν, κτίζοντας με σταθερούς ρυθμούς μια ξεχωριστή, αρεστή σε μεγάλη μερίδα του κοινού, μορφή.

Το The Wild Angels (Κολασμένοι άγγελοι της ασφάλτου, 1966) και ακολούθως το The Trip (Αμαρτωλό Ταξίδι, 1967), του αιώνιου μπιμουβά Roger Corman έβαλαν τις πρώτες πινελιές στην φόρμα του επαναστάτη που ντύθηκε, με το δεύτερο να βάσει και τις γερές βάσεις στην φιλία του με τον Jack Nicholson, καθώς παρέα συνέγραψαν το σενάριο της. Το ημερολόγιο δείχνει 1969 και έχει φτάσει η στιγμή για τον Fonda τον νεότερο να πραγματοποιήσει το μεγαλύτερο βήμα της πορεία του. Καθώς θα είναι ο σεναριογράφος, συμπαραγωγός και κύριος πρωταγωνιστής του Easy Rider (Ξένοιαστος καβαλάρης, 1969), φιλμ που την σκηνοθεσία του υπογράφει ο συμπρωταγωνιστής του και ιδεολογικός σύντροφος Dennis Hopper. Η πενιχρού κόστους ταινία, ακολουθεί την πορεία δύο ασυμβίβαστων μηχανόβιων στον Νότο της αμερικάνικης επικράτειας, μέσα από ένα πρίσμα ανήσυχο και ριζοσπαστικό, προβάλλοντας έναν ανεξάρτητο, χίπικο τρόπο ζωής, περιβαλλόμενο από τα έντονα σοσιολογικά ζητήματα που καλούνταν να επιλύσει τω καιρώ εκείνω η Υπερδύναμη. Ο ρεαλιστικός τρόπος δε της παρουσίασης της χρήσης ναρκωτικών ουσιών, σε πολλές αν όχι σε όλες τις σκηνές αληθινός, σόκαρε την κοινή γνώμη μιας χώρα που βρισκόταν στο μεταίχμιο σημαντικών αλλαγών στον κονσερβοποιημένο τρόπο σκέψης της. Το φιλμ προτάθηκε από την συντηρητική Ακαδημία τεχνών για όσκαρ σεναρίου και παρότι ενάντιο στον ακαδημαϊκό τρόπο γραφής θεωρήθηκε από την Εθνική Κινηματογραφική Επιτροπή ως πολιτισμικά σημαντικό.

Peter Fonda

Η φήμη του Fonda έχει πάρει ήδη την ανιούσα και αυτό το εξαργυρώνει μέσα από ταινίες παρόμοιας αισθητικής με τον Rider. Θα ακολουθήσουν οι δικές του σκηνοθετικές απόπειρες, το γουέστερν The Hired Hand (Πληρωμένος Φονιάς, 1971), το καλτ επιστημονικής φαντασίας Idaho Transfer (1973), αλλά και οι επιτυχημένες περιπέτειες Dirty Mary, Crazy Larry (John Hough, 1974), Open Season (Peter Collinson, 1974), Race with the Devil (Jack Starrett, 1975), Futureworld (Απειλή από το μέλλον, Richard T. Heffron, 1976), Fighting Mad (Jonathan Demme, 1976) και High-Ballin’ (Peter Carter, 1978). Η δεκαετία του 80 θα τον βρει να συμμετέχει σε ταινίες που έκαναν αίσθηση, όπως τα The Cannonball Run (Hal Needham, 1981), που φυσικά περιελάμβανε αναφορά στον Easy Rider, Split Image (Ted Kotcheff, 1982), Certain Fury (Stephen Gyllenhaal, 1985), Mercenary Fighters (Riki Shelach Nissimoff, 1988) και The Rose Garden (Fons Rademakers, 1989), ενώ στα 90s οι εμφανίσεις του θα περιοριστούν σε φιλμς όπως τα Escape from LA (Απόδραση από το Λος Άντζελες, John Carpenter, 1996), Don’t Look Back (Geoff Murphy, 1996), αλλά και Ulee’s Gold (Victor Nunez, 1997) όπου πραγματοποίησε μια από τις πιο ποιοτικές στιγμές του στην μεγάλη οθόνη, λαμβάνοντας ως ανταμοιβή μια υποψηφιότητα α ανδρικού ρόλου από την AMPAS (για την ιστορία νικητής την χρονιά εκείνη αναδείχθηκε ο φίλος του Jack Nicholson για το As Good As It Gets). Την νέα χιλιετία χιλιετία τον είδαμε σε αρκετά φιλμς περιπετειώδους κυρίως ύφους όπως τα Ghost Rider (Mark Steven Johnson, 2007), Wild Hogs (Οι χαρλεάδες, Walt Becker, 2007), 3:10 to Yuma (Το τελευταίο τρένο για τη Γιούμα, James Mangold, 2007) και The Boondock Saints II: All Saints Day (Troy Duffy, 2009), ενώ υπάρχουν ακόμη τρία που ακόμη δεν έχουν κυκλοφορήσει στις αίθουσες, τα The Magic Hours, The Last Full Measure και Skate God.

Ο Peter Fonda έφυγε σήμερα από την ζωή σε ηλικία 79 ετών, έχοντας πρωτίστως καταφέρει με αξιοπρέπεια να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του βαρύτατου ονόματος του, μα το κυριότερο να υπάρξει ένας από τους πιονιέρους που άλλαξαν το ύφος του αμερικάνικου σινεμά της ιδιαίτερης δεκαετίας του 60.

RIP Γουάιατ. Καλό μακρύ και ταξιδιάρικο δρόμο.