Ο Έκπτωτος (El Reino) Poster ΠόστερΟ Έκπτωτος

του Rodrigo Sorogoyen. Με τους Antonio de la Torre, Monica Lopez, Jose Maria Pou, Nacho Fresneda, Ana Wagener, Barbara Lennie, Luis Zahera, Francisco Reyes, Maria de Nati, Paco Revilla, Sonia Almarcha, David Lorente, Andres Lima.


Οι βασιλιάδες μπορεί να γκρεμίζονται - τα βασίλεια, όμως, επιβιώνουν!
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)

Πότε ένας διεφθαρμένος τα βάζει με περισσότερο διεφθαρμένους;

Αυτή είναι η τέταρτη μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας που σκηνοθετεί ο Rodrigo Sorogoyen. Τις πρώτες δύο δεν τις είδαμε στη χώρα μας εμπορικά – και στις δύο αυτές μοιραζόταν τη σκηνοθετική καρέκλα με άλλον συνάδελφό του. Συγκεκριμένα, την ταινία «8 citas» (2008) μαζί με τον Peris Romano και την ταινία «Stockholm» (2013) μαζί με τον Borja Soler. Η προηγούμενη ταινία του, η τρίτη στη φιλμογραφία του, ήταν και η πρώτη που σκηνοθέτησε μόνος του και η πρώτη που είδαμε εμπορικά στην Ελλάδα. Μιλάμε για την ταινία «Κανείς δεν μπορεί να μας σώσει» (Que Dios nos perdone, 2016). Εκείνη η ταινία έλαβε μέρος στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Σαν Σεμπαστιάν, όπου τιμήθηκε με το βραβείο σεναρίου ενώ ήταν υποψήφια και για έξι Goya (τα ισπανικά Όσκαρ) – ανάμεσά τους και για Goya καλύτερης ταινίας, εντέλει κέρδισε μόνον ένα, καλύτερου α' ανδρικού ρόλου, για τον Roberto Álamo.

Ο Έκπτωτος (El Reino) Poster Πόστερ Wallpaper
Τούτη η ταινία του Ο Έκπτωτος (El Reino) είναι η δεύτερη συνεχόμενή του με πρωταγωνιστή τον Antonio de la Torre. Η παγκόσμια πρεμιέρα της ταινίας δόθηκε στο περσινό φεστιβάλ του Τορόντο. Δυο βδομάδες αργότερα πήρε μέρος στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ του Σαν Σεμπαστιάν, για να ακολουθήσει μια πορεία συμμετοχής σε διάφορα φεστιβάλ ανά τον κόσμο. Στην Ισπανία τα πήγε πολύ καλά στο box office κι ακόμα καλύτερα στα βραβεία Goya (τα ισπανικά Όσκαρ). Η ταινία ήταν υποψήφια για 13 Goya κερδίζοντας τελικά 7, ανάμεσα στα οποία εκείνα της καλύτερης σκηνοθεσίας, του καλύτερου πρωτότυπου σεναρίου, μουσικής και α' ανδρικού ρόλου για τον de la Torre. Η επόμενη ταινία του Sorogoyen είναι το «Madre», ταινία που θα πάρει μέρος στο τμήμα «Orizzonti» του επερχόμενου φεστιβάλ Βενετίας και που βασίζεται στην προ διετίας ομώνυμη μικρού μήκους ταινία του, η οποία κέρδισε υποψηφιότητα για Όσκαρ!!!

Η υπόθεση: Σε μία παραθαλάσσια πόλη της Ισπανίας, μια ομάδα φίλων, μέλη του κυβερνώντος πολιτικού κόμματος της χώρας, περνούν τον χρόνο τους σε εντυπωσιακά γιοτ και ακριβά εστιατόρια. Πίσω από την επιφανειακή βιτρίνα, όμως, τα πράγματα δεν είναι τόσο ρόδινα: η καθημερινότητά τους περιλαμβάνει ξέπλυμα χρήματος, ύποπτες συναλλαγές, περίεργα πάρε-δώσε και ειδικές «χάρες» προς επιχειρηματίες. Ο Μανουέλ, τοπικός γραμματέας του κόμματος, ο οποίος έχει αρκετή επιρροή κι είναι ένα απο τα φαβορί για να αναλάβει την θέση του Προέδρου στην περιοχή, βλέπει την τέλεια ζωή του να απειλείται μετά από την αποκάλυψη ενός μεγάλου σκανδάλου, που εμπλέκει τον ίδιο και τον φίλο του, Πάκο. Ο Μανουέλ προσπαθεί να κρατήσει την ψυχραιμία του, καθώς τα μίντια αρχίζουν να αποκαλύπτουν το σκάνδαλο σε όλη του την κλίμακα. Είναι, όμως, πεπεισμένος ότι η καταιγίδα θα περάσει κι ότι το κόμμα θα φέρει τα πράγματα στη θέση τους, όπως έκανε πάντα όταν είχε μπλεξίματα κάποιο από τα μέλη του. Όμως, αυτή τη φορά το κόμμα του γυρνά την πλάτη και μόνο ο Πάκο βγαίνει αλώβητος.

Μέσα σε μια νύχτα, ο Μανουέλ αποβάλλεται από το «βασίλειο», στιγματισμένος στα μάτια της κοινής γνώμης και προδομένος από εκείνους, οι οποίοι, λίγες ώρες νωρίτερα, πίστευε ότι ήταν φίλοι του. Όμως, παρόλο που το κόμμα σκοπεύει να ρίξει όλο το φταίξιμο πάνω του, ο Μανουέλ δεν δέχεται να πέσει μόνος του. Με μόνη βοήθεια τη στήριξη της γυναίκας και της κόρης του, παγιδευμένος σε μια μάχη για επιβίωση, ο Μανουέλ θα πρέπει να παλέψει ενάντια σε μια καλολαδωμένη μηχανή κι ένα κομματικό σύστημα, στο οποίο οι βασιλιάδες μπορεί να γκρεμίζονται - τα βασίλεια, όμως, επιβιώνουν.

Η άποψή μας: Όσο δεν μου κάθεται καθόλου καλά η επέλαση και επικράτηση των λάτιν στοιχείων στη σύγχρονη ποπ, εμπορική μουσική, τόσο πολύ καλά μου κάθεται η ολοένα και μεγαλύτερη επιτυχία των ισπανικών και ισπανόφωνων ταινιών στο παγκόσμιο κινηματογραφικό γίγνεσθαι, ιδίως σε ότι αφορά τα θρίλερ, όπου οι Ισπανοί φαίνεται να δημιουργούν μια πολύ ενδιαφέρουσα σχολή. Εντάξει, δεν είναι όλα τα θρίλερ made in Spain αξιόλογα – πρόσφατα είδαμε πχ στην Ελλάδα τη φρίκη με το όνομα Απαγωγή (Secuestro). Όμως, σκηνοθέτες όπως ο Sorogoyen έχουν δώσει αξιολογότατα δείγματα δουλειάς. Και μιλάμε για Ισπανούς σκηνοθέτες, για να μην πάμε σε δημιουργούς από Μεξικό ή από Αργεντινή, όπου γίνεται πραγματικά πανικός! Σε τούτη την ταινία του λοιπόν ο Μαδριλένος σκηνοθέτης πάει ένα βήμα παραπέρα από το εξαιρετικά ενδιαφέρον Κανείς δεν μπορεί να μας σώσει (Que Dios nos perdone), την προηγούμενη ταινία του δηλαδή.

Βασισμένος ουσιαστικά στο σκάνδαλο που έριξε από την εξουσία την κυβέρνηση Ραχόι στη χώρα του, ο σκηνοθέτης φτιάχνει ένα πολιτικό θρίλερ, να το πιεις στο ποτήρι! Το πολύ σπουδαίο που καταφέρνει η ταινία; Μιλάει για εξαιρετικά ενδιαφέροντα πράγματα, με πολιτικές νύξεις και τρομερή αποτύπωση για την κατάσταση της κοινωνίας στη χώρα του σήμερα (εννοείται ότι οι αναλογίες είναι εκεί για να τις πάρουμε και να τις καταλάβουμε κι εμείς στην Ελλάδα αλλά και οι θεατές σε κάθε χώρα του δυτικού κόσμου), χωρίς ποτέ να χάνει το στόχο του, που δεν είναι άλλος από το να έχει στην τσίτα όσους παρακολουθούν το φιλμ, παίζοντας στα δάχτυλά του τους κανόνες των θρίλερ.

Εντάξει, δεν είναι ότι δεν έχει προβλήματα η ταινία. Ο σκηνοθέτης θαρρείς πως στο πρώτο τέταρτο της ταινίας δεν πολυενδιαφέρεται να εξηγήσει στον θεατή τι βλέπει. Θεωρεί δεδομένα κάποια πράγματα και μιλάει για καταστάσεις που ο θεατής δεν μπορεί με ευκολία να καταλάβει. Ονόματα, σχέσεις, διαπλοκές, ποιος είναι τι και τι κάνει, λίγο αποπροσανατολίζουν και ζαλίζουν. Εκεί κινδυνεύει η ταινία να σε χάσει ως θεατή. Μόλις όμως ξεπεραστεί αυτό το εμπόδιο και ο θεατής μπει στο νόημα, χωρίς να πολυενδιαφέρεται για τις λεπτομέρειες, το στοίχημα αρχίζει να κερδίζεται. Και από τη στιγμή που ο διεφθαρμένος πρωταγωνιστής μας μετατρέπεται σε αποδιοπομπαίο τράγο και προσπαθεί να μην το αφήσει αυτό να περάσει έτσι, η αγωνία χτυπάει κόκκινο. Γιατί ο μάγκας ο Sorogoyen ξέρει πως να χτίσει ατμόσφαιρα, να στήσει σκηνές με σασπένς, να εκμεταλλευτεί στο έπακρο την εκκρεμότητα.

Ο Μανουέλ αρχικά προσπαθεί να επιβιώσει πολιτικά. Ελπίζει πως το κόμμα θα κάνει για άλλη μια φορά το χρέος του: θα καλύψει έναν δικό του. Προσέξτε: δεν προσπαθεί να αποδείξει την αθωότητά του. Εξάλλου, για ποια αθωότητα μιλάμε; Ο άνθρωπος τα έπαιρνε από παντού και ζούσε μιαν εξαιρετικά άνετη ζωή χωρίς, ούτε για μισό λεπτό να σκεφτεί, ότι όλο αυτό γίνεται εις βάρος των συμπολιτών του. Η υπεράσπιση που δίνει στον εαυτό του; «Όλοι το κάνουν». Και «αγαπώ την οικογένειά μου». Λες και τα θύματά του, οι συμπολίτες του, οι μη προνομιούχοι συμπατριώτες του δεν αγαπάνε τις οικογένειές τους ξέρω 'γω. Και «είμαι ένας κανονικός πολίτης». Χα! Διεφθαρμένος, διεφθαρμένος, διεφθαρμένος. Που, αντί να ζητήσει συγνώμη και να μετανιώσει πραγματικά για όσα έκανε, προσπαθεί, άκουσον άκουσον, να... αλλάξει τα πράγματα από μέσα! Να αποδείξει πως, βρε αδελφέ, δεν έφταιγε αυτός. Όλοι τα παίρνουν. «Μαζί τα φάγαμε». Να δείξει πως δεν είναι αυτός το μοναδικό σάπιο μήλο σε μια κατά τα άλλα γαμάτη παραγωγή καλογυαλισμένων, λαχταριστών, μυρωδάτων, κατακόκκινων μήλων.

Κι εκεί συναντά εννοείται μηχανισμούς εξουσίας που τον υπερβαίνουν. Ένα πιόνι είναι – το καταλαβαίνει έστω και αργά – που κάποτε είχε εξουσία αλλά που για να διατηρήσουν οι πρώην του «σύντροφοι» και «φίλοι» τα κεκτημένα τους, θα πρέπει να θυσιαστεί για να σωθεί το βασίλειο. Το τρομερό – ένα ακόμα – που πετυχαίνει ο σκηνοθέτης, είναι να κάνει τον θεατή να αγωνιά για την τύχη αυτού του καθάρματος. Να κάνει τον θεατή να στέκεται κριτικά απέναντι στον Μανουέλ, να τον κατατάσσει ως βρώμικο ανάμεσα σε βρώμικους, αλλά από την άλλη, να θέλει να τα καταφέρει να ξεσκεπάσει το μεγαλύτερο σκάνδαλο, μιας που ο ίδιος μικρό ψάρι είναι. Ο Μανουέλ προσπαθεί. Και αποτυγχάνει. Και παίρνει ολοένα και μεγαλύτερα ρίσκα. Και αποτυγχάνει και πάλι. Και όσο αποτυγχάνει τόσο περισσότερο λυσσά και προσπαθεί – με κίνδυνο πλέον να χάσει όχι την αξιοπιστία του, την οικογένειά του, το κύρος του, αλλά την ίδια του τη ζωή.

Ο σκηνοθέτης στήνει απίθανες σκηνές σασπένς. Αναφέρω ενδεικτικά εκείνη στην οποία προσπαθεί να εκμαιεύσει – και να μαγνητοφωνήσει – ομολογία για το μεγάλο σκάνδαλο από επιχειρηματία που εμπλέκεται σε αυτό. Ή εκείνη την πραγματικά τρομερή όπου πηγαίνει στο σπίτι της κόρης πρώην φίλου του προκειμένου να βρει πειστήρια και γίνεται της πουτάνας! Ο Sorogoyen όμως προχωράει ακόμα παραπέρα. Υπαινίσσεται πως για να μπορούν να ανθίσουν τέτοια μπουμπούκια όλος ο κοινωνικός ιστός είναι σάπιος. Χαρακτηριστική είναι η σκηνή μέσα στο μπαράκι, όπου όλο αγωνία ο Μανουέλ τηλεφωνεί σε έναν από τους αδιάφθορους του κόμματος για να τον πείσει να τον βοηθήσει, υποσχόμενος πως θα του δώσει στοιχεία για το μεγαλύτερο σκάνδαλο. Εκεί λοιπόν βλέπει έναν από τους θαμώνες να πληρώνει για τον καφέ του και ο ιδιοκτήτης του μπαρ να του επιστρέφει περισσότερα χρήματα από όσα του έδωσε ο πελάτης. Ο πελάτης καταλαβαίνει το λάθος του ιδιοκτήτη ολοφάνερα, αλλά δεν λέει τίποτε. Παίρνει τα λεφτά και ούτε γάτα, ούτε ζημιά. Μπροστά στα μάτια του Μανουέλ όλα αυτά, ο οποίος – εννοείται – δεν κάνει κάποιο σχόλιο.

Εδώ προβάλω ιδεολογική ένσταση: δεν μπορεί να είναι το ίδιο ένοχοι δυο άνθρωποι από τους οποίους ο ένας κλέβει μερικά ευρώ από τα ρέστα και ο άλλος κλέβει χιλιάδες μέχρι και εκατομμύρια ευρώ από τον κρατικό κορβανά... Όσο πλησιάζει η ταινία προς το φινάλε, προσεγγίζει σε κλίμα τα αριστουργήματα των αμερικάνικων πολιτικών θρίλερ της δεκαετίας του '70 όπως «Οι τρεις μέρες του Κόνδορα» ή «Υπόθεση Πάραλαξ», με τον ήρωα πραγματικά στο χείλος του γκρεμού, να παλεύει για τη ζωή του ποια. Κι έρχεται η σκηνή του φινάλε να δώσει μιαν πολύ ενδιαφέρουσα και μη αναμενόμενη τροπή, φέρνοντας τα πράγματα σε πολύ χειροπιαστές διαστάσεις. Μπορεί ένας τέτοιος... ήρωας να δικαιωθεί; Και απέναντι σε ποιον; Στον εαυτό του; Στην οικογένειά του; Στην κοινωνία;

Πανέξυπνο κλείσιμο, που επαναπροσδιορίζει πια για κάθε θεατή τη δική του ηθική στάση, μακριά από τον Μανουέλ. Ο Antonio de la Torre είναι φοβερός και τρομερός στον πρωταγωνιστικό ρόλο, όλο το καστ είναι σπουδαίο, η δε Barbara Lennie στο ρόλο της δημοσιογράφου, είναι εξαιρετική. Όπως συγχαρητήρια οφείλονται να δοθούν για τη μουσική, τη διεύθυνση φωτογραφίας και το μοντάζ της ταινίας. Συνολικά, πολύ καλύτερη ταινία από το ήδη υψηλών επιδόσεων Κανείς δεν μπορεί να μας σώσει (Que Dios nos perdone), που λίγο σε ξενέρωνε με το «άκυρο» φινάλε του, ο Έκπτωτος υπερτερεί σε όλα τα σημεία – ιδίως στο φινάλε. Καθείς εφ' ω ετάχθη.

Ο Έκπτωτος (El Reino) Rating
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 8 Αυγούστου 2019 από την Rosebud 21!

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η δική σου κριτική