του Robert Budreau. Με τους Ethan Hawke, Noomi Rapace, Mark Strong, Christopher Heyerdahl, Bea Santon, Thorbjørn Harr, Shanti Roney.
Και κάπως έτσι προέκυψε το Σύνδρομο της Στοκχόλμης
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)
Ληστεία αλά σουηδικά
Από το δελτίο τύπου της ταινίας που μας έστειλε η εγχώρια εταιρία διανομής, αντιγράφουμε όσα πολύ ενδιαφέροντα γράφονται σχετικά με το Σύνδρομο της Στοκχόλμης:
Ο όρος αυτός προήλθε μετά την ληστεία που έγινε σε υποκατάστημα της τράπεζας Kreditbanken στο Νόρμαλμστοργκ, στην Στοκχόλμη της Σουηδίας, τον Αύγουστο του 1973. Δύο ένοπλοι άνδρες, οι Γιαν-Έρικ Όλσον και Κλαρκ Όλοφσον εισέβαλαν σε αυτήν και απήγαγαν τέσσερις υπαλλήλους της τράπεζας, τους Ελίζαμπετ Όλντγκρεν, Κρίστιν Ένμαρκ, Μπιργκίτα Λούντμπλαντ και τον Σβεν Σάφστρομ, κρατώντας τους για έξι μέρες σε θησαυροφυλάκιο της τράπεζας Sveriges Kreditbank. Ήταν η πρώτη ποινική εκδήλωση στη Σουηδία που καλύφθηκε ζωντανά από την τηλεόραση. Μετά τη σύλληψη των δραστών, οι όμηροι προσπάθησαν να συλλέξουν χρήματα, για να ενισχύσουν οικονομικά τον δικαστικό αγώνα των απαγωγέων τους και αρνήθηκαν μάλιστα να καταθέσουν εναντίον τους- συνέχιζαν να επαναλαμβάνουν ότι ήταν περισσότερο φοβισμένοι από την αστυνομία παρά από τους ληστές κατά την διάρκεια της εξαήμερης ομηρίας τους. Είχαν σαφέστατα συμπαθήσει τους απαγωγείς τους, κάτι το οποίο έδωσε ακαδημαϊκό ενδιαφέρον στο ζήτημα.
Ο όρος «Σύνδρομο της Στοκχόλμης» επινοήθηκε από τον εγκληματολόγο Nils Bejerot. Οι κινήσεις των αστυνομικών και άλλων κυβερνητικών αρχών, σε συνδυασμό με την έλλειψη απειλητικής συμπεριφοράς από τον Olofsson, θέτει υπό αμφισβήτηση την ευστοχία του όρου. Οι όμηροι, παρότι απειλήθηκαν από τον Olsson, δεν έδειξαν σημάδια εχθρότητας ούτε προς την αστυνομία, ούτε αναμεταξύ τους. Ούτε ταυτίστηκαν, ούτε εντάχθηκαν με τη λογική των απαγωγέων τους. Απλά είχαν εκνευριστεί με τις απερίσκεπτες προσπάθειες της αστυνομίας για την γρήγορη επίλυση της κατάστασης, και μερικοί κατέθεσαν υπέρ του Olofsson γιατί δεν ήταν μάρτυρες καμίας απόδειξης της ενοχής του ή συνέργειας στο έγκλημα. Το «Σύνδρομο της Στοκχόλμης» μπορεί να θεωρηθεί ως μια μορφή τραυματικής «συγκόλλησης», η οποία δεν απαιτεί απαραιτήτως ένα σενάριο ομηρείας, αλλά η οποία περιγράφει ισχυρούς συναισθηματικούς δεσμούς, που αναπτύσσονται μεταξύ δύο ατόμων, όπου ένα πρόσωπο παρενοχλεί περιοδικά, χτυπάει, απειλεί, κακοποιεί ή εκφοβίζει το άλλο.
Η ταινία Η Ληστεία της Στοκχόλμης (Stockholm) βασίστηκε σε άρθρο του δημοσιογράφου Ντάνιελ Λανγκ, που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα New Yorker το 1974, με τίτλο «The Bank Drama». Το άρθρο εξιστορούσε πώς το 1973 οι όμηροι σε μια ληστεία τράπεζας στην Στοκχόλμη, δέθηκαν με τους απαγωγείς τους και στράφηκαν εναντίον των αρχών.
Αυτή είναι η τρίτη μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί ο Robert Budreau, μετά από τις ταινίες «That Beautiful Somewhere» (2006) και «Η επιστροφή ενός θρύλου» (Born to Be Blue, 2015), ταινία στην οποία ο Ethan Hawke υποδύεται τον τζαζ θρύλο Chet Baker. Αυτή είναι η πρώτη ταινία του Budreau, που βγαίνει σε κινηματογραφικές αίθουσες στην Ελλάδα. Η ταινία έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο φεστιβάλ Tribeca τον Απρίλιο του 2018. Στην ταινία, όλα τα ονόματα των συμμετεχόντων έχουν αλλαχθεί, καθώς πολλοί από αυτούς είναι ακόμα ζωντανοί. Το μόνο όνομα που έχει κρατηθεί αυτούσιο είναι εκείνο του Σουηδού πρωθυπουργού εκείνη την εποχή, του Olof Palme.
Η υπόθεση: 1973, Σουηδία. Ο κακοποιός Λαρς Νίστρομ, Σουηδός μεγαλωμένος στις ΗΠΑ, «μεταμφιέζεται» στον κακοποιό Κάι Χάνσον, ορμάει οπλισμένος στην Τράπεζα Πίστεως της Στοκχόλμης, διώχνει αρκετό κόσμο αλλά κρατάει και δύο (εντέλει, τρεις) ομήρους, και ζητάει την αποφυλάκιση ενός άλλου κακοποιού, του Γκούναρ Σόρενσον, ένα εκατομμύριο δολάρια κι ένα αμάξι διαφυγής, διαφορετικά απειλεί να σκοτώσει τους ομήρους. Η αστυνομία, έχοντας την κάλυψη του πρωθυπουργού, Ούλοφ Πάλμε, δείχνει ένα σκληρό και ανένδοτο πρόσωπο. Από την άλλη, μία από τις ομήρους, η τραπεζική υπάλληλος Μπιάνκα Λιντ, αρχίζει να νιώθει πολύ θετικά συναισθήματα για τον κακοποιό που την κρατάει όμηρο και μακριά από τον σύζυγο και τα δύο παιδιά της…
Η άποψή μας: Όταν από τις πρώτες σκηνές της ταινίας βλέπεις τον Ethan Hawke «μασκαρεμένο», με περούκα, ψεύτικο μουστάκι, τρομερά γυαλιά ηλίου και γκροτέσκο ντύσιμο, καταλαβαίνεις πως κάτι διασκεδαστικό σε περιμένει στη συνέχεια. Αυτός ο τύπος, ένας συνδυασμός βγαλμένος από το «Easy Rider», όντας και ο Peter Fonda και ο Dennis Hopper ομοουσίως και ταυτοχρόνως σε παρασύρει τόσο πολύ που, είναι στιγμές, που περιμένεις να ακούσεις το «Born to be wild» από τους Steppenwolf! Αντ' αυτού, μπόλικος Bob Dylan γεμίζει το σάουντρακ σε άλλη μια επίδειξη σοφιστικέ επιλογών σε ότι αφορά την αναπαράσταση της εποχής, των πραγματικών γεγονότων και του πλασίματος μύθων. Οι παλιότεροι θα θυμηθούν την υπέροχη (και σαφώς πολύ, πολύ ανώτερη) «Σκυλίσια μέρα». Οι νεώτεροι, «εκπαιδευμένοι» καθώς είναι από το «Casa de papel» σε μπουκαρίσματα σε τράπεζες και καταστάσεις ομηρίας, θα τσιμπήσουν επίσης. Και καλά θα περάσουν, η αλήθεια είναι αυτή. Και τι ωραία συγκυρία: ο τρίτος κύκλος της ισπανικής σειράς που έχει κάνει μεγάλο γκελ παντού στον κόσμο και ιδιαιτέρως στην Ελλάδα, θα αρχίσει να προβάλλεται στο Netflix μια μέρα μετά την έξοδο τούτης της ταινίας στις ελληνικές αίθουσες.
Το ξεκίνημα της ταινίας είναι ορμητικό και σε παρασέρνει. Οι ηθοποιοί ως ονόματα είναι μια χαρά, υπάρχει μια πολύ έξυπνη εκμετάλλευση των seventies, γίνονται πολύ έξυπνες (και χρήσιμες) παραπομπές σε ότι αφορά τόσο την πολιτική κατάσταση της εποχής, όσο και και τον ιδιαίτερο ρόλο που έπαιζαν (και συνεχίζουν να παίζουν εσαεί) τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Η αλήθεια είναι πως από κάποιο σημείο και μετά η ταινία ξεφουσκώνει. Δεν συνεχίζει με την τρέλα της αρχής. Δεν συνεχίζει να τρέχει με χίλια. Κι ας υπάρχουν εκπλήξεις. Και ανατροπές. Και ενδιαφέρουσα σκιαγράφηση σχέσεων.
Παραδόξως, ο Mark Strong, ο πιο ταλαντούχος στα χαρτιά ηθοποιός από την πρωταγωνιστική τριάδα, είναι ο πιο υποτονικός από όλους και δίνει ίσως την πιο αδιάφορη ερμηνεία της καριέρας του: κι ας έχει παίξει και στην αλήστου μνήμης «Πρακτοράντζα»! Άσε που η (αναγκαία για τον ρόλο) περούκα δεν του πάει με τίποτε: μοιάζει σαν τον Gru από το «Εγώ ο απαισιότατος»!!! Ο Ethan Hawke είναι ο πιο φανφαρόνος της παρέας και τα πάει μια χαρά, καθώς από τη δική του ερμηνεία κρέμεται η επιτυχία ή η αποτυχία της ταινίας. Φαίνεται να το διασκεδάζει πραγματικά. Καλύτερη όλων, πάντως, αποδεικνύεται η Noomi Rapace – κι ας είναι ο ρόλος της αρκετά σχηματικός και κλισεδιάρικος. Εκμεταλλεύεται όλες τις δυνατότητές του και βγαίνει ασπροπρόσωπη.
Έχει αγωνία η ταινία, έχει σασπένς, δεν ξέρεις που θα καταλήξουν όλα αυτά (εκτός κι αν έχεις διαβάσει για την πραγματική ληστεία – αν και πάλι, οι δημιουργοί αλλάζουν αρκούντως τα πράγματα, για να προκύψει μια πιο ελεύθερη θεώρηση των γεγονότων), έχει και χιούμορ, όλα καλά. Απλά, αν καθίσεις και τα βάλεις τα πράγματα κάτω, εντέλει η διαχείριση από μέρους του σκηνοθέτη δείχνει ατολμία. Και μπέρδεμα. Ήθελε να το πάει το όλο πράγμα εντελώς προς την κωμωδία; Ήθελε να έχει στην ταινία του μια ντοκιμαντερίστικη αυθεντικότητα; Ήθελε να είναι καταγγελτικός; Φαίνεται πως δεν το έχει ξεκαθαρισμένο. Βεβαίως, μπορεί να ήθελε να τα κάνει και τα τρία. Σωστό κι αυτό. Όπως και να έχει, μια χαρά ταινία είναι αυτή. Και διασκεδαστική. Και μαθαίνεις και δυο, τρία πράγματα.
Ο όρος «Σύνδρομο της Στοκχόλμης» επινοήθηκε από τον εγκληματολόγο Nils Bejerot. Οι κινήσεις των αστυνομικών και άλλων κυβερνητικών αρχών, σε συνδυασμό με την έλλειψη απειλητικής συμπεριφοράς από τον Olofsson, θέτει υπό αμφισβήτηση την ευστοχία του όρου. Οι όμηροι, παρότι απειλήθηκαν από τον Olsson, δεν έδειξαν σημάδια εχθρότητας ούτε προς την αστυνομία, ούτε αναμεταξύ τους. Ούτε ταυτίστηκαν, ούτε εντάχθηκαν με τη λογική των απαγωγέων τους. Απλά είχαν εκνευριστεί με τις απερίσκεπτες προσπάθειες της αστυνομίας για την γρήγορη επίλυση της κατάστασης, και μερικοί κατέθεσαν υπέρ του Olofsson γιατί δεν ήταν μάρτυρες καμίας απόδειξης της ενοχής του ή συνέργειας στο έγκλημα. Το «Σύνδρομο της Στοκχόλμης» μπορεί να θεωρηθεί ως μια μορφή τραυματικής «συγκόλλησης», η οποία δεν απαιτεί απαραιτήτως ένα σενάριο ομηρείας, αλλά η οποία περιγράφει ισχυρούς συναισθηματικούς δεσμούς, που αναπτύσσονται μεταξύ δύο ατόμων, όπου ένα πρόσωπο παρενοχλεί περιοδικά, χτυπάει, απειλεί, κακοποιεί ή εκφοβίζει το άλλο.
Η ταινία Η Ληστεία της Στοκχόλμης (Stockholm) βασίστηκε σε άρθρο του δημοσιογράφου Ντάνιελ Λανγκ, που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα New Yorker το 1974, με τίτλο «The Bank Drama». Το άρθρο εξιστορούσε πώς το 1973 οι όμηροι σε μια ληστεία τράπεζας στην Στοκχόλμη, δέθηκαν με τους απαγωγείς τους και στράφηκαν εναντίον των αρχών.
Αυτή είναι η τρίτη μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί ο Robert Budreau, μετά από τις ταινίες «That Beautiful Somewhere» (2006) και «Η επιστροφή ενός θρύλου» (Born to Be Blue, 2015), ταινία στην οποία ο Ethan Hawke υποδύεται τον τζαζ θρύλο Chet Baker. Αυτή είναι η πρώτη ταινία του Budreau, που βγαίνει σε κινηματογραφικές αίθουσες στην Ελλάδα. Η ταινία έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο φεστιβάλ Tribeca τον Απρίλιο του 2018. Στην ταινία, όλα τα ονόματα των συμμετεχόντων έχουν αλλαχθεί, καθώς πολλοί από αυτούς είναι ακόμα ζωντανοί. Το μόνο όνομα που έχει κρατηθεί αυτούσιο είναι εκείνο του Σουηδού πρωθυπουργού εκείνη την εποχή, του Olof Palme.
Η υπόθεση: 1973, Σουηδία. Ο κακοποιός Λαρς Νίστρομ, Σουηδός μεγαλωμένος στις ΗΠΑ, «μεταμφιέζεται» στον κακοποιό Κάι Χάνσον, ορμάει οπλισμένος στην Τράπεζα Πίστεως της Στοκχόλμης, διώχνει αρκετό κόσμο αλλά κρατάει και δύο (εντέλει, τρεις) ομήρους, και ζητάει την αποφυλάκιση ενός άλλου κακοποιού, του Γκούναρ Σόρενσον, ένα εκατομμύριο δολάρια κι ένα αμάξι διαφυγής, διαφορετικά απειλεί να σκοτώσει τους ομήρους. Η αστυνομία, έχοντας την κάλυψη του πρωθυπουργού, Ούλοφ Πάλμε, δείχνει ένα σκληρό και ανένδοτο πρόσωπο. Από την άλλη, μία από τις ομήρους, η τραπεζική υπάλληλος Μπιάνκα Λιντ, αρχίζει να νιώθει πολύ θετικά συναισθήματα για τον κακοποιό που την κρατάει όμηρο και μακριά από τον σύζυγο και τα δύο παιδιά της…
Η άποψή μας: Όταν από τις πρώτες σκηνές της ταινίας βλέπεις τον Ethan Hawke «μασκαρεμένο», με περούκα, ψεύτικο μουστάκι, τρομερά γυαλιά ηλίου και γκροτέσκο ντύσιμο, καταλαβαίνεις πως κάτι διασκεδαστικό σε περιμένει στη συνέχεια. Αυτός ο τύπος, ένας συνδυασμός βγαλμένος από το «Easy Rider», όντας και ο Peter Fonda και ο Dennis Hopper ομοουσίως και ταυτοχρόνως σε παρασύρει τόσο πολύ που, είναι στιγμές, που περιμένεις να ακούσεις το «Born to be wild» από τους Steppenwolf! Αντ' αυτού, μπόλικος Bob Dylan γεμίζει το σάουντρακ σε άλλη μια επίδειξη σοφιστικέ επιλογών σε ότι αφορά την αναπαράσταση της εποχής, των πραγματικών γεγονότων και του πλασίματος μύθων. Οι παλιότεροι θα θυμηθούν την υπέροχη (και σαφώς πολύ, πολύ ανώτερη) «Σκυλίσια μέρα». Οι νεώτεροι, «εκπαιδευμένοι» καθώς είναι από το «Casa de papel» σε μπουκαρίσματα σε τράπεζες και καταστάσεις ομηρίας, θα τσιμπήσουν επίσης. Και καλά θα περάσουν, η αλήθεια είναι αυτή. Και τι ωραία συγκυρία: ο τρίτος κύκλος της ισπανικής σειράς που έχει κάνει μεγάλο γκελ παντού στον κόσμο και ιδιαιτέρως στην Ελλάδα, θα αρχίσει να προβάλλεται στο Netflix μια μέρα μετά την έξοδο τούτης της ταινίας στις ελληνικές αίθουσες.
Το ξεκίνημα της ταινίας είναι ορμητικό και σε παρασέρνει. Οι ηθοποιοί ως ονόματα είναι μια χαρά, υπάρχει μια πολύ έξυπνη εκμετάλλευση των seventies, γίνονται πολύ έξυπνες (και χρήσιμες) παραπομπές σε ότι αφορά τόσο την πολιτική κατάσταση της εποχής, όσο και και τον ιδιαίτερο ρόλο που έπαιζαν (και συνεχίζουν να παίζουν εσαεί) τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Η αλήθεια είναι πως από κάποιο σημείο και μετά η ταινία ξεφουσκώνει. Δεν συνεχίζει με την τρέλα της αρχής. Δεν συνεχίζει να τρέχει με χίλια. Κι ας υπάρχουν εκπλήξεις. Και ανατροπές. Και ενδιαφέρουσα σκιαγράφηση σχέσεων.
Παραδόξως, ο Mark Strong, ο πιο ταλαντούχος στα χαρτιά ηθοποιός από την πρωταγωνιστική τριάδα, είναι ο πιο υποτονικός από όλους και δίνει ίσως την πιο αδιάφορη ερμηνεία της καριέρας του: κι ας έχει παίξει και στην αλήστου μνήμης «Πρακτοράντζα»! Άσε που η (αναγκαία για τον ρόλο) περούκα δεν του πάει με τίποτε: μοιάζει σαν τον Gru από το «Εγώ ο απαισιότατος»!!! Ο Ethan Hawke είναι ο πιο φανφαρόνος της παρέας και τα πάει μια χαρά, καθώς από τη δική του ερμηνεία κρέμεται η επιτυχία ή η αποτυχία της ταινίας. Φαίνεται να το διασκεδάζει πραγματικά. Καλύτερη όλων, πάντως, αποδεικνύεται η Noomi Rapace – κι ας είναι ο ρόλος της αρκετά σχηματικός και κλισεδιάρικος. Εκμεταλλεύεται όλες τις δυνατότητές του και βγαίνει ασπροπρόσωπη.
Έχει αγωνία η ταινία, έχει σασπένς, δεν ξέρεις που θα καταλήξουν όλα αυτά (εκτός κι αν έχεις διαβάσει για την πραγματική ληστεία – αν και πάλι, οι δημιουργοί αλλάζουν αρκούντως τα πράγματα, για να προκύψει μια πιο ελεύθερη θεώρηση των γεγονότων), έχει και χιούμορ, όλα καλά. Απλά, αν καθίσεις και τα βάλεις τα πράγματα κάτω, εντέλει η διαχείριση από μέρους του σκηνοθέτη δείχνει ατολμία. Και μπέρδεμα. Ήθελε να το πάει το όλο πράγμα εντελώς προς την κωμωδία; Ήθελε να έχει στην ταινία του μια ντοκιμαντερίστικη αυθεντικότητα; Ήθελε να είναι καταγγελτικός; Φαίνεται πως δεν το έχει ξεκαθαρισμένο. Βεβαίως, μπορεί να ήθελε να τα κάνει και τα τρία. Σωστό κι αυτό. Όπως και να έχει, μια χαρά ταινία είναι αυτή. Και διασκεδαστική. Και μαθαίνεις και δυο, τρία πράγματα.
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 18 Ιουλίου 2019 από την Seven Films!