του Thierry de Peretti. Με τους Jean Michelangeli, Henri-Noël Tabary, Cédric Appietto, Marie-Pierre Nouveau, Sepulcre-Nativi, Dominique Colombani, Paul Garatte, Jean-Etienne Brat, Anaïs Lechiara, Paul Rognoni.
«Τι είσαι πρόθυμος να κάνεις για τον τόπο σου;»
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)
Κυνηγώντας την επανάσταση, οι κυνηγημένοι επαναστάτες
Αυτή είναι η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί ο Κορσικανός σκηνοθέτης Thierry de Peretti, μετά το «Les Apaches» (2013). Η ταινία εκείνη είχε κάνει την παγκόσμια πρεμιέρα της στο φεστιβάλ των Καννών, όπου συμμετείχε στο τμήμα «Δεκαπενθήμερο των Σκηνοθετών».
Η ταινία Ο Κορσικανός (Une Vie Violente) είχε κάνει την παγκόσμια πρεμιέρα της επίσης στο φεστιβάλ των Καννών, όπου συμμετείχε στο τμήμα «Εβδομάδα της Κριτικής», χωρίς όμως να διαγωνίζεται, το 2017. Συμμετείχε και στο φεστιβάλ Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου της Σεβίλης, όπου τιμήθηκε με το βραβείο σεναρίου.
Η υπόθεση: Κορσική, δεκαετία ’90, ένα πεδίο πολύ βίαιων εθνικιστικών συγκρούσεων, που στόχο είχαν την αυτονόμηση του νησιού από τον έλεγχο της Γαλλίας. Δεκάδες νεκροί κι ένα νησί παραδομένο στη βία. Ο Στεφάν είναι ένας νεαρός αστός, που αφελώς συλλαμβάνεται και οδηγείται στη φυλακή, όπου ριζοσπαστικοποιείται. Μαζί με παιδικούς του φίλους και συντρόφους του συμμετέχει στη δημιουργία μιας μαρξιστικής οργάνωσης, που προστίθεται στη μεγάλη λίστα των οργανώσεων οι οποίες – θεωρητικά όλες – έχουν ως στόχο την ανεξαρτησία. Πέρα όμως από τις απελευθερωτικές οργανώσεις υπάρχει και το οργανωμένο έγκλημα και τα πράγματα μπερδεύονται. Κάποια στιγμή, προκειμένου να γλιτώσει από βέβαιο θάνατο, διαφεύγει στο Παρίσι. Μετά από κάποια χρόνια, ο θάνατος ενός παλιού συντρόφου, του ξυπνά μνήμες και συνειδητοποιεί όλα όσα τον μεταμόρφωσαν από έναν νέο άνθρωπο της μεσαίας τάξης, γεμάτο όνειρα και σχέδια για το μέλλον, σε έναν ακτιβιστή επαναστάτη, που περνάει τη ζωή του μόνιμα καταδιωκόμενος. Η απόφαση στο δίλημμα να παραστεί ή όχι στην κηδεία του συντρόφου του στο νησί όπου είναι καταζητούμενος, είναι αυτή που θα καθορίσει το υπόλοιπο της ζωής του.
Η άποψή μας: Υπό φυσιολογικές συνθήκες, μια τέτοια ταινία, που ασχολείται με ένα πολύ ενδιαφέρον θέμα, που βάζει την πολιτική μέσα στο μείγμα της, που κάνει τους τόσο απαραίτητους παραλληλισμούς με τη σύγχρονη έξαρση των εθνικιστικών τάσεων απανταχού στον κόσμο – και κυρίως στην Ευρώπη – και που διαθέτει πίσω από την κάμερα και στο σενάριο έναν άνθρωπο ο οποίος τα γνωρίζει όλα αυτά από πρώτο χέρι, θα έπρεπε να είναι στην «must see» λίστα κάθε σινεφίλ, που σέβεται τον εαυτό του. Οι αρετές είναι μπόλικες και ολοφάνερες. Το ίδιο ολοφάνερα, όμως, είναι και τα μεγάλα προβλήματα της ταινίας, που εντέλει φτάνουν στο σημείο να υπερκεράσουν τα προτερήματα. Το βασικότερο πρόβλημα είναι η περίφημη γαλλική... πολυλογία! Και να φανταστεί κανείς ότι οι Κορσικανοί δεν θέλουν να έχουν καμία σχέση με οτιδήποτε γαλλικό!
Κι όμως. Υπάρχουν πάρα πολλές διαλογικές σκηνές μέσα στην ταινία, όπου ο ήρωάς μας και διάφοροι άλλοι συζητούν με ζέση για τα προβλήματα που τους απασχολούν. Και μιλάνε και μιλάνε και μιλάνε... Και ο λόγος είναι πυκνός. Και ο θεατής αδυνατεί να τον (παρ)ακολουθήσει. Κι αυτό επειδή η πληροφορία ανά δευτερόλεπτο ξεπερνά τη μέση εγκεφαλική λειτουργία ενός πλήρως εν εγρηγόρσει ανθρώπου. Είναι ολοφάνερο το γεγονός ότι ο de Peretti ήθελε να δώσει μια όσο το δυνατόν πιο σφαιρική εικόνα για το τι συνέβαινε τότε στην Κορσική. Ναι, αλλά οι ήρωες είναι πολλοί. Ναι, αλλά αυτά που θέλει να πει είναι πάρα πολλά. Και ο φιλμικός χρόνος σχετικά περιορισμένος. Στα 107 λεπτά που διαρκεί η ταινία, θαρρείς και αναγκάζεσαι να τρέξεις σε σπριντ 100 μέτρων μια απόσταση μαραθωνίου! Ε, αυτό δεν γίνεται. Οπότε ακόμα και ο πιο καλόβολος θεατής πετιέται έξω από την ταινία γιατί απλά δεν προλαβαίνει.
Η ταινία δημιουργεί απόσταση με τον θεατή, η οποία ποτέ δεν καλύπτεται. Το παράδοξο (χμ, τώρα που το σκέφτομαι, δεν είναι και τόσο παράδοξο) είναι πως οι σκηνές χωρίς λόγο είναι εκείνες που κερδίζουν τις εντυπώσεις. Όπως εκείνη στην αρχή, με την εκτέλεση και το κάψιμο του αυτοκινήτου μέσα στα ελαιόδεντρα. Με την κάμερα να βρίσκεται στην σωστή απόσταση, ψυχρός παρατηρητής, ακούνητη, χωρίς «λογοκρισία» αλλά και χωρίς να προσπαθεί να κάμει τη βία ελκυστική, με σωστή «χορογραφία» της δράσης, με το σοκ της άπλετης βίας να ταρακουνάει τον θεατή και γενικά με ένα στήσιμο – μάθημα του πως γυρίζεις μια τέτοια σκηνή! Αυτό, μάλιστα. Ότι ακολουθεί, όμως, δυστυχώς, απογοητεύει. Έξυπνη η χρήση υλικού από πραγματικές επιθέσεις μέσα στο μυθοπλαστικό περιβάλλον, δίνει μια επιπλέον νότα αυθεντικότητας και επείγοντος. Αυθεντικότητα που προσφέρουν τα γυρίσματα στην Κορσική, η χρήση της τοπικής ντοπολαλιάς και η συμμετοχή ημιεπαγγελματιών ηθοποιών από την περιοχή. Πέρα από την αρχική σκηνή μου έκανε φοβερή εντύπωση η σκηνή με τις γυναίκες που συζητάνε. Έτσι κι αλλιώς ο κόσμος της ταινίας είναι ένας κατά βάση ανδρικός κόσμος, όπου οι γυναίκες είναι απλώς αντικείμενα του πόθου και μη δρώντα όντα, ικανά να κινήσουν το μοχλό της ιστορίας (λίγο φάουλ αυτό, έτσι;).
Στη σκηνή στο τραπέζι, λοιπόν, είναι τρομερή η αίσθηση που βγαίνει από το παίξιμο των γυναικών και από τον διάλογο, ότι δηλαδή όλα αυτά είναι δικαιολογημένα! Ότι όλη αυτή η βία, όλοι αυτοί οι σκοτωμοί, είναι δικαιολογημένοι! Με μια αίσθηση τιμής, πάνω από όλα! Με χαροκαμένες μητέρες απλά να δέχονται στωικά την κατάσταση και – να τολμήσω; - να προσπαθούν να την ελαφρύνουν με κάτι σαν χιούμορ! Γουάου! Το άλλο που μου έκανε εντύπωση και που προσμετράται στα υπέρ του σκηνοθέτη, είναι η αίσθηση αποκλεισμού και μόνιμης απειλής που βιώνει ο βασικός πρωταγωνιστής (απλά διεκπεραιωτικός ως ερμηνεία, να τα λέμε κι αυτά), από τη στιγμή που επιστρέφει στη γενέτειρά του.
Αυτή η βίαιη ζωή (όπως είναι και ο πρωτότυπος τίτλος της ταινίας), ε, δεν παλεύεται, όπως και να το κάνεις. Πρέπει να έχεις άντερα για να αντέξεις. Και βεβαίως, υπάρχει κι αυτό που έγραψε ο Ναζίμ Χικμέτ και μελοποίησε ο Θάνος Μικρούτσικος στα «Πολιτικά» και συγκεκριμένα στο τραγούδι «Η μπαλάντα του οπερατέρ» (με αφορμή τη Χιλή και τον Αλιέντε): «Αχ, η δύναμη βγαίνει απ’ τις γροθιές κι όχι από πρόσωπα καλοσυνάτα – από στόμια βγαίνει η δύναμη κι όχι από τα στόματα»...
Η υπόθεση: Κορσική, δεκαετία ’90, ένα πεδίο πολύ βίαιων εθνικιστικών συγκρούσεων, που στόχο είχαν την αυτονόμηση του νησιού από τον έλεγχο της Γαλλίας. Δεκάδες νεκροί κι ένα νησί παραδομένο στη βία. Ο Στεφάν είναι ένας νεαρός αστός, που αφελώς συλλαμβάνεται και οδηγείται στη φυλακή, όπου ριζοσπαστικοποιείται. Μαζί με παιδικούς του φίλους και συντρόφους του συμμετέχει στη δημιουργία μιας μαρξιστικής οργάνωσης, που προστίθεται στη μεγάλη λίστα των οργανώσεων οι οποίες – θεωρητικά όλες – έχουν ως στόχο την ανεξαρτησία. Πέρα όμως από τις απελευθερωτικές οργανώσεις υπάρχει και το οργανωμένο έγκλημα και τα πράγματα μπερδεύονται. Κάποια στιγμή, προκειμένου να γλιτώσει από βέβαιο θάνατο, διαφεύγει στο Παρίσι. Μετά από κάποια χρόνια, ο θάνατος ενός παλιού συντρόφου, του ξυπνά μνήμες και συνειδητοποιεί όλα όσα τον μεταμόρφωσαν από έναν νέο άνθρωπο της μεσαίας τάξης, γεμάτο όνειρα και σχέδια για το μέλλον, σε έναν ακτιβιστή επαναστάτη, που περνάει τη ζωή του μόνιμα καταδιωκόμενος. Η απόφαση στο δίλημμα να παραστεί ή όχι στην κηδεία του συντρόφου του στο νησί όπου είναι καταζητούμενος, είναι αυτή που θα καθορίσει το υπόλοιπο της ζωής του.
Η άποψή μας: Υπό φυσιολογικές συνθήκες, μια τέτοια ταινία, που ασχολείται με ένα πολύ ενδιαφέρον θέμα, που βάζει την πολιτική μέσα στο μείγμα της, που κάνει τους τόσο απαραίτητους παραλληλισμούς με τη σύγχρονη έξαρση των εθνικιστικών τάσεων απανταχού στον κόσμο – και κυρίως στην Ευρώπη – και που διαθέτει πίσω από την κάμερα και στο σενάριο έναν άνθρωπο ο οποίος τα γνωρίζει όλα αυτά από πρώτο χέρι, θα έπρεπε να είναι στην «must see» λίστα κάθε σινεφίλ, που σέβεται τον εαυτό του. Οι αρετές είναι μπόλικες και ολοφάνερες. Το ίδιο ολοφάνερα, όμως, είναι και τα μεγάλα προβλήματα της ταινίας, που εντέλει φτάνουν στο σημείο να υπερκεράσουν τα προτερήματα. Το βασικότερο πρόβλημα είναι η περίφημη γαλλική... πολυλογία! Και να φανταστεί κανείς ότι οι Κορσικανοί δεν θέλουν να έχουν καμία σχέση με οτιδήποτε γαλλικό!
Κι όμως. Υπάρχουν πάρα πολλές διαλογικές σκηνές μέσα στην ταινία, όπου ο ήρωάς μας και διάφοροι άλλοι συζητούν με ζέση για τα προβλήματα που τους απασχολούν. Και μιλάνε και μιλάνε και μιλάνε... Και ο λόγος είναι πυκνός. Και ο θεατής αδυνατεί να τον (παρ)ακολουθήσει. Κι αυτό επειδή η πληροφορία ανά δευτερόλεπτο ξεπερνά τη μέση εγκεφαλική λειτουργία ενός πλήρως εν εγρηγόρσει ανθρώπου. Είναι ολοφάνερο το γεγονός ότι ο de Peretti ήθελε να δώσει μια όσο το δυνατόν πιο σφαιρική εικόνα για το τι συνέβαινε τότε στην Κορσική. Ναι, αλλά οι ήρωες είναι πολλοί. Ναι, αλλά αυτά που θέλει να πει είναι πάρα πολλά. Και ο φιλμικός χρόνος σχετικά περιορισμένος. Στα 107 λεπτά που διαρκεί η ταινία, θαρρείς και αναγκάζεσαι να τρέξεις σε σπριντ 100 μέτρων μια απόσταση μαραθωνίου! Ε, αυτό δεν γίνεται. Οπότε ακόμα και ο πιο καλόβολος θεατής πετιέται έξω από την ταινία γιατί απλά δεν προλαβαίνει.
Η ταινία δημιουργεί απόσταση με τον θεατή, η οποία ποτέ δεν καλύπτεται. Το παράδοξο (χμ, τώρα που το σκέφτομαι, δεν είναι και τόσο παράδοξο) είναι πως οι σκηνές χωρίς λόγο είναι εκείνες που κερδίζουν τις εντυπώσεις. Όπως εκείνη στην αρχή, με την εκτέλεση και το κάψιμο του αυτοκινήτου μέσα στα ελαιόδεντρα. Με την κάμερα να βρίσκεται στην σωστή απόσταση, ψυχρός παρατηρητής, ακούνητη, χωρίς «λογοκρισία» αλλά και χωρίς να προσπαθεί να κάμει τη βία ελκυστική, με σωστή «χορογραφία» της δράσης, με το σοκ της άπλετης βίας να ταρακουνάει τον θεατή και γενικά με ένα στήσιμο – μάθημα του πως γυρίζεις μια τέτοια σκηνή! Αυτό, μάλιστα. Ότι ακολουθεί, όμως, δυστυχώς, απογοητεύει. Έξυπνη η χρήση υλικού από πραγματικές επιθέσεις μέσα στο μυθοπλαστικό περιβάλλον, δίνει μια επιπλέον νότα αυθεντικότητας και επείγοντος. Αυθεντικότητα που προσφέρουν τα γυρίσματα στην Κορσική, η χρήση της τοπικής ντοπολαλιάς και η συμμετοχή ημιεπαγγελματιών ηθοποιών από την περιοχή. Πέρα από την αρχική σκηνή μου έκανε φοβερή εντύπωση η σκηνή με τις γυναίκες που συζητάνε. Έτσι κι αλλιώς ο κόσμος της ταινίας είναι ένας κατά βάση ανδρικός κόσμος, όπου οι γυναίκες είναι απλώς αντικείμενα του πόθου και μη δρώντα όντα, ικανά να κινήσουν το μοχλό της ιστορίας (λίγο φάουλ αυτό, έτσι;).
Στη σκηνή στο τραπέζι, λοιπόν, είναι τρομερή η αίσθηση που βγαίνει από το παίξιμο των γυναικών και από τον διάλογο, ότι δηλαδή όλα αυτά είναι δικαιολογημένα! Ότι όλη αυτή η βία, όλοι αυτοί οι σκοτωμοί, είναι δικαιολογημένοι! Με μια αίσθηση τιμής, πάνω από όλα! Με χαροκαμένες μητέρες απλά να δέχονται στωικά την κατάσταση και – να τολμήσω; - να προσπαθούν να την ελαφρύνουν με κάτι σαν χιούμορ! Γουάου! Το άλλο που μου έκανε εντύπωση και που προσμετράται στα υπέρ του σκηνοθέτη, είναι η αίσθηση αποκλεισμού και μόνιμης απειλής που βιώνει ο βασικός πρωταγωνιστής (απλά διεκπεραιωτικός ως ερμηνεία, να τα λέμε κι αυτά), από τη στιγμή που επιστρέφει στη γενέτειρά του.
Αυτή η βίαιη ζωή (όπως είναι και ο πρωτότυπος τίτλος της ταινίας), ε, δεν παλεύεται, όπως και να το κάνεις. Πρέπει να έχεις άντερα για να αντέξεις. Και βεβαίως, υπάρχει κι αυτό που έγραψε ο Ναζίμ Χικμέτ και μελοποίησε ο Θάνος Μικρούτσικος στα «Πολιτικά» και συγκεκριμένα στο τραγούδι «Η μπαλάντα του οπερατέρ» (με αφορμή τη Χιλή και τον Αλιέντε): «Αχ, η δύναμη βγαίνει απ’ τις γροθιές κι όχι από πρόσωπα καλοσυνάτα – από στόμια βγαίνει η δύναμη κι όχι από τα στόματα»...
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 2 Μαΐου 2019 από την Weird Wave!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική