του Allan Mauduit. Με τους Cécile de France, Yolande Moreau, Audrey Lamy, Simon Abkarian, Eric Godon, Samuel Jouy.
«Μια θηλυκή ροκ εν ρολ κωμωδία»
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)
Τα κονσερβοκούτια κρύβουν εκπλήξεις
Αυτή είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας που σκηνοθετεί ο Allan Mauduit, ο οποίος συνυπογράφει και το σενάριο (μαζί με τον Jérémie Guez, ο οποίος μεταξύ των άλλων, ήταν ένας από τους σεναριογράφους της ταινίας «Η νύχτα που έφαγε τον κόσμο»). Το 2008 μαζί με τον Jean-Patrick Benes είχαν συνσκηνοθετήσει την ταινία «Vilaine».
Η ταινία Σκότωσα το Αφεντικό μου (Rebelles) έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο φεστιβάλ L'Alpe d'Huez, στη Γαλλία. Βγήκε στις αίθουσες στη χώρα της στις 13 Μαρτίου και οι εγχώριες εισπράξεις της ξεπέρασαν τα επτά εκατομμύρια ευρώ.
Η υπόθεση: Η Σαντρά είναι μια γυναίκα, που συνεχίζει να είναι όμορφη και δροσερή κι ας πατάει πλέον στην τρίτη δεκαετία της ζωής της. Προκειμένου να ξεφύγει από τον βίαιο σύζυγό της, ο οποίος την δέρνει, η Σαντρά αναγκάζεται να εγκαταλείψει τον γαλλικό νότο, όπου ζούσε μαζί του, και να επιστρέψει στη γενέτειρά της, τη Βουλώνη, μια παραθαλάσσια πόλη κοντά στη Μάγχη. Εκεί μεγάλωσε, εκεί έγινε κομμώτρια, εκεί κέρδισε σε καλλιστεία όταν ήταν μικρότερη. Μένει (προσωρινά υποτίθεται) στο τροχόσπιτο της μητέρας της – που δεν τρελαίνεται για την επιστροφή της – και ψάχνει απεγνωσμένα για δουλειά. Και βρίσκει σε ένα τοπικό κονσερβοποιείο ψαριών.
Κι ενώ δεν περνάει πολύ καιρός από τότε που έχει προσληφθεί, την ξεμοναχιάζει και προσπαθεί να τη βιάσει το αφεντικό της. Η Σαντρά αντιστέκεται, μια σειρά από συγκυρίες ακολουθούν και το αφεντικό σκοτώνεται. Αυτόπτες μάρτυρες στο περιστατικό είναι άλλες δύο συναδέλφισσες της Σαντρά, η Ναντίν και η Μεριλίν. Στην προσπάθειά τους να «εξαφανίσουν» τον νεκρό, θα ανακαλύψουν ένα σακ βουαγιάζ γεμάτο χρήματα. Και θα το κρατήσουν. Μόνο που τα χρήματα αποτελούσαν αντίτιμο για εμπόριο κοκαΐνης. Οι Βέλγοι έμποροι (στους οποίους ουσιαστικά ανήκουν τα χρήματα) καταφθάνουν στη Βουλώνη διψώντας για αίμα και ο τοπικός τους συνεργάτης εμπλέκεται με την Σαντρά με παραπάνω από έναν τρόπους, ενώ κι ένας όχι και τόσο καθαρός αστυνομικός περιπλέκει ακόμα περισσότερο την κατάσταση...
Η άποψή μας: «Φόβος και παράνοια στη Βουλώνη» - και όχι στο Λας Βέγκας; «Αποστολή στη Βουλώνη» - και όχι στην Μπριζ; «Οι φυγάδες της Βουλώνης» - και όχι του Μιζούρι; Κάπως έτσι! Τούτη η ταινία πόρρω απέχει από το να τσουβαλιαστεί ως άλλη μία καλοκαιρινή γαλλική κωμωδία, από αυτές που αφθονούν στη χώρα μας με το που ανεβαίνουν οι θερμοκρασίες. Από την άλλη – δυστυχώς – δεν φέρει εις πέρας όλες τις προσδοκίες που δημιουργεί κατά το διάβα της. Από την άλλη... άλλη – ευτυχώς – δεν παίρνει τον εαυτό της ποτέ στα σοβαρά. Το τελικό αποτέλεσμα είναι ένα διασκεδαστικότατο, εντελώς άνισο, συνονθύλευμα, μια ταινία που κάνει πολλά πράγματα πάρα πολύ σωστά και μερικά πάρα πολύ λάθος και κυρίως μια ταινία πολύ τολμηρή, που θαρρείς όμως πως εκεί που ήταν (είναι) έτοιμη να απογειωθεί και να ξεφύγει στην στρατόσφαιρα, κάποιος της τραβάει τα χαλινάρια. Και την ευνουχίζει.
Ναι, η ταινία τραβάει τα πράγματα στα άκρα. Θα ήταν υπέρ της να τα τραβήξει στα άκρα ακόμα περισσότερο. Με μια λέξη κάποιος θα μπορούσε να τη χαρακτηρίσει ως «κουλουβάχατα». Ή αν θέλουμε να χρησιμοποιήσουμε αγγλοσαξονικό χαρακτηρισμό «a beautiful mess». Ένα πάτσγουορκ στο οποίο συναντούμε στοιχεία από το σινεμά των αδελφών Coen αλλά και στοιχεία από το σινεμά τόσο του Guy Ritchie όσο και του Quentin Tarantino. Κι άλλων, ο αριθμός και τα ονόματα των οποίων ουκ έχει (έχουν) τέλος! Θαρρείς και οι δημιουργοί της καθώς έγραφαν το σενάριο έλεγαν «ας βάλουμε κι αυτό, πλάκα έχει, ας βάλουμε κι αυτό για να δείξουμε κυνικοί, ας βάλουμε κι αυτό για να δείξουμε πόσο υπέρ της γυναικείας χειραφέτησης είμαστε, ας κάνουμε κι ένα σχόλιο για την κανιβαλιστική σύγχρονη κοινωνία, why not».
Η Cécile de France βρίσκεται στα ομορφότερα και στα πιο σέξι της, η Yolande Moreau έχει πλάκα άμα τη εμφανίσει – γενικώς, οι τρεις κυρίες αποτελούν την κινητήρια δύναμη της ταινίας και υπάρχει και ο Simon Abkarian ως μπαλαντέρ, να συμπαρασύρεται κι αυτός στην τρέλα του φιλμ. Η σκηνή που συνδυάζει ένα πέος σε στύση με ένα... φοριαμό είναι ταυτόχρονα γραφική, σοκαριστική, ξεκαρδιστική και σε οδηγεί σε μονοπάτια μαύρης κωμωδίας. Το γεγονός ότι οι τρεις κυρίες επιλέγουν να... κονσερβοποιήσουν το πτώμα προκειμένου να το εξαφανίσουν, σε παραπέμπει σε κατάμαυρη κωμωδία μακάβριων καταστάσεων, με τον κανιβαλισμό να ελλοχεύει. Εκεί ο σκηνοθέτης μάλλον φοβήθηκε και σκέφτηκε «ρε, θα μας δείρουν, το τραβάμε πολύ». Οπότε, οι κονσέρβες με τον νεκρό, αντί να καταναλωθούν από τους... φτωχούς (τρομερό εύρημα ακόμα και ως πιθανότητα, σκεφτείτε το) καταλήγουν άδοξα μέσα στο υγρό στοιχείο, που σκεπάζει και κρύβει τα πάντα.
Μετά, η ταινία μετατρέπεται σε αστυνομικό θρίλερ κατά μία έννοια. Πάντα με υπόνοια χιούμορ από πίσω. Οι σκηνές με την Cécile να παίζει ξύλο με τον Simon, θυμίζουν... βιντεοκλίπ. Και η σκηνή στην παραλία και το παγωτό λεμόνι (η αγαπημένη μου της ταινίας) παραπέμπει σε άλλο σινεμά, σε άλλο ύφος, σε άλλη λογική. Και μετά έχουμε το εν πολλοίς αμήχανο φινάλε: αν η ταινία τελείωνε με το τελευταίο πιστολίδι μέσα στο σπίτι, οι θεατές θα έμεναν μαλάκες, και λογικό, μιας που ενώ υπάρχει κορύφωση, οι τρεις ηρωίδες θα έμεναν εντέλει αδικαίωτες. Γι' αυτό και ακολουθεί το τελικό φινάλε. Που μας κλείνει το μάτι. Εν κατακλείδι: μια χαρά θα περάσετε. Καθόλου δεν θα βαρεθείτε. Θα σκεφτείτε και πράγματα σε δεύτερο επίπεδο. Και ίσως, ίσως λέω, εκεί που θα διασκεδάζετε παρακολουθώντας τα δρώμενα επί της μεγάλης οθόνης, να σκεφτείτε: «κοίτα να δεις, στο τσακ την είχε την μεγάλη επίδοση». Καλά είναι κι έτσι...
Η υπόθεση: Η Σαντρά είναι μια γυναίκα, που συνεχίζει να είναι όμορφη και δροσερή κι ας πατάει πλέον στην τρίτη δεκαετία της ζωής της. Προκειμένου να ξεφύγει από τον βίαιο σύζυγό της, ο οποίος την δέρνει, η Σαντρά αναγκάζεται να εγκαταλείψει τον γαλλικό νότο, όπου ζούσε μαζί του, και να επιστρέψει στη γενέτειρά της, τη Βουλώνη, μια παραθαλάσσια πόλη κοντά στη Μάγχη. Εκεί μεγάλωσε, εκεί έγινε κομμώτρια, εκεί κέρδισε σε καλλιστεία όταν ήταν μικρότερη. Μένει (προσωρινά υποτίθεται) στο τροχόσπιτο της μητέρας της – που δεν τρελαίνεται για την επιστροφή της – και ψάχνει απεγνωσμένα για δουλειά. Και βρίσκει σε ένα τοπικό κονσερβοποιείο ψαριών.
Κι ενώ δεν περνάει πολύ καιρός από τότε που έχει προσληφθεί, την ξεμοναχιάζει και προσπαθεί να τη βιάσει το αφεντικό της. Η Σαντρά αντιστέκεται, μια σειρά από συγκυρίες ακολουθούν και το αφεντικό σκοτώνεται. Αυτόπτες μάρτυρες στο περιστατικό είναι άλλες δύο συναδέλφισσες της Σαντρά, η Ναντίν και η Μεριλίν. Στην προσπάθειά τους να «εξαφανίσουν» τον νεκρό, θα ανακαλύψουν ένα σακ βουαγιάζ γεμάτο χρήματα. Και θα το κρατήσουν. Μόνο που τα χρήματα αποτελούσαν αντίτιμο για εμπόριο κοκαΐνης. Οι Βέλγοι έμποροι (στους οποίους ουσιαστικά ανήκουν τα χρήματα) καταφθάνουν στη Βουλώνη διψώντας για αίμα και ο τοπικός τους συνεργάτης εμπλέκεται με την Σαντρά με παραπάνω από έναν τρόπους, ενώ κι ένας όχι και τόσο καθαρός αστυνομικός περιπλέκει ακόμα περισσότερο την κατάσταση...
Η άποψή μας: «Φόβος και παράνοια στη Βουλώνη» - και όχι στο Λας Βέγκας; «Αποστολή στη Βουλώνη» - και όχι στην Μπριζ; «Οι φυγάδες της Βουλώνης» - και όχι του Μιζούρι; Κάπως έτσι! Τούτη η ταινία πόρρω απέχει από το να τσουβαλιαστεί ως άλλη μία καλοκαιρινή γαλλική κωμωδία, από αυτές που αφθονούν στη χώρα μας με το που ανεβαίνουν οι θερμοκρασίες. Από την άλλη – δυστυχώς – δεν φέρει εις πέρας όλες τις προσδοκίες που δημιουργεί κατά το διάβα της. Από την άλλη... άλλη – ευτυχώς – δεν παίρνει τον εαυτό της ποτέ στα σοβαρά. Το τελικό αποτέλεσμα είναι ένα διασκεδαστικότατο, εντελώς άνισο, συνονθύλευμα, μια ταινία που κάνει πολλά πράγματα πάρα πολύ σωστά και μερικά πάρα πολύ λάθος και κυρίως μια ταινία πολύ τολμηρή, που θαρρείς όμως πως εκεί που ήταν (είναι) έτοιμη να απογειωθεί και να ξεφύγει στην στρατόσφαιρα, κάποιος της τραβάει τα χαλινάρια. Και την ευνουχίζει.
Ναι, η ταινία τραβάει τα πράγματα στα άκρα. Θα ήταν υπέρ της να τα τραβήξει στα άκρα ακόμα περισσότερο. Με μια λέξη κάποιος θα μπορούσε να τη χαρακτηρίσει ως «κουλουβάχατα». Ή αν θέλουμε να χρησιμοποιήσουμε αγγλοσαξονικό χαρακτηρισμό «a beautiful mess». Ένα πάτσγουορκ στο οποίο συναντούμε στοιχεία από το σινεμά των αδελφών Coen αλλά και στοιχεία από το σινεμά τόσο του Guy Ritchie όσο και του Quentin Tarantino. Κι άλλων, ο αριθμός και τα ονόματα των οποίων ουκ έχει (έχουν) τέλος! Θαρρείς και οι δημιουργοί της καθώς έγραφαν το σενάριο έλεγαν «ας βάλουμε κι αυτό, πλάκα έχει, ας βάλουμε κι αυτό για να δείξουμε κυνικοί, ας βάλουμε κι αυτό για να δείξουμε πόσο υπέρ της γυναικείας χειραφέτησης είμαστε, ας κάνουμε κι ένα σχόλιο για την κανιβαλιστική σύγχρονη κοινωνία, why not».
Η Cécile de France βρίσκεται στα ομορφότερα και στα πιο σέξι της, η Yolande Moreau έχει πλάκα άμα τη εμφανίσει – γενικώς, οι τρεις κυρίες αποτελούν την κινητήρια δύναμη της ταινίας και υπάρχει και ο Simon Abkarian ως μπαλαντέρ, να συμπαρασύρεται κι αυτός στην τρέλα του φιλμ. Η σκηνή που συνδυάζει ένα πέος σε στύση με ένα... φοριαμό είναι ταυτόχρονα γραφική, σοκαριστική, ξεκαρδιστική και σε οδηγεί σε μονοπάτια μαύρης κωμωδίας. Το γεγονός ότι οι τρεις κυρίες επιλέγουν να... κονσερβοποιήσουν το πτώμα προκειμένου να το εξαφανίσουν, σε παραπέμπει σε κατάμαυρη κωμωδία μακάβριων καταστάσεων, με τον κανιβαλισμό να ελλοχεύει. Εκεί ο σκηνοθέτης μάλλον φοβήθηκε και σκέφτηκε «ρε, θα μας δείρουν, το τραβάμε πολύ». Οπότε, οι κονσέρβες με τον νεκρό, αντί να καταναλωθούν από τους... φτωχούς (τρομερό εύρημα ακόμα και ως πιθανότητα, σκεφτείτε το) καταλήγουν άδοξα μέσα στο υγρό στοιχείο, που σκεπάζει και κρύβει τα πάντα.
Μετά, η ταινία μετατρέπεται σε αστυνομικό θρίλερ κατά μία έννοια. Πάντα με υπόνοια χιούμορ από πίσω. Οι σκηνές με την Cécile να παίζει ξύλο με τον Simon, θυμίζουν... βιντεοκλίπ. Και η σκηνή στην παραλία και το παγωτό λεμόνι (η αγαπημένη μου της ταινίας) παραπέμπει σε άλλο σινεμά, σε άλλο ύφος, σε άλλη λογική. Και μετά έχουμε το εν πολλοίς αμήχανο φινάλε: αν η ταινία τελείωνε με το τελευταίο πιστολίδι μέσα στο σπίτι, οι θεατές θα έμεναν μαλάκες, και λογικό, μιας που ενώ υπάρχει κορύφωση, οι τρεις ηρωίδες θα έμεναν εντέλει αδικαίωτες. Γι' αυτό και ακολουθεί το τελικό φινάλε. Που μας κλείνει το μάτι. Εν κατακλείδι: μια χαρά θα περάσετε. Καθόλου δεν θα βαρεθείτε. Θα σκεφτείτε και πράγματα σε δεύτερο επίπεδο. Και ίσως, ίσως λέω, εκεί που θα διασκεδάζετε παρακολουθώντας τα δρώμενα επί της μεγάλης οθόνης, να σκεφτείτε: «κοίτα να δεις, στο τσακ την είχε την μεγάλη επίδοση». Καλά είναι κι έτσι...
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 23 Μαΐου 2019 από την Seven Films!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική