της Claire Burger. Με τους Bouli Lanners, Justine Lacroix, Sarah Henochsberg, Cecily Remy-Boutang, Antonia Buresi, Celia Mayer, Lorenzo Demanget.
«Τι 'ν' αυτό που το λένε αγάπη»
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)
«Όλη μου η ζωή είναι η αγάπη μου για εσάς»
Η σκηνοθέτιδα της ταινίας Claire Burger γεννήθηκε το 1978 στην πόλη Φορμπάχ της Γαλλίας, μια πόλη που απέχει περίπου 15 λεπτά από τα γερμανικά σύνορα και την πόλη Ζααμπρούκεν. Αυτή είναι η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί και η πρώτη στην οποία επιχειρεί να το πετύχει σόλο. Η προηγούμενη εμπειρία της σε ταινία μεγάλου μήκους ήταν η συνσκηνοθεσία της ταινίας Party Girl (2014) μαζί με τους Marie Amachoukeli και Samuel Theis, για την οποία τιμήθηκε με τη Χρυσή Κάμερα στο φεστιβάλ των Καννών, όπου συμμετείχε στο τμήμα «Ένα κάποιο βλέμμα». Και στις δύο ταινίες (συν)υπογράφει το σενάριο. Και οι δύο ταινίες διαδραματίζονται στη γενέτειρά της, την πόλη Φορμπάχ.
Η ταινία Αγάπη Είναι (C'est Ça l'Amour / Real Love) έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της τον περασμένο Σεπτέμβριο στο φεστιβάλ Βενετίας, όπου συμμετείχε στο τμήμα «Giornate degli Autori». Εκεί τιμήθηκε με το βραβείο Fedeora, το οποίο απονέμεται στην καλύτερη ταινία του τμήματος. Από εκεί και πέρα έλαβε μέρος σε διάφορα φεστιβάλ, όπως τα φεστιβάλ Ζυρίχης, Μπουσάν, Δουβλίνου και Γκέτεμποργκ. Στην Ελλάδα την πρεμιέρα της η ταινία την έκανε στο πλαίσιο του περασμένου φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου.
Η υπόθεση: Ο Μαριό είναι ένας δημόσιος υπάλληλος, του οποίου ο κόσμος διαλύεται όταν τον εγκαταλείπει η επί 20 χρόνια σύζυγός του, αφήνοντάς τον μόνο με τις δύο κόρες τους: την 14χρονη Φρίντα και την 17χρονη Νίκι, που πλησιάζει την ενηλικίωση. Ο Μαριό αγαπάει τη γυναίκα του, αλλά δεν μπορεί να την πιέσει να μείνει μαζί του. Ελπίζει πως θα κάνει ένα διάλειμμα στο γάμο τους και θα επιστρέψει. Εντωμεταξύ, για να ξεχάσει τον πόνο του, αλλά και για να βρίσκεται κοντά στην (πρώην;) γυναίκα του, που δουλεύει στο θέατρο, δηλώνει συμμετοχή σε μια παράσταση ερασιτεχνών. Πέρα όλων των άλλων έχει να αντιμετωπίσει τη σεξουαλική αφύπνιση των δύο θυγατέρων του, με τη μεγάλη να είναι προχώ και έτοιμη να χάσει την παρθενιά της και τη μικρή να ερωτεύεται μια συμμαθήτριά της και να μην μπορεί να διαχειριστεί την απόρριψη...
Η άποψή μας: Πολύ γλυκιά και τρυφερή ταινία είναι τούτη εδώ. Αλλά ταυτόχρονα και αρκετά φλατ. Το «καρδιογράφημα» μιας ταινίας την χαρακτηρίζει, η αλήθεια είναι αυτή. Σε άλλες, το να κινούνται οι συγκινήσεις σε εύρος μικρών ημιτονίων είναι ταιριαστό και λειτουργεί υπέρ τους. Στην περίπτωση τούτης της ταινίας της Burger, πάντως, νομίζω πως έπρεπε να υπάρχει πιο δυνατό και έντονο... καρδιοχτύπι! Anyway, δεν στερείται προτερημάτων το φιλμ. Ίσα ίσα. Αρχικά, έχει ενδιαφέρον το γεγονός ότι η σκηνοθέτιδα παρουσιάζει τις συνέπειες ενός χωρισμού, βάζοντας στο επίκεντρο των γεγονότων τον πατέρα, που μένει αυτός μόνος πίσω για να φροντίσει τα παιδιά. Συνήθως, να πούμε στο 90% περίπου ανάλογων κινηματογραφικών ταινιών, βλέπουμε τι γίνεται όταν ο πατέρας εγκαταλείπει την οικογένειά του. Το... αντίθετο το έχουμε δει σπανιότατα, πχ σε ταινίες όπως το «Κράμερ εναντίον Κράμερ».
Το είδαμε όμως και πρόσφατα, σε μια άλλη γαλλόφωνη ταινία, το Οι αγώνες μας (Nos Batailles) (έχει ενδιαφέρον το γεγονός ότι διανεμήθηκε στη χώρα μας από την ίδια εταιρία διανομής που βγάζει στις αίθουσες και τούτη εδώ), που κατά την άποψή μας, έπιασε το θέμα της και πιο σφαιρικά και με πιο δυνατό και ζωντανό τρόπο. Βέβαια, σε εκείνη την ταινία με πρωταγωνιστή τον Romain Duris, ο σκηνοθέτης έστρεφε περισσότερο το βλέμμα του στην κοινωνία. Στην περίπτωση της ταινίας της Burger η κοινωνία εμφανίζεται «by the way» στις σκηνές μέσα στη δημόσια υπηρεσία και λίγο στην παράσταση στην οποία συμμετέχει ο Μαριό, όπου οι πρωταγωνιστές της είναι όλοι κάτοικοι της πόλης, οι οποίοι, ουσιαστικά, αφηγούνται τα προβλήματά τους επί σκηνής, εν είδει δημόσιας ψυχοθεραπείας. Κατά τα άλλα, η Burger, υπογράφοντας και το αυτοβιογραφικό εν πολλοίς σενάριό της, που βασίζεται στις θύμισές της από τον χωρισμό των γονέων της, περισσότερο ενδιαφέρεται για την... αγάπη του πράγματος. Κάνει μια σπουδή θαρρείς πάνω στην αγάπη (την αγάπη ανάμεσα σε συζύγους αλλά και την αγάπη ανάμεσα σε γονείς και παιδιά) χωρίς να προσπαθεί και να την ορίσει – κάτι που είναι καλό αυτό.
Ο Μαριό αρχικά πελαγώνει. Ναι, ακόμα και σήμερα, εν έτει 2019, οι άνδρες ενώ σαφώς και συμμετέχουν πολύ περισσότερο στην ανατροφή των παιδιών τους από ότι πχ 30 χρόνια πριν, εντούτοις, και πάλι, το μεγάλο βάρος πέφτει στις μητέρες. Ακόμα και στην Ευρώπη, εκείνη που έχει περάσει διαφωτισμό! Ο Μαριό λοιπόν δεν ξέρει πως να χειριστεί την κατάσταση. Από το φαγητό και τα ρούχα μέχρι κυρίως τη συμπεριφορά και τις αποφάσεις του απέναντι σε ζητήματα τόσο καυτά όσο εκείνα δύο κοριτσιών που μεγαλώνουν. Ευτυχώς για εκείνον, η μεγαλύτερη κόρη είναι σαφώς στο πλευρό του και τον υποστηρίζει σ' αυτή τη «διαμάχη» με τη μητέρα τους. Ατυχώς, η μικρή κόρη τον κατηγορεί για τα πάντα, του πάει συνεχώς κόντρα, δεν τον αφήνει σε χλωρό κλαρί και είναι δύσκολο να τη διαχειριστεί. Και είναι η μικρή κόρη, που θα κάνει τη... μαλατσία – από αυτές που ευτυχώς μόνο στις ταινίες λαμβάνουν χώρα κατά βάση. Το φινάλε θα μείνει επίτηδες ανοιχτό: κάποιες μάχες θα έχουν χαθεί, κάποιες άλλες θα έχουν κερδηθεί, σημασία έχει ότι υπάρχει αγάπη.
Αυτό που κυρίως μου άρεσε στην ταινία είναι η ερμηνεία του φοβερού και τρομερού Bouli Lanners, στο ρόλο του πατέρα. Έτσι κι αλλιώς τον συμπαθώ πολύ τον τύπο και ως σκηνοθέτη. Η τελευταία ταινία που σκηνοθέτησε – και στην οποία κρατούσε επίσης έναν μικρό ρόλο – το «Les premiers les derniers», ήταν αριστούργημα. Το είχα δει στη Berlinale του 2016 και είχα πάθει πλάκα! Η ταινία μάλιστα, απ' όσο δύναμαι να γνωρίζω, είχε αγοραστεί από ελληνική εταιρία διανομής, αλλά δεν βγήκε ποτέ στις αίθουσες, προφανώς ως μη εμπορική. Όσοι μπορείτε να τη δείτε, να το κάνετε: πρόκειται για ένα μικρό αριστούργημα. Κλείνουμε την παρένθεση και πάμε για επίλογο. Προσωπικά, πέρασα καλά παρακολουθώντας την ταινία: δεν έπαθα πλάκα, δεν βαρέθηκα όμως και καθόλου. Θα την ήθελα πιο «ζωηρή», και λιγότερο «ισιάδι». Δεν διαθέτει ούτε δραματουργικές ούτε κωμικές κορυφώσεις, κάτι που δεν την κάνει τόσο ελκυστική στον μέσο θεατή.
Από την άλλη, σφήνες όπως εκείνη του φινάλε, όπου ο πατέρας δίνει κυριολεκτικά μαθήματα ζωής στις κόρες του, για το πως μπορούμε να σβήσουμε μια φωτιά αν χρειαστεί, έχουν τη σημασία τους και σε δεύτερο επίπεδο και είναι καλοδεχούμενες. Θα την πω την αμαρτία μου όμως: σε σχέση με το «Αγάπη είναι», το βρετανικό «Αγάπη είναι...» (δυο τίτλοι με μόνη διαφορά τα τρία αποσιωπητικά...», ε, προτιμώ το δεύτερο.
Η υπόθεση: Ο Μαριό είναι ένας δημόσιος υπάλληλος, του οποίου ο κόσμος διαλύεται όταν τον εγκαταλείπει η επί 20 χρόνια σύζυγός του, αφήνοντάς τον μόνο με τις δύο κόρες τους: την 14χρονη Φρίντα και την 17χρονη Νίκι, που πλησιάζει την ενηλικίωση. Ο Μαριό αγαπάει τη γυναίκα του, αλλά δεν μπορεί να την πιέσει να μείνει μαζί του. Ελπίζει πως θα κάνει ένα διάλειμμα στο γάμο τους και θα επιστρέψει. Εντωμεταξύ, για να ξεχάσει τον πόνο του, αλλά και για να βρίσκεται κοντά στην (πρώην;) γυναίκα του, που δουλεύει στο θέατρο, δηλώνει συμμετοχή σε μια παράσταση ερασιτεχνών. Πέρα όλων των άλλων έχει να αντιμετωπίσει τη σεξουαλική αφύπνιση των δύο θυγατέρων του, με τη μεγάλη να είναι προχώ και έτοιμη να χάσει την παρθενιά της και τη μικρή να ερωτεύεται μια συμμαθήτριά της και να μην μπορεί να διαχειριστεί την απόρριψη...
Η άποψή μας: Πολύ γλυκιά και τρυφερή ταινία είναι τούτη εδώ. Αλλά ταυτόχρονα και αρκετά φλατ. Το «καρδιογράφημα» μιας ταινίας την χαρακτηρίζει, η αλήθεια είναι αυτή. Σε άλλες, το να κινούνται οι συγκινήσεις σε εύρος μικρών ημιτονίων είναι ταιριαστό και λειτουργεί υπέρ τους. Στην περίπτωση τούτης της ταινίας της Burger, πάντως, νομίζω πως έπρεπε να υπάρχει πιο δυνατό και έντονο... καρδιοχτύπι! Anyway, δεν στερείται προτερημάτων το φιλμ. Ίσα ίσα. Αρχικά, έχει ενδιαφέρον το γεγονός ότι η σκηνοθέτιδα παρουσιάζει τις συνέπειες ενός χωρισμού, βάζοντας στο επίκεντρο των γεγονότων τον πατέρα, που μένει αυτός μόνος πίσω για να φροντίσει τα παιδιά. Συνήθως, να πούμε στο 90% περίπου ανάλογων κινηματογραφικών ταινιών, βλέπουμε τι γίνεται όταν ο πατέρας εγκαταλείπει την οικογένειά του. Το... αντίθετο το έχουμε δει σπανιότατα, πχ σε ταινίες όπως το «Κράμερ εναντίον Κράμερ».
Το είδαμε όμως και πρόσφατα, σε μια άλλη γαλλόφωνη ταινία, το Οι αγώνες μας (Nos Batailles) (έχει ενδιαφέρον το γεγονός ότι διανεμήθηκε στη χώρα μας από την ίδια εταιρία διανομής που βγάζει στις αίθουσες και τούτη εδώ), που κατά την άποψή μας, έπιασε το θέμα της και πιο σφαιρικά και με πιο δυνατό και ζωντανό τρόπο. Βέβαια, σε εκείνη την ταινία με πρωταγωνιστή τον Romain Duris, ο σκηνοθέτης έστρεφε περισσότερο το βλέμμα του στην κοινωνία. Στην περίπτωση της ταινίας της Burger η κοινωνία εμφανίζεται «by the way» στις σκηνές μέσα στη δημόσια υπηρεσία και λίγο στην παράσταση στην οποία συμμετέχει ο Μαριό, όπου οι πρωταγωνιστές της είναι όλοι κάτοικοι της πόλης, οι οποίοι, ουσιαστικά, αφηγούνται τα προβλήματά τους επί σκηνής, εν είδει δημόσιας ψυχοθεραπείας. Κατά τα άλλα, η Burger, υπογράφοντας και το αυτοβιογραφικό εν πολλοίς σενάριό της, που βασίζεται στις θύμισές της από τον χωρισμό των γονέων της, περισσότερο ενδιαφέρεται για την... αγάπη του πράγματος. Κάνει μια σπουδή θαρρείς πάνω στην αγάπη (την αγάπη ανάμεσα σε συζύγους αλλά και την αγάπη ανάμεσα σε γονείς και παιδιά) χωρίς να προσπαθεί και να την ορίσει – κάτι που είναι καλό αυτό.
Ο Μαριό αρχικά πελαγώνει. Ναι, ακόμα και σήμερα, εν έτει 2019, οι άνδρες ενώ σαφώς και συμμετέχουν πολύ περισσότερο στην ανατροφή των παιδιών τους από ότι πχ 30 χρόνια πριν, εντούτοις, και πάλι, το μεγάλο βάρος πέφτει στις μητέρες. Ακόμα και στην Ευρώπη, εκείνη που έχει περάσει διαφωτισμό! Ο Μαριό λοιπόν δεν ξέρει πως να χειριστεί την κατάσταση. Από το φαγητό και τα ρούχα μέχρι κυρίως τη συμπεριφορά και τις αποφάσεις του απέναντι σε ζητήματα τόσο καυτά όσο εκείνα δύο κοριτσιών που μεγαλώνουν. Ευτυχώς για εκείνον, η μεγαλύτερη κόρη είναι σαφώς στο πλευρό του και τον υποστηρίζει σ' αυτή τη «διαμάχη» με τη μητέρα τους. Ατυχώς, η μικρή κόρη τον κατηγορεί για τα πάντα, του πάει συνεχώς κόντρα, δεν τον αφήνει σε χλωρό κλαρί και είναι δύσκολο να τη διαχειριστεί. Και είναι η μικρή κόρη, που θα κάνει τη... μαλατσία – από αυτές που ευτυχώς μόνο στις ταινίες λαμβάνουν χώρα κατά βάση. Το φινάλε θα μείνει επίτηδες ανοιχτό: κάποιες μάχες θα έχουν χαθεί, κάποιες άλλες θα έχουν κερδηθεί, σημασία έχει ότι υπάρχει αγάπη.
Αυτό που κυρίως μου άρεσε στην ταινία είναι η ερμηνεία του φοβερού και τρομερού Bouli Lanners, στο ρόλο του πατέρα. Έτσι κι αλλιώς τον συμπαθώ πολύ τον τύπο και ως σκηνοθέτη. Η τελευταία ταινία που σκηνοθέτησε – και στην οποία κρατούσε επίσης έναν μικρό ρόλο – το «Les premiers les derniers», ήταν αριστούργημα. Το είχα δει στη Berlinale του 2016 και είχα πάθει πλάκα! Η ταινία μάλιστα, απ' όσο δύναμαι να γνωρίζω, είχε αγοραστεί από ελληνική εταιρία διανομής, αλλά δεν βγήκε ποτέ στις αίθουσες, προφανώς ως μη εμπορική. Όσοι μπορείτε να τη δείτε, να το κάνετε: πρόκειται για ένα μικρό αριστούργημα. Κλείνουμε την παρένθεση και πάμε για επίλογο. Προσωπικά, πέρασα καλά παρακολουθώντας την ταινία: δεν έπαθα πλάκα, δεν βαρέθηκα όμως και καθόλου. Θα την ήθελα πιο «ζωηρή», και λιγότερο «ισιάδι». Δεν διαθέτει ούτε δραματουργικές ούτε κωμικές κορυφώσεις, κάτι που δεν την κάνει τόσο ελκυστική στον μέσο θεατή.
Από την άλλη, σφήνες όπως εκείνη του φινάλε, όπου ο πατέρας δίνει κυριολεκτικά μαθήματα ζωής στις κόρες του, για το πως μπορούμε να σβήσουμε μια φωτιά αν χρειαστεί, έχουν τη σημασία τους και σε δεύτερο επίπεδο και είναι καλοδεχούμενες. Θα την πω την αμαρτία μου όμως: σε σχέση με το «Αγάπη είναι», το βρετανικό «Αγάπη είναι...» (δυο τίτλοι με μόνη διαφορά τα τρία αποσιωπητικά...», ε, προτιμώ το δεύτερο.
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 2 Μαΐου 2019 από την One from the Heart!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική