του Veit Helmer. Με τους Predrag 'Miki' Manojlovic, Denis Lavant, Paz Vega, Chulpan Khamatova, Maia Morgenstern, Irmena Chichikova, Boryana Manoilova.
Βυζάκια έξω λοιπόν!
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)
Η… Σταχτοπούτα της νέας εποχής
Αυτή είναι η έκτη μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας του γεννημένου στις 24 Απριλίου του 1968 στο Ανόβερο της Γερμανίας, Veit Helmer. Είναι και η πρώτη του που προβάλλεται εμπορικά στην Ελλάδα. Μία από τις προηγούμενες ταινίες του, το «Παραλογιστάν» (Absurdistan, 2008) είχε λάβει μέρος στο φεστιβάλ Αθηνών «Νύχτες Πρεμιέρας», όπου είχε τιμηθεί με το βραβείο σκηνοθεσίας και κυκλοφόρησε έπειτα κατευθείαν σε dvd.
Η παγκόσμια πρεμιέρα της ταινίας Το σουτιέν (The Bra) έλαβε χώρα στο φεστιβάλ του Χοφ, στη Γερμανία, τον περασμένο Οκτώβριο, ενώ λίγες μέρες μετά η ταινία συμμετείχε στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ του Τόκιο. Πήρε μέρος και στο περίφημο Tallinn Black Nights Film Festival. Αυτή είναι η δεύτερη φορά που συνεργάζεται με τον Predrag 'Miki' Manojlovic, μετά το «Gate to Heaven» (2003) και η δεύτερη φορά που συνεργάζεται τόσο με τον Denis Lavant όσο και με την Chulpan Khamatova, με τους οποίους είχε συνεργαστεί για πρώτη φορά στη ταινία «Tovalu» (1999).
Η υπόθεση: Ένα εμπορικό τραίνο διασχίζει μια ατελείωτη, εύφορη κοιλάδα στους πρόποδες του Καυκάσου. Στην καμπίνα του οδηγού ο Νουρλάν, ο μηχανοδηγός. Μέρα με τη μέρα οδηγεί το τραίνο διασχίζοντας ένα προάστιο του Μπακού, όπου τα κτήρια είναι τόσο κοντά στις γραμμές, που αναγκάζεται να περνά ξυστά από τις αυλές και τα κτίσματα. Κάθε φορά που το τρένο πλησιάζει, οι άνδρες που πίνουν τσάι και οι γυναίκες που απλώνουν τα ρούχα, τρέχουν να το αποφύγουν.
Ο Αζίζ, ένα μικρό ορφανό παιδί, όταν βλέπει τον πράσινο σηματοδότη, που ενημερώνει πως το τραίνο πλησιάζει, τρέχει με την σφυρίχτρα του κατά μήκος των γραμμών και ειδοποιεί τους κατοίκους να μαζέψουν τα πράγματά τους και να μπουν στα σπίτια τους. Ό,τι δεν προλαβαίνουν να μαζέψουν, ο Νουρλάν τα συγκεντρώνει στο τέλος της διαδρομής: φτερά κοτόπουλων, παιδικές μπάλες, ακόμα και σεντόνια. Την τελευταία μέρα πριν την συνταξιοδότησή του ο μηχανοδηγός βρίσκει σκαλωμένο στο τρένο ένα κάπως ιδιαίτερο σουβενίρ: ένα δαντελωτό, γαλάζιο σουτιέν! Η σκέψη του σουτιέν αναστατώνει τον Νουρλάν, τόσο που πλέον δεν μπορεί να κοιμηθεί τα βράδια. Η απέραντη μοναξιά του τον οδηγεί να επιστρέψει στη γειτονιά και να αναζητήσει την ιδιοκτήτρια του σουτιέν. Θα την εντοπίσει;
Η άποψή μας: Ευτυχώς, υπάρχουν ακόμα δημιουργοί που σκέφτονται outside the box, που λένε. Όπως ο Veit Helmer. Που σε μια εποχή απίστευτης πολυλογίας – και κενού λόγου – αντιπροτείνει τον λυρισμό και τον… πληθωρισμό του «μία εικόνα – χίλιες λέξεις». Επιλέγει να αφηγηθεί την ιστορία που… έγραψε (μαζί με την Leonie Geisinger) μόνο με εικόνες. Σαν τότε, στις απαρχές του κινηματογράφου, όταν δεν είχε ακόμα βρεθεί ο τρόπος ώστε η κινούμενη εικόνα, που αναπαραγόταν πάνω στη μεγάλη οθόνη, να συνδυάζεται με ήχο. Προσέξτε όμως: ο σκηνοθέτης δεν έκανε μια βουβή ταινία. Γύρισε μια ταινία με φυσικό ήχο, χωρίς λόγια. Το γεγονός ότι κατάφερε το πείραμά του εν πολλοίς να είναι πετυχημένο, δίνει στην ταινία ένα θετικό πρόσημο.
Αν το καλοσκεφτεί κανείς, κάνει μια ιδιαίτερη κινηματογραφική μεταφορά του παραμυθιού της Σταχτοπούτας. Απλά, αντί για γοβάκι, υπάρχει σουτιέν! Αντί για πρίγκιπα, έχουμε έναν μοναχικό μηχανοδηγό, που βγαίνει στη σύνταξη. Κι αντί για κακές μητριές και άθλιες αδελφές, έχουμε τη… μοίρα να στέκεται εμπόδιο στην επίτευξη του στόχου. Όχι όμως και η… τεχνολογία. Από τη στιγμή που ο φίλος μας είδε και απόειδε με τις κατ’ οίκον επισκέψεις, όπου μία γυναίκα τον διώχνει, άλλη του αποδεικνύει πως το σουτιέν δεν είναι δικό της και άλλη προσπαθεί με κάθε τρόπο να του αποδείξει πως το σουτιέν… είναι δικό της, χρησιμοποιεί ένα… μηχάνημα! Ουρές οι γυναίκες, νέες και γραίες, να βάζουν τα στήθη τους στο μηχάνημα κι εκείνο να αποφαίνεται αν αυτά είναι τα βυζιά του σουτιέν. Βέβαια, ζονγκ του βγαίνει του έρημου. Γιατί καθόλου μα καθόλου δεν μπορεί να φανταστεί ποια είναι η ιδιοκτήτρια του στηθόδεσμου…
Ο Γερμανός σκηνοθέτης δείχνει μια αγάπη στο σινεμά του μεγάλου Jacques Tati, οπότε όσοι ψάχνετε τέτοιου είδους αναφορές, σπεύστε. Η ταινία έχει ρυθμό, ρυθμό που κατακτιέται και μέσω της επανάληψης. Μόνο που ενώ γενικώς τσουλάει το πράμα, αυτή η επανάληψη που δίνει ρυθμό, λίγο τη δίνει και στα… νεύρα του ανυπόμονου θεατή! Η αρχική έκπληξη και η ευνοϊκή θέαση της ταινίας, από κάποιο σημείο και μετά – αναγκαστικά – δίνει τη θέση της σε ένα απορημένο «αυτό είναι όλο;»... Η τελευταία φορά που είχε πετύχει κάτι ανάλογο ήταν με το «The Artist», που ήταν και… ασπρόμαυρο από πάνω! Ολοκληρωτικός φόρος τιμής εκεί. Εδώ, οι ευγενείς προθέσεις δεν αρκούν. Και το επίπεδο της ψυχαγωγίας δεν φτάνει εκείνο της ταινίας του… κωλόφαρδου Michel Hazanavicius.
H θλιμμένη φάτσα του φοβερού και τρομερού και γνωστού μας από τις ταινίες του πρότερου Kusturica, Miki Manojlovic (πείτε με τρελό, αλλά πιστεύω πως είναι ο χαμένος, δίδυμος αδελφός του Δημήτρη Δανίκα!) είναι απόλυτα ταιριαστή στο ύφος της ταινίας και σε αυτό που θέλει να πετύχει ο σκηνοθέτης. Ο Lavant το διασκεδάζει αλλά ουσιαστικά δεν έχει ρόλο και από τις γυναίκες, τις πάμπολλες γυναίκες, όλες κάνουν ότι μπορούν η αλήθεια είναι. Αν κάτι σου μένει τελικά από την ταινία είναι το επαναλαμβανόμενο μοτίβο του πιτσιρικά, που με τη σφυρίχτρα στο στόμα προσπαθεί να προειδοποιήσει τους συμπολίτες του για την έλευση του εμπορικού τραίνου. Για να πάει μετά, αυτός ο ορφανός, στο… σκυλόσπιτό του. Το οποίο θα χάσει. Θα ξεσπιτωθεί. Επειδή οι άνθρωποι δεν συγχωρούν. Και πολύ εύκολα ξεχνούν. Μπορεί ο μηχανοδηγός μας να μην βρίσκει τελικά την αγάπη, ευτυχώς όμως βρίσκει έναν… γιο. Συμπαθέστατη ταινία, το δίχως άλλο, δεν είναι για όλους ενώ θα μπορούσε.
Η υπόθεση: Ένα εμπορικό τραίνο διασχίζει μια ατελείωτη, εύφορη κοιλάδα στους πρόποδες του Καυκάσου. Στην καμπίνα του οδηγού ο Νουρλάν, ο μηχανοδηγός. Μέρα με τη μέρα οδηγεί το τραίνο διασχίζοντας ένα προάστιο του Μπακού, όπου τα κτήρια είναι τόσο κοντά στις γραμμές, που αναγκάζεται να περνά ξυστά από τις αυλές και τα κτίσματα. Κάθε φορά που το τρένο πλησιάζει, οι άνδρες που πίνουν τσάι και οι γυναίκες που απλώνουν τα ρούχα, τρέχουν να το αποφύγουν.
Ο Αζίζ, ένα μικρό ορφανό παιδί, όταν βλέπει τον πράσινο σηματοδότη, που ενημερώνει πως το τραίνο πλησιάζει, τρέχει με την σφυρίχτρα του κατά μήκος των γραμμών και ειδοποιεί τους κατοίκους να μαζέψουν τα πράγματά τους και να μπουν στα σπίτια τους. Ό,τι δεν προλαβαίνουν να μαζέψουν, ο Νουρλάν τα συγκεντρώνει στο τέλος της διαδρομής: φτερά κοτόπουλων, παιδικές μπάλες, ακόμα και σεντόνια. Την τελευταία μέρα πριν την συνταξιοδότησή του ο μηχανοδηγός βρίσκει σκαλωμένο στο τρένο ένα κάπως ιδιαίτερο σουβενίρ: ένα δαντελωτό, γαλάζιο σουτιέν! Η σκέψη του σουτιέν αναστατώνει τον Νουρλάν, τόσο που πλέον δεν μπορεί να κοιμηθεί τα βράδια. Η απέραντη μοναξιά του τον οδηγεί να επιστρέψει στη γειτονιά και να αναζητήσει την ιδιοκτήτρια του σουτιέν. Θα την εντοπίσει;
Η άποψή μας: Ευτυχώς, υπάρχουν ακόμα δημιουργοί που σκέφτονται outside the box, που λένε. Όπως ο Veit Helmer. Που σε μια εποχή απίστευτης πολυλογίας – και κενού λόγου – αντιπροτείνει τον λυρισμό και τον… πληθωρισμό του «μία εικόνα – χίλιες λέξεις». Επιλέγει να αφηγηθεί την ιστορία που… έγραψε (μαζί με την Leonie Geisinger) μόνο με εικόνες. Σαν τότε, στις απαρχές του κινηματογράφου, όταν δεν είχε ακόμα βρεθεί ο τρόπος ώστε η κινούμενη εικόνα, που αναπαραγόταν πάνω στη μεγάλη οθόνη, να συνδυάζεται με ήχο. Προσέξτε όμως: ο σκηνοθέτης δεν έκανε μια βουβή ταινία. Γύρισε μια ταινία με φυσικό ήχο, χωρίς λόγια. Το γεγονός ότι κατάφερε το πείραμά του εν πολλοίς να είναι πετυχημένο, δίνει στην ταινία ένα θετικό πρόσημο.
Αν το καλοσκεφτεί κανείς, κάνει μια ιδιαίτερη κινηματογραφική μεταφορά του παραμυθιού της Σταχτοπούτας. Απλά, αντί για γοβάκι, υπάρχει σουτιέν! Αντί για πρίγκιπα, έχουμε έναν μοναχικό μηχανοδηγό, που βγαίνει στη σύνταξη. Κι αντί για κακές μητριές και άθλιες αδελφές, έχουμε τη… μοίρα να στέκεται εμπόδιο στην επίτευξη του στόχου. Όχι όμως και η… τεχνολογία. Από τη στιγμή που ο φίλος μας είδε και απόειδε με τις κατ’ οίκον επισκέψεις, όπου μία γυναίκα τον διώχνει, άλλη του αποδεικνύει πως το σουτιέν δεν είναι δικό της και άλλη προσπαθεί με κάθε τρόπο να του αποδείξει πως το σουτιέν… είναι δικό της, χρησιμοποιεί ένα… μηχάνημα! Ουρές οι γυναίκες, νέες και γραίες, να βάζουν τα στήθη τους στο μηχάνημα κι εκείνο να αποφαίνεται αν αυτά είναι τα βυζιά του σουτιέν. Βέβαια, ζονγκ του βγαίνει του έρημου. Γιατί καθόλου μα καθόλου δεν μπορεί να φανταστεί ποια είναι η ιδιοκτήτρια του στηθόδεσμου…
Ο Γερμανός σκηνοθέτης δείχνει μια αγάπη στο σινεμά του μεγάλου Jacques Tati, οπότε όσοι ψάχνετε τέτοιου είδους αναφορές, σπεύστε. Η ταινία έχει ρυθμό, ρυθμό που κατακτιέται και μέσω της επανάληψης. Μόνο που ενώ γενικώς τσουλάει το πράμα, αυτή η επανάληψη που δίνει ρυθμό, λίγο τη δίνει και στα… νεύρα του ανυπόμονου θεατή! Η αρχική έκπληξη και η ευνοϊκή θέαση της ταινίας, από κάποιο σημείο και μετά – αναγκαστικά – δίνει τη θέση της σε ένα απορημένο «αυτό είναι όλο;»... Η τελευταία φορά που είχε πετύχει κάτι ανάλογο ήταν με το «The Artist», που ήταν και… ασπρόμαυρο από πάνω! Ολοκληρωτικός φόρος τιμής εκεί. Εδώ, οι ευγενείς προθέσεις δεν αρκούν. Και το επίπεδο της ψυχαγωγίας δεν φτάνει εκείνο της ταινίας του… κωλόφαρδου Michel Hazanavicius.
H θλιμμένη φάτσα του φοβερού και τρομερού και γνωστού μας από τις ταινίες του πρότερου Kusturica, Miki Manojlovic (πείτε με τρελό, αλλά πιστεύω πως είναι ο χαμένος, δίδυμος αδελφός του Δημήτρη Δανίκα!) είναι απόλυτα ταιριαστή στο ύφος της ταινίας και σε αυτό που θέλει να πετύχει ο σκηνοθέτης. Ο Lavant το διασκεδάζει αλλά ουσιαστικά δεν έχει ρόλο και από τις γυναίκες, τις πάμπολλες γυναίκες, όλες κάνουν ότι μπορούν η αλήθεια είναι. Αν κάτι σου μένει τελικά από την ταινία είναι το επαναλαμβανόμενο μοτίβο του πιτσιρικά, που με τη σφυρίχτρα στο στόμα προσπαθεί να προειδοποιήσει τους συμπολίτες του για την έλευση του εμπορικού τραίνου. Για να πάει μετά, αυτός ο ορφανός, στο… σκυλόσπιτό του. Το οποίο θα χάσει. Θα ξεσπιτωθεί. Επειδή οι άνθρωποι δεν συγχωρούν. Και πολύ εύκολα ξεχνούν. Μπορεί ο μηχανοδηγός μας να μην βρίσκει τελικά την αγάπη, ευτυχώς όμως βρίσκει έναν… γιο. Συμπαθέστατη ταινία, το δίχως άλλο, δεν είναι για όλους ενώ θα μπορούσε.
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 23 Μαΐου 2019 από την Filmtrade!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική