του Christian Petzold. Με τους Franz Rogowski, Paula Beer, Godehard Giese, Lilien Batman, Maryam Zaree, Barbara Auer, Matthias Brandt, Sebastian Hülk, Emilie de Preissac, Antoine Oppenheim, Alex Brendemühl.
Κι αν νικούσαν οι Ναζί; Σήμερα;
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)
«Well we know where we're going/ But we don't know where we've been»...
Αυτή είναι η όγδοη μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί ο 59χρονος Γερμανός δημιουργός – και μόλις η τρίτη στην οποία δεν πρωταγωνιστεί η μούσα του (με την οποία είναι – ή μήπως ήταν; – ζευγάρι), η υπέροχη Nina Hoss. Το σενάριο της ταινίας το υπογράφει ο ίδιος ο Christian Petzold βασισμένος στο ομώνυμο βιβλίο της Anna Seghers από το 1944. Μάλιστα, δήλωσε πως, κατά μία έννοια, όλες του οι ταινίες, παραλλαγές αυτών που αναφέρονται στο συγκεκριμένο βιβλίο αποτελούν. Και στα ζενερίκ της αρχής (κι όχι του τέλους, όπως γίνεται συνήθως) αφιερώνει την ταινία στον μακαρίτη Harun Farocki, έναν από τους πλέον πειραματικούς Γερμανούς σκηνοθέτες, που παράλληλα ήταν ένας από τους πιο στενούς συνεργάτες του Petzold στα σενάρια προηγούμενων ταινιών του.
Η ταινία Transit έλαβε μέρος στο διαγωνιστικό τμήμα της περσινής Berlinale, όπου κι έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της. Ακολούθησε η συμμετοχή της σε μια σειρά από φεστιβάλ. Την πανελλήνια πρεμιέρα της η ταινία την έκανε στο τελευταίο φεστιβάλ «Νύχτες Πρεμιέρας» στην Αθήνα, τον περασμένο Σεπτέμβριο.
Η υπόθεση: Τα γερμανικά στρατεύματα βρίσκονται λίγο έξω από το Παρίσι. Ένας διάσημος συγγραφέας, ο Τζορτζ Βάιντελ, αυτοκτονεί κόβοντας τις φλέβες του σε ένα ξενοδοχείο, επειδή φοβάται ότι θα τον βασανίσουν οι κατακτητές. Ο Γκέοργκ είναι ένας Γερμανός τεχνικός της τηλεόρασης και του ραδιοφώνου. Κινδυνεύει να συλληφθεί και να οδηγηθεί σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Του αναθέτουν να συνοδέψει έναν νοτιοαφρικανικής καταγωγής αντικαθεστωτικό, άσχημα τραυματισμένο στο πόδι, τον Χάινζ, στη Μασσαλία. Η Μασσαλία είναι ακόμα ελεύθερη και πολλοί πρόσφυγες καταφεύγουν εκεί προκειμένου να διαφύγουν από τη χώρα, με προορισμό την αμερικάνικη χερσόνησο. Ο Γκέοργκ δέχεται. Ένας φίλος του, του ζητά να παραδώσει τις βίζες του συγγραφέα και της συζύγου του, καθώς κι ένα γράμμα της συζύγου, στους δύο τους, όταν τους βρει στη Μασσαλία.
Από καθαρή σύμπτωση, ο Γκέοργκ παίρνει και το τελευταίο χειρόγραφο του αυτόχειρα και κάποια άλλα χαρτιά του. Σκοπεύει να τα δώσει στη χήρα του συγγραφέα, τη Μαρί, και να βγάλει μερικά χρήματα. Φτάνει στη Μασσαλία, πιάνει φιλίες με τον Ντρις, τον πιτσιρικά γιο του Χάινζ, γνωρίζει κι έναν παιδίατρο και κυρίως, συναντά τη Μαρί, την οποία και ερωτεύεται. Από σύμπτωση (πάλι) στο προξενείο του Μεξικού, τον περνούν για τον συγγραφέα. Ο Γκέοργκ δεν αφήνει την ευκαιρία να πάει χαμένη: δανείζεται την ταυτότητα του συγγραφέα. Κι είναι έτοιμος να σαλπάρει. Η Μαρί τον ερωτεύεται επίσης, αλλά περιμένει να επιστρέψει και ο σύζυγός της: δεν ξέρει ότι έχει αυτοκτονήσει. Η αναμονή είναι μεγάλη – και οι φασίστες πλησιάζουν...
Η άποψή μας: Η Anna Seghers στο βιβλίο της με τίτλο «Transit» ουσιαστικά καταγράφει τις δικές της προσπάθειες να ξεφύγει από τους Ναζί και να διαφύγει στο Μεξικό. Ο Petzold επιχειρεί κάτι πολύ τολμηρό: μεταφέρει τη δράση σε ένα παράδοξο, παράλληλο σύμπαν, ιδίως σε ότι αφορά τον χρόνο. Τα πάντα μοιάζουν να συμβαίνουν σήμερα: τα αυτοκίνητα που κυκλοφορούν στους δρόμους είναι τελευταίας τεχνολογίας, τα σπίτια είναι καλυμμένα από γκράφιτι, υπάρχουν φωτεινές διαφημιστικές πινακίδες, και ο «στρατός κατοχής» και οι συνεργαζόμενοι αντιπροσωπεύονται από την hitech αστυνομία, την περίφημη γερμανική Polizei! Δεν υπάρχουν σβάστικες, δεν υπάρχουν τανκς, δεν υπάρχουν στρατιώτες να παρελαύνουν με το βήμα της χήνας, δεν ακούγεται το Heil Hitler, δεν σηκώνεται κανένα χέρι με τον χαρακτηριστικό τρόπο των Ναζί. Στο σήμερα λοιπόν μεταφερμένη η δράση. Ναι, αλλά ένα σήμερα στο οποίο δεν υπάρχουν κινητά, δεν υπάρχουν κομπιούτερ και προφανώς δεν υπάρχουν και... social media! Δεν μιλάει λοιπόν με αντιστίξεις ο σκηνοθέτης: αυτό συμβαίνει σήμερα!
Πείτε το μαγικό ρεαλισμό: δεν είναι. Περισσότερο για υπαρξιακό νεονουάρ μοιάζει η ταινία: υπάρχει αφηγητής (το νουάρ του πράγματος), υπάρχουν όμως και εσωτερικές αναζητήσεις στους ήρωες, σε μια δεδομένη πολιτική – κοινωνική – οικονομική κατάσταση. Ο σπουδαίος Γερμανός δημιουργός δεν ξεχνάει, βεβαίως, να ασχοληθεί και με το αγαπημένο του θέμα, αυτό της ταυτότητας. Είχε επικεντρωθεί σ' αυτό και μας είχε δώσει την προηγούμενη, εξαιρετική του ταινία, το περίφημο «Τραγούδι του φοίνικα», πριν πέντε χρόνια. Και πάλι με πεδίο δράσης τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, έτσι; Έστω, το τέλος του και το χρονικό εκείνο διάστημα όπου η Γερμανία προσπαθούσε να ορθοποδήσει. Ο Petzold εδώ είναι πολύ πιο φιλόδοξος. Ο Γκέοργκ είναι Γερμανός, κι όμως τον κυνηγάνε. Είναι αντικαθεστωτικός; Μήπως απλά Εβραίος; Ή μήπως η φασιστική, μιλιταριστική, ολοκληρωτική δύναμη που κατακτά τη Γαλλία και κατ’ επέκταση τον κόσμο όλο, δεν έχει να κάνει με ένα κράτος; Ο ολοκληρωτισμός είναι ήδη εδώ, είναι σαν να μας λέει ο σκηνοθέτης. Κάντε ότι μπορείτε για να ξεφύγετε!
Ο ήρωάς του είναι... αντιήρωας. Είναι έξω και κοιτάζει προς τα μέσα. Απόβλητος, απροσάρμοστος, ανένταχτος, κυνηγημένος. Και για να επιβιώσει, κάνει πολλά, που υπό το πρίσμα των σημερινών νεοφιλελέ, θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ηθικώς μεμπτά. Κι όμως, το μόνο που θέλει ο Γκέοργκ είναι ένα σπίτι. Είναι ένας άνθρωπος, που θέλει να επιβιώσει, εννοείται, αλλά δεν απεμπολεί και την ανθρωπιά του. Παράδειγμα, η σχέση που χτίζει με τον πιτσιρικά Ντρις. Που προσφέρει και μερικές από τις (λίγες) χιουμοριστικές πινελιές του φιλμ. Ναι, ξέρει γερμανικά ο μικρός, αλλά αυτά που αρχικά μοιράζεται με τον Γκέοργκ είναι τα «scheisse» (δηλαδή, σκατά, από τις αγαπημένες βρισιές των Γερμανών) και «Borussia Dortmund», η γνωστή ποδοσφαιρική ομάδα δηλαδή. Η σχέση τους χτίζεται γύρω από μια μπάλα ποδοσφαίρου. Και ισχυροποιείται όταν ο Γκέοργκ διορθώνει το χαλασμένο τρανζιστοράκι του μικρού ορφανού.
Κι εκεί αρχίζει να τραγουδάει ένα χαζούλικο, παιδικό τραγούδι, χαρακτηριστικό για την ψυχοσύνθεσή του. Ένα τραγούδι που απλά αναφέρει μια σειρά από ζώα, τα οποία «επιστρέφουν σπίτι». Πού είναι αυτό το σπίτι για τον Γκέοργκ; Εκεί που βρίσκεται η καρδιά, προφανώς. Όταν γνωρίζει τη Μαρί, την ερωτεύεται από την πρώτη ματιά. Και πάνω από μία φορά της λέει την αλήθεια: ο άνδρας της είναι νεκρός. Δεν της λέει, όμως, όλη την αλήθεια: ότι δηλαδή, ο ίδιος χρησιμοποιεί την ταυτότητά του. Έτσι και η Μαρί, που συχνάζει επίσης στο προξενείο, μαθαίνει πως ο άνδρας της έχει περάσει από εκεί! Δηλαδή, ο Γκέοργκ! Και δεν μπορεί να αντιληφθεί την πλάνη της. Και ο Γκέοργκ δεν θέλει να της το χαλάσει. Οπότε, κάνει και μια θυσία αλά Bogart στην «Καζαμπλάνκα». Εδώ, ο σκηνοθέτης μέσω του σεναρίου του, δημιουργεί μια ειρωνεία. Δείχνει το ατελέσφορον του πράγματος. Το πεπρωμένο φυγείν αδύνατο. Ναι, αλλά μετά το «δυστύχημα», η Μαρί είναι ζωντανή. Η Μαρί δεν είναι; Γιατί δεν τον αναγνωρίζει; Μήπως είναι κάποια άλλη; Αυτός, πάντως, ο Γκέοργκ, ο άπατρις, ο εν δυνάμει εμιγκρές, θα την περιμένει...
Τον Γκέοργκ τον υποδύεται στην ταινία ο Franz Rogowski. Τον προσέξαμε για πρώτη φορά στο «Victoria», είχε έναν μικρό αλλά χαρακτηριστικό ρόλο στο «Happy End» του Haneke και έθελξε με την παρουσία του στο υπέροχο «Στους διαδρόμους», που συμμετείχε στο διαγωνιστικό της Berlinale την ίδια χρονιά με την ταινία του Petzold. Είναι καλός ηθοποιός ο Rogowski, καθώς κουβαλάει κάτι το εύθραυστο και το μελαγχολικό, ενώ υπό κάποιες γωνίες, μπορεί να φαίνεται εντελώς κωλόπαιδο. Στο ρόλο της Μαρί βλέπουμε την πανέμορφη Paula Beer, την οποία είχαμε θαυμάσει στην πρόσφατη ταινία του Ozon, το «Frantz». Στους μπερδεμένους καιρούς του τότε – τώρα, είναι και η ίδια μπερδεμένη. Αγαπάει τον σύζυγό της, φλερτάρει όμως ανοιχτά με τον Γκέοργκ και διατηρεί ερωτική σχέση με τον παιδίατρο. «Θα με συγχωρέσει», λέει γα τον άνδρα της...
Πολύ ενδιαφέρουσα τούτη η ταινία, χωρίς έτοιμες απαντήσεις, απαιτεί από τον θεατή ένα μίνιμουμ προσπάθειας και εγρήγορσης. Αγαπημένη μου σκηνή, εκείνη μέσα στο αμερικάνικο προξενείο, όπου ο πρόξενος τσιγκλάει τον Γκέοργκ – Τζορτζ ως κομουνιστή και ζητάει από τον συγγραφέα (ο οποίος, εκφράζοντας τις σκέψεις του Γκέοργκ, ορκίζεται πως δεν θα ξαναγράψει ποτέ κάτι – γιατί τον ενδιαφέρει να ζήσει κι όχι να γράφει γι' αυτά που ζει) να του πει ένα κομμάτι από το τελευταίο πράγμα που έχει γράψει. Αυτά που λέει ο Γκέοργκ περί κολάσεως (τα οποία διάβασε – και θυμάται – από το τελευταίο χειρόγραφο του αυτόχειρα) είναι τρομερά. Ταξιδιώτες είμαστε παιδιά. Μετανάστες. Και χρειαζόμαστε τα χαρτιά του τράνζιτο. Για να αποδεικνύουμε κάθε φορά πως απλώς «περνάμε» από κάπου. Δεν θέλουμε να μείνουμε εκεί. Κι έρχεται και το «We're on the road to nowhere» για να κλείσει εμφατικά την ταινία και τα νοήματά της.
Μόνο που εδώ, το nowhere έχει τη σημασία που είχε στην ταινία του Mel Brooks «Μπότες, σπιρούνια και καυτές σέλες». Σας θυμίζω τον τελικό διάλογο: «Jim: Where you headed, cowboy?». «Bart: Nowhere special». «Jim: Nowhere special. I always wanted to go there». «Bart: Come on». Μακάρι οι θεατές να δώσουν μια ευκαιρία σε τούτη την τρομερή αλληγορία...
Η υπόθεση: Τα γερμανικά στρατεύματα βρίσκονται λίγο έξω από το Παρίσι. Ένας διάσημος συγγραφέας, ο Τζορτζ Βάιντελ, αυτοκτονεί κόβοντας τις φλέβες του σε ένα ξενοδοχείο, επειδή φοβάται ότι θα τον βασανίσουν οι κατακτητές. Ο Γκέοργκ είναι ένας Γερμανός τεχνικός της τηλεόρασης και του ραδιοφώνου. Κινδυνεύει να συλληφθεί και να οδηγηθεί σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Του αναθέτουν να συνοδέψει έναν νοτιοαφρικανικής καταγωγής αντικαθεστωτικό, άσχημα τραυματισμένο στο πόδι, τον Χάινζ, στη Μασσαλία. Η Μασσαλία είναι ακόμα ελεύθερη και πολλοί πρόσφυγες καταφεύγουν εκεί προκειμένου να διαφύγουν από τη χώρα, με προορισμό την αμερικάνικη χερσόνησο. Ο Γκέοργκ δέχεται. Ένας φίλος του, του ζητά να παραδώσει τις βίζες του συγγραφέα και της συζύγου του, καθώς κι ένα γράμμα της συζύγου, στους δύο τους, όταν τους βρει στη Μασσαλία.
Από καθαρή σύμπτωση, ο Γκέοργκ παίρνει και το τελευταίο χειρόγραφο του αυτόχειρα και κάποια άλλα χαρτιά του. Σκοπεύει να τα δώσει στη χήρα του συγγραφέα, τη Μαρί, και να βγάλει μερικά χρήματα. Φτάνει στη Μασσαλία, πιάνει φιλίες με τον Ντρις, τον πιτσιρικά γιο του Χάινζ, γνωρίζει κι έναν παιδίατρο και κυρίως, συναντά τη Μαρί, την οποία και ερωτεύεται. Από σύμπτωση (πάλι) στο προξενείο του Μεξικού, τον περνούν για τον συγγραφέα. Ο Γκέοργκ δεν αφήνει την ευκαιρία να πάει χαμένη: δανείζεται την ταυτότητα του συγγραφέα. Κι είναι έτοιμος να σαλπάρει. Η Μαρί τον ερωτεύεται επίσης, αλλά περιμένει να επιστρέψει και ο σύζυγός της: δεν ξέρει ότι έχει αυτοκτονήσει. Η αναμονή είναι μεγάλη – και οι φασίστες πλησιάζουν...
Η άποψή μας: Η Anna Seghers στο βιβλίο της με τίτλο «Transit» ουσιαστικά καταγράφει τις δικές της προσπάθειες να ξεφύγει από τους Ναζί και να διαφύγει στο Μεξικό. Ο Petzold επιχειρεί κάτι πολύ τολμηρό: μεταφέρει τη δράση σε ένα παράδοξο, παράλληλο σύμπαν, ιδίως σε ότι αφορά τον χρόνο. Τα πάντα μοιάζουν να συμβαίνουν σήμερα: τα αυτοκίνητα που κυκλοφορούν στους δρόμους είναι τελευταίας τεχνολογίας, τα σπίτια είναι καλυμμένα από γκράφιτι, υπάρχουν φωτεινές διαφημιστικές πινακίδες, και ο «στρατός κατοχής» και οι συνεργαζόμενοι αντιπροσωπεύονται από την hitech αστυνομία, την περίφημη γερμανική Polizei! Δεν υπάρχουν σβάστικες, δεν υπάρχουν τανκς, δεν υπάρχουν στρατιώτες να παρελαύνουν με το βήμα της χήνας, δεν ακούγεται το Heil Hitler, δεν σηκώνεται κανένα χέρι με τον χαρακτηριστικό τρόπο των Ναζί. Στο σήμερα λοιπόν μεταφερμένη η δράση. Ναι, αλλά ένα σήμερα στο οποίο δεν υπάρχουν κινητά, δεν υπάρχουν κομπιούτερ και προφανώς δεν υπάρχουν και... social media! Δεν μιλάει λοιπόν με αντιστίξεις ο σκηνοθέτης: αυτό συμβαίνει σήμερα!
Πείτε το μαγικό ρεαλισμό: δεν είναι. Περισσότερο για υπαρξιακό νεονουάρ μοιάζει η ταινία: υπάρχει αφηγητής (το νουάρ του πράγματος), υπάρχουν όμως και εσωτερικές αναζητήσεις στους ήρωες, σε μια δεδομένη πολιτική – κοινωνική – οικονομική κατάσταση. Ο σπουδαίος Γερμανός δημιουργός δεν ξεχνάει, βεβαίως, να ασχοληθεί και με το αγαπημένο του θέμα, αυτό της ταυτότητας. Είχε επικεντρωθεί σ' αυτό και μας είχε δώσει την προηγούμενη, εξαιρετική του ταινία, το περίφημο «Τραγούδι του φοίνικα», πριν πέντε χρόνια. Και πάλι με πεδίο δράσης τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, έτσι; Έστω, το τέλος του και το χρονικό εκείνο διάστημα όπου η Γερμανία προσπαθούσε να ορθοποδήσει. Ο Petzold εδώ είναι πολύ πιο φιλόδοξος. Ο Γκέοργκ είναι Γερμανός, κι όμως τον κυνηγάνε. Είναι αντικαθεστωτικός; Μήπως απλά Εβραίος; Ή μήπως η φασιστική, μιλιταριστική, ολοκληρωτική δύναμη που κατακτά τη Γαλλία και κατ’ επέκταση τον κόσμο όλο, δεν έχει να κάνει με ένα κράτος; Ο ολοκληρωτισμός είναι ήδη εδώ, είναι σαν να μας λέει ο σκηνοθέτης. Κάντε ότι μπορείτε για να ξεφύγετε!
Ο ήρωάς του είναι... αντιήρωας. Είναι έξω και κοιτάζει προς τα μέσα. Απόβλητος, απροσάρμοστος, ανένταχτος, κυνηγημένος. Και για να επιβιώσει, κάνει πολλά, που υπό το πρίσμα των σημερινών νεοφιλελέ, θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ηθικώς μεμπτά. Κι όμως, το μόνο που θέλει ο Γκέοργκ είναι ένα σπίτι. Είναι ένας άνθρωπος, που θέλει να επιβιώσει, εννοείται, αλλά δεν απεμπολεί και την ανθρωπιά του. Παράδειγμα, η σχέση που χτίζει με τον πιτσιρικά Ντρις. Που προσφέρει και μερικές από τις (λίγες) χιουμοριστικές πινελιές του φιλμ. Ναι, ξέρει γερμανικά ο μικρός, αλλά αυτά που αρχικά μοιράζεται με τον Γκέοργκ είναι τα «scheisse» (δηλαδή, σκατά, από τις αγαπημένες βρισιές των Γερμανών) και «Borussia Dortmund», η γνωστή ποδοσφαιρική ομάδα δηλαδή. Η σχέση τους χτίζεται γύρω από μια μπάλα ποδοσφαίρου. Και ισχυροποιείται όταν ο Γκέοργκ διορθώνει το χαλασμένο τρανζιστοράκι του μικρού ορφανού.
Κι εκεί αρχίζει να τραγουδάει ένα χαζούλικο, παιδικό τραγούδι, χαρακτηριστικό για την ψυχοσύνθεσή του. Ένα τραγούδι που απλά αναφέρει μια σειρά από ζώα, τα οποία «επιστρέφουν σπίτι». Πού είναι αυτό το σπίτι για τον Γκέοργκ; Εκεί που βρίσκεται η καρδιά, προφανώς. Όταν γνωρίζει τη Μαρί, την ερωτεύεται από την πρώτη ματιά. Και πάνω από μία φορά της λέει την αλήθεια: ο άνδρας της είναι νεκρός. Δεν της λέει, όμως, όλη την αλήθεια: ότι δηλαδή, ο ίδιος χρησιμοποιεί την ταυτότητά του. Έτσι και η Μαρί, που συχνάζει επίσης στο προξενείο, μαθαίνει πως ο άνδρας της έχει περάσει από εκεί! Δηλαδή, ο Γκέοργκ! Και δεν μπορεί να αντιληφθεί την πλάνη της. Και ο Γκέοργκ δεν θέλει να της το χαλάσει. Οπότε, κάνει και μια θυσία αλά Bogart στην «Καζαμπλάνκα». Εδώ, ο σκηνοθέτης μέσω του σεναρίου του, δημιουργεί μια ειρωνεία. Δείχνει το ατελέσφορον του πράγματος. Το πεπρωμένο φυγείν αδύνατο. Ναι, αλλά μετά το «δυστύχημα», η Μαρί είναι ζωντανή. Η Μαρί δεν είναι; Γιατί δεν τον αναγνωρίζει; Μήπως είναι κάποια άλλη; Αυτός, πάντως, ο Γκέοργκ, ο άπατρις, ο εν δυνάμει εμιγκρές, θα την περιμένει...
Τον Γκέοργκ τον υποδύεται στην ταινία ο Franz Rogowski. Τον προσέξαμε για πρώτη φορά στο «Victoria», είχε έναν μικρό αλλά χαρακτηριστικό ρόλο στο «Happy End» του Haneke και έθελξε με την παρουσία του στο υπέροχο «Στους διαδρόμους», που συμμετείχε στο διαγωνιστικό της Berlinale την ίδια χρονιά με την ταινία του Petzold. Είναι καλός ηθοποιός ο Rogowski, καθώς κουβαλάει κάτι το εύθραυστο και το μελαγχολικό, ενώ υπό κάποιες γωνίες, μπορεί να φαίνεται εντελώς κωλόπαιδο. Στο ρόλο της Μαρί βλέπουμε την πανέμορφη Paula Beer, την οποία είχαμε θαυμάσει στην πρόσφατη ταινία του Ozon, το «Frantz». Στους μπερδεμένους καιρούς του τότε – τώρα, είναι και η ίδια μπερδεμένη. Αγαπάει τον σύζυγό της, φλερτάρει όμως ανοιχτά με τον Γκέοργκ και διατηρεί ερωτική σχέση με τον παιδίατρο. «Θα με συγχωρέσει», λέει γα τον άνδρα της...
Πολύ ενδιαφέρουσα τούτη η ταινία, χωρίς έτοιμες απαντήσεις, απαιτεί από τον θεατή ένα μίνιμουμ προσπάθειας και εγρήγορσης. Αγαπημένη μου σκηνή, εκείνη μέσα στο αμερικάνικο προξενείο, όπου ο πρόξενος τσιγκλάει τον Γκέοργκ – Τζορτζ ως κομουνιστή και ζητάει από τον συγγραφέα (ο οποίος, εκφράζοντας τις σκέψεις του Γκέοργκ, ορκίζεται πως δεν θα ξαναγράψει ποτέ κάτι – γιατί τον ενδιαφέρει να ζήσει κι όχι να γράφει γι' αυτά που ζει) να του πει ένα κομμάτι από το τελευταίο πράγμα που έχει γράψει. Αυτά που λέει ο Γκέοργκ περί κολάσεως (τα οποία διάβασε – και θυμάται – από το τελευταίο χειρόγραφο του αυτόχειρα) είναι τρομερά. Ταξιδιώτες είμαστε παιδιά. Μετανάστες. Και χρειαζόμαστε τα χαρτιά του τράνζιτο. Για να αποδεικνύουμε κάθε φορά πως απλώς «περνάμε» από κάπου. Δεν θέλουμε να μείνουμε εκεί. Κι έρχεται και το «We're on the road to nowhere» για να κλείσει εμφατικά την ταινία και τα νοήματά της.
Μόνο που εδώ, το nowhere έχει τη σημασία που είχε στην ταινία του Mel Brooks «Μπότες, σπιρούνια και καυτές σέλες». Σας θυμίζω τον τελικό διάλογο: «Jim: Where you headed, cowboy?». «Bart: Nowhere special». «Jim: Nowhere special. I always wanted to go there». «Bart: Come on». Μακάρι οι θεατές να δώσουν μια ευκαιρία σε τούτη την τρομερή αλληγορία...
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 18 Απριλίου 2019 από την Seven Films!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική