των Kevin Kölsch, Dennis Widmyer. Με τους Jason Clarke, Amy Seimetz, John Lithgow, Jeté Laurence, Hugo Lavoie.
I don't want to be buried...
του zerVo (@moviesltd)
Μια από τις πιο όμορφες μελωδίες που έχει ερμηνεύσει ποτέ ο Boss, εκείνη που ανοίγει θριαμβευτικά τον τρίτο δίσκο της τεράστιας καριέρας του, Born To Run, είναι το Thunder Road. Μια μελαγχολική μπαλάντα, που καταπιάνεται με το αγαπημένο θέμα του Springsteen, την απόδραση από τα κοινωνικά δεσμά, το φευγιό μακριά από την καταθλιπτική καθημερινότητα, προς έναν κόσμο καλύτερο, πιο φωτεινό, όχι μόνιμα συννεφιασμένο και μουντό. Στο άκουσμα των στίχων του τραγουδιού, μπροστά στα μάτια του ακροατή, σχηματίζεται η εικόνα της θλιμμένης αμερικάνικης επαρχίας, που γεμάτη χαμένους και αποτυχημένους, τρώει τα ίδια της τα παιδιά με σαδιστική οργή, μη δίνοντας τους την ευκαιρία να το σκάσουν προς τον δικό τους τόπο της Επαγγελίας. Διόλου τυχαίο είναι που η ομώνυμη ταινία, δείγμα τυπικό του αμερικάνικου indie σινεμά, αυτή ακριβώς την μόστρα ζωγραφίζει στα καρέ της, μια περιφέρεια υπανάπτυκτη, βουβή, άνευρη και απαισιόδοξη, όπως προφανώς είναι και στην πραγματικότητα. Μαραζώνοντας με την κακοτροπιά της, τις ψυχές των κατοίκων της.
Έχοντας μόλις χάσει την αγαπημένη του μητέρα, μόλις στα 55 της χρόνια, μια ιδιοκτήτρια σχολής χορού στο κέντρο της φτωχικής κωμόπολης της Μίντγουεστ, ο παράξενης συμπεριφοράς αστυνομικός Τζιμ Αρνό, στον επικήδειο του, θα της αποτίσει φόρο τιμής αναπαριστώντας σαν σε δικό του βίντεοκλιπ το αγαπημένο της τραγούδι:Το Θάντερ Ρόουντ του μοναδικού Μπρους. Ανήμπορος να τα καταφέρει θα καταλάβει πως η μάνα με την αναχώρηση της, πήρε από πάνω του το προστατευτικό της χέρι, με συνέπεια το ένα δεινό να διαδέχεται το άλλο: Θα τεθεί σε διαθεσιμότητα από τον διοικητή του, θα μπει σε μπελάδες στην σχέση του με την μονίμως αρνητική πρώην σύζυγό του, θα δει τους δεσμούς με τα αδέλφια του να διαλύονται, μα το κυριότερο θα βρεθεί μπροστά στο φάσμα της απόγνωσης, στην πιθανότητα να χάσει μια για πάντα την κηδεμονία της λατρεμένης του θυγατέρας.
Σε συνέχεια του μονοπλάνου μικρού μήκους που σάρωσε όλα τα βραβεία στο Sundance, ο Jim Cummings, στο ουάν μαν σόου του, ως παραγωγός, σκηνοθέτης, σεναριογράφος και πρωταγωνιστής, επιμηκύνει την ιδέα του σε λονγκ μετράζ και καταφέρνει το νταμπλ, αποσπώντας το μεγάλο βραβείο της κριτικής επιτροπής στο SXSW. Για να λέμε ολάκερη την αλήθεια, όχι απλώς παρατείνει την αρχική του short έμπνευση, αλλά την παραξεχειλώνει, συνθέτοντας σε σώμα ένα, μικρά μικρά σκιτσάκια από το καθημερινό μεροδούλι - μεροφάι του αντιήρωα του, παίζοντας ταυτόχρονα με τα αντιφατικά συναισθήματα που προκαλεί την ματιά των θεατών του.
Το SNL, ανεπίδεκτο μου, χιούμορ να δίνει μονομιάς την σκυτάλη στην τραγωδία, μέσα από περιστατικά που από την μια μοιάζουν γλαφυρά μα δεν είναι και από την άλλη δείχνουν συντριπτικά, αλλά ταυτόχρονα σημαίνουν πως πιο πάτο δεν έχει το βαρέλι και πλέον ο αλλόκοτος φίλος μας μόνο προς τα πάνω, στον ουρανό, μπορεί να κοιτάζει. Μια ταινία κλασσικού στυλ των διαγωνιστικών τμημάτων φεστιβάλ ανεξάρτητου ύφους, από το Sundance ίσαμε τις Νύχτες Πρεμιέρας, τον τοπικό θεσμό δηλαδή, όπου προβλήθηκε για πρώτη φορά στα μέρη μας, όπως εκατοντάδες άλλες ανάλογης αισθητικής. Και που σε τελική ανάλυση και σύγκριση με το τόσο μακρινό παρελθόν παρόμοιων φιλμς, μας οδηγεί στο συμπέρασμα πως το εκτός των ονομαστών στούντιο σινεμά της Αμερικής, μάλλον μοιάζει πιο βαλτωμένο από τις τύχες των επαρχιωτόπουλων της.
Σε συνέχεια του μονοπλάνου μικρού μήκους που σάρωσε όλα τα βραβεία στο Sundance, ο Jim Cummings, στο ουάν μαν σόου του, ως παραγωγός, σκηνοθέτης, σεναριογράφος και πρωταγωνιστής, επιμηκύνει την ιδέα του σε λονγκ μετράζ και καταφέρνει το νταμπλ, αποσπώντας το μεγάλο βραβείο της κριτικής επιτροπής στο SXSW. Για να λέμε ολάκερη την αλήθεια, όχι απλώς παρατείνει την αρχική του short έμπνευση, αλλά την παραξεχειλώνει, συνθέτοντας σε σώμα ένα, μικρά μικρά σκιτσάκια από το καθημερινό μεροδούλι - μεροφάι του αντιήρωα του, παίζοντας ταυτόχρονα με τα αντιφατικά συναισθήματα που προκαλεί την ματιά των θεατών του.
Το SNL, ανεπίδεκτο μου, χιούμορ να δίνει μονομιάς την σκυτάλη στην τραγωδία, μέσα από περιστατικά που από την μια μοιάζουν γλαφυρά μα δεν είναι και από την άλλη δείχνουν συντριπτικά, αλλά ταυτόχρονα σημαίνουν πως πιο πάτο δεν έχει το βαρέλι και πλέον ο αλλόκοτος φίλος μας μόνο προς τα πάνω, στον ουρανό, μπορεί να κοιτάζει. Μια ταινία κλασσικού στυλ των διαγωνιστικών τμημάτων φεστιβάλ ανεξάρτητου ύφους, από το Sundance ίσαμε τις Νύχτες Πρεμιέρας, τον τοπικό θεσμό δηλαδή, όπου προβλήθηκε για πρώτη φορά στα μέρη μας, όπως εκατοντάδες άλλες ανάλογης αισθητικής. Και που σε τελική ανάλυση και σύγκριση με το τόσο μακρινό παρελθόν παρόμοιων φιλμς, μας οδηγεί στο συμπέρασμα πως το εκτός των ονομαστών στούντιο σινεμά της Αμερικής, μάλλον μοιάζει πιο βαλτωμένο από τις τύχες των επαρχιωτόπουλων της.
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 4 Απριλίου 2019 από την Spentzos Films!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική