του Στιβ Κρικρή. Με τους Άρη Σερβετάλη, Γιάννη Στάνκογλου, Chiara Gensini, Αλέξανδρο Μαυρόπουλο, Αντώνη Μυριαγκό, Mαρία Καλλιμάνη, Γιώργο Γλάστα, Ελεάνα Φινοκαλιώτη.
Κανείς δεν είναι μόνο παρατηρητής
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)
Ο σερβιτόρος χτυπάει πάντα δυο φορές!
Ο Στιβ Κρικρής έκανε σπουδές στον Κινηματογράφο (BFA) στο San Francisco Art Institute. Έχει υπογράψει τη σκηνοθεσία σε περισσότερα από 500 διαφημιστικά σποτ, ντοκιμαντέρ, ταινίες μικρού μήκους και το θέατρο. Το 2010 ξεκινησε τη διοργάνωση του Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου Πάτμου. To The Waiter είναι η πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία, η οποία έκανε τη διεθνή της πρεμιέρα στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, λαμβάνοντας μέρος στο διαγωνιστικό τμήμα, όπου και τιμήθηκε με δύο ανεξάρτητα βραβεία από το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου: καλύτερου πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη και καλύτερου location – σαν να λέμε, καλύτερης επιλογής περιοχών γυρισμάτων.
Ο Κρικρής υπογράφει και το σενάριο και είναι ένας από τους παραγωγούς, ενώ εμπνεύστηκε την ιστορία από πραγματικά γεγονότα, που βίωσε ο ίδιος κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του '80. Η ταινία είναι υποψήφια για έξι βραβεία Ίρις (τα ελληνικά Όσκαρ) και συγκεκριμένα: καλύτερου α' ανδρικού ρόλου, για τον Άρη Σερβετάλη, καλύτερου β' ανδρικού ρόλου, για τον Γιάννη Στάνκογλου, μοντάζ, φωτογραφίας, μουσικής και σκηνογραφίας. Η τελετή απονομής των βραβείων θα γίνει στις 23 Απριλίου.
Η υπόθεση: Ο Ρένος είναι ένας επαγγελματίας σερβιτόρος που ζει μια απλή και ήσυχη ζωή, μοναχικός και σχολαστικός παρατηρητής, με ιδιαίτερη αδυναμία στα φυτά. Η καθημερινή του ρουτίνα, όμως, θα διαταραχθεί όταν θα βρεθεί αντιμέτωπος με την εξαφάνιση του γείτονά του, Μίλαν. Δύο παράξενοι άνθρωποι, ο «Ξανθός» και η Τζίνα, οι οποίοι φαίνεται πως είχαν κάποια ιδιαίτερη σχέση με τον Μίλαν, θα παρασύρουν τον Ρένο σε μια σειρά ακραίων καταστάσεων. Ο Ρένος, πλέον, θα δοκιμάσει την ικανότητά του (αλλά και την προθυμία του) να αλλάξει τη ζωή του σε ότι έχει να κάνει με τα ζητήματα της αγάπης και του θανάτου. Νέες σχέσεις θα δημιουργηθούν, μυστικά θα αποκαλυφθούν και η εμπιστοσύνη ως έννοια θα τεθεί υπό αμφισβήτηση. Το αναπάντεχο που έρχεται στη ζωή του Ρένου, του επιφυλάσσει εκπλήξεις. Θα τον αλλάξει ή τελικά θα παραμείνει ο ίδιος;
Η άποψή μας: Τελικά το weirdwave του ελληνικού σινεμά έχει χίλια καλά, αλλά έκανε και μεγάλη ζημιά. Παρακολουθείς πχ αυτήν την ταινία. Και κατασκευαστικά, είναι ολοφάνερο, είναι άψογη. Και αισθητικά, είναι ολοφάνερο, είναι άψογη. Θέλω να πω, μπορεί κάποιοι να διαφωνήσουν, να πουν ότι φέρνει σε αισθητική βιντεοκλίπ κι άλλα τέτοια, αλλά ο άνθρωπος (ο σκηνοθέτης δηλαδή) δεν ένωσε απλά διαφορετικές εικόνες μεταξύ τους τυχαία. Κάθε κάδρο είναι προσεγμένο στην παραμικρή του λεπτομέρεια και η επιλογή των χώρων έγινε και με μεράκι και με τελικό αποτέλεσμα, που προσωπικά, με εντυπωσίασε. Από τον ψυχρό διάδρομο της πολυκατοικίας με τα αντικριστά διαμερίσματα, το καφέ όπου δουλεύει ο σερβιτόρος μας, τα εσωτερικά των σπιτιών, ιδίως του Ρένου, με τα φυτά και τις ζωγραφιές του, μέχρι και ο χώρος με το πλυντήριο ρούχων και γενικώς όλα τα εξωτερικά σε μέρη τόσο της Αθήνας που αξίζει να βλέπεις, πέρα από τα τουριστικά, αλλά και το παραλίμνιο δάσος όπου λαμβάνει χώρα η κορύφωση του δράματος, όλα δείχνουν υψηλά στάνταρ παραγωγής.
Κι έχει γίνει τρομερή δουλειά σε ότι αφορά τη διεύθυνση φωτογραφίας (το καταλαβαίνεις αυτό στο ότι τα πλάνα είναι τρομερά είτε μιλάμε για νυχτερινά (το δύσκολο) είτε για πλάνα ημέρας. Και η μουσική είναι πολύ καλή: ο Coti K τα πήγε περίφημα και η σκηνή στο μπαρ με την σερβιτόρα να τραγουδάει την «Σκλάβα» της Τζένη Βάνου χρησιμοποιώντας ένα λουλούδι, είναι και σουρεάλ αλλά μια χαρά ενταγμένη στο σύμπαν της ταινίας. Και το μοντάζ του μάγου Μαυροψαρίδη είναι λειτουργικότατο και κάνει την ταινία να ρέει μια χαρά. Τι απομένει; Ναι, καλά το καταλάβατε. Για άλλη μια φορά σε ελληνική ταινία. Ο ΟΠΑΠ δεν το παίζει στο στοίχημα, γιατί η απόδοση είναι 1,00000001. Το σενάριο. Το σενάριο λοιπόν είναι «λίγο». Αν, όπως διατείνεται ο δημιουργός της ταινίας, αυτό είναι ένα υπαρξιακό νεονουάρ, εγώ θα έλεγα πως πρόκειται για ένα υπαρξιακό νεονουάρ the weird way. Και, ρε παιδί μου, καλή η αφαίρεση και το ότι το σενάριο δεν φλυαρεί είναι καλό πράγμα, αλλά δώσε κάτι στον θεατή να πιαστεί. Όχι μόνον αναφορές. Από τον Jean-Pierre Melville (που είχε την τιμητική του πρόσφατα, τουλάχιστον στη Θεσσαλονίκη, με ένα μίνι αφιέρωμα) έως τον (τηλεοπτικό) Hannibal!
Στην ταινία έχουμε μία (συν μία) δολοφονία (εντάξει, τη μία την λες και αυτοάμυνα) αλλά δεν έχουμε (φανερό) κίνητρο, έστω να ψελλιστεί ρε παιδί μου, να πεις ως θεατής «α, γι' αυτό τον σκότωσε». Επίσης, ο μεφιστοφελικός ήρωας που υποδύεται ο Στάνκογλου ποτέ δεν καταλαβαίνουμε γιατί «κολλάει» με τον σερβιτόρο του Σερβετάλη. Γιατί τον καλεί για φαγητό, γιατί τον πάει στη σάουνα, γιατί του γνωρίζει την κοπέλα (;) του. Οπότε, εντέλει, σε μιάμιση ώρα ταινίας, κάτι τόσο ισχνό ως «τσιτσί» δεν φτάνει. Χαίρομαι πάντως επειδή μέσω της ταινίας, έμαθα: πώς να κάνω τσάκιση στο παντελόνι, πώς να βγάζω τσίχλα από παπούτσι, για ποιον λόγο κάποιος γίνεται τζογαδόρος και πως προκαλείται ο λόξιγκας. Αλλά αυτές οι σκηνές με τις συγκεκριμένες πληροφορίες θυμίζουν... σενάριο Φιλίππου για Λάνθιμο, των παλιών, καλών εποχών. Επίσης, υπάρχει μια σκηνή στην ταινία, όπου μια φράση που λέγεται, έχει καρφωθεί στο μυαλό μου εξαιτίας της αλήθειας της. And it goes like this: συζητάνε οι δύο σερβιτόροι και λέει ο απογοητευμένος στον Ρένο (στο περίπου ο διάλογος, έτσι;): «Δεν αντέχω εδώ, όλο προβλήματα έχω, θα σηκωθώ να φύγω, να πάω αλλού, μπας και γλιτώσω». Και απαντάει ο Ρένος: «Πηγαίνοντας αλλού δεν θα λυθεί το πρόβλημα. Θα είσαι εσύ εκεί». Φοβερό; Μόνο; Συγκλονιστικό!
Από εκεί και πέρα: αγαπάμε Σερβετάλη, που όμως ουσιαστικά, δεν κάνει κάτι υποκριτικά εδώ. Είναι το ίδιο ανέκφραστος σε όλη την ταινία γιατί αυτό απαιτεί το σενάριο. Είναι λες και μεταπήδησε κατευθείαν από το παλιότερο «L» του Μπάμπη Μακρίδη στο σύμπαν τούτης της ταινίας. Και στο τέλος, ενώ σε όλες τις ταινίες, λέμε πως ο βασικός ήρωας μπαίνει στην αρχή α και βγαίνει στο φινάλε β, αλλαγμένος, εδώ ο σερβιτόρος μας δεν αλλάζει παρά το γεγονός ότι συμμετέχει σε life changing εμπειρίες. Με τίποτα δεν λες την ταινία του πεταματού (ίσα - ίσα), ήθελε όμως δουλίτσα σεναριακά.
Η υπόθεση: Ο Ρένος είναι ένας επαγγελματίας σερβιτόρος που ζει μια απλή και ήσυχη ζωή, μοναχικός και σχολαστικός παρατηρητής, με ιδιαίτερη αδυναμία στα φυτά. Η καθημερινή του ρουτίνα, όμως, θα διαταραχθεί όταν θα βρεθεί αντιμέτωπος με την εξαφάνιση του γείτονά του, Μίλαν. Δύο παράξενοι άνθρωποι, ο «Ξανθός» και η Τζίνα, οι οποίοι φαίνεται πως είχαν κάποια ιδιαίτερη σχέση με τον Μίλαν, θα παρασύρουν τον Ρένο σε μια σειρά ακραίων καταστάσεων. Ο Ρένος, πλέον, θα δοκιμάσει την ικανότητά του (αλλά και την προθυμία του) να αλλάξει τη ζωή του σε ότι έχει να κάνει με τα ζητήματα της αγάπης και του θανάτου. Νέες σχέσεις θα δημιουργηθούν, μυστικά θα αποκαλυφθούν και η εμπιστοσύνη ως έννοια θα τεθεί υπό αμφισβήτηση. Το αναπάντεχο που έρχεται στη ζωή του Ρένου, του επιφυλάσσει εκπλήξεις. Θα τον αλλάξει ή τελικά θα παραμείνει ο ίδιος;
Η άποψή μας: Τελικά το weirdwave του ελληνικού σινεμά έχει χίλια καλά, αλλά έκανε και μεγάλη ζημιά. Παρακολουθείς πχ αυτήν την ταινία. Και κατασκευαστικά, είναι ολοφάνερο, είναι άψογη. Και αισθητικά, είναι ολοφάνερο, είναι άψογη. Θέλω να πω, μπορεί κάποιοι να διαφωνήσουν, να πουν ότι φέρνει σε αισθητική βιντεοκλίπ κι άλλα τέτοια, αλλά ο άνθρωπος (ο σκηνοθέτης δηλαδή) δεν ένωσε απλά διαφορετικές εικόνες μεταξύ τους τυχαία. Κάθε κάδρο είναι προσεγμένο στην παραμικρή του λεπτομέρεια και η επιλογή των χώρων έγινε και με μεράκι και με τελικό αποτέλεσμα, που προσωπικά, με εντυπωσίασε. Από τον ψυχρό διάδρομο της πολυκατοικίας με τα αντικριστά διαμερίσματα, το καφέ όπου δουλεύει ο σερβιτόρος μας, τα εσωτερικά των σπιτιών, ιδίως του Ρένου, με τα φυτά και τις ζωγραφιές του, μέχρι και ο χώρος με το πλυντήριο ρούχων και γενικώς όλα τα εξωτερικά σε μέρη τόσο της Αθήνας που αξίζει να βλέπεις, πέρα από τα τουριστικά, αλλά και το παραλίμνιο δάσος όπου λαμβάνει χώρα η κορύφωση του δράματος, όλα δείχνουν υψηλά στάνταρ παραγωγής.
Κι έχει γίνει τρομερή δουλειά σε ότι αφορά τη διεύθυνση φωτογραφίας (το καταλαβαίνεις αυτό στο ότι τα πλάνα είναι τρομερά είτε μιλάμε για νυχτερινά (το δύσκολο) είτε για πλάνα ημέρας. Και η μουσική είναι πολύ καλή: ο Coti K τα πήγε περίφημα και η σκηνή στο μπαρ με την σερβιτόρα να τραγουδάει την «Σκλάβα» της Τζένη Βάνου χρησιμοποιώντας ένα λουλούδι, είναι και σουρεάλ αλλά μια χαρά ενταγμένη στο σύμπαν της ταινίας. Και το μοντάζ του μάγου Μαυροψαρίδη είναι λειτουργικότατο και κάνει την ταινία να ρέει μια χαρά. Τι απομένει; Ναι, καλά το καταλάβατε. Για άλλη μια φορά σε ελληνική ταινία. Ο ΟΠΑΠ δεν το παίζει στο στοίχημα, γιατί η απόδοση είναι 1,00000001. Το σενάριο. Το σενάριο λοιπόν είναι «λίγο». Αν, όπως διατείνεται ο δημιουργός της ταινίας, αυτό είναι ένα υπαρξιακό νεονουάρ, εγώ θα έλεγα πως πρόκειται για ένα υπαρξιακό νεονουάρ the weird way. Και, ρε παιδί μου, καλή η αφαίρεση και το ότι το σενάριο δεν φλυαρεί είναι καλό πράγμα, αλλά δώσε κάτι στον θεατή να πιαστεί. Όχι μόνον αναφορές. Από τον Jean-Pierre Melville (που είχε την τιμητική του πρόσφατα, τουλάχιστον στη Θεσσαλονίκη, με ένα μίνι αφιέρωμα) έως τον (τηλεοπτικό) Hannibal!
Στην ταινία έχουμε μία (συν μία) δολοφονία (εντάξει, τη μία την λες και αυτοάμυνα) αλλά δεν έχουμε (φανερό) κίνητρο, έστω να ψελλιστεί ρε παιδί μου, να πεις ως θεατής «α, γι' αυτό τον σκότωσε». Επίσης, ο μεφιστοφελικός ήρωας που υποδύεται ο Στάνκογλου ποτέ δεν καταλαβαίνουμε γιατί «κολλάει» με τον σερβιτόρο του Σερβετάλη. Γιατί τον καλεί για φαγητό, γιατί τον πάει στη σάουνα, γιατί του γνωρίζει την κοπέλα (;) του. Οπότε, εντέλει, σε μιάμιση ώρα ταινίας, κάτι τόσο ισχνό ως «τσιτσί» δεν φτάνει. Χαίρομαι πάντως επειδή μέσω της ταινίας, έμαθα: πώς να κάνω τσάκιση στο παντελόνι, πώς να βγάζω τσίχλα από παπούτσι, για ποιον λόγο κάποιος γίνεται τζογαδόρος και πως προκαλείται ο λόξιγκας. Αλλά αυτές οι σκηνές με τις συγκεκριμένες πληροφορίες θυμίζουν... σενάριο Φιλίππου για Λάνθιμο, των παλιών, καλών εποχών. Επίσης, υπάρχει μια σκηνή στην ταινία, όπου μια φράση που λέγεται, έχει καρφωθεί στο μυαλό μου εξαιτίας της αλήθειας της. And it goes like this: συζητάνε οι δύο σερβιτόροι και λέει ο απογοητευμένος στον Ρένο (στο περίπου ο διάλογος, έτσι;): «Δεν αντέχω εδώ, όλο προβλήματα έχω, θα σηκωθώ να φύγω, να πάω αλλού, μπας και γλιτώσω». Και απαντάει ο Ρένος: «Πηγαίνοντας αλλού δεν θα λυθεί το πρόβλημα. Θα είσαι εσύ εκεί». Φοβερό; Μόνο; Συγκλονιστικό!
Από εκεί και πέρα: αγαπάμε Σερβετάλη, που όμως ουσιαστικά, δεν κάνει κάτι υποκριτικά εδώ. Είναι το ίδιο ανέκφραστος σε όλη την ταινία γιατί αυτό απαιτεί το σενάριο. Είναι λες και μεταπήδησε κατευθείαν από το παλιότερο «L» του Μπάμπη Μακρίδη στο σύμπαν τούτης της ταινίας. Και στο τέλος, ενώ σε όλες τις ταινίες, λέμε πως ο βασικός ήρωας μπαίνει στην αρχή α και βγαίνει στο φινάλε β, αλλαγμένος, εδώ ο σερβιτόρος μας δεν αλλάζει παρά το γεγονός ότι συμμετέχει σε life changing εμπειρίες. Με τίποτα δεν λες την ταινία του πεταματού (ίσα - ίσα), ήθελε όμως δουλίτσα σεναριακά.
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 4 Απριλίου 2019 ως ανεξάρτητη παραγωγή!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική