του Wolfgang Fischer. Με τους Susanne Wolff, Gedion Oduor Wekes.
Πώς ορίζει ο καθένας μας τον Παράδεισο;
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)
All is (not) lost...
Αυτή είναι μόλις η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του γεννημένου στη Βιέννη Αυστριακού σκηνοθέτη Wolfgang Fischer. Η πρώτη του είχε τίτλο «Was du nicht siehst» (2009) και είχε κάνει την παγκόσμια πρεμιέρα της στο φεστιβάλ του Μόντρεαλ εκείνης της χρονιάς.
Τούτη η ταινία του έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο περσινό φεστιβάλ Βερολίνου, όπου είχε πάρει μέρος στο τμήμα «Panorama». Εκεί τιμήθηκε με τρία βραβεία: Οικουμενικής Επιτροπής, Label Europa Cinemas και Heiner Carow. Ήταν η μία από τις τρεις ταινίες που ήταν υποψήφια για το περσινό βραβείο LUX. Και είχε και μια υποψηφιότητα στα European Film Awards. Γενικά, συμμετείχε σε αρκετά φεστιβάλ μαζεύοντας μπόλικα σημαντικά βραβεία.
Η υπόθεση: Η Ρίκε, μια 40χρονη γιατρός από μια γερμανόφωνη χώρα της Ευρώπης, είναι η απόλυτη έκφραση του δυτικού μοντέλου ευτυχίας και επιτυχίας. Μορφωμένη, όλο αυτοπεποίθηση, αφοσιωμένη στους στόχους της και αποφασισμένη να πετύχει, εργάζεται με εξαντλητικούς ρυθμούς στο πολύ απαιτητικό τμήμα των Επειγόντων Περιστατικών. Κάποια στιγμή, η Ρίκε αποφασίζει να εκπληρώσει το μεγαλύτερο όνειρό της, σαλπάροντας ολομόναχη με το ιστιοπλοϊκό της για τη Νήσο της Αναλήψεως, στον Ατλαντικό Ωκεανό, ώστε να έχει το χρόνο να κάνει, παράλληλα, κι ένα εσωτερικό ταξίδι. Αφετηρία της, το Γιβραλτάρ και το ταξίδι της προβλέπεται μακροχρόνιο, καθώς θα καλύψει περίπου πέντε χιλιάδες χιλιόμετρα στην ανοιχτή θάλασσα.
Αρχικά, όλα βαίνουν καλώς. Η Ρίκε ακολουθεί άψογα τη ρουτίνα της και κουμαντάρει το μικρό της πλεούμενο, ονόματι Asa Grey, με επιτυχία. Μετά από μια άγρια καταιγίδα, όμως, το ιστιοπλοϊκό της καταλήγει κοντά σε ένα ακυβέρνητο παλιό αλιευτικό, φορτωμένο με εκατό περίπου μετανάστες που προσπαθούν απελπισμένα να της αποσπάσουν την προσοχή. Αν δεν δράσει γρήγορα η Ρίκε, δεκάδες άνθρωποι θα πνιγούν, καθώς η βάρκα αρχίζει και μπάζει νερά. Ειδοποιεί, αρχικά, την ακτοφυλακή που καθυστερεί υπερβολικά να επέμβει, παρά τις επανειλημμένες εκκλήσεις της, οπότε, καλείται μόνη, πλέον, να αναλάβει δράση και να τους συνδράμει, μολονότι δεν μπορεί να τους περιθάλψει όλους στο μικρό ιστιοφόρο της. Διχασμένη ανάμεσα στη επιθυμία της να τους συνδράμει και στην επιταγή να συνεχίσει το ταξίδι της, η Ρίκε βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα τραγικό δίλημμα.
Η άποψή μας: Αντιγράφω από την ελληνική Βικιπαιδεία:
Η Στύγα (Στυξ) ήταν αρχέγονη χθόνια θεότητα, απεχθής και φρικαλέα, προσωποποίηση του ομώνυμου ποταμού του Άδη. Η Στυξ ήταν κόρη του Ωκεανού και της Τηθύος ή κόρη του Ερέβους και της Νυκτός. Από τον Δία απέκτησε την Περσεφόνη και από τον Πάλλαντα τη Νίκη, τον Ζήλο, το Κράτος και τη Βία. Στα παιδιά της από τον Πάλλαντα ο Υγίνος προσέθεσε και τη Σκύλλα. Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, σύζυγός της ήταν ο Πείρας, όπου ως καρπός της ένωσής τους προέκυψε η Έχιδνα. Η Στύγα κατοικούσε μακριά από τους άλλους θεούς, στο βαθύ σκότος του Άδη, μέσα στο, κτισμένο πάνω σε πανύψηλους αργυρούς στύλους, ξακουστό παλάτι της. Ανέβηκε στον Όλυμπο μόνο μια φορά: όταν έσπευσε μαζί με τα παιδιά της να βοηθήσει τον Δία στην άγρια και αμφίρροπη μάχη του εναντίον των Τιτάνων. Όταν αυτός, τελικά, επικράτησε, ανταμείβοντάς την, όρισε να δίνουν, πλέον, οι θεοί όρκο στο ιερό της όνομα και προσκάλεσε τα παιδιά της να έρθουν να ζήσουν για πάντα μαζί του, στον Όλυμπο. Το Κράτος και η Βία θα γίνουν, έκτοτε, μόνιμοι παραστάτες του και απηνείς εκτελεστές των αποφάσεών του. Η Στύγα ήταν, επίσης, ένας από τους μεγάλους ποταμούς του Κάτω Κόσμου, κλάδος του αρχέγονου Ωκεανού. Από την κορυφή ενός απόκρημνου βράχου, του Τάρταρου, ανάβλυζε το νερό που σχημάτιζε αρχικά τον Στύγιο ποταμό και, ακόλουθα, την λίμνη Στύγα. Τα νερά τους είχαν την τρομερή δύναμη να διαλύουν και να αφανίζουν ότι έπεφτε μέσα τους. Αυτά τα νερά αναμεμειγμένα με θειάφι χρησιμοποιούσαν οι Τελχίνες για να καταστρέψουν φυτά και ζώα και σ' αυτά, επίσης, η Θέτις (σύμφωνα μ' έναν μετα-ομηρικό μύθο που διέσωσε ο Ρωμαίος Στάτιος) βάπτισε τον νεογέννητο Αχιλλέα κι έτσι τον κατέστησε άτρωτο - εκτός του σημείου που τον κρατούσε, την πτέρνα, μοναδικό, έκτοτε, τρωτό σημείο του σώματός του, γνωστό μέχρι σήμερα ως αχίλλειος πτέρνα.
Α, επίσης Styx είναι ένα αμερικάνικο συγκρότημα, που έβγαλε τον πρώτο του δίσκο το 1972, συνεχίζει να ηχογραφεί με τελευταία τους δουλειά να βγαίνει το 2017 κι έγινε δημοφιλές κυρίως για δύο του τραγούδια: το «Boat on the river» (1980) και το «Mr. Roboto» (1983). Γιατί βάφτισε την ταινία του ο σκηνοθέτης Styx; Εννοείται, όχι τυχαία. Για τους μετανάστες η θάλασσα είναι ο φορέας ελπίδας τους, εντέλει όμως καταλήγει να γίνει ο αφανισμός τους. Για την πρωταγωνίστριά μας οι μετανάστες αποδεικνύονται η αχίλλειος πτέρνα της στον τέλειο κόσμο όπου ζει. Και μιας που μιλάμε για μια (ηθική) κινηματογραφική παραβολή, η Ρίκε δεν είναι άλλη από την Ευρώπη. Την Ευρώπη του Διαφωτισμού. Την Ευρώπη της ευημερίας. Την Ευρώπη που φαντάζει ως Γη της Επαγγελίας. Την Ευρώπη που είναι κλεισμένη στον εαυτό της, αυτοαναφορική, αδιάφορη για ότι συμβαίνει έξω από αυτήν.
Ε, όταν αναγκάζεται να αντιμετωπίσει το πρόβλημα δια ζώσης βρίσκει τον εαυτό της σε αχαρτογράφητα νερά. Ναι, η Ρίκε, η γυναίκα που η δουλειά της είναι να σώζει ζωές – μια δουλειά που έχει την αίσθηση του επείγοντος – μια γυναίκα ανεξάρτητη, θαρραλέα, μορφωμένη, δυναμική, όμορφη, λευκή, που δεν έχει την ανάγκη κανενός, καλείται να πάρει μια σημαντική απόφαση. Τι μπορεί να κάνει αυτή, μόνη, με ένα μικρό σκάφος, όταν μπροστά στα μάτια της κινδυνεύουν 100 ζωές; Να σώσει τον ένα και μοναδικό πιτσιρίκο και να φύγει; Έχει να ολοκληρώσει κι ένα ταξίδι ζωής, να μην το ξεχνάμε αυτό. Να γυρίσει πίσω, κοντά στο σαπιοκάραβο που μπατάρει και να σώσει και την αδελφή του; Να καλέσει τις αρχές; Τις αρχές που έχει μάθει να εμπιστεύεται; Κι αν δεν κάνουν τίποτε; Κι αν αφήσουν τόσους ανθρώπους να πνιγούν; Έτσι κι αλλιώς αυτό που ουσιαστικά της λένε συμπυκνώνεται ουσιαστικά σε ένα «μην ανακατεύεσαι». Μην ανακατεύεσαι, ζήσε τη ζωή σου, έχεις τα δικά σου προβλήματα, για μερικούς άφραγκους Αφρικανούς θα στεναχωρηθείς; Και το κίνητρό της; Θέλω να πω, άνθρωπος είναι. Αλλά ξυπνάει κάτι μέσα της; Θέλει πραγματικά να βοηθήσει; Ή μήπως πιστεύει πως είναι ένα είδος καθήκοντος κι αυτό; Μήπως είναι απλά μια υποκρίτρια; Μήπως είναι επηρεασμένη από τη δουλειά της;
Χμ, νομίζω πως όλα απαντιούνται από έναν διάλογο – έτσι κι αλλιώς δεν εκστομίζονται πολλές κουβέντες στην ταινία. Όταν λοιπόν η Ακτοφυλακή της λέει «Έισα Γκρέι, επιβεβαιώστε ότι θα ακολουθήσετε τις οδηγίες» και «Επαναλαμβάνω: μείνετε μακριά» η Ρίκε απαντά: «Επιβεβαιώνω, αλλά δεν φεύγω». Το πρώτο βήμα γίνεται έτσι λοιπόν. Όταν αντιλαμβάνεσαι τη διάσταση του προβλήματος ατομικά και δείχνεις αποφασισμένος να μην εγκαταλείψεις την προσπάθεια για την επίλυσή του συλλογικά. Ο σκηνοθέτης κάνει σπουδαία δουλειά. Ακολουθεί μια λογική ντοκιμαντέρ στα πρώτα δύο τρίτα της ταινίας. Το αξιολογότατο τελικό αποτέλεσμα προκύπτει εντέλει από την αρωγή δύο παραγόντων. Ο ένας είναι ο διευθυντής φωτογραφίας. Ο Ελβετός Benedict Neuenfels κάνει θαύματα με την κάμερά του. Και πετυχαίνει να μας δώσει άψογα την κλειστοφοβία του απέραντου γαλάζιου! Ναι, είναι παράδοξο, αλλά φανταστείτε: πώς μπορείς να ξεφύγεις στην ανοιχτή θάλασσα;
Ο άλλος παράγοντας είναι η Susanne Wolff. Δίνει μια εξαιρετική ερμηνεία και ναι, μπορεί να πει κανείς πως σηκώνει όλη την ταινία στις πλάτες της. Το μόνο αρνητικό που μπορώ να προσάψω στην ταινία είναι πως δεν είναι «ελκυστική» για τις μάζες. Δεν είναι δυσνόητη ούτε κουλτουριάρικη. Απλά, κυλάει με σχεδόν καθόλου διαλόγους σε μεγάλο τμήμα της, δεν διαθέτει γνωστούς ηθοποιούς και διαπραγματεύεται ένα θέμα για το οποίο εν πολλοίς «νίπτουμε τας χείρας μας», μιας που πλησιάζει και το Πάσχα. Μας βολεύει το «see no evil, hear no evil, talk no evil» των τριών σοφών πιθήκων. Συγγενών, το δίχως άλλο, των ανθρωποειδών, που σκαρφαλώνουν εδώ κι εκεί στον αστικό ιστό του Γιβραλτάρ, καθώς απ' ότι φαίνεται, το έχουν σκάσει από αιχμαλωσία και απολαμβάνουν την ελευθερία τους...
Η υπόθεση: Η Ρίκε, μια 40χρονη γιατρός από μια γερμανόφωνη χώρα της Ευρώπης, είναι η απόλυτη έκφραση του δυτικού μοντέλου ευτυχίας και επιτυχίας. Μορφωμένη, όλο αυτοπεποίθηση, αφοσιωμένη στους στόχους της και αποφασισμένη να πετύχει, εργάζεται με εξαντλητικούς ρυθμούς στο πολύ απαιτητικό τμήμα των Επειγόντων Περιστατικών. Κάποια στιγμή, η Ρίκε αποφασίζει να εκπληρώσει το μεγαλύτερο όνειρό της, σαλπάροντας ολομόναχη με το ιστιοπλοϊκό της για τη Νήσο της Αναλήψεως, στον Ατλαντικό Ωκεανό, ώστε να έχει το χρόνο να κάνει, παράλληλα, κι ένα εσωτερικό ταξίδι. Αφετηρία της, το Γιβραλτάρ και το ταξίδι της προβλέπεται μακροχρόνιο, καθώς θα καλύψει περίπου πέντε χιλιάδες χιλιόμετρα στην ανοιχτή θάλασσα.
Αρχικά, όλα βαίνουν καλώς. Η Ρίκε ακολουθεί άψογα τη ρουτίνα της και κουμαντάρει το μικρό της πλεούμενο, ονόματι Asa Grey, με επιτυχία. Μετά από μια άγρια καταιγίδα, όμως, το ιστιοπλοϊκό της καταλήγει κοντά σε ένα ακυβέρνητο παλιό αλιευτικό, φορτωμένο με εκατό περίπου μετανάστες που προσπαθούν απελπισμένα να της αποσπάσουν την προσοχή. Αν δεν δράσει γρήγορα η Ρίκε, δεκάδες άνθρωποι θα πνιγούν, καθώς η βάρκα αρχίζει και μπάζει νερά. Ειδοποιεί, αρχικά, την ακτοφυλακή που καθυστερεί υπερβολικά να επέμβει, παρά τις επανειλημμένες εκκλήσεις της, οπότε, καλείται μόνη, πλέον, να αναλάβει δράση και να τους συνδράμει, μολονότι δεν μπορεί να τους περιθάλψει όλους στο μικρό ιστιοφόρο της. Διχασμένη ανάμεσα στη επιθυμία της να τους συνδράμει και στην επιταγή να συνεχίσει το ταξίδι της, η Ρίκε βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα τραγικό δίλημμα.
Η άποψή μας: Αντιγράφω από την ελληνική Βικιπαιδεία:
Η Στύγα (Στυξ) ήταν αρχέγονη χθόνια θεότητα, απεχθής και φρικαλέα, προσωποποίηση του ομώνυμου ποταμού του Άδη. Η Στυξ ήταν κόρη του Ωκεανού και της Τηθύος ή κόρη του Ερέβους και της Νυκτός. Από τον Δία απέκτησε την Περσεφόνη και από τον Πάλλαντα τη Νίκη, τον Ζήλο, το Κράτος και τη Βία. Στα παιδιά της από τον Πάλλαντα ο Υγίνος προσέθεσε και τη Σκύλλα. Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, σύζυγός της ήταν ο Πείρας, όπου ως καρπός της ένωσής τους προέκυψε η Έχιδνα. Η Στύγα κατοικούσε μακριά από τους άλλους θεούς, στο βαθύ σκότος του Άδη, μέσα στο, κτισμένο πάνω σε πανύψηλους αργυρούς στύλους, ξακουστό παλάτι της. Ανέβηκε στον Όλυμπο μόνο μια φορά: όταν έσπευσε μαζί με τα παιδιά της να βοηθήσει τον Δία στην άγρια και αμφίρροπη μάχη του εναντίον των Τιτάνων. Όταν αυτός, τελικά, επικράτησε, ανταμείβοντάς την, όρισε να δίνουν, πλέον, οι θεοί όρκο στο ιερό της όνομα και προσκάλεσε τα παιδιά της να έρθουν να ζήσουν για πάντα μαζί του, στον Όλυμπο. Το Κράτος και η Βία θα γίνουν, έκτοτε, μόνιμοι παραστάτες του και απηνείς εκτελεστές των αποφάσεών του. Η Στύγα ήταν, επίσης, ένας από τους μεγάλους ποταμούς του Κάτω Κόσμου, κλάδος του αρχέγονου Ωκεανού. Από την κορυφή ενός απόκρημνου βράχου, του Τάρταρου, ανάβλυζε το νερό που σχημάτιζε αρχικά τον Στύγιο ποταμό και, ακόλουθα, την λίμνη Στύγα. Τα νερά τους είχαν την τρομερή δύναμη να διαλύουν και να αφανίζουν ότι έπεφτε μέσα τους. Αυτά τα νερά αναμεμειγμένα με θειάφι χρησιμοποιούσαν οι Τελχίνες για να καταστρέψουν φυτά και ζώα και σ' αυτά, επίσης, η Θέτις (σύμφωνα μ' έναν μετα-ομηρικό μύθο που διέσωσε ο Ρωμαίος Στάτιος) βάπτισε τον νεογέννητο Αχιλλέα κι έτσι τον κατέστησε άτρωτο - εκτός του σημείου που τον κρατούσε, την πτέρνα, μοναδικό, έκτοτε, τρωτό σημείο του σώματός του, γνωστό μέχρι σήμερα ως αχίλλειος πτέρνα.
Α, επίσης Styx είναι ένα αμερικάνικο συγκρότημα, που έβγαλε τον πρώτο του δίσκο το 1972, συνεχίζει να ηχογραφεί με τελευταία τους δουλειά να βγαίνει το 2017 κι έγινε δημοφιλές κυρίως για δύο του τραγούδια: το «Boat on the river» (1980) και το «Mr. Roboto» (1983). Γιατί βάφτισε την ταινία του ο σκηνοθέτης Styx; Εννοείται, όχι τυχαία. Για τους μετανάστες η θάλασσα είναι ο φορέας ελπίδας τους, εντέλει όμως καταλήγει να γίνει ο αφανισμός τους. Για την πρωταγωνίστριά μας οι μετανάστες αποδεικνύονται η αχίλλειος πτέρνα της στον τέλειο κόσμο όπου ζει. Και μιας που μιλάμε για μια (ηθική) κινηματογραφική παραβολή, η Ρίκε δεν είναι άλλη από την Ευρώπη. Την Ευρώπη του Διαφωτισμού. Την Ευρώπη της ευημερίας. Την Ευρώπη που φαντάζει ως Γη της Επαγγελίας. Την Ευρώπη που είναι κλεισμένη στον εαυτό της, αυτοαναφορική, αδιάφορη για ότι συμβαίνει έξω από αυτήν.
Ε, όταν αναγκάζεται να αντιμετωπίσει το πρόβλημα δια ζώσης βρίσκει τον εαυτό της σε αχαρτογράφητα νερά. Ναι, η Ρίκε, η γυναίκα που η δουλειά της είναι να σώζει ζωές – μια δουλειά που έχει την αίσθηση του επείγοντος – μια γυναίκα ανεξάρτητη, θαρραλέα, μορφωμένη, δυναμική, όμορφη, λευκή, που δεν έχει την ανάγκη κανενός, καλείται να πάρει μια σημαντική απόφαση. Τι μπορεί να κάνει αυτή, μόνη, με ένα μικρό σκάφος, όταν μπροστά στα μάτια της κινδυνεύουν 100 ζωές; Να σώσει τον ένα και μοναδικό πιτσιρίκο και να φύγει; Έχει να ολοκληρώσει κι ένα ταξίδι ζωής, να μην το ξεχνάμε αυτό. Να γυρίσει πίσω, κοντά στο σαπιοκάραβο που μπατάρει και να σώσει και την αδελφή του; Να καλέσει τις αρχές; Τις αρχές που έχει μάθει να εμπιστεύεται; Κι αν δεν κάνουν τίποτε; Κι αν αφήσουν τόσους ανθρώπους να πνιγούν; Έτσι κι αλλιώς αυτό που ουσιαστικά της λένε συμπυκνώνεται ουσιαστικά σε ένα «μην ανακατεύεσαι». Μην ανακατεύεσαι, ζήσε τη ζωή σου, έχεις τα δικά σου προβλήματα, για μερικούς άφραγκους Αφρικανούς θα στεναχωρηθείς; Και το κίνητρό της; Θέλω να πω, άνθρωπος είναι. Αλλά ξυπνάει κάτι μέσα της; Θέλει πραγματικά να βοηθήσει; Ή μήπως πιστεύει πως είναι ένα είδος καθήκοντος κι αυτό; Μήπως είναι απλά μια υποκρίτρια; Μήπως είναι επηρεασμένη από τη δουλειά της;
Χμ, νομίζω πως όλα απαντιούνται από έναν διάλογο – έτσι κι αλλιώς δεν εκστομίζονται πολλές κουβέντες στην ταινία. Όταν λοιπόν η Ακτοφυλακή της λέει «Έισα Γκρέι, επιβεβαιώστε ότι θα ακολουθήσετε τις οδηγίες» και «Επαναλαμβάνω: μείνετε μακριά» η Ρίκε απαντά: «Επιβεβαιώνω, αλλά δεν φεύγω». Το πρώτο βήμα γίνεται έτσι λοιπόν. Όταν αντιλαμβάνεσαι τη διάσταση του προβλήματος ατομικά και δείχνεις αποφασισμένος να μην εγκαταλείψεις την προσπάθεια για την επίλυσή του συλλογικά. Ο σκηνοθέτης κάνει σπουδαία δουλειά. Ακολουθεί μια λογική ντοκιμαντέρ στα πρώτα δύο τρίτα της ταινίας. Το αξιολογότατο τελικό αποτέλεσμα προκύπτει εντέλει από την αρωγή δύο παραγόντων. Ο ένας είναι ο διευθυντής φωτογραφίας. Ο Ελβετός Benedict Neuenfels κάνει θαύματα με την κάμερά του. Και πετυχαίνει να μας δώσει άψογα την κλειστοφοβία του απέραντου γαλάζιου! Ναι, είναι παράδοξο, αλλά φανταστείτε: πώς μπορείς να ξεφύγεις στην ανοιχτή θάλασσα;
Ο άλλος παράγοντας είναι η Susanne Wolff. Δίνει μια εξαιρετική ερμηνεία και ναι, μπορεί να πει κανείς πως σηκώνει όλη την ταινία στις πλάτες της. Το μόνο αρνητικό που μπορώ να προσάψω στην ταινία είναι πως δεν είναι «ελκυστική» για τις μάζες. Δεν είναι δυσνόητη ούτε κουλτουριάρικη. Απλά, κυλάει με σχεδόν καθόλου διαλόγους σε μεγάλο τμήμα της, δεν διαθέτει γνωστούς ηθοποιούς και διαπραγματεύεται ένα θέμα για το οποίο εν πολλοίς «νίπτουμε τας χείρας μας», μιας που πλησιάζει και το Πάσχα. Μας βολεύει το «see no evil, hear no evil, talk no evil» των τριών σοφών πιθήκων. Συγγενών, το δίχως άλλο, των ανθρωποειδών, που σκαρφαλώνουν εδώ κι εκεί στον αστικό ιστό του Γιβραλτάρ, καθώς απ' ότι φαίνεται, το έχουν σκάσει από αιχμαλωσία και απολαμβάνουν την ελευθερία τους...
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 11 Απριλίου 2019 από την Weird Wave!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική