του Στέλιου Χαραλαμπόπουλου. Με τους Σπύρο Γεωργόπουλο, Σπύρο Ζαμπέλη, Αργύρη Κόγκα, Σπύρο Φωτίου, Πάνο Κοψίδα, Λουκία Κατωπόδη, Λυγερή Ταμπακοπούλου.
Μια μεταφορά της Οδύσσειας στις αρχές του προηγούμενου αιώνα
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)
Ο... Τεό το έκανε πολύ καλύτερα αυτό
Ο Στέλιος Χαραλαμπόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1956. Σπούδασε οικονομικά και κινηματογράφο στην Ελλάδα κι έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στην οικονομία στο Παρίσι. Υπήρξε εκδότης του περιοδικού λόγου και τέχνης «Γραφή». Συνδημιουργός από το 1988 της εταιρείας παραγωγής ταινιών ΠΕΡΙΠΛΟΥΣ. Κείμενά του για τον κινηματογράφο έχουν δημοσιευτεί στα περιοδικά «Γραφή», «Σύγχρονος Κινηματογράφος» , «Γράμματα και Τέχνες», «Το Δέντρο».
Έχει γυρίσει αρκετά ντοκιμαντέρ. Αυτή είναι μόλις η τρίτη μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας του. Έχουν προηγηθεί οι ταινίες «Άδης» (1996) και Η υπογραφή (2011). Η ταινία Τα Δάκρυα του Βουνού έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης του 2018.
Η υπόθεση: Ένα μπουλούκι μαστόρων πέτρας περιπλανιέται όπου υπάρχει δουλειά χτίζοντας σπίτια, γεφύρια, σχολεία, εκκλησίες. Υλικά τους οι πέτρες, τα δάκρυα του βουνού. Και οι ίδιοι όμως ορεσίβιοι, ο τόπος τους φτωχός, τους σπρώχνει σαν άλλα δάκρυα του βουνού, να ξενιτευτούν για να ζήσουν. Όχι πολύ μακριά τους μαίνεται ο πόλεμος. Εξαιτίας του είναι αποκομμένοι απ’ τα χωριά τους σχεδόν δέκα χρόνια. Η προσπάθεια του πρωτομάστορα Μάρκου και των μαστόρων να επιστρέψουν σπίτι τους εξελίσσεται σε μια σκληρή και εξοντωτική Οδύσσεια.
Η άποψή μας: Είναι περισσότεροι από ένας οι λόγοι για τους οποίους δεν ένιωσα κάποιου είδους σύνδεση με τη συγκεκριμένη ταινία. Ο βασικότερος: θεωρώ ότι αποτελεί ενδεικτική ταινία ενός είδους σινεμά παλιακού και ξεπερασμένου πια. Μιας που την είδαμε στο πλαίσιο του περασμένου φεστιβάλ κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, μαζί ουσιαστικά με όλη την κινηματογραφική παραγωγή ελληνικών ταινιών της χρονιάς (οι οποίες ειρήσθω εν παρόδω, «ξεφορτώνονται» ανοιξιάτικα στους κινηματογράφους της χώρας μας χωρίς θεατές, χωρίς σκοπό, χωρίς στόχο, έτσι, χωρίς πρόγραμμα) λογικό είναι να μπαίνει σε σύγκριση με τις υπόλοιπες.
Ενώ λοιπόν φαίνεται πως από τη στιγμή που εισήχθησαν νέα παιδιά στο «παιχνίδι», οι ελληνικές ταινίες σχεδόν στο σύνολό τους, προσπαθούν να μην είναι αυτοαναφορικές κουλτουριάρικες μαλακίες, αλλά επιχειρούν να ασχοληθούν με σύγχρονα θέματα και να μιλήσουν με το κοινό, δεν το απαρνιούνται, θέλουν να το προσεγγίσουν, χωρίς όμως αποτέλεσμα, είτε επειδή το κοινό φοβάται την φεστιβαλική ελληνική ταινία είτε επειδή ενώ υπάρχει σε γενικές γραμμές πλέον αρτιότητα στην παραγωγή, δεν φαίνεται να μπορεί να ξεπεραστεί τόσο εύκολα το μονίμως ακανθώδες θέμα του (προβληματικού) σεναρίου, δεν έχουν εξαφανιστεί και οι... νοσταλγοί του παρελθόντος. Μην με παρεξηγείτε: δεν λέω πως όλες οι ελληνικές ταινίες πρέπει, μονόπατα, να ασχολούνται με το σήμερα, με συγκεκριμένο «εμπορικό» προσανατολισμό.
Και ο Στέλιος Χαραλαμπόπουλος δεν είναι τυχαίος σκηνοθέτης. Είναι ένας από τους πιο ενδιαφέροντες και συνεπείς ντοκιμαντερίστες μας. Εδώ, όμως, σαν να την «πάτησε». Επιχείρησε να κάνει μια ταινία, με το θέμα της οποίας και με την κατασκευή της θα ένιωθε πολύ άνετα ο Θόδωρος Αγγελόπουλος. Θεμιτό, αλλά για να λέμε τη μαύρη αλήθεια, προφανώς και δεν είχε το... μπάτζετ των ταινιών του (ύστερου) Τεό. Και σε ταινίες όπως αυτή, μια συμβολική saga για την ιστορία μιας ολόκληρης χώρας, χρειαζόταν μεγαλύτερο μπάτζετ. Κι ένα production value πιο μεγάλο. Γιατί αλλιώς το εγχείρημα βουλιάζει κάτω από το βάρος των φιλοδοξιών του. Ξεκινώντας από το 1899 και κάνοντας ένα παράδοξο – μα στοχευμένο – χρονικό άλμα στο 1949, έχοντας την Οδύσσεια ως οδηγό, ο Χαραλαμπόπουλος μιλάει για το τότε με τις αντιστίξεις και τις αναφορές να είναι άμεσες, για το σήμερα. Για την Ελλάδα του 2019. Για τη σύγκρουση σοσιαλισμού – καπιταλισμού. Για τη δημιουργία εθνικής συνείδησης. Για τη γέννηση ενός έθνους. Υπάρχουν πράγματα στην ταινία που έχουν το ενδιαφέρον τους. Αυτό που για μένα ξεχώρισε είναι το... location.
Η φύση παίζει βασικό ρόλο στην ταινία και από τη στιγμή που το σενάριο τοποθετεί τη δράση σε ένα άγριο, ορεινό τοπίο, το οποίο είναι ταυτόχρονα σκληρό και υπέροχο, ο διευθυντής φωτογραφίας έχει «εύκολη» θεωρητικά δουλειά, μιας που η χώρα μας τουλάχιστον σε φυσική ομορφιά, ξεχειλίζει. Τα Τζουμέρκα και η Λευκάδα λοιπόν παρέχουν το υπέροχο φόντο πάνω στο οποίο κινείται η ταινία. Από την άλλη, κάποια σύμβολα είναι περισσότερο δύσκολα στην αποκρυπτογράφησή τους, κάποια απλά δεν λειτουργούν και κάποια χρειαζόταν περισσότερη δουλειά. Ο Μάρκος και οι σύντροφοί του: ε, τι κάνει νιάου, νιάου στα κεραμίδια; Δυστυχώς, από κάποιο σημείο και μετά, το μοτίβο είναι πολύ συγκεκριμένο και επαναλαμβάνεται: σε κάθε επόμενο σημείο της διαδρομής, ένας από τους συντρόφους, για χι, ψι, ωμέγα λόγους, εγκαταλείπει τους υπόλοιπους. Σαν τους «Δέκα μικρούς νέγρους» ένα πράμα.
Οι ηθοποιοί δεν είναι γνωστοί – έστω ένας από αυτούς – για να τραβήξουν εν δυνάμει θεατές στην ταινία, οι ερμηνείες είναι μέτριες (για να το θέσουμε όσο πιο κομψά γίνεται) από το ερασιτεχνικό καστ και η υφή της ταινίας δεν είναι τόσο κινηματογραφική όσο θα περιμέναμε ή καλύτερα όσο απαιτούνταν από τις περιστάσεις. Να το κλείσω ως εξής: και το «Δεμένη κόκκινη κλωστή» του Χαραλάμπους (για όσους έχουν δει την ταινία εκείνη) παλιακό σινεμά ήταν ως υφή. Είχε όμως τόσο σαρωτική δύναμη και μιλούσε τόσο ξεκάθαρα γι' αυτό που ήθελε να πει, που δεν σε άφηνε ούτε καν να τολμήσεις να σκεφτείς κάτι σαν το «ναι μεν, αλλά». Κι εδώ είναι που απέτυχε ο Χαραλαμπόπουλος.
Η υπόθεση: Ένα μπουλούκι μαστόρων πέτρας περιπλανιέται όπου υπάρχει δουλειά χτίζοντας σπίτια, γεφύρια, σχολεία, εκκλησίες. Υλικά τους οι πέτρες, τα δάκρυα του βουνού. Και οι ίδιοι όμως ορεσίβιοι, ο τόπος τους φτωχός, τους σπρώχνει σαν άλλα δάκρυα του βουνού, να ξενιτευτούν για να ζήσουν. Όχι πολύ μακριά τους μαίνεται ο πόλεμος. Εξαιτίας του είναι αποκομμένοι απ’ τα χωριά τους σχεδόν δέκα χρόνια. Η προσπάθεια του πρωτομάστορα Μάρκου και των μαστόρων να επιστρέψουν σπίτι τους εξελίσσεται σε μια σκληρή και εξοντωτική Οδύσσεια.
Η άποψή μας: Είναι περισσότεροι από ένας οι λόγοι για τους οποίους δεν ένιωσα κάποιου είδους σύνδεση με τη συγκεκριμένη ταινία. Ο βασικότερος: θεωρώ ότι αποτελεί ενδεικτική ταινία ενός είδους σινεμά παλιακού και ξεπερασμένου πια. Μιας που την είδαμε στο πλαίσιο του περασμένου φεστιβάλ κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, μαζί ουσιαστικά με όλη την κινηματογραφική παραγωγή ελληνικών ταινιών της χρονιάς (οι οποίες ειρήσθω εν παρόδω, «ξεφορτώνονται» ανοιξιάτικα στους κινηματογράφους της χώρας μας χωρίς θεατές, χωρίς σκοπό, χωρίς στόχο, έτσι, χωρίς πρόγραμμα) λογικό είναι να μπαίνει σε σύγκριση με τις υπόλοιπες.
Ενώ λοιπόν φαίνεται πως από τη στιγμή που εισήχθησαν νέα παιδιά στο «παιχνίδι», οι ελληνικές ταινίες σχεδόν στο σύνολό τους, προσπαθούν να μην είναι αυτοαναφορικές κουλτουριάρικες μαλακίες, αλλά επιχειρούν να ασχοληθούν με σύγχρονα θέματα και να μιλήσουν με το κοινό, δεν το απαρνιούνται, θέλουν να το προσεγγίσουν, χωρίς όμως αποτέλεσμα, είτε επειδή το κοινό φοβάται την φεστιβαλική ελληνική ταινία είτε επειδή ενώ υπάρχει σε γενικές γραμμές πλέον αρτιότητα στην παραγωγή, δεν φαίνεται να μπορεί να ξεπεραστεί τόσο εύκολα το μονίμως ακανθώδες θέμα του (προβληματικού) σεναρίου, δεν έχουν εξαφανιστεί και οι... νοσταλγοί του παρελθόντος. Μην με παρεξηγείτε: δεν λέω πως όλες οι ελληνικές ταινίες πρέπει, μονόπατα, να ασχολούνται με το σήμερα, με συγκεκριμένο «εμπορικό» προσανατολισμό.
Και ο Στέλιος Χαραλαμπόπουλος δεν είναι τυχαίος σκηνοθέτης. Είναι ένας από τους πιο ενδιαφέροντες και συνεπείς ντοκιμαντερίστες μας. Εδώ, όμως, σαν να την «πάτησε». Επιχείρησε να κάνει μια ταινία, με το θέμα της οποίας και με την κατασκευή της θα ένιωθε πολύ άνετα ο Θόδωρος Αγγελόπουλος. Θεμιτό, αλλά για να λέμε τη μαύρη αλήθεια, προφανώς και δεν είχε το... μπάτζετ των ταινιών του (ύστερου) Τεό. Και σε ταινίες όπως αυτή, μια συμβολική saga για την ιστορία μιας ολόκληρης χώρας, χρειαζόταν μεγαλύτερο μπάτζετ. Κι ένα production value πιο μεγάλο. Γιατί αλλιώς το εγχείρημα βουλιάζει κάτω από το βάρος των φιλοδοξιών του. Ξεκινώντας από το 1899 και κάνοντας ένα παράδοξο – μα στοχευμένο – χρονικό άλμα στο 1949, έχοντας την Οδύσσεια ως οδηγό, ο Χαραλαμπόπουλος μιλάει για το τότε με τις αντιστίξεις και τις αναφορές να είναι άμεσες, για το σήμερα. Για την Ελλάδα του 2019. Για τη σύγκρουση σοσιαλισμού – καπιταλισμού. Για τη δημιουργία εθνικής συνείδησης. Για τη γέννηση ενός έθνους. Υπάρχουν πράγματα στην ταινία που έχουν το ενδιαφέρον τους. Αυτό που για μένα ξεχώρισε είναι το... location.
Η φύση παίζει βασικό ρόλο στην ταινία και από τη στιγμή που το σενάριο τοποθετεί τη δράση σε ένα άγριο, ορεινό τοπίο, το οποίο είναι ταυτόχρονα σκληρό και υπέροχο, ο διευθυντής φωτογραφίας έχει «εύκολη» θεωρητικά δουλειά, μιας που η χώρα μας τουλάχιστον σε φυσική ομορφιά, ξεχειλίζει. Τα Τζουμέρκα και η Λευκάδα λοιπόν παρέχουν το υπέροχο φόντο πάνω στο οποίο κινείται η ταινία. Από την άλλη, κάποια σύμβολα είναι περισσότερο δύσκολα στην αποκρυπτογράφησή τους, κάποια απλά δεν λειτουργούν και κάποια χρειαζόταν περισσότερη δουλειά. Ο Μάρκος και οι σύντροφοί του: ε, τι κάνει νιάου, νιάου στα κεραμίδια; Δυστυχώς, από κάποιο σημείο και μετά, το μοτίβο είναι πολύ συγκεκριμένο και επαναλαμβάνεται: σε κάθε επόμενο σημείο της διαδρομής, ένας από τους συντρόφους, για χι, ψι, ωμέγα λόγους, εγκαταλείπει τους υπόλοιπους. Σαν τους «Δέκα μικρούς νέγρους» ένα πράμα.
Οι ηθοποιοί δεν είναι γνωστοί – έστω ένας από αυτούς – για να τραβήξουν εν δυνάμει θεατές στην ταινία, οι ερμηνείες είναι μέτριες (για να το θέσουμε όσο πιο κομψά γίνεται) από το ερασιτεχνικό καστ και η υφή της ταινίας δεν είναι τόσο κινηματογραφική όσο θα περιμέναμε ή καλύτερα όσο απαιτούνταν από τις περιστάσεις. Να το κλείσω ως εξής: και το «Δεμένη κόκκινη κλωστή» του Χαραλάμπους (για όσους έχουν δει την ταινία εκείνη) παλιακό σινεμά ήταν ως υφή. Είχε όμως τόσο σαρωτική δύναμη και μιλούσε τόσο ξεκάθαρα γι' αυτό που ήθελε να πει, που δεν σε άφηνε ούτε καν να τολμήσεις να σκεφτείς κάτι σαν το «ναι μεν, αλλά». Κι εδώ είναι που απέτυχε ο Χαραλαμπόπουλος.
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 4 Απριλίου 2019 στην Ταινιοθήκη της Ελλάδας!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική