του Τώνη Λυκουρέση. Με τους Νένα Μεντή, Άκη Σακελλαρίου, Χρήστο Λούλη, Αλεξάνδρα Αϊδίνη, Βασίλη Κουκαλάνι, Γιώργο Χριστοδούλου, Δομνίκη Μητροπούλου, Αλέξανδρο Χρυσανθόπουλο, Ναταλία Σουίφτ.
Black Out!
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)
Ένα τυχαίο γεγονός μπορεί να σε φέρει αντιμέτωπο με τον βαθιά κρυμμένο εαυτό σου…
Ο Τώνης Λυκουρέσης είναι ζακυνθινής καταγωγής. Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1945. Σπούδασε οικονομικά στην ΑΣΟΕΕ, σκηνοθεσία κινηματογράφου στη Σχολή Σταυράκου και ζωγραφική στην ΑΣΚΤ με τον Νίκο Νικολάου. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος και κινηματογραφικός κριτικός του περιοδικού «Σύγχρονος Κινηματογράφος». Από το 1986 συνεργάστηκε με την κρατική τηλεόραση, με ντοκιμαντέρ και εκπομπές που αφορούσαν κυρίως στην Επτάνησο. Παράλληλα, υπέγραψε αρκετές σκηνοθεσίες για το θέατρο. Την τελευταία εικοσαετία δίδαξε αισθητική κινηματογράφου και τεχνική σκηνοθεσίας σε ανώτερες σχολές Δραματικής Τέχνης και Κινηματογράφου και στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου - Τμήμα Θεατρικών Σπουδών. Το διάστημα 2013-14, υπήρξε Πρόεδρος Δ.Σ. του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου. Από το 2004 είναι γενικός γραμματέας της Εταιρείας Ελλήνων Σκηνοθετών. Από το 1970 έως και σήμερα, οργάνωσε σαν παραγωγός και σκηνοθέτησε ταινίες μικρού και μεγάλου μήκους, που βραβεύτηκαν και εκπροσώπησαν την Ελλάδα σε πολλά διεθνή Φεστιβάλ.
Αυτή είναι η πέμπτη μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας που σκηνοθετεί. Η προηγούμενη φιλμογραφία του έχει ως εξής: «Η Χρυσομαλλούσα» (1978), «Το αίμα των αγαλμάτων» (1982), «Άλκηστη» (1986) και «Σκλάβοι στα δεσμά τους» (2008). Η τελευταία του ταινία Επαφή έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης του 2017.
Η υπόθεση: Καλοκαίρι στη σύγχρονη Αθήνα. Με αφορμή την αιφνίδια διακοπή ρεύματος, πέντε διαφορετικά ζευγάρια καθημερινών ανθρώπων εγκλωβίζονται σε πέντε ακινητοποιημένους θαλάμους ασανσέρ. Η αναγκαστική συνύπαρξη του ενός με τον άλλον βγάζει στην επιφάνεια εσωτερικές φοβίες κι αληθινά συναισθήματα, καλά κρυμμένα έως τότε. Σε μια κόλαση τεσσάρων τετραγωνικών, ο πόλεμος ξεκινάει.
Η άποψή μας: Διευκρίνιση: σε μία από τις πέντε ιστορίες ο εγκλωβισμός δεν είναι κυριολεκτικός και δεν αφορά ανελκυστήρα αλλά το τελεφερίκ στον Λυκαβηττό. Και σε μια άλλη από τις πέντε ιστορίες, ο ένας από το ζευγάρι είναι νεκρός. Έτσι, για να είμαστε πιο ακριβείς στην περιγραφή που παρατίθεται πιο πάνω ως υπόθεση. Πάντως, είναι ολοφάνερο από την εν λόγω υπόθεση πως αυτή είναι μια σπονδυλωτή ταινία. Πέντε διαφορετικές ιστορίες, οι οποίες έχουν ως κοινό τους χαρακτηριστικό το μπλακάουτ από τη μια και τον εγκλεισμό από την άλλη. Αυτή δεν είναι μία από εκείνες τις σπονδυλωτές ταινίες όπου οι επιμέρους ιστορίες «διασταυρώνονται» και συναντώνται με κάποιον τρόπο η μία με την άλλη, όπως πχ συμβαίνει με το «Amores perros» του Alejandro González Iñárritu. Πιο πολύ με κάτι που είναι στην λογική του Berlin I Love You και των άλλων πόλεων για τις οποίες έχουν γυριστεί ταινίες, αλλά με κάτι από τα «Στιγμιότυπα», όπου ένα ξαφνικό συμβάν (στην ταινία του Altman, ένας σεισμός) «ενώνει» μεταξύ τους τις ιστορίες.
Στην ταινία του Λυκουρέση οι πέντε ιστορίες εξελίσσονται αυτόνομα, τις συνδέει μόνο το blackout αλλά – ευτυχώς – δεν τελειώνει η μία ιστορία για να πάμε στην επόμενη. Μεταφερόμαστε από τη μία στην άλλη, οπότε έχουμε – εν δυνάμει – αγωνία για την έκβαση καθεμιάς από αυτές καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας. Τώρα, σε ότι αφορά τις ιστορίες: προσωπικά, μου άρεσε πιο πολύ η ιστορία με τους δύο μετανάστες. Ο «παλιός» Αλβανός και ο «νέος» Ασιάτης. Όπου ο παλιός έχει προλάβει να γίνει… ρατσιστής! Δυνατή είναι και η ιστορία με τον νοσοκόμο και το πτώμα, καθώς δίνει την ευκαιρία στον Λούλη να μας δώσει δείγματα από την γκάμα του ταλέντου του. Πολύ ενδιαφέρουσα είναι και η ιστορία με την Μεντή και την κόρη της στην ταινία, την Αϊδίνη (η οποία ουσιαστικά εμφανίζεται ελάχιστα – την ακούμε πιο πολύ πίσω από το τζάμι του ασανσέρ). Και είναι ενδιαφέρουσα αυτή η ιστορία καθώς δείχνει το πολύ ανθρώπινο «μπαΐλντισμα» που μπορεί να νιώθει ένας άνθρωπος, ο οποίος για όλη του τη ζωή κάνει αυτό που επιτάσσει η κοινωνία, αλλά κάποια στιγμή αποφασίζει να διεκδικήσει λίγη ευτυχία αποκλειστικά για τον εαυτό του.
Η πιο αδύναμη ιστορία από όλες είναι εκείνη με τους πιτσιρικάδες κυβερνοπάνκ, τους οικολόγους ακτιβιστές. Και είναι η πιο αδύναμη καθώς και οι ερμηνείες είναι από τις λιγότερο καλές στην ταινία αλλά κι επειδή εδώ το πράγμα γίνεται υπέρ του δέοντος διδακτικό και αμήχανο. Έτσι κι αλλιώς, οι σπονδυλωτές ταινίες είναι ιδιάζουσες: δεν αρέσουν σε όλους και δεν είναι όλες οι επιμέρους ιστορίες το ίδιο καλές. Είναι σαν να διαβάζεις μια συλλογή διηγημάτων: ε, δεν μπορεί όλα να σου αρέσουν το ίδιο. Κάποια θα σου κάνουν περισσότερη εντύπωση, κάποια θα τα βαρεθείς, σε κάποια θα διακρίνεις την καλή ιδέα αλλά την κακή εκτέλεση… Η ιστορία με τα παιδιά στον Λυκαβηττό είναι και η μόνη όπου το πρόσημο δεν είναι αρνητικό ως διάθεση – δεν μπορούμε όμως να πούμε ότι έθελξε και με την πρωτοτυπία της ή τη δυναμική της.
Έμπειρος σκηνοθέτης ο Λυκουρέσης, καταφέρνει εν πολλοίς να φέρει εις πέρας το ενδιαφέρον – και αρκούντως μοντέρνο – εγχείρημά του. Αυτή είναι μια ταινία που θα τη δεις και δεν θα πεις «τι φρίκη έφαγα πάλι». Σίγουρα όμως δεν θα νιώσεις την ικανοποίηση μιας σπουδαίας κινηματογραφικής εμπειρίας. Κυρίως επειδή το τελικό αποτέλεσμα είναι άνισο. Κι εντάξει, αυτό το λέμε και το γράφουμε για πολλές ταινίες. Το θέμα εδώ είναι πως το άνισον του πράγματος γίνεται απτό και φανερό σε κάθε μία από τις επιμέρους «μικρές ταινίες» που δομούν το συγκεκριμένο σύνολο.
Η υπόθεση: Καλοκαίρι στη σύγχρονη Αθήνα. Με αφορμή την αιφνίδια διακοπή ρεύματος, πέντε διαφορετικά ζευγάρια καθημερινών ανθρώπων εγκλωβίζονται σε πέντε ακινητοποιημένους θαλάμους ασανσέρ. Η αναγκαστική συνύπαρξη του ενός με τον άλλον βγάζει στην επιφάνεια εσωτερικές φοβίες κι αληθινά συναισθήματα, καλά κρυμμένα έως τότε. Σε μια κόλαση τεσσάρων τετραγωνικών, ο πόλεμος ξεκινάει.
Η άποψή μας: Διευκρίνιση: σε μία από τις πέντε ιστορίες ο εγκλωβισμός δεν είναι κυριολεκτικός και δεν αφορά ανελκυστήρα αλλά το τελεφερίκ στον Λυκαβηττό. Και σε μια άλλη από τις πέντε ιστορίες, ο ένας από το ζευγάρι είναι νεκρός. Έτσι, για να είμαστε πιο ακριβείς στην περιγραφή που παρατίθεται πιο πάνω ως υπόθεση. Πάντως, είναι ολοφάνερο από την εν λόγω υπόθεση πως αυτή είναι μια σπονδυλωτή ταινία. Πέντε διαφορετικές ιστορίες, οι οποίες έχουν ως κοινό τους χαρακτηριστικό το μπλακάουτ από τη μια και τον εγκλεισμό από την άλλη. Αυτή δεν είναι μία από εκείνες τις σπονδυλωτές ταινίες όπου οι επιμέρους ιστορίες «διασταυρώνονται» και συναντώνται με κάποιον τρόπο η μία με την άλλη, όπως πχ συμβαίνει με το «Amores perros» του Alejandro González Iñárritu. Πιο πολύ με κάτι που είναι στην λογική του Berlin I Love You και των άλλων πόλεων για τις οποίες έχουν γυριστεί ταινίες, αλλά με κάτι από τα «Στιγμιότυπα», όπου ένα ξαφνικό συμβάν (στην ταινία του Altman, ένας σεισμός) «ενώνει» μεταξύ τους τις ιστορίες.
Στην ταινία του Λυκουρέση οι πέντε ιστορίες εξελίσσονται αυτόνομα, τις συνδέει μόνο το blackout αλλά – ευτυχώς – δεν τελειώνει η μία ιστορία για να πάμε στην επόμενη. Μεταφερόμαστε από τη μία στην άλλη, οπότε έχουμε – εν δυνάμει – αγωνία για την έκβαση καθεμιάς από αυτές καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας. Τώρα, σε ότι αφορά τις ιστορίες: προσωπικά, μου άρεσε πιο πολύ η ιστορία με τους δύο μετανάστες. Ο «παλιός» Αλβανός και ο «νέος» Ασιάτης. Όπου ο παλιός έχει προλάβει να γίνει… ρατσιστής! Δυνατή είναι και η ιστορία με τον νοσοκόμο και το πτώμα, καθώς δίνει την ευκαιρία στον Λούλη να μας δώσει δείγματα από την γκάμα του ταλέντου του. Πολύ ενδιαφέρουσα είναι και η ιστορία με την Μεντή και την κόρη της στην ταινία, την Αϊδίνη (η οποία ουσιαστικά εμφανίζεται ελάχιστα – την ακούμε πιο πολύ πίσω από το τζάμι του ασανσέρ). Και είναι ενδιαφέρουσα αυτή η ιστορία καθώς δείχνει το πολύ ανθρώπινο «μπαΐλντισμα» που μπορεί να νιώθει ένας άνθρωπος, ο οποίος για όλη του τη ζωή κάνει αυτό που επιτάσσει η κοινωνία, αλλά κάποια στιγμή αποφασίζει να διεκδικήσει λίγη ευτυχία αποκλειστικά για τον εαυτό του.
Η πιο αδύναμη ιστορία από όλες είναι εκείνη με τους πιτσιρικάδες κυβερνοπάνκ, τους οικολόγους ακτιβιστές. Και είναι η πιο αδύναμη καθώς και οι ερμηνείες είναι από τις λιγότερο καλές στην ταινία αλλά κι επειδή εδώ το πράγμα γίνεται υπέρ του δέοντος διδακτικό και αμήχανο. Έτσι κι αλλιώς, οι σπονδυλωτές ταινίες είναι ιδιάζουσες: δεν αρέσουν σε όλους και δεν είναι όλες οι επιμέρους ιστορίες το ίδιο καλές. Είναι σαν να διαβάζεις μια συλλογή διηγημάτων: ε, δεν μπορεί όλα να σου αρέσουν το ίδιο. Κάποια θα σου κάνουν περισσότερη εντύπωση, κάποια θα τα βαρεθείς, σε κάποια θα διακρίνεις την καλή ιδέα αλλά την κακή εκτέλεση… Η ιστορία με τα παιδιά στον Λυκαβηττό είναι και η μόνη όπου το πρόσημο δεν είναι αρνητικό ως διάθεση – δεν μπορούμε όμως να πούμε ότι έθελξε και με την πρωτοτυπία της ή τη δυναμική της.
Έμπειρος σκηνοθέτης ο Λυκουρέσης, καταφέρνει εν πολλοίς να φέρει εις πέρας το ενδιαφέρον – και αρκούντως μοντέρνο – εγχείρημά του. Αυτή είναι μια ταινία που θα τη δεις και δεν θα πεις «τι φρίκη έφαγα πάλι». Σίγουρα όμως δεν θα νιώσεις την ικανοποίηση μιας σπουδαίας κινηματογραφικής εμπειρίας. Κυρίως επειδή το τελικό αποτέλεσμα είναι άνισο. Κι εντάξει, αυτό το λέμε και το γράφουμε για πολλές ταινίες. Το θέμα εδώ είναι πως το άνισον του πράγματος γίνεται απτό και φανερό σε κάθε μία από τις επιμέρους «μικρές ταινίες» που δομούν το συγκεκριμένο σύνολο.
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 4 Απριλίου 2019!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική