της Τώνιας Μισιαλή. Με τους Στέλα Φυρογένη, Ανδρέα Βασιλείου, Πόπη Αβραάμ, Andrey Pilipenko, Μάριο Ιωάννου, Προκόπη Αγαθοκλέους, Μαρίνα Μανδρή, Τζωρτζίνα Τάτση.
Η προκλητική γοητεία της γυναικείας ματιάς
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)
Προσοχή στην εμμηνό-παυση
Αυτή είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί η Τώνια Μισιαλή, μετά από δύο μικρού μήκους. Το βιογραφικό της σημείωμα στον κατάλογο του φεστιβάλ Θεσσαλονίκης έχει πλάκα, όντας λιτό και ιδιαίτερο. Συγκεκριμένα, αναφέρει: «Για την Τώνια, το να κάνεις ταινίες είναι μια μορφή αυτοθεραπείας. Έχοντας εμμονή με το σινεμά από μικρή, σήμερα αισθάνεται περήφανη που αποκαλεί τον εαυτό της σκηνοθέτιδα: απένταρη μεν, ευτυχισμένη δε».
Η ταινία Παύση (Pause) έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο φεστιβάλ του Κάρλοβι Βάρι, τον Ιούλιο του 2018, όπου συμμετείχε στο τμήμα «East of West» Από εκεί και πέρα η ταινία συμμετείχε σε πάνω από 20 διεθνή φεστιβάλ και τιμήθηκε με μια σειρά από βραβεία, μεταξύ των οποίων, βραβείο FIPRESCI καλύτερης ελληνικής ταινίας και βραβείο της ΕΡΤ στο περασμένο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, βραβείο της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου στο Πανόραμα Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου στην Αθήνα και το βραβείο Emerging Filmmakers στο HellasFilmBox στο Βερολίνο.
Η υπόθεση: Λευκωσία, σήμερα. Η Ελπίδα είναι μια μεσήλικη γυναίκα, που μπαίνει στην εμμηνόπαυση. Δεν έχει δουλειά, η κόρη της με την εγγονή της ζουν αλλού και η Ελπίδα ζει μαζί με τον σύζυγό της, με τον οποίο έχουν εντελώς τυπικές σχέσεις. Εκείνος της δίνει χρήματα για οτιδήποτε χρειάζεται – κυρίως φαγητό. Οι μόνες στιγμές που περνάει καλά είναι όταν βλέπει βίαιες ταινίες φορώντας τα ακουστικά της (ο σύζυγος βλέπει κυρίως ποδόσφαιρο), όταν μιλάει στο skype με κόρη και εγγονή κι όταν πηγαίνει στα μαθήματα ζωγραφικής που παρακολουθεί, με το σαραβαλάκι της. Η Ελπίδα είναι μια στερημένη γυναίκα. Και η εμμηνόπαυση κάνει την κατάσταση ακόμα πιο δύσκολη. Και μιας που η πραγματικότητα δεν της φέρεται καλά, βρίσκει διαφυγή στη φαντασία. Στη φαντασία της ελευθερώνεται, ερωτεύεται, φέρεται βίαια στο σύζυγό της. Κάποια στιγμή, πραγματικότητα και φαντασία μπλέκονται. Επικίνδυνα...
Η άποψή μας: Τι έπαθα με αυτήν την ταινία. Ξεκίνησε εκπληκτικά, ένιωθα ενθουσιασμένος, γούσταρα τρελά αυτό που έβλεπα, μα όσο περνούσε η ώρα ο ενθουσιασμός ξεθύμαινε και τη θέση του έπαιρνε η... βαρεμάρα. Η σκηνοθέτιδα έκανε πάρα πολύ καλή δουλειά σε ότι αφορά τη μία από τις δύο ιδιότητες που κρατάει σε τούτη την ταινία, αλλά ουσιαστικά πήρε ένα θέμα το οποίο σεναριακά θα μπορούσε να χωρέσει σε μια μικρού μήκους ταινία και το «ξεχείλωσε» σε μεγάλου μήκους. Ή αυτό προκύπτει ως ετυμηγορία μετά από συγκεκριμένους σεναριακούς χειρισμούς. Θέλω να πω, το θέμα ως θέμα είναι εξαιρετικό, δεν κινηματογραφείται συχνά και θα μπορούσε να δώσει υπέροχες ιστορίες. Μια γυναίκα που μπαίνει στην εμμηνόπαυση. Πρέπει λογικά το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα να είναι το πιο βίαιο ψυχολογικά που βιώνει κάποιος άνθρωπος εξαιτίας των ορμονών του, μετά την εφηβεία!
Όμως, το συγκεκριμένο σενάριο, δυστυχώς, δεν το αναδεικνύει κατά πως πρέπει. Και δείχνει φτωχό. Σαν μια χαμένη ευκαιρία. Η Ελπίδα δεν έχει καμία... ελπίδα (εύκολο αλλά εύστοχο εύρημα το όνομα της ηρωίδας). Έτσι κι αλλιώς περνούσε χάλια στο γάμο της, στο σώμα της, στη ζωή της. Είχε φύγει μικρή από το σπίτι της για να ξεφύγει από τον πατέρα – δυνάστη κι έπεσε στον σύζυγο – δυνάστη. Νιώθει 800 χιλιάδες πράγματα το δευτερόλεπτο και δεν μπορεί να τα εξωτερικεύσει. Δεν μπορεί να μιλήσει, να πει αυτά που θέλει, αυτά που σκέφτεται, αυτά που φοβάται, αυτά που λαχταράει. Από έλλειψη επικοινωνίας πάσχει. Κι έρχεται και η εμμηνόπαυση για να μπει σε φάση ακόμη μεγαλύτερης εσωστρέφειας εξ ορισμού! Θα μπορούσε άνετα η ταινία να γίνει η κυπριακή «Αποστροφή»! Όμως, από κάποια στιγμή και μετά το μόνο που βλέπεις είναι παραλλαγές στο ίδιο θέμα. Πρωί και μεσημέρι: φαγητό, χάπια, βίαια φαντασίωση. Βράδυ: αθλητικά, βίαιες ταινίες, βίαιη φαντασίωση. Με σποραδικές διαφοροποιήσεις: ο τεκνός αλλοδαπός βαφέας, το ερωτευμένο ζευγάρι στην ίδια πολυκατοικία που γαμιέται «σαν τα κουνέλια», ο παπαγάλος κι ότι μπορεί να συμβολίζει σχετικά με την ελευθερία, η φίλη που είναι και πιο χειραφετημένη και πιο Κατίνα ταυτόχρονα...
Ωραία η σκηνή του καραόκε με το «Στην ντισκοτέκ», εξαιρετική η σκηνή με τον γυναικολόγο στην αρχή (εντελώς καλτ φιγούρα του κυπριακού κινηματογράφου ο Μάριος Ιωάννου), η πρωταγωνίστρια θυμίζει κάτι μεταξύ Frances McDormand και Θέμιδας Μπαζάκα, έχει πράγματα να πει η ταινία αλλά εντέλει... κουράζει. Καλοδεχούμενος και ο φεμινισμός για τα αυτονόητα, τι να λέμε τώρα, αλλά κι αυτή η αποτύπωση των ανδρών στην ταινία, πολύ κλισέ ρε παιδί μου. Πολύ γουρούνι ο σύζυγος κι έτσι. Επίσης, εν έτει 2019 πια, υπάρχουν πάρα πολλοί τρόποι για να απελευθερωθείς από έναν γάμο όπου δεν περνάς καλά, σωστά; Ο πιο κοινός λέγεται διαζύγιο. Εκτός κι αν πρέπει να ακολουθούμε κατά λέξη την επιταγή στο μυστήριο του γάμου που λέει «'Till death do as apart»... Παλιακό μωρέ. Και στερεότυπο.
Και σε μια ταινία με φρέσκια, μοντέρνα σκηνοθετική γραφή, όλο αυτό χτυπάει άσχημα. Θα μου πεις, ναι, ακόμα και σήμερα, η ενδοοικογενειακή βία ζει και βασιλεύει. Και πολλοί άνδρες δολοφονούν τις γυναίκες του επειδή... θολώνουν. Αν και στην ταινία η βία δεν εκφράζεται (σχεδόν) ποτέ σωματικά από τη μεριά του άντρα προς τη γυναίκα, αλλά ελλοχεύει μονίμως ως απειλή κι ως ψυχολογικός πόλεμος. Τι να πεις; Το σίγουρο είναι πως περιμένουμε στην επόμενη ταινία της τη Μισιαλή να διαθέτει πιο καλά γραμμένο σενάριο και να μας πάρει τα... σώβρακα! Εδώ μένουμε με το «ναι μεν, αλλά»... Μα να πουλήσει ο αλήτης το αυτοκίνητο με το οποίο εκείνη εξυπηρετούνταν, για μια χούφτα ευρώ; Το μόνο πράγμα στο οποίο εκείνη είχε τον έλεγχο; Το (φαλλικό!) αντικείμενο του οποίου κρατούσε το τιμόνι; Κρίμα κι άδικο...
Η υπόθεση: Λευκωσία, σήμερα. Η Ελπίδα είναι μια μεσήλικη γυναίκα, που μπαίνει στην εμμηνόπαυση. Δεν έχει δουλειά, η κόρη της με την εγγονή της ζουν αλλού και η Ελπίδα ζει μαζί με τον σύζυγό της, με τον οποίο έχουν εντελώς τυπικές σχέσεις. Εκείνος της δίνει χρήματα για οτιδήποτε χρειάζεται – κυρίως φαγητό. Οι μόνες στιγμές που περνάει καλά είναι όταν βλέπει βίαιες ταινίες φορώντας τα ακουστικά της (ο σύζυγος βλέπει κυρίως ποδόσφαιρο), όταν μιλάει στο skype με κόρη και εγγονή κι όταν πηγαίνει στα μαθήματα ζωγραφικής που παρακολουθεί, με το σαραβαλάκι της. Η Ελπίδα είναι μια στερημένη γυναίκα. Και η εμμηνόπαυση κάνει την κατάσταση ακόμα πιο δύσκολη. Και μιας που η πραγματικότητα δεν της φέρεται καλά, βρίσκει διαφυγή στη φαντασία. Στη φαντασία της ελευθερώνεται, ερωτεύεται, φέρεται βίαια στο σύζυγό της. Κάποια στιγμή, πραγματικότητα και φαντασία μπλέκονται. Επικίνδυνα...
Η άποψή μας: Τι έπαθα με αυτήν την ταινία. Ξεκίνησε εκπληκτικά, ένιωθα ενθουσιασμένος, γούσταρα τρελά αυτό που έβλεπα, μα όσο περνούσε η ώρα ο ενθουσιασμός ξεθύμαινε και τη θέση του έπαιρνε η... βαρεμάρα. Η σκηνοθέτιδα έκανε πάρα πολύ καλή δουλειά σε ότι αφορά τη μία από τις δύο ιδιότητες που κρατάει σε τούτη την ταινία, αλλά ουσιαστικά πήρε ένα θέμα το οποίο σεναριακά θα μπορούσε να χωρέσει σε μια μικρού μήκους ταινία και το «ξεχείλωσε» σε μεγάλου μήκους. Ή αυτό προκύπτει ως ετυμηγορία μετά από συγκεκριμένους σεναριακούς χειρισμούς. Θέλω να πω, το θέμα ως θέμα είναι εξαιρετικό, δεν κινηματογραφείται συχνά και θα μπορούσε να δώσει υπέροχες ιστορίες. Μια γυναίκα που μπαίνει στην εμμηνόπαυση. Πρέπει λογικά το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα να είναι το πιο βίαιο ψυχολογικά που βιώνει κάποιος άνθρωπος εξαιτίας των ορμονών του, μετά την εφηβεία!
Όμως, το συγκεκριμένο σενάριο, δυστυχώς, δεν το αναδεικνύει κατά πως πρέπει. Και δείχνει φτωχό. Σαν μια χαμένη ευκαιρία. Η Ελπίδα δεν έχει καμία... ελπίδα (εύκολο αλλά εύστοχο εύρημα το όνομα της ηρωίδας). Έτσι κι αλλιώς περνούσε χάλια στο γάμο της, στο σώμα της, στη ζωή της. Είχε φύγει μικρή από το σπίτι της για να ξεφύγει από τον πατέρα – δυνάστη κι έπεσε στον σύζυγο – δυνάστη. Νιώθει 800 χιλιάδες πράγματα το δευτερόλεπτο και δεν μπορεί να τα εξωτερικεύσει. Δεν μπορεί να μιλήσει, να πει αυτά που θέλει, αυτά που σκέφτεται, αυτά που φοβάται, αυτά που λαχταράει. Από έλλειψη επικοινωνίας πάσχει. Κι έρχεται και η εμμηνόπαυση για να μπει σε φάση ακόμη μεγαλύτερης εσωστρέφειας εξ ορισμού! Θα μπορούσε άνετα η ταινία να γίνει η κυπριακή «Αποστροφή»! Όμως, από κάποια στιγμή και μετά το μόνο που βλέπεις είναι παραλλαγές στο ίδιο θέμα. Πρωί και μεσημέρι: φαγητό, χάπια, βίαια φαντασίωση. Βράδυ: αθλητικά, βίαιες ταινίες, βίαιη φαντασίωση. Με σποραδικές διαφοροποιήσεις: ο τεκνός αλλοδαπός βαφέας, το ερωτευμένο ζευγάρι στην ίδια πολυκατοικία που γαμιέται «σαν τα κουνέλια», ο παπαγάλος κι ότι μπορεί να συμβολίζει σχετικά με την ελευθερία, η φίλη που είναι και πιο χειραφετημένη και πιο Κατίνα ταυτόχρονα...
Ωραία η σκηνή του καραόκε με το «Στην ντισκοτέκ», εξαιρετική η σκηνή με τον γυναικολόγο στην αρχή (εντελώς καλτ φιγούρα του κυπριακού κινηματογράφου ο Μάριος Ιωάννου), η πρωταγωνίστρια θυμίζει κάτι μεταξύ Frances McDormand και Θέμιδας Μπαζάκα, έχει πράγματα να πει η ταινία αλλά εντέλει... κουράζει. Καλοδεχούμενος και ο φεμινισμός για τα αυτονόητα, τι να λέμε τώρα, αλλά κι αυτή η αποτύπωση των ανδρών στην ταινία, πολύ κλισέ ρε παιδί μου. Πολύ γουρούνι ο σύζυγος κι έτσι. Επίσης, εν έτει 2019 πια, υπάρχουν πάρα πολλοί τρόποι για να απελευθερωθείς από έναν γάμο όπου δεν περνάς καλά, σωστά; Ο πιο κοινός λέγεται διαζύγιο. Εκτός κι αν πρέπει να ακολουθούμε κατά λέξη την επιταγή στο μυστήριο του γάμου που λέει «'Till death do as apart»... Παλιακό μωρέ. Και στερεότυπο.
Και σε μια ταινία με φρέσκια, μοντέρνα σκηνοθετική γραφή, όλο αυτό χτυπάει άσχημα. Θα μου πεις, ναι, ακόμα και σήμερα, η ενδοοικογενειακή βία ζει και βασιλεύει. Και πολλοί άνδρες δολοφονούν τις γυναίκες του επειδή... θολώνουν. Αν και στην ταινία η βία δεν εκφράζεται (σχεδόν) ποτέ σωματικά από τη μεριά του άντρα προς τη γυναίκα, αλλά ελλοχεύει μονίμως ως απειλή κι ως ψυχολογικός πόλεμος. Τι να πεις; Το σίγουρο είναι πως περιμένουμε στην επόμενη ταινία της τη Μισιαλή να διαθέτει πιο καλά γραμμένο σενάριο και να μας πάρει τα... σώβρακα! Εδώ μένουμε με το «ναι μεν, αλλά»... Μα να πουλήσει ο αλήτης το αυτοκίνητο με το οποίο εκείνη εξυπηρετούνταν, για μια χούφτα ευρώ; Το μόνο πράγμα στο οποίο εκείνη είχε τον έλεγχο; Το (φαλλικό!) αντικείμενο του οποίου κρατούσε το τιμόνι; Κρίμα κι άδικο...
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 7 Μαρτίου 2019 στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική