του Jacques Audiard. Με τους John C. Reilly, Joaquin Phoenix, Jake Gyllenhaal, Riz Ahmed, Rutger Hauer.
Κρεπ Γουέστερν
του zerVo (@moviesltd)
Η ομώνυμη νουβέλα, δια χειρός του Καναδού, αναγνωρισμένου σε όλη την διανοούμενη κοινότητα συγγραφέα, Patrick deWitt, που κυκλοφόρησε το 2011, άντλησε την βάση της θεματικής της από την εποχή της παράνοιας του Gold Rush, όταν οι τυχοδιώκτες έφευγαν κατά μυριάδες προς την ανεξερεύνητη ακόμα Δύση, αναζητώντας τις πηγές που κρυβόταν το λαμπερό, ευγενές και πανάκριβο μέταλλο. Παίρνοντας τις ιδέες του από ένα καλογραμμένο για την περίοδο βιβλίο της σειράς Time-Life, ο deWitt κατάφερε να προσφέρει ένα ανάγνωσμα τίγκα στο διασκεδαστικό κατράμι, που απέσπασε τρόπαια από όλες τις έγκριτες ενώσεις κριτικών. Όπως ακριβώς συνέβη και με την μεταφορά του έργου στην μεγάλη οθόνη, που έκανε την μεγάλη του πρεμιέρα στην βενετσιάνικη Μόστρα και με την κατάκτηση τους Ασημένιου Λέοντα Σκηνοθεσίας, άνοιξε τον δρόμο για τον τετραπλό θρίαμβο στα Cesar (Σκηνοθεσία, Σκηνικά, Ήχος και Φωτογραφία) από τις εννέα κατηγορίες που βρέθηκε υποψήφιο!
Όρεγκον 1851. Έχοντας λάβει ρητή εντολή από τον εύπορο εργοδότη / χρηματοδότη τους, Κόμοντορ, οι διαβόητοι πιστολέρο, Αδελφοί Σίστερς, θα εκκινήσουν ένα μακρύ ταξίδι μέχρι το Φαρ Ουέστ, αναζητώντας τα ίχνη του άριστα εκπαιδευμένου χημικού Χέρμαν Κέρμιτ Γουόρμ, που σύμφωνα με το αφεντικό τους, του έχει αποσπάσει παράνομα, ένα πολύτιμο αγαθό. Η πραγματικότητα είναι κάπως διαφορετική όμως, αφού ο πλούσιος κοτζαμπάσης έχει βάλει στο μάτι το παράξενο υγρό που έχει εφεύρει ο μυστηριώδης Γουόρμ, που έχει σαν χαρακτηριστικό να αποκαλύπτει χωρίς ιδιαίτερο κόπο τα κοιτάσματα του πανάκριβου χρυσαφιού. Για αυτό και εκτός από τα αδέλφια Ιλάι και Τσάρλι, έχει ήδη στείλει στο αφιλόξενο μονοπάτι των χρυσοθήρων και τον φημισμένο ανθρωποκυνηγό Τζον Μόρρις για να σιγουρευτεί πως με κάθε τρόπο, το αντιδραστήριο - όσο και και καυστικό - μείγμα θα έρθει με οποιονδήποτε τρόπο στα χέρια του.
Καβάλα στα άλογα τους και δίχως να γνωρίζουν - αλλά ούτε και να νοιάζονται - για τον πραγματικό σκοπό που ο Κόμοντορ τους έχει πριμοδοτήσει γερά, να βρουν ζωντανό ή νεκρό τον εφευρέτη - χρυσοθήρα και το μαγικό του φίλτρο, θα κινήσουν τον μακρύ δρόμο που θα τους βγάλει ίσαμε το ανερχόμενο, όσο και πολυτελές σε σύγκριση με το παρακμιακό περιβάλλον της Δύσης, Σαν Φραντσίσκο. Μέχρι τότε όμως, οι πιστολάδες που πυροβολούν πιο γρήγορα κι από την σκιά τους, γεμίζοντας με μολύβι όποιον τολμήσει να τους αντισταθεί, θα πρέπει να ξεπεράσουν όλες τις παγίδες που είναι στρωμένες στο διάβα τους. Είτε αυτές τις έχουν στήσει οι κατά τόπους παράνομοι, που θα υποπέσουν στο σφάλμα να τα βάλουν με τους Σίστερς, αγνοώντας την πραγματική τους ταυτότητα, είτε προέρχονται από την ίδια την φύση, που ίσως να είναι και η μοναδική που θα καταφέρει να κερδίσει την ταχύτητα του Κολτ τους.
Αγαπημένο, όσο όμως και παλιακό, παρόλες τις αξιόλογες απόπειρες από Αυστραλία μεριά για να το εκμοντερνίσουν κομματάκι, το γουέστερν, επιστρέφει αραιά και που στις μεγάλες μας οθόνες για να τις γεμίσει με μπότες, σπιρούνια, καυτές σέλλες, σαλούν, υπέρβαρες κονσοματρίς, σερίφηδες, καμπόηδες και φυσικά με μπόλικο μπιστολίδι. Τι μπορεί να συμβεί όμως, όταν πίσω από την κάμερα δεν βρίσκεται ένας καθαρόαιμος Γιάνκης, αναβιωτής του θρυλικού genre που μια φορά κι έναν καιρό γνώρισε ανείπωτες δόξες, μα κάποιος γεννημένος μια ντουζίνα χιλιάδες χιλιόμετρα μακρυά από το Τέξας? Και όχι στην Μπέλα Ιτάλια που έδωσε ξεχωριστό κλότσο στο είδος να τσουλήσει, αλλά στην Γαλλία και πιο συγκεκριμένα στην νεωτεριστικών κυμάτων πρωτεύουσα της?
Η αλήθεια είναι πως με τέτοιο σκηνοθετικό παρελθόν και με την μια δημιουργία του - από τις συνολικά επτά σε ένα χρονικό εύρος είκοσι ετών - να κοντράρει στα ίσια την άλλη στην κούρσα ανάδειξης της ποιοτικότερης, πάντοτε κινούμενες στον χώρο του κοινωνικού δράματος, το μόνο που δεν περίμενε κάποιος από τον σπουδαίο Jacques Audiard θα ήταν να καταπιαστεί, στην πρώτη του αγγλόφωνη προσπάθεια, με το γουέστερν. Και για να είμαστε πιο ακριβείς, με το εκκεντρικό γουέστερν. Αυτό που θα σκιτσάριζαν με την ίδια ευκολία οι Freres Coen ας πούμε, πασπαλίζοντας το μπαρούτι με καυστική σάτιρα και τους πίδακες αίματος με ανατρεπτικό μαύρο χιούμορ. και τουλάχιστον οργανωτικά, σχεδιαστικά και εκτελεστικά, το αποτέλεσμα τον δικαιώνει, αφού έχοντας στον στενό συνεργατικό του περίγυρο μια ομάδα πολύ σημαντικών κινηματογραφιστών, δεν αφήνει ούτε μισό πλάνο να περάσει χωρίς να το επεξεργαστεί τελειομανώς.
Η εκπληκτική απεικόνιση των περιοχών του Όρεγκον, που στέκονται ως φυσικό σκηνικό, το εξαιρετικά προσεγμένο μοντάζ οπτικά και ηχητικά που δεν αφήνει ούτε δέκατο του δευτερολέπτου κενό, τα καλοραμμένα κοστούμια εποχής και η επιτηδευμένα μονότονη μουσική επένδυση του Desplat, ορίζουν το φιλμικό μοτίβο που πάνω του κινούνται οι δύο περιπλανώμενοι, καλοπληρωμένοι φονιάδες του τίτλου. Αμφότεροι ξέχωρης περσόνας, όσο και περίπλοκης στην πλήρη της ανάγνωση. Αφού ο ένας μοιάζει με την φωνή της λογικής, βλάχαρος όμως που επιθυμεί να εκπολιτιστεί, συνάμα όμως και χοντράνθρωπος, δίχως έλεος για τον εχθρό, που δεν φαίνεται ικανή να τον βάλει πλάτη, ούτε η κατάποση μιας δηλητηριώδους ταραντούλας. Κι στο απέναντι φαρί, το αδελφάκι του το μικρό, ο απολίτιστος πλήρως, εκδηλωτικός στο έπακρο, επιπόλαιος και φανφαρόνος, ιδιώματα που εκτοξεύει η συνεχής τάση τους για το αλκοόλ, που πολύ προβλέψιμα θα είναι και εκείνος που θα προβεί στην αναμενόμενη γκάφα. Του μονοφαγά πλεονέκτη!
Ρόλο εύθραυστα παρανοϊκό, που με κλειστά τα μάτια καστάρεις στον Joaquin Phoenix αν θέλεις τα πάντα να τσουλήσουν πρίμα μέχρι τέλους, παίρνοντας από εκείνον τον 100 τοις εκατό των δυνατοτήτων του. Έλα όμως, που ο (και από το πόστο του παραγωγού) John C. Reilly, παραβάζει τα δυνατά του και κερδίζει τον άτυπο του τίτλο του best of duo, έχοντας πάντως δικές του και τις πιο αβανταδόρικες στιγμές του σεναρίου. Υπόψιν πως τις βασικές ερμηνείες, βοηθούν δύο τεράστιοι υποστηρικτικοί πυλώνες, κλείνοντας σε ένα κουαρτέτο προσωπικοτήτων, εκείνες τις βασικές που μπορεί κανείς να συναντήσει σε όλα τα γουέστερνς της ιστορίας - πέραν του καλού και άφοβου λόνερ. Ο Jake Gyllenhaal δηλαδή, ως ματαιόδοξος headhunter και ο υποτιμημένος Riz Ahmed που ενσαρκώνει τον φιλοσοφημένο επιστήμονα. Όλοι τους καθοδηγούμενοι έξοχα από τον Φραντσέζο, στήνουν ο καθένας από την μεριά του, το μικρό ή μεγάλο παζλάκι για να ξετυλιχθεί η αφήγηση.
Που από μεριάς μου θα ήταν προτιμότερο να κόψει μέρος της ιδιότροπα γλαφυρής της έκφανσης, δίνοντας πιο πολύ αβάντζο στην συγκίνηση, ίσως και στο μελόδραμα, στην αγνή περιπέτεια και στον κουρνιαχτό. Θα μου πεις έτσι τα γράφει η βάση του γραπτού πρωτότυπου κειμένου. Και θα συμφωνήσω. Όπως οφείλεις να συμφωνήσεις πως στο πρώτο πέρασμα του Ατλαντικού του με τους The Sisters Brothers, ο Audiard παρότι και πάλι αξιόλογος, σερβίρει την λιγότερο σημαντική ταινία του. Σίγουρα την πιο εύκολα προσπεράσιμη από τις συνολικά οκτώ που έχει υπογράψει...
Καβάλα στα άλογα τους και δίχως να γνωρίζουν - αλλά ούτε και να νοιάζονται - για τον πραγματικό σκοπό που ο Κόμοντορ τους έχει πριμοδοτήσει γερά, να βρουν ζωντανό ή νεκρό τον εφευρέτη - χρυσοθήρα και το μαγικό του φίλτρο, θα κινήσουν τον μακρύ δρόμο που θα τους βγάλει ίσαμε το ανερχόμενο, όσο και πολυτελές σε σύγκριση με το παρακμιακό περιβάλλον της Δύσης, Σαν Φραντσίσκο. Μέχρι τότε όμως, οι πιστολάδες που πυροβολούν πιο γρήγορα κι από την σκιά τους, γεμίζοντας με μολύβι όποιον τολμήσει να τους αντισταθεί, θα πρέπει να ξεπεράσουν όλες τις παγίδες που είναι στρωμένες στο διάβα τους. Είτε αυτές τις έχουν στήσει οι κατά τόπους παράνομοι, που θα υποπέσουν στο σφάλμα να τα βάλουν με τους Σίστερς, αγνοώντας την πραγματική τους ταυτότητα, είτε προέρχονται από την ίδια την φύση, που ίσως να είναι και η μοναδική που θα καταφέρει να κερδίσει την ταχύτητα του Κολτ τους.
Αγαπημένο, όσο όμως και παλιακό, παρόλες τις αξιόλογες απόπειρες από Αυστραλία μεριά για να το εκμοντερνίσουν κομματάκι, το γουέστερν, επιστρέφει αραιά και που στις μεγάλες μας οθόνες για να τις γεμίσει με μπότες, σπιρούνια, καυτές σέλλες, σαλούν, υπέρβαρες κονσοματρίς, σερίφηδες, καμπόηδες και φυσικά με μπόλικο μπιστολίδι. Τι μπορεί να συμβεί όμως, όταν πίσω από την κάμερα δεν βρίσκεται ένας καθαρόαιμος Γιάνκης, αναβιωτής του θρυλικού genre που μια φορά κι έναν καιρό γνώρισε ανείπωτες δόξες, μα κάποιος γεννημένος μια ντουζίνα χιλιάδες χιλιόμετρα μακρυά από το Τέξας? Και όχι στην Μπέλα Ιτάλια που έδωσε ξεχωριστό κλότσο στο είδος να τσουλήσει, αλλά στην Γαλλία και πιο συγκεκριμένα στην νεωτεριστικών κυμάτων πρωτεύουσα της?
Η αλήθεια είναι πως με τέτοιο σκηνοθετικό παρελθόν και με την μια δημιουργία του - από τις συνολικά επτά σε ένα χρονικό εύρος είκοσι ετών - να κοντράρει στα ίσια την άλλη στην κούρσα ανάδειξης της ποιοτικότερης, πάντοτε κινούμενες στον χώρο του κοινωνικού δράματος, το μόνο που δεν περίμενε κάποιος από τον σπουδαίο Jacques Audiard θα ήταν να καταπιαστεί, στην πρώτη του αγγλόφωνη προσπάθεια, με το γουέστερν. Και για να είμαστε πιο ακριβείς, με το εκκεντρικό γουέστερν. Αυτό που θα σκιτσάριζαν με την ίδια ευκολία οι Freres Coen ας πούμε, πασπαλίζοντας το μπαρούτι με καυστική σάτιρα και τους πίδακες αίματος με ανατρεπτικό μαύρο χιούμορ. και τουλάχιστον οργανωτικά, σχεδιαστικά και εκτελεστικά, το αποτέλεσμα τον δικαιώνει, αφού έχοντας στον στενό συνεργατικό του περίγυρο μια ομάδα πολύ σημαντικών κινηματογραφιστών, δεν αφήνει ούτε μισό πλάνο να περάσει χωρίς να το επεξεργαστεί τελειομανώς.
Η εκπληκτική απεικόνιση των περιοχών του Όρεγκον, που στέκονται ως φυσικό σκηνικό, το εξαιρετικά προσεγμένο μοντάζ οπτικά και ηχητικά που δεν αφήνει ούτε δέκατο του δευτερολέπτου κενό, τα καλοραμμένα κοστούμια εποχής και η επιτηδευμένα μονότονη μουσική επένδυση του Desplat, ορίζουν το φιλμικό μοτίβο που πάνω του κινούνται οι δύο περιπλανώμενοι, καλοπληρωμένοι φονιάδες του τίτλου. Αμφότεροι ξέχωρης περσόνας, όσο και περίπλοκης στην πλήρη της ανάγνωση. Αφού ο ένας μοιάζει με την φωνή της λογικής, βλάχαρος όμως που επιθυμεί να εκπολιτιστεί, συνάμα όμως και χοντράνθρωπος, δίχως έλεος για τον εχθρό, που δεν φαίνεται ικανή να τον βάλει πλάτη, ούτε η κατάποση μιας δηλητηριώδους ταραντούλας. Κι στο απέναντι φαρί, το αδελφάκι του το μικρό, ο απολίτιστος πλήρως, εκδηλωτικός στο έπακρο, επιπόλαιος και φανφαρόνος, ιδιώματα που εκτοξεύει η συνεχής τάση τους για το αλκοόλ, που πολύ προβλέψιμα θα είναι και εκείνος που θα προβεί στην αναμενόμενη γκάφα. Του μονοφαγά πλεονέκτη!
Ρόλο εύθραυστα παρανοϊκό, που με κλειστά τα μάτια καστάρεις στον Joaquin Phoenix αν θέλεις τα πάντα να τσουλήσουν πρίμα μέχρι τέλους, παίρνοντας από εκείνον τον 100 τοις εκατό των δυνατοτήτων του. Έλα όμως, που ο (και από το πόστο του παραγωγού) John C. Reilly, παραβάζει τα δυνατά του και κερδίζει τον άτυπο του τίτλο του best of duo, έχοντας πάντως δικές του και τις πιο αβανταδόρικες στιγμές του σεναρίου. Υπόψιν πως τις βασικές ερμηνείες, βοηθούν δύο τεράστιοι υποστηρικτικοί πυλώνες, κλείνοντας σε ένα κουαρτέτο προσωπικοτήτων, εκείνες τις βασικές που μπορεί κανείς να συναντήσει σε όλα τα γουέστερνς της ιστορίας - πέραν του καλού και άφοβου λόνερ. Ο Jake Gyllenhaal δηλαδή, ως ματαιόδοξος headhunter και ο υποτιμημένος Riz Ahmed που ενσαρκώνει τον φιλοσοφημένο επιστήμονα. Όλοι τους καθοδηγούμενοι έξοχα από τον Φραντσέζο, στήνουν ο καθένας από την μεριά του, το μικρό ή μεγάλο παζλάκι για να ξετυλιχθεί η αφήγηση.
Που από μεριάς μου θα ήταν προτιμότερο να κόψει μέρος της ιδιότροπα γλαφυρής της έκφανσης, δίνοντας πιο πολύ αβάντζο στην συγκίνηση, ίσως και στο μελόδραμα, στην αγνή περιπέτεια και στον κουρνιαχτό. Θα μου πεις έτσι τα γράφει η βάση του γραπτού πρωτότυπου κειμένου. Και θα συμφωνήσω. Όπως οφείλεις να συμφωνήσεις πως στο πρώτο πέρασμα του Ατλαντικού του με τους The Sisters Brothers, ο Audiard παρότι και πάλι αξιόλογος, σερβίρει την λιγότερο σημαντική ταινία του. Σίγουρα την πιο εύκολα προσπεράσιμη από τις συνολικά οκτώ που έχει υπογράψει...
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 14 Μαρτίου 2019 από την Spentzos Films!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική