του Lee Cronin. Με τους Seána Kerslake, James Quinn Markey, James Cosmo, Kati Outinen, Simone Kirby, Steve Wall.
«Κανείς δεν τον ξέρει όπως η μητέρα του»
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)
Σαν να λέμε, cul de sac…
Αυτή είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί ο Ιρλανδός Lee Cronin. Έχει σκηνοθετήσει και τέσσερις μικρού μήκους ταινίες ενώ συμμετείχε και στο συλλογικό «Minutes Past Midnight» (2016) μαζί με άλλους οχτώ συναδέλφους του. Η δική του ιστορία μέσα στο φιλμ ονομαζόταν «Ghost Train».
Η ταινία Η Τρύπα (The Hole In The Ground) έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο περασμένο φεστιβάλ του Σάντανς.
Η υπόθεση: Η Σάρα μετακομίζει με τον μικρό της γιο, τον Κρις, στο απομονωμένο νέο τους σπίτι σε μια επαρχιακή πόλη, ελπίζοντας να κάνουν μια καινούργια αρχή έπειτα από μια εξαιρετικά δύσκολη περίοδο. Μια περίοδο που ήταν δύσκολη εξαιτίας του βίαιου συζύγου της – και η πληγή στο μέτωπό της είναι εκεί για να το επιβεβαιώσει όλο αυτό. Όμως, η συνάντησή τους με την αλλόκοτη νέα τους γειτόνισσα και η προσωρινή εξαφάνιση του μικρού Κρις στο γειτονικό δάσος θα φέρουν στα όριά της τη Σάρα, η οποία θα ανακαλύψει μια τεράστια, μυστηριώδη, «ζωντανή» τρύπα στο έδαφος καθώς τον αναζητά.
Μια τρύπα την ύπαρξη της οποίας κανείς άλλος δεν φαίνεται να γνωρίζει. Ο Κρις, πάντως, θα μείνει εξαφανισμένος για λίγο και θα επιστρέψει στο νέο του σπίτι λίαν συντόμως. Η Σάρα από τη μία είναι ανακουφισμένη, από την άλλη όμως είναι αγχωμένη. Η συμπεριφορά του Κρις είναι πλέον αλλαγμένη. Και κάποια πράγματα, που μόνο μια μητέρα μπορεί να εντοπίσει, κάνουν τη Σάρα να αναρωτηθεί αν ο Κρις που βλέπει μπροστά της είναι πραγματικά ο γιος της ή αν κάτι πολύ παράξενο έχει συμβεί όσο εκείνος είχε εξαφανιστεί.
Η άποψή μας: Πολλές φορές άνθρωποι που γράφουν για σινεμά και είναι περισσότερο μαρκετινγκνίστες (sic) και λιγότερο κριτικοί κινηματογράφου, καταφεύγουν σε ενθουσιώδεις χαρακτηρισμούς αμά τη συναντήσει τους με κάποιες ταινίες, που... βολεύουν. Στόχος τους, να βγάλουν το καλύτερο... πρωτοσέλιδο. Να κάνουν την πιο πιασάρικη παρομοίωση. Να... καθοδηγήσουν τους αναγνώστες τους χιπστερικώ τω τρόπω. Εν προκειμένω, μετά την προβολή της συγκεκριμένης ταινίας στο περασμένο φεστιβάλ του Σάντανς, βγήκε κάποιος και είπε πως πρόκειται για το φετινό ανάλογο της ταινίας Η Διαδοχή (Hereditary). Καμία σχέση! Να τα λέμε αυτά. Η ταινία του Ari Aster ήταν πολύ πιο εντυπωσιακή, πολύ πιο φιλόδοξη, πολύ πιο πρωτότυπη, πολύ πιο περίπλοκη και στο φινάλε πολύ πιο... wtf! Αν ντε και καλά θα θέλαμε να προσομοιάσουμε τούτη την ταινία με κάποια άλλη, πιο εύκολα έρχεται στο νου το Οι Σελίδες του Τρόμου (The Babadook), που κι εκείνο, όμως, εντέλει, ήταν πολύ καλύτερο φιλμ από τούτο εδώ.
Συνεχίζοντας το παιχνίδι των αναφορών, μιας που η ταινία βασίζεται στο (πολύ φορεμένο κινηματογραφικά) ζήτημα της σχέσης μιας (ασταθούς) μητέρας με τον μικρό γιο της, να πω τη μαύρη αλήθεια, βλέποντας την ταινία και ιδίως το φιζίκ της (εξαιρετικής στο ρόλο της) Seána Kerslake, μου ερχόταν στο μυαλό η Shelley Duvall από τη «Λάμψη» και η δική της σχέση με τον πιτσιρίκο, που έβλεπε στους καθρέφτες το «Redrum», το ανάποδο του «Murder» δηλαδή. Κι εδώ τουλάχιστον δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί τη γοητεία αν μη τι άλλο, που έχει ασκήσει η ταινία του Kubrick πάνω στον Ιρλανδό σκηνοθέτη, καθώς τόσο το πλάνο της αρχής όσο και η... ταπετσαρία, παραπέμπουν στην κινηματογραφική απόδοση του βιβλίου του Stephen King.
Και συνεχίζοντας αυτό το κείμενο – που δεν θα έχει καμία ευθεία αναφορά στην ταινία κατά πως φαίνεται παρά μόνο παραπομπές και συγκρίσεις με άλλες ταινίες, μας έχει φάει η γαμημένη ποπ κουλτούρα, και μου άρεσε που έκραξα και τους μαρκετινγκνίστες τρομάρα μου – το θέμα της δυαδικότητας του εαυτού, το θέμα του «πρωτότυπου» και του «αντίγραφου» δηλαδή δεν μπορεί παρά να φέρει στο νου το εντελώς πρόσφατο (πιο πρόσφατο... πεθαίνεις!) «Εμείς»! Και πάλι, όμως, καμία σχέση με τις επιδόσεις και την πολυπλοκότητα της ταινίας του Jordan Peele τούτη εδώ. Και αν μη τι άλλο, ο Cronin δεν θα μπορούσε να έχει υπόψιν του την ταινία του Peele καθώς έκαναν την παγκόσμια πρεμιέρα τους με ελάχιστες βδομάδες διαφορά η μία με την άλλη. Απλά, μια σημαντική παράμετρος της πλοκής είναι κοινή και στις δύο ταινίες. Και για να το... τραβήξω λίγο ακόμα όλο αυτό: ρε σεις, δεν μοιάζει (πολύ όμως) ο πιτσιρίκος με τον Haley Joel Osment (αλήθεια, πού χάθηκε αυτό το παιδί;) από την «Έκτη αίσθηση»; Που στην «Έκτη αίσθηση» τη μητέρα του «I see dead people» Osment υποδύονταν η Toni Collette! Η οποία ήταν πρωταγωνίστρια στη «Διαδοχή»! Χα! Six degrees of separation σε όλο τους το μεγαλείο!
Κι αφού διασκεδάσαμε τα μάλα είναι η αλήθεια, ας πούμε και δυο λόγια γι' αυτό καθαυτό το φιλμ. Τούτη η ταινία είναι περισσότερο όμορφη παρά τρομακτική. Η δουλειά που έχει γίνει στη διεύθυνση φωτογραφίας – ιδίως σε ότι έχει να κάνει με τα εξωτερικά γυρίσματα – είναι εντυπωσιακή. Και ναι, μπορεί να έχουν περάσει σχεδόν 40 χρόνια από την φοβερή και τρομερή εναρκτήρια σκηνή – μάτι του Θεού στη «Λάμψη» (πάλι αυτή), τα drones όμως πλέον θα χρησιμοποιούνται ολοένα και πιο συχνά κατά πως φαίνεται, προσφέροντας πανέμορφα, πανοραμικά πλάνα, πλάνα από ψηλά, που δίνουν άλλη αίσθηση, προσφέροντας μπόλικη τροφή στα... μάτια των θεατών. Αρκεί να μην γίνεται κατάχρηση. Εδώ η χρήση είναι συνετή. Σε ότι αφορά την ουσία, η ταινία δημιουργεί περισσότερα ερωτηματικά απ' όσα απαντά και αυτό λειτουργεί εις βάρος του τυπικού θεατή ταινιών θρίλερ, που θέλουν να είναι πιο πολύ τρόμου.
Η προσέγγιση του σκηνοθέτη στο θέμα του είναι παλιομοδίτικη και το κυριότερο, δεν τρομάζεις παρακολουθώντας την ταινία. Εντάξει, λίγο ίσως στις λίγες σκηνές που εμφανίζεται η καλτ πρωταγωνίστρια των ταινιών του Aki Kaourismaki, η τρομακτική ως σαλεμένη, Kati Outinen. Από εκεί και πέρα η αφήγηση ακολουθεί την πεπατημένη και σχεδόν προβλέπεις τι θα ακολουθήσει στο επόμενο πλάνο. Αποτέλεσμα είναι η ανατροπή του φινάλε, που υπό φυσιολογικές συνθήκες θα έπρεπε να σε αφήσει αποσβολωμένο ως θεατή στο κάθισμά σου, να παίρνει μια αντίδραση του τύπου «meh». Εν κατακλείδι αυτή η ταινία δεν αξίζει τις συγκρίσεις της με μεγαθήρια του είδους, σίγουρα όμως δεν είναι μια κακή ταινία. Και βάζει στον χάρτη έναν σκηνοθέτη, που με καλύτερο σενάριο (εδώ το συνυπογράφει ο ίδιος) μπορεί να κάνει πραγματάκια στο μέλλον...
Η υπόθεση: Η Σάρα μετακομίζει με τον μικρό της γιο, τον Κρις, στο απομονωμένο νέο τους σπίτι σε μια επαρχιακή πόλη, ελπίζοντας να κάνουν μια καινούργια αρχή έπειτα από μια εξαιρετικά δύσκολη περίοδο. Μια περίοδο που ήταν δύσκολη εξαιτίας του βίαιου συζύγου της – και η πληγή στο μέτωπό της είναι εκεί για να το επιβεβαιώσει όλο αυτό. Όμως, η συνάντησή τους με την αλλόκοτη νέα τους γειτόνισσα και η προσωρινή εξαφάνιση του μικρού Κρις στο γειτονικό δάσος θα φέρουν στα όριά της τη Σάρα, η οποία θα ανακαλύψει μια τεράστια, μυστηριώδη, «ζωντανή» τρύπα στο έδαφος καθώς τον αναζητά.
Μια τρύπα την ύπαρξη της οποίας κανείς άλλος δεν φαίνεται να γνωρίζει. Ο Κρις, πάντως, θα μείνει εξαφανισμένος για λίγο και θα επιστρέψει στο νέο του σπίτι λίαν συντόμως. Η Σάρα από τη μία είναι ανακουφισμένη, από την άλλη όμως είναι αγχωμένη. Η συμπεριφορά του Κρις είναι πλέον αλλαγμένη. Και κάποια πράγματα, που μόνο μια μητέρα μπορεί να εντοπίσει, κάνουν τη Σάρα να αναρωτηθεί αν ο Κρις που βλέπει μπροστά της είναι πραγματικά ο γιος της ή αν κάτι πολύ παράξενο έχει συμβεί όσο εκείνος είχε εξαφανιστεί.
Η άποψή μας: Πολλές φορές άνθρωποι που γράφουν για σινεμά και είναι περισσότερο μαρκετινγκνίστες (sic) και λιγότερο κριτικοί κινηματογράφου, καταφεύγουν σε ενθουσιώδεις χαρακτηρισμούς αμά τη συναντήσει τους με κάποιες ταινίες, που... βολεύουν. Στόχος τους, να βγάλουν το καλύτερο... πρωτοσέλιδο. Να κάνουν την πιο πιασάρικη παρομοίωση. Να... καθοδηγήσουν τους αναγνώστες τους χιπστερικώ τω τρόπω. Εν προκειμένω, μετά την προβολή της συγκεκριμένης ταινίας στο περασμένο φεστιβάλ του Σάντανς, βγήκε κάποιος και είπε πως πρόκειται για το φετινό ανάλογο της ταινίας Η Διαδοχή (Hereditary). Καμία σχέση! Να τα λέμε αυτά. Η ταινία του Ari Aster ήταν πολύ πιο εντυπωσιακή, πολύ πιο φιλόδοξη, πολύ πιο πρωτότυπη, πολύ πιο περίπλοκη και στο φινάλε πολύ πιο... wtf! Αν ντε και καλά θα θέλαμε να προσομοιάσουμε τούτη την ταινία με κάποια άλλη, πιο εύκολα έρχεται στο νου το Οι Σελίδες του Τρόμου (The Babadook), που κι εκείνο, όμως, εντέλει, ήταν πολύ καλύτερο φιλμ από τούτο εδώ.
Συνεχίζοντας το παιχνίδι των αναφορών, μιας που η ταινία βασίζεται στο (πολύ φορεμένο κινηματογραφικά) ζήτημα της σχέσης μιας (ασταθούς) μητέρας με τον μικρό γιο της, να πω τη μαύρη αλήθεια, βλέποντας την ταινία και ιδίως το φιζίκ της (εξαιρετικής στο ρόλο της) Seána Kerslake, μου ερχόταν στο μυαλό η Shelley Duvall από τη «Λάμψη» και η δική της σχέση με τον πιτσιρίκο, που έβλεπε στους καθρέφτες το «Redrum», το ανάποδο του «Murder» δηλαδή. Κι εδώ τουλάχιστον δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί τη γοητεία αν μη τι άλλο, που έχει ασκήσει η ταινία του Kubrick πάνω στον Ιρλανδό σκηνοθέτη, καθώς τόσο το πλάνο της αρχής όσο και η... ταπετσαρία, παραπέμπουν στην κινηματογραφική απόδοση του βιβλίου του Stephen King.
Και συνεχίζοντας αυτό το κείμενο – που δεν θα έχει καμία ευθεία αναφορά στην ταινία κατά πως φαίνεται παρά μόνο παραπομπές και συγκρίσεις με άλλες ταινίες, μας έχει φάει η γαμημένη ποπ κουλτούρα, και μου άρεσε που έκραξα και τους μαρκετινγκνίστες τρομάρα μου – το θέμα της δυαδικότητας του εαυτού, το θέμα του «πρωτότυπου» και του «αντίγραφου» δηλαδή δεν μπορεί παρά να φέρει στο νου το εντελώς πρόσφατο (πιο πρόσφατο... πεθαίνεις!) «Εμείς»! Και πάλι, όμως, καμία σχέση με τις επιδόσεις και την πολυπλοκότητα της ταινίας του Jordan Peele τούτη εδώ. Και αν μη τι άλλο, ο Cronin δεν θα μπορούσε να έχει υπόψιν του την ταινία του Peele καθώς έκαναν την παγκόσμια πρεμιέρα τους με ελάχιστες βδομάδες διαφορά η μία με την άλλη. Απλά, μια σημαντική παράμετρος της πλοκής είναι κοινή και στις δύο ταινίες. Και για να το... τραβήξω λίγο ακόμα όλο αυτό: ρε σεις, δεν μοιάζει (πολύ όμως) ο πιτσιρίκος με τον Haley Joel Osment (αλήθεια, πού χάθηκε αυτό το παιδί;) από την «Έκτη αίσθηση»; Που στην «Έκτη αίσθηση» τη μητέρα του «I see dead people» Osment υποδύονταν η Toni Collette! Η οποία ήταν πρωταγωνίστρια στη «Διαδοχή»! Χα! Six degrees of separation σε όλο τους το μεγαλείο!
Κι αφού διασκεδάσαμε τα μάλα είναι η αλήθεια, ας πούμε και δυο λόγια γι' αυτό καθαυτό το φιλμ. Τούτη η ταινία είναι περισσότερο όμορφη παρά τρομακτική. Η δουλειά που έχει γίνει στη διεύθυνση φωτογραφίας – ιδίως σε ότι έχει να κάνει με τα εξωτερικά γυρίσματα – είναι εντυπωσιακή. Και ναι, μπορεί να έχουν περάσει σχεδόν 40 χρόνια από την φοβερή και τρομερή εναρκτήρια σκηνή – μάτι του Θεού στη «Λάμψη» (πάλι αυτή), τα drones όμως πλέον θα χρησιμοποιούνται ολοένα και πιο συχνά κατά πως φαίνεται, προσφέροντας πανέμορφα, πανοραμικά πλάνα, πλάνα από ψηλά, που δίνουν άλλη αίσθηση, προσφέροντας μπόλικη τροφή στα... μάτια των θεατών. Αρκεί να μην γίνεται κατάχρηση. Εδώ η χρήση είναι συνετή. Σε ότι αφορά την ουσία, η ταινία δημιουργεί περισσότερα ερωτηματικά απ' όσα απαντά και αυτό λειτουργεί εις βάρος του τυπικού θεατή ταινιών θρίλερ, που θέλουν να είναι πιο πολύ τρόμου.
Η προσέγγιση του σκηνοθέτη στο θέμα του είναι παλιομοδίτικη και το κυριότερο, δεν τρομάζεις παρακολουθώντας την ταινία. Εντάξει, λίγο ίσως στις λίγες σκηνές που εμφανίζεται η καλτ πρωταγωνίστρια των ταινιών του Aki Kaourismaki, η τρομακτική ως σαλεμένη, Kati Outinen. Από εκεί και πέρα η αφήγηση ακολουθεί την πεπατημένη και σχεδόν προβλέπεις τι θα ακολουθήσει στο επόμενο πλάνο. Αποτέλεσμα είναι η ανατροπή του φινάλε, που υπό φυσιολογικές συνθήκες θα έπρεπε να σε αφήσει αποσβολωμένο ως θεατή στο κάθισμά σου, να παίρνει μια αντίδραση του τύπου «meh». Εν κατακλείδι αυτή η ταινία δεν αξίζει τις συγκρίσεις της με μεγαθήρια του είδους, σίγουρα όμως δεν είναι μια κακή ταινία. Και βάζει στον χάρτη έναν σκηνοθέτη, που με καλύτερο σενάριο (εδώ το συνυπογράφει ο ίδιος) μπορεί να κάνει πραγματάκια στο μέλλον...
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 28 Μαρτίου 2019 από την Neo Films!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική