του Björn Runge. Με τους Glenn Close, Jonathan Pryce, Christian Slater, Max Irons, Annie Starke, Harry Lloyd, Elizabeth McGovern.
Νόμπελ Αφέλειας
του zerVo (@moviesltd)
Το θέμα το κατατάσσω στην κατηγορία των ενοχλητικών. Δεν συζητούμε καν την περίπτωση ιστοριών (όχι μόνο κινηματογραφικών, αλλά και πραγματικών) που ενδεχόμενα να προέρχονται από τριτοκοσμικές κοινωνίες, σαν τις ανατολίτικες, που η γυναικεία υπόσταση ορίζεται ως κατώτερη ακόμη και των ζώων. Εκεί φυσικά και μπορούν να υπάρχουν κραυγές αντίδρασης, πάλης, μάχης για να αποκτηθούν τα ανάλογα δικαιώματα. Αλλά στην πολιτισμένη Δύση να μιλάμε με τόσο έντονο προβληματισμό πια, για ισότητα, ισονομία, ισαξία ανάμεσα σε άρρενες και θήλεα, κάμποσες δεκαετίες μετά την προσαρμογή όλων των αστικών, μα κυρίως των ηθικών, δικαίων σε αυτούς τους βασικούς κοινωνικούς κανόνες, είναι σίγουρα πλεονασμός. Και άντε να εντοπίσουμε μια ακραία εξαίρεση αδικίας, που έχει σαν αφετηρία της την αμορφωσιά ή την παντελή έλλειψη στοιχειωδών χαράκων συμπεριφοράς, για να την αποτυπώσουμε στο πανί, να συμφωνήσω. Να χρησιμοποιήσουμε όμως στο φόντο τον (για αρκετούς, κατ εμέ αμφιλεγόμενο) κορυφαίο θεσμό απονομής τίτλων στον κόσμο, που αν μη τι άλλο προϋποθέτει ένα υψηλό επίπεδο διανόησης, όπως πράττει το φιλμ The Wife, είναι προφανώς αστείο...
Καταμεσίς της νυχτιάς, θα φτάσει το χαρμόσυνο μήνυμα από την αντίπερα όχθη του Ατλαντικού, αποσπώντας από τον ύπνο τους τον διακεκριμένο συγγραφέα Τζόζεφ Κάστλεμαν και την σύζυγό του Τζόαν, που ανακοινώνει πως ο ηλικιωμένος πλέον διανοούμενος είναι ο κάτοχος του πολύτιμου Νόμπελ Λογοτεχνίας για την χρονιά 1992. Κατενθουσιασμένος που το έργο του έχει τύχει τέτοιας σπουδαίας αναγνώρισης από την Βασιλική Ακαδημία της Σουηδίας, ο Κάστλεμαν καλείται τώρα να οργανώσει το μακρύ ταξίδι από την αμερικάνικη επαρχία μέχρι την πανέμορφη Στοκχόλμη, προκειμένου να παραλάβει το βαρυσήμαντο τρόπαιο, που δικαιωματικά του ανήκει.
Έχοντας πάντοτε στο πλευρό του την λατρεμένη του κυρά, που για δεκαετίες παραμένει στην σκιά του, φροντίζοντας όμως και την παραμικρή λεπτομέρεια πάνω του. Από τον τρόπο που θα μιλήσει με τους ρεπόρτερς, επίσημους αλλά και διάττοντες ενοχλητικούς, την εμφάνιση του που πρέπει πάντοτε να είναι άψογη και επιβλητική, μέχρι και τις ανθρώπινες αστοχίες, που ενδεχόμενα μπορεί εν αγνοία του να πλήξουν το κύρος του. Ένας φύλακας άγγελος είναι για τον συγγραφέα η επί δεκαετίες σύντροφός του και σε εκείνην οφείλει ένα τεράστιο μέρος της μεγάλης του επιτυχίας. Ή μήπως στην πραγματικότητα σε εκείνην οφείλει τα πάντα?
Ας τα πάρουμε όμως τα πράγματα με την σειρά, γιατί αυτό το παράξενο, μέχρι και εκκεντρικό φιλμ είναι και απόλυτα συγκεντρωτικό σε όλα όσα επιθυμεί να πει, άγαρμπα κατά την γνώμη μου. Η χρήση των φλάσμπακς, με την επιστροφή του στόρι στο παρελθόν όπου ο νεαρός καθηγητής της και φημισμένος λόγιος ερωτεύεται σφόδρα - παρότι ήδη παντρεμένος με οικογένεια - την εκθαμβωτική μαθητευόμενη του, ορίζει την χρονική έναρξη της σχέσης πάθους, που στο σήμερα μετρά κοντά σαράντα έτη ζωής. Οπότε ένα το κρατούμενο. Ισχύει αυτό που στις μοντέρνες κοινωνίες ορίζουμε ως συζυγική ρουτίνα? Και ας υποθέσουμε πως ναι, υπάρχει αυτό το ενδεχόμενο, που είναι λογικότατο μετά από τόσο καιρό κοινής συμβίωσης. Σημαίνει αυτή η ύπαρξη της καθημερινής επανάληψης, πως ο έρωτας ή η αγάπη έχουν διαλυθεί σε ένα σύννεφο κουρνιαχτού που τα έχει παρασύρει στο διάβα της ανίας? Δεν παίζει και δεν μιλάμε για ουτοπικούς κανόνες. Αλλά για ανθρωπινούς. Για να βρίσκεσαι δίπλα σε κάποιον επί μισό αιώνα, δεν τον λατρεύεις απλά, είναι ο πλέον εαυτός σου. Και το παράξενο είναι που το φιλμ δεν προσπαθεί να αναδείξει αυτό το συμβιωτικό μεγαλείο, αλλά παλεύει να αποδείξει το ακριβώς αντίθετο. Καλά και σώνει η γυναίκα πίσω από τον επιτυχημένο άντρα (όπως ισοτίμως ισχύει και το αντίστροφο) δεν είναι παρά μόνο μια ανύπαρκτη νεφέλη, ένα τίποτα, ένα κενό. Και δεν φτάνω στην (σιγά την) αποκάλυψη του φινάλε, που το πράγμα έχει ξεφύγει ολοκληρωτικά και μιλούμε για βιασμό ψυχικό, διαρκή και επαναλαμβανόμενο.
Εκεί Η Σύζυγος πια εκτροχιάζεται, από το ρηχών ιδεών σενάριο δεν εμφανίζεται η παραμικρή βοήθεια, για να μην βουλιάξει το πλάνο στην ματαιοδοξία του να πει όσο πιο πολλά αρνητικά και κακοδιάθετα γίνεται. Με συνέπεια να μένει και η σκηνοθετική κατεύθυνση - καποιανού ωραιοπαθή Νορντίκου Bjorn Rudge, που απέξω από τον παγωμένο τόπο του, ελάχιστοι τον ξέρουν - θολή και απόμακρη, δίχως προτάσεις και λύσεις, πάνω σε ένα (φλέγον...) ζήτημα που πρέπει να το ψάξεις πάαααρα πολύ για να δεις αν υπάρχει. Που δεν υφίσταται. Μια χαρά είναι οι διαφυλετικές σχέσεις στην πολιτισμένη μεριά του πλανήτη, έξοχα μοιράζονται δικαιώματα και αρμοδιότητσες σε κάθε Σταυρό και Τόξο κι αν φτάσουμε στα άκρα - καμία σχέση δεν μπορεί να αποκλείσει κάτι τέτοιο, ακόμη κι η φαινομενικά πιο ρομαντικής διάθεσης - υπάρχουν οι αρμόδιοι φορείς που αναλαμβάνουν δράση, για να επιλύσουν το ζόρι. Κάτι me too, "δεν μιλάω γιατί φοβάμαι" και σαχλαμάρες είναι για όσους έχουν παντελή άγνοια κανόνων, λες και ζουν σε τίποτα προϊστορικές σπηλιές, που ο άντρας με το ρόπαλο σέρνει το γυναικάκι από τα μαλλιά. Και σίγουρα δεν σχετίζονται με όσους φτάνουν σε κολοφώνες Νομπελικής δόξας. Ξεχείλωμα...
Υπό κανονικές συνθήκες η ταινία επιβάλλεται να παρατηθεί από τον θεατή της στην ύστατη πράξη της, ως εκνευριστικά μακρινή από τον ρεαλισμό, εφόσον τηλεοπτικά, άνευρα, άτεχνα, με περιφερειακές ερμηνείες σχεδόν ερασιτεχνικές και με εμπρηστικό κέφι, αναζητά μετά μανίας λόγους για να απομακρυνθεί το σερνικό από θήλυ, έτσι για να έχουμε να λέμε περί ρηγμάτων και κρίσης. Είναι όμως η μαγνητικής έντασης και πάθους εμφάνιση αυτής της Glenn Close, ΚΑΙ ΜΟΝΟ, που δεν σε αφήνει να διαφύγεις από το κάθισμα, έστω κι αν η περσόνα που υποδύεται - υπό αυτές τις συνθήκες της πλοκής, επαναλαμβάνω - επ ουδενί στέκεται, έστω και μυθοπλαστικά. Και που πόσο κρίμα είναι, αυτός ο προβοκατόρικος ρόλος, να χαρίσει σε μια από τις μεγαλύτερες ηθοποιούς της γενιάς της, την υπέρτατη καλλιτεχνική διάκριση, μετά από έξι αποτυχημένες απόπειρες, σε ταινίες που έχουν γραφεί με ολόχρυσα γράμματα στην κινηματογραφική Βίβλο. Πιο πολύ τιμητικά, παρά αξιοκρατικά.
Έχοντας πάντοτε στο πλευρό του την λατρεμένη του κυρά, που για δεκαετίες παραμένει στην σκιά του, φροντίζοντας όμως και την παραμικρή λεπτομέρεια πάνω του. Από τον τρόπο που θα μιλήσει με τους ρεπόρτερς, επίσημους αλλά και διάττοντες ενοχλητικούς, την εμφάνιση του που πρέπει πάντοτε να είναι άψογη και επιβλητική, μέχρι και τις ανθρώπινες αστοχίες, που ενδεχόμενα μπορεί εν αγνοία του να πλήξουν το κύρος του. Ένας φύλακας άγγελος είναι για τον συγγραφέα η επί δεκαετίες σύντροφός του και σε εκείνην οφείλει ένα τεράστιο μέρος της μεγάλης του επιτυχίας. Ή μήπως στην πραγματικότητα σε εκείνην οφείλει τα πάντα?
Ας τα πάρουμε όμως τα πράγματα με την σειρά, γιατί αυτό το παράξενο, μέχρι και εκκεντρικό φιλμ είναι και απόλυτα συγκεντρωτικό σε όλα όσα επιθυμεί να πει, άγαρμπα κατά την γνώμη μου. Η χρήση των φλάσμπακς, με την επιστροφή του στόρι στο παρελθόν όπου ο νεαρός καθηγητής της και φημισμένος λόγιος ερωτεύεται σφόδρα - παρότι ήδη παντρεμένος με οικογένεια - την εκθαμβωτική μαθητευόμενη του, ορίζει την χρονική έναρξη της σχέσης πάθους, που στο σήμερα μετρά κοντά σαράντα έτη ζωής. Οπότε ένα το κρατούμενο. Ισχύει αυτό που στις μοντέρνες κοινωνίες ορίζουμε ως συζυγική ρουτίνα? Και ας υποθέσουμε πως ναι, υπάρχει αυτό το ενδεχόμενο, που είναι λογικότατο μετά από τόσο καιρό κοινής συμβίωσης. Σημαίνει αυτή η ύπαρξη της καθημερινής επανάληψης, πως ο έρωτας ή η αγάπη έχουν διαλυθεί σε ένα σύννεφο κουρνιαχτού που τα έχει παρασύρει στο διάβα της ανίας? Δεν παίζει και δεν μιλάμε για ουτοπικούς κανόνες. Αλλά για ανθρωπινούς. Για να βρίσκεσαι δίπλα σε κάποιον επί μισό αιώνα, δεν τον λατρεύεις απλά, είναι ο πλέον εαυτός σου. Και το παράξενο είναι που το φιλμ δεν προσπαθεί να αναδείξει αυτό το συμβιωτικό μεγαλείο, αλλά παλεύει να αποδείξει το ακριβώς αντίθετο. Καλά και σώνει η γυναίκα πίσω από τον επιτυχημένο άντρα (όπως ισοτίμως ισχύει και το αντίστροφο) δεν είναι παρά μόνο μια ανύπαρκτη νεφέλη, ένα τίποτα, ένα κενό. Και δεν φτάνω στην (σιγά την) αποκάλυψη του φινάλε, που το πράγμα έχει ξεφύγει ολοκληρωτικά και μιλούμε για βιασμό ψυχικό, διαρκή και επαναλαμβανόμενο.
Εκεί Η Σύζυγος πια εκτροχιάζεται, από το ρηχών ιδεών σενάριο δεν εμφανίζεται η παραμικρή βοήθεια, για να μην βουλιάξει το πλάνο στην ματαιοδοξία του να πει όσο πιο πολλά αρνητικά και κακοδιάθετα γίνεται. Με συνέπεια να μένει και η σκηνοθετική κατεύθυνση - καποιανού ωραιοπαθή Νορντίκου Bjorn Rudge, που απέξω από τον παγωμένο τόπο του, ελάχιστοι τον ξέρουν - θολή και απόμακρη, δίχως προτάσεις και λύσεις, πάνω σε ένα (φλέγον...) ζήτημα που πρέπει να το ψάξεις πάαααρα πολύ για να δεις αν υπάρχει. Που δεν υφίσταται. Μια χαρά είναι οι διαφυλετικές σχέσεις στην πολιτισμένη μεριά του πλανήτη, έξοχα μοιράζονται δικαιώματα και αρμοδιότητσες σε κάθε Σταυρό και Τόξο κι αν φτάσουμε στα άκρα - καμία σχέση δεν μπορεί να αποκλείσει κάτι τέτοιο, ακόμη κι η φαινομενικά πιο ρομαντικής διάθεσης - υπάρχουν οι αρμόδιοι φορείς που αναλαμβάνουν δράση, για να επιλύσουν το ζόρι. Κάτι me too, "δεν μιλάω γιατί φοβάμαι" και σαχλαμάρες είναι για όσους έχουν παντελή άγνοια κανόνων, λες και ζουν σε τίποτα προϊστορικές σπηλιές, που ο άντρας με το ρόπαλο σέρνει το γυναικάκι από τα μαλλιά. Και σίγουρα δεν σχετίζονται με όσους φτάνουν σε κολοφώνες Νομπελικής δόξας. Ξεχείλωμα...
Υπό κανονικές συνθήκες η ταινία επιβάλλεται να παρατηθεί από τον θεατή της στην ύστατη πράξη της, ως εκνευριστικά μακρινή από τον ρεαλισμό, εφόσον τηλεοπτικά, άνευρα, άτεχνα, με περιφερειακές ερμηνείες σχεδόν ερασιτεχνικές και με εμπρηστικό κέφι, αναζητά μετά μανίας λόγους για να απομακρυνθεί το σερνικό από θήλυ, έτσι για να έχουμε να λέμε περί ρηγμάτων και κρίσης. Είναι όμως η μαγνητικής έντασης και πάθους εμφάνιση αυτής της Glenn Close, ΚΑΙ ΜΟΝΟ, που δεν σε αφήνει να διαφύγεις από το κάθισμα, έστω κι αν η περσόνα που υποδύεται - υπό αυτές τις συνθήκες της πλοκής, επαναλαμβάνω - επ ουδενί στέκεται, έστω και μυθοπλαστικά. Και που πόσο κρίμα είναι, αυτός ο προβοκατόρικος ρόλος, να χαρίσει σε μια από τις μεγαλύτερες ηθοποιούς της γενιάς της, την υπέρτατη καλλιτεχνική διάκριση, μετά από έξι αποτυχημένες απόπειρες, σε ταινίες που έχουν γραφεί με ολόχρυσα γράμματα στην κινηματογραφική Βίβλο. Πιο πολύ τιμητικά, παρά αξιοκρατικά.
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 21 Φεβρουαρίου 2019 από την Seven Films και την Spentzos Films!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική