των Ναταλίας Λαμπροπούλου και Ηλέκτρας Αγγελετοπούλου. Με τους Ηλέκτρα Καρτάνου, Κωνσταντίνο Λιάρο, Τζόυς Ευείδη, Νικία Φονταρά, Ελένη Θυμιοπούλου, Θάνο Φερετζέλη, Ματίνα Κουλουριώτη, Στέλλα Νούλη.
Seeing is believing...
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)
Βλέπω το θάνατό μου (σου, του)!
Η Ναταλία Λαμπροπούλου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1984. Σπούδασε Αρχιτεκτονική Εσωτερικού Χώρου και συνέχισε τις σπουδές της στη Σχολή Κινηματογράφου του ΑΠΘ. Έχει δουλέψει ως παραγωγός στην Όπερα Θεσσαλονίκης και στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος. Η Ηλέκτρα Αγγελετοπούλου έχει γυρίσει και μια μικρού μήκους ταινία, με τίτλο «White Collar».
Η Scopophilia είναι η πρώτη ελληνική (και συνάμα η πρώτη ευρωπαϊκή) Computer Screen Movie και μόλις μία από τις πέντε αυτού του νέου κινηματογραφικού είδους που έχουν γυριστεί παγκοσμίως, με πιο γνωστή απ' όλες το «Searching». Η ταινία έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο τελευταίο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, όπου τιμήθηκε με το Ειδικό Βραβείο της Επιτροπής Νεότητας.
Η υπόθεση: O Αλέξης είναι ένας νεαρός φοιτητής που κάνει την κινηματογραφική του διατριβή πάνω στη «Scopophilia» στο σινεμά - την ηδονιστκή απόλαυση που παίρνει κανείς από το να... κοιτάζει (χωρίς να γίνεται αντιληπτός) τις ζωές των άλλων (όπως ο ήρωας του Τζίμι Στιούαρτ στο «Σιωπηλό Μάρτυρα» του Χίτσκοκ). Κι ο ίδιος ο Αλέξης πειραματίζεται με την ιδέα: εκτός από την εμμονή του με τα social media, έχει εγκαταστήσει στο κομπιούτερ του κι ένα σύστημα παρακολούθησης, ονόματι «Access Camera». Το «Access Camera» χακάρει κι ενεργοποιεί τις κάμερες στα λάπτοπ αγνώστων κι έτσι ο νεαρός έχει πρόσβαση στα σπίτια τους, χωρίς εκείνοι να το παίρνουν χαμπάρι. Όντας εγκλωβισμένος στο σπίτι του εξαιτίας μιας σοβαρής μόλυνσης στο αναπνευστικό του σύστημα, που βρίσκεται σε αποδρομή, ο Αλέξης κατασκοπεύει με (επιστημονική;) περιέργεια τις ζωές ανθρώπων που δεν γνωρίζει. Εξαιτίας της scopophilia του, ένα βράδυ γίνεται (εκ παραδρομής κατά μία έννοια) «αυτόπτης» μάρτυρας της δολοφονίας μιας κοπέλας και μπλέκει στον ιστό ενός κατά συρροή δολοφόνου. Θα μπορέσει να ξεσκεπάσει τον δολοφόνο ή θα πιαστεί και ο ίδιος στην παγίδα του;
Η άποψή μας: Η ιδέα είναι εξαιρετική. Η εκτέλεση όμως πάσχει από... φτώχεια καταραμένη κι από απειρία. Σε άλλες περιπτώσεις η φτώχεια κρύβεται και υπερισχύει το «πλην τίμια». Εδώ, κανείς δεν αμφισβητεί την... τιμιότητα των προθέσεων, η φτώχεια όμως δεν μπορεί να κρυφτεί και οδηγεί σε επιλογές που χαντακώνουν το τελικό προϊόν. To θεωρητικό υπόβαθρο υπάρχει, το σενάριο τολμά να είναι σκοτεινό (η ταινία δεν έχει happy end – κι αυτό δεν αποτελεί spoiler) αλλά όλα τα άλλα είναι λάθος. Οι ερμηνείες είναι – για να το θέσουμε κομψά – μέτριες (η μόνη επαγγελματίας στην ταινία είναι η Τζόυς Ευείδη στο ρόλο της καθηγήτριας – και της αξίζουν συγχαρητήρια για το γεγονός ότι με την παρουσία της προσπάθησε να βοηθήσει μια ταινία, που είχε ανάγκη κάθε υποστήριξη).
Η ατμόσφαιρα είναι λάθος: χρειαζόταν περισσότερη δουλειά – τώρα το τελικό αποτέλεσμα φαίνεται σαν να γυρίστηκε από μια παρέα φίλων χωρίς παραπάνω προσδοκίες. Το φινάλε της ταινίας είναι μεν τολμηρό αλλά ήθελε δουλίτσα γιατί τώρα «χτυπάει» άσχημα, όχι ως αισθητική και πραγματιστική επιλογή, αλλά ως... αναληθοφάνεια: ο ήρωάς μας παγιδεύεται και καταδικάζεται (;) χωρίς να αντιδρά; Χωρίς να προσπαθεί να αποδείξει την αλήθεια; Ή αυτό δεν αφορά τη συγκεκριμένη ταινία; Είναι θέμα ενδεχόμενου... σίκουελ; Χαζομάρα. Ή καλύτερα απόδειξη πως μέχρι εκεί μπορούσε να φτάσει το πράγμα. Επίσης, η μουσική ήθελε δουλίτσα.
Αυτό που αξίζει πέρα από την ιδέα, είναι το μοντάζ, που είναι λειτουργικότατο και άκρως επαγγελματικό. Άλλο ένα από τα θετικά της ταινίας είναι το γεγονός ότι διαρκεί μόλις 70 λεπτά - παρ' όλα αυτά, δυστυχώς, υπάρχουν στιγμές που απλώς δεν τσουλάει. Είναι άνευρη. Γενικώς, της λείπει το σασπένς, τόσο απαραίτητο στοιχείο για τέτοιου είδους ταινίες. Για μένα είναι «όχι»! Αν και πολύ θα ήθελα να είναι «ναι». Και για να λέμε και του στραβού το δίκιο, κυκλοφορούν πολύ χειρότερες ταινίες από αυτήν εκεί έξω...
Η υπόθεση: O Αλέξης είναι ένας νεαρός φοιτητής που κάνει την κινηματογραφική του διατριβή πάνω στη «Scopophilia» στο σινεμά - την ηδονιστκή απόλαυση που παίρνει κανείς από το να... κοιτάζει (χωρίς να γίνεται αντιληπτός) τις ζωές των άλλων (όπως ο ήρωας του Τζίμι Στιούαρτ στο «Σιωπηλό Μάρτυρα» του Χίτσκοκ). Κι ο ίδιος ο Αλέξης πειραματίζεται με την ιδέα: εκτός από την εμμονή του με τα social media, έχει εγκαταστήσει στο κομπιούτερ του κι ένα σύστημα παρακολούθησης, ονόματι «Access Camera». Το «Access Camera» χακάρει κι ενεργοποιεί τις κάμερες στα λάπτοπ αγνώστων κι έτσι ο νεαρός έχει πρόσβαση στα σπίτια τους, χωρίς εκείνοι να το παίρνουν χαμπάρι. Όντας εγκλωβισμένος στο σπίτι του εξαιτίας μιας σοβαρής μόλυνσης στο αναπνευστικό του σύστημα, που βρίσκεται σε αποδρομή, ο Αλέξης κατασκοπεύει με (επιστημονική;) περιέργεια τις ζωές ανθρώπων που δεν γνωρίζει. Εξαιτίας της scopophilia του, ένα βράδυ γίνεται (εκ παραδρομής κατά μία έννοια) «αυτόπτης» μάρτυρας της δολοφονίας μιας κοπέλας και μπλέκει στον ιστό ενός κατά συρροή δολοφόνου. Θα μπορέσει να ξεσκεπάσει τον δολοφόνο ή θα πιαστεί και ο ίδιος στην παγίδα του;
Η άποψή μας: Η ιδέα είναι εξαιρετική. Η εκτέλεση όμως πάσχει από... φτώχεια καταραμένη κι από απειρία. Σε άλλες περιπτώσεις η φτώχεια κρύβεται και υπερισχύει το «πλην τίμια». Εδώ, κανείς δεν αμφισβητεί την... τιμιότητα των προθέσεων, η φτώχεια όμως δεν μπορεί να κρυφτεί και οδηγεί σε επιλογές που χαντακώνουν το τελικό προϊόν. To θεωρητικό υπόβαθρο υπάρχει, το σενάριο τολμά να είναι σκοτεινό (η ταινία δεν έχει happy end – κι αυτό δεν αποτελεί spoiler) αλλά όλα τα άλλα είναι λάθος. Οι ερμηνείες είναι – για να το θέσουμε κομψά – μέτριες (η μόνη επαγγελματίας στην ταινία είναι η Τζόυς Ευείδη στο ρόλο της καθηγήτριας – και της αξίζουν συγχαρητήρια για το γεγονός ότι με την παρουσία της προσπάθησε να βοηθήσει μια ταινία, που είχε ανάγκη κάθε υποστήριξη).
Η ατμόσφαιρα είναι λάθος: χρειαζόταν περισσότερη δουλειά – τώρα το τελικό αποτέλεσμα φαίνεται σαν να γυρίστηκε από μια παρέα φίλων χωρίς παραπάνω προσδοκίες. Το φινάλε της ταινίας είναι μεν τολμηρό αλλά ήθελε δουλίτσα γιατί τώρα «χτυπάει» άσχημα, όχι ως αισθητική και πραγματιστική επιλογή, αλλά ως... αναληθοφάνεια: ο ήρωάς μας παγιδεύεται και καταδικάζεται (;) χωρίς να αντιδρά; Χωρίς να προσπαθεί να αποδείξει την αλήθεια; Ή αυτό δεν αφορά τη συγκεκριμένη ταινία; Είναι θέμα ενδεχόμενου... σίκουελ; Χαζομάρα. Ή καλύτερα απόδειξη πως μέχρι εκεί μπορούσε να φτάσει το πράγμα. Επίσης, η μουσική ήθελε δουλίτσα.
Αυτό που αξίζει πέρα από την ιδέα, είναι το μοντάζ, που είναι λειτουργικότατο και άκρως επαγγελματικό. Άλλο ένα από τα θετικά της ταινίας είναι το γεγονός ότι διαρκεί μόλις 70 λεπτά - παρ' όλα αυτά, δυστυχώς, υπάρχουν στιγμές που απλώς δεν τσουλάει. Είναι άνευρη. Γενικώς, της λείπει το σασπένς, τόσο απαραίτητο στοιχείο για τέτοιου είδους ταινίες. Για μένα είναι «όχι»! Αν και πολύ θα ήθελα να είναι «ναι». Και για να λέμε και του στραβού το δίκιο, κυκλοφορούν πολύ χειρότερες ταινίες από αυτήν εκεί έξω...
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 7 Φεβρουαρίου 2019!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική