των Ciro Guerra, Cristina Gallego. Με τους Carmiña Martínez, Jose Acosta, Jhon Narváez, Natalia Reyes, Jose Vicente Cots, Juan Martínez, Greider Meza.
Μια οικογένεια, μια προγονική γη, ένα χόρτο και μια προδοσία
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)
Και μετά ήρθε ο… πολιτισμός!
Αυτή είναι η τέταρτη μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί ο Κολομβιανός Ciro Guerra – και η πρώτη στην οποία συνυπογράφει τη σκηνοθεσία με άλλο του συνάδελφο. Η έως τώρα φιλμογραφία του έχει ως εξής: «Wandering Shadows» (La sombra del caminante, 2004), «The Wind Journeys» (Los viajes del viento, 2009) και «Στην αγκαλιά του φιδιού» (El abrazo de la serpiente/ Embrace of the Serpent, 2015). Η ταινία «Στην αγκαλιά του φιδιού» τον έκανε παγκοσμίως γνωστό. Ξεκίνησε την καριέρα της στο φεστιβάλ των Καννών, στο τμήμα «Δεκαπενθήμερο των Σκηνοθετών» κι έφτασε να διεκδικεί το Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας, μπαίνοντας στην τελική πεντάδα: η πρώτη ταινία από την Κολομβία, που κατάφερε κάτι ανάλογο.
Η τελευταία του ταινία έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της επίσης στο φεστιβάλ των Καννών, στο τμήμα «Δεκαπενθήμερο των Σκηνοθετών», όπου αποτέλεσε την ταινία επίσημης έναρξης του τμήματος. Όπως είχαμε γράψει στην ανταπόκρισή μας από τις Κάννες «αυτή η ταινία αποτελεί την επίσημη πρόταση της Κολομβίας για το ξενόγλωσσο Όσκαρ στην επόμενη απονομή, και κάτι μου λέει πως θα φτάσει σίγουρα, τουλάχιστον μέχρι την αρχική εννιάδα...». Όντως, έφτασε μέχρι την αρχική εννιάδα, δεν κατάφερε όμως να μπει στην τελική πεντάδα. Στην Ελλάδα η ταινία Αποδημητικά Πουλιά (Pájaros de verano / Birds of Passage) έκανε την πρεμιέρα της στο φεστιβάλ της Αθήνας «Νύχτες Πρεμιέρας». Έχει ενδιαφέρον να σημειώσουμε πως η επόμενη ταινία του Guerra θα είναι και η πρώτη του αγγλόφωνη, με τον καβαφικό τίτλο «Waiting for the Barbarians» και με πρωταγωνιστές τους Johnny Depp, Harry Melling και Robert Pattinson!
Η υπόθεση: Η εναρκτήρια νότα που ξεκίνησε το τραγούδι του εμπορίου ναρκωτικών στην Κολομβία, γίνεται προσωπική υπόθεση μέσα από την τραγική ιστορία μιας οικογένειας ιθαγενών που βρίσκονται, σχεδόν αυθόρμητα, αναμεμειγμένοι στην αναπτυσσόμενη επιχείρηση πώλησης μαριχουάνας σε νέους Αμερικανούς της δεκαετίας του ‘70. Το εύκολο χρήμα μοιάζει να τους χαρίζει όλα όσα ονειρεύονταν μα παράλληλα διαβρώνει τους παραδοσιακούς θεσμούς της κοινότητας. Όταν η απληστία και το πάθος έρχονται σε σύγκρουση με τους άγραφους νόμους τιμής, ξεσπά ένας εμφύλιος πόλεμος που θέτει σε κίνδυνο τον πολιτισμό, τις προγονικές παραδόσεις τους, ακόμη και την ίδια τους τη ζωή!
Η άποψή μας: Από τη μια, ο «Νονός». Από την άλλη, το «Narcos» και ανάλογες, δημοφιλείς τηλεοπτικές σειρές με θεματική βασισμένη στα ναρκωτικά και το εμπόριό τους. Και από την τρίτη, η παράδοση των Ινδιάνων. Αναμίξατε, ανακινήστε καλά κι έτοιμο το φιλμ με τις μεγάλες προσδοκίες. Φευ, τα επιμέρους συστατικά μπορεί να είναι από μόνα τους εξαιρετικά ενδιαφέροντα, το σύνολο όμως δεν μας εγγυάται κανείς ότι θα φτάσει έστω στον μέσο όρο των επιμέρους συστατικών του. Οι δύο δημιουργοί έχουν στα χέρια τους πολύ δυνατά ατού. Αρχικά, μια συναρπαστική ιστορία για να αφηγηθούν. Πολύ ενδιαφέροντα ήθη και έθιμα των Ινδιάνων από την άλλη. Όμως, το όλον δεν πετυχαίνει το στόχο του. Είναι κάτι παραπάνω από την αίσθηση του «αυτό το έχω ξαναδεί». Όλα τα έχουμε ξαναδεί, ας μην γελιόμαστε.
Το ζητούμενο είναι να αφηγηθείς μια ιστορία με τρόπο που θα ικανοποιεί τον θεατή, θα τον έχει σε εγρήγορση, θα τον γοητεύσει, θα τον συναρπάσει. Εδώ, στα χαρτιά, ο τρόπος αφήγησης είναι πολύ ενδιαφέροντας. Το τονίζω: στα χαρτιά. Η ταινία είναι χωρισμένη σε πέντε μέρη. Κάθε μέρος έχει κι έναν τίτλο. Κάθε τίτλος παραπέμπει σε ένα τραγούδι. Το πρώτο μέρος είναι, ίσως και παραδόξως, το πιο ενδιαφέρον. Μας μπάζει σε έναν πολιτισμό τόσο ξένο με τον δυτικό, τόσο ξένο με το δικό μας, κι όμως, με πολλά αναγνωρίσιμα κοινά χαρακτηριστικά, έστω του παρελθόντος (μιλάμε βέβαια για τη δεκαετία του ’70, αλλά κάποια ήθη και έθιμα του τότε ακόμα και στην Ελλάδα του σήμερα, συνεχίζουν να υφίστανται). Όπως πχ το έθιμο της... προίκας! Ο φτωχός Ινδιάνος ερωτεύεται με την πρώτη ματιά την όμορφη Ινδιάνα της φυλής του, που μόλις βγήκε στο κοινό μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα απομόνωσης, τέτοιο, όσο χρειαζόταν για να ενηλικιωθεί. Να γίνει γυναίκα. Για να την παντρευτεί, χρειάζεται να δώσει προίκα (ok, στη χώρα μας τα πράγματα, όπου ισχύει ακόμα αυτός ο αναχρονισμός, είναι λίγο διαφορετικά – η γυναίκα δίνει προίκα, σωστά;).
Ο ήρωάς μας κάνει διάφορες δουλειές, με βάση κυρίως το εμπόριο. Αλλά, είπαμε, δεν έχει μία. Χρειάζεται να βγάλει γρήγορα χρήματα. Όταν διαπιστώνει πως οι Γκρίνγκος γουστάρουν πολύ τη μαριχουάνα και πληρώνουν όσο όσο για να την αποκτήσουν, μαζί με τη βοήθεια του Κολομβιανού (όχι ιθαγενή) φίλου του, κάνουν τους μεσάζοντες. Αγοράζουν μεγάλες ποσότητες μαριχουάνας από έναν συγγενή του και την πουλάνε σε υψηλότερες τιμές στους Αμερικάνους. Έτσι παράγεται πλούτος στον καπιταλισμό. «Say no to communism» γράφουν οι προπαγανδιστικές κάρτες που μοιράζουν οι Αμερικάνοι στην περιοχή, όπου υποτίθεται ότι προσφέρουν φιλανθρωπικό έργο. Ναι, υπάρχουν και πολιτικές νύξεις. Όχι λειτουργικά ενσωματωμένες στο φιλμ πάντως. Υπάρχουν για να υπάρχουν. Εδώ, λοιπόν, σε αυτό το πρώτο μέρος, είδα την πιο όμορφη σκηνή της ταινίας. Εκείνη όπου η πιτσιρίκα χορεύει έναν υπέροχο κυκλικό χορό, φορώντας ένα φόρεμα που, όταν τεντώνει τα χέρια της και κινείται ενάντια στον άνεμο, την κάνει να μοιάζει με πουλί. Και ο μνηστήρας – διεκδικητής, τον χορεύει μαζί της. Εκείνη προελαύνει, εκείνος κινείται με βήματα προς τα πίσω. Η γυναίκα έχει το πάνω χέρι, καθαρά. Κι ας ηγούνται τυπικά οι άνδρες στη φυλή.
Η κοινωνία είναι μητριαρχική. Η μητέρα της κοπέλας είναι η αρχηγός. Ό,τι λέει εκείνη είναι ο νόμος. Κι ό,τι βλέπει στα όνειρά της κι ό,τι της υποδεικνύει η παράδοση, αυτά καθορίζουν και τις πράξεις και τις αποφάσεις της. Τόσα χρόνια, αυτός ο δρόμος ήταν ο σωστός. Ναι, αλλά η κυρία δεν είχε προβλέψει έναν πολύ σημαντικό παράγοντα που έως τότε δεν υπήρχε στην εξίσωση: το χρήμα. Το χρήμα αλλάζει τα πάντα. Το πολύ χρήμα, ακόμα περισσότερο. Ο φτωχός Ινδιάνος γρήγορα μαζεύει τα απαιτούμενα χρήματα και παντρεύεται την αγαπημένη του. Αποκτούν κι ένα παιδί. Θα αποκτήσουν και δεύτερο. Κάθε φορά που μπαίνουμε σε άλλο μέρος, σε άλλο τραγούδι, ο χρόνος έχει προχωρήσει αρκετά προς τα εμπρός. Οι άνθρωποι μεγαλώνουν αλλά δεν ωριμάζουν. Οι καλύβες δίνουν τη θέση τους σε σπιταρόνες. Πλουτίζει ο ενδιάμεσος έμπορος, πλουτίζει και ο παραγωγός. Όλοι ευτυχισμένοι! Ναι, αλλά δεν υπάρχει όριο στο χρήμα. Πάντα θέλεις παραπάνω. Και μπορεί να νομίζεις πως μπορείς να τη βγάλεις καθαρή με την απληστία, συνήθως όμως εκείνη έχει έναν τρόπο να σε καταστρέψει εντέλει. Οι φιλίες διαλύονται για τα λεφτά. Συγγενείς δεν μιλιούνται για τα λεφτά. Αρχίζουν οι σκοτωμοί. Αρχίζουν τα πισώπλατα μαχαιρώματα. Φίλοι γίνονται εχθροί και εχθροί κάνουν λυκοφιλίες.
Η γνωστή ιστορία λοιπόν, να μην τα πολυλογούμε. Σαν αρχαία τραγωδία. Αλλά είπαμε, το όλον δεν ελκύει τον θεατή. Δεν είναι ότι δεν πείθει. Είναι ότι επαναλαμβάνεται, ότι ανοίγεται σε πολλές επιμέρους ιστορίες, ότι μετατίθεται το κέντρο βάρους διαρκώς σε ότι αφορά τους ήρωες. Εν αρχή είναι ο λόγος. Αλλά μέχρι και ο Λόγος δολοφονείται. Ναι, ok, κι αυτό ωραίο (θα καταλάβετε παρακολουθώντας την ταινία τι εννοούμε). Όπως και η ατάκα του πιο θετικού κατά την άποψή μας ήρωα, του αρχικά φτωχού Ινδιάνου, που εν πάση περιπτώσει τουλάχιστον προσπαθεί να σώσει τα προσχήματα, να βρίσκει λύσεις μέσω της διπλωματικής οδού, να μην προβαίνει σε φόνους χωρίς λόγο. Όταν στο φινάλε λοιπόν ο διψασμένος για εκδίκηση συγγενής του, του λέει: «Θα σε σκοτώσω» εκείνος απαντά «Έτσι κι αλλιώς, όλοι πεθαμένοι είμαστε». Ίσως μια origin story για την έναρξη του εμπορίου ναρκωτικών να μην ταίριαζε εντέλει με το υπερβατικό ύφος που επέδειξε ο σκηνοθέτης στην προηγούμενη ταινία του. Ίσως ως θέμα να είναι περισσότερο γήινο. Ίσως γι' αυτό το τελικό αποτέλεσμα είναι μια αποτυχία. Υπέροχη μεν, αλλά αποτυχία.
Η υπόθεση: Η εναρκτήρια νότα που ξεκίνησε το τραγούδι του εμπορίου ναρκωτικών στην Κολομβία, γίνεται προσωπική υπόθεση μέσα από την τραγική ιστορία μιας οικογένειας ιθαγενών που βρίσκονται, σχεδόν αυθόρμητα, αναμεμειγμένοι στην αναπτυσσόμενη επιχείρηση πώλησης μαριχουάνας σε νέους Αμερικανούς της δεκαετίας του ‘70. Το εύκολο χρήμα μοιάζει να τους χαρίζει όλα όσα ονειρεύονταν μα παράλληλα διαβρώνει τους παραδοσιακούς θεσμούς της κοινότητας. Όταν η απληστία και το πάθος έρχονται σε σύγκρουση με τους άγραφους νόμους τιμής, ξεσπά ένας εμφύλιος πόλεμος που θέτει σε κίνδυνο τον πολιτισμό, τις προγονικές παραδόσεις τους, ακόμη και την ίδια τους τη ζωή!
Η άποψή μας: Από τη μια, ο «Νονός». Από την άλλη, το «Narcos» και ανάλογες, δημοφιλείς τηλεοπτικές σειρές με θεματική βασισμένη στα ναρκωτικά και το εμπόριό τους. Και από την τρίτη, η παράδοση των Ινδιάνων. Αναμίξατε, ανακινήστε καλά κι έτοιμο το φιλμ με τις μεγάλες προσδοκίες. Φευ, τα επιμέρους συστατικά μπορεί να είναι από μόνα τους εξαιρετικά ενδιαφέροντα, το σύνολο όμως δεν μας εγγυάται κανείς ότι θα φτάσει έστω στον μέσο όρο των επιμέρους συστατικών του. Οι δύο δημιουργοί έχουν στα χέρια τους πολύ δυνατά ατού. Αρχικά, μια συναρπαστική ιστορία για να αφηγηθούν. Πολύ ενδιαφέροντα ήθη και έθιμα των Ινδιάνων από την άλλη. Όμως, το όλον δεν πετυχαίνει το στόχο του. Είναι κάτι παραπάνω από την αίσθηση του «αυτό το έχω ξαναδεί». Όλα τα έχουμε ξαναδεί, ας μην γελιόμαστε.
Το ζητούμενο είναι να αφηγηθείς μια ιστορία με τρόπο που θα ικανοποιεί τον θεατή, θα τον έχει σε εγρήγορση, θα τον γοητεύσει, θα τον συναρπάσει. Εδώ, στα χαρτιά, ο τρόπος αφήγησης είναι πολύ ενδιαφέροντας. Το τονίζω: στα χαρτιά. Η ταινία είναι χωρισμένη σε πέντε μέρη. Κάθε μέρος έχει κι έναν τίτλο. Κάθε τίτλος παραπέμπει σε ένα τραγούδι. Το πρώτο μέρος είναι, ίσως και παραδόξως, το πιο ενδιαφέρον. Μας μπάζει σε έναν πολιτισμό τόσο ξένο με τον δυτικό, τόσο ξένο με το δικό μας, κι όμως, με πολλά αναγνωρίσιμα κοινά χαρακτηριστικά, έστω του παρελθόντος (μιλάμε βέβαια για τη δεκαετία του ’70, αλλά κάποια ήθη και έθιμα του τότε ακόμα και στην Ελλάδα του σήμερα, συνεχίζουν να υφίστανται). Όπως πχ το έθιμο της... προίκας! Ο φτωχός Ινδιάνος ερωτεύεται με την πρώτη ματιά την όμορφη Ινδιάνα της φυλής του, που μόλις βγήκε στο κοινό μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα απομόνωσης, τέτοιο, όσο χρειαζόταν για να ενηλικιωθεί. Να γίνει γυναίκα. Για να την παντρευτεί, χρειάζεται να δώσει προίκα (ok, στη χώρα μας τα πράγματα, όπου ισχύει ακόμα αυτός ο αναχρονισμός, είναι λίγο διαφορετικά – η γυναίκα δίνει προίκα, σωστά;).
Ο ήρωάς μας κάνει διάφορες δουλειές, με βάση κυρίως το εμπόριο. Αλλά, είπαμε, δεν έχει μία. Χρειάζεται να βγάλει γρήγορα χρήματα. Όταν διαπιστώνει πως οι Γκρίνγκος γουστάρουν πολύ τη μαριχουάνα και πληρώνουν όσο όσο για να την αποκτήσουν, μαζί με τη βοήθεια του Κολομβιανού (όχι ιθαγενή) φίλου του, κάνουν τους μεσάζοντες. Αγοράζουν μεγάλες ποσότητες μαριχουάνας από έναν συγγενή του και την πουλάνε σε υψηλότερες τιμές στους Αμερικάνους. Έτσι παράγεται πλούτος στον καπιταλισμό. «Say no to communism» γράφουν οι προπαγανδιστικές κάρτες που μοιράζουν οι Αμερικάνοι στην περιοχή, όπου υποτίθεται ότι προσφέρουν φιλανθρωπικό έργο. Ναι, υπάρχουν και πολιτικές νύξεις. Όχι λειτουργικά ενσωματωμένες στο φιλμ πάντως. Υπάρχουν για να υπάρχουν. Εδώ, λοιπόν, σε αυτό το πρώτο μέρος, είδα την πιο όμορφη σκηνή της ταινίας. Εκείνη όπου η πιτσιρίκα χορεύει έναν υπέροχο κυκλικό χορό, φορώντας ένα φόρεμα που, όταν τεντώνει τα χέρια της και κινείται ενάντια στον άνεμο, την κάνει να μοιάζει με πουλί. Και ο μνηστήρας – διεκδικητής, τον χορεύει μαζί της. Εκείνη προελαύνει, εκείνος κινείται με βήματα προς τα πίσω. Η γυναίκα έχει το πάνω χέρι, καθαρά. Κι ας ηγούνται τυπικά οι άνδρες στη φυλή.
Η κοινωνία είναι μητριαρχική. Η μητέρα της κοπέλας είναι η αρχηγός. Ό,τι λέει εκείνη είναι ο νόμος. Κι ό,τι βλέπει στα όνειρά της κι ό,τι της υποδεικνύει η παράδοση, αυτά καθορίζουν και τις πράξεις και τις αποφάσεις της. Τόσα χρόνια, αυτός ο δρόμος ήταν ο σωστός. Ναι, αλλά η κυρία δεν είχε προβλέψει έναν πολύ σημαντικό παράγοντα που έως τότε δεν υπήρχε στην εξίσωση: το χρήμα. Το χρήμα αλλάζει τα πάντα. Το πολύ χρήμα, ακόμα περισσότερο. Ο φτωχός Ινδιάνος γρήγορα μαζεύει τα απαιτούμενα χρήματα και παντρεύεται την αγαπημένη του. Αποκτούν κι ένα παιδί. Θα αποκτήσουν και δεύτερο. Κάθε φορά που μπαίνουμε σε άλλο μέρος, σε άλλο τραγούδι, ο χρόνος έχει προχωρήσει αρκετά προς τα εμπρός. Οι άνθρωποι μεγαλώνουν αλλά δεν ωριμάζουν. Οι καλύβες δίνουν τη θέση τους σε σπιταρόνες. Πλουτίζει ο ενδιάμεσος έμπορος, πλουτίζει και ο παραγωγός. Όλοι ευτυχισμένοι! Ναι, αλλά δεν υπάρχει όριο στο χρήμα. Πάντα θέλεις παραπάνω. Και μπορεί να νομίζεις πως μπορείς να τη βγάλεις καθαρή με την απληστία, συνήθως όμως εκείνη έχει έναν τρόπο να σε καταστρέψει εντέλει. Οι φιλίες διαλύονται για τα λεφτά. Συγγενείς δεν μιλιούνται για τα λεφτά. Αρχίζουν οι σκοτωμοί. Αρχίζουν τα πισώπλατα μαχαιρώματα. Φίλοι γίνονται εχθροί και εχθροί κάνουν λυκοφιλίες.
Η γνωστή ιστορία λοιπόν, να μην τα πολυλογούμε. Σαν αρχαία τραγωδία. Αλλά είπαμε, το όλον δεν ελκύει τον θεατή. Δεν είναι ότι δεν πείθει. Είναι ότι επαναλαμβάνεται, ότι ανοίγεται σε πολλές επιμέρους ιστορίες, ότι μετατίθεται το κέντρο βάρους διαρκώς σε ότι αφορά τους ήρωες. Εν αρχή είναι ο λόγος. Αλλά μέχρι και ο Λόγος δολοφονείται. Ναι, ok, κι αυτό ωραίο (θα καταλάβετε παρακολουθώντας την ταινία τι εννοούμε). Όπως και η ατάκα του πιο θετικού κατά την άποψή μας ήρωα, του αρχικά φτωχού Ινδιάνου, που εν πάση περιπτώσει τουλάχιστον προσπαθεί να σώσει τα προσχήματα, να βρίσκει λύσεις μέσω της διπλωματικής οδού, να μην προβαίνει σε φόνους χωρίς λόγο. Όταν στο φινάλε λοιπόν ο διψασμένος για εκδίκηση συγγενής του, του λέει: «Θα σε σκοτώσω» εκείνος απαντά «Έτσι κι αλλιώς, όλοι πεθαμένοι είμαστε». Ίσως μια origin story για την έναρξη του εμπορίου ναρκωτικών να μην ταίριαζε εντέλει με το υπερβατικό ύφος που επέδειξε ο σκηνοθέτης στην προηγούμενη ταινία του. Ίσως ως θέμα να είναι περισσότερο γήινο. Ίσως γι' αυτό το τελικό αποτέλεσμα είναι μια αποτυχία. Υπέροχη μεν, αλλά αποτυχία.
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 31 Ιανουαρίου 2019 από την Danaos Films και την Filmtrade!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική