του Clint Eastwood. Με τους Clint Eastwood, Bradley Cooper, Laurence Fishburne, Michael Peña, Dianne Wiest, Andy García, Alison Eastwood, Taissa Farmiga.
American Nightmare
του zerVo (@moviesltd)
Δεδομένα η φωτογραφία του είναι καρφωμένη δίπλα στο λήμμα Διάσημοι Ρεπουμπλικάνοι Αστέρες, μιας και ουδέποτε έκρυψε την στήριξη του προς τους Ελέφαντες, συμμετέχοντας ενεργά τόσο στα συνέδρια του Κόμματος, όσο και μάχιμα στις προεκλογικές συγκεντρώσεις. Για μια περίοδο της καριέρας του μάλιστα, την εποχή που μεσουρανούσε στα εκράν με την μορφή του Dirty Harry, οι δεξιές του πολιτικές πεποιθήσεις, δημιούργησαν έναν επιπλέον μύθο, εκείνον του φανατικού και ακραίου σοβινιστή, που βγάζει τα απωθημένα του στην μεγάλη οθόνη μέσα από τις φασιστικές (έτσι ακριβώς ειπώθηκε) βιαιότητες του μπάτσου που υποδύεται. Είναι γνωστό πως η άκρατη πίστη στην Σημαία, στο Έθνος, στους Θεσμούς του Κράτους - την οποία ουδέποτε ο Clint απαρνήθηκε - στο ενδεχόμενο της κατάρρευσης τους ως αξίες, στα μάτια αυτού που τις θεωρεί ιερές, θα του προκαλέσει πολλαπλάσια απογοήτευση άπαξ και νιώσει τον κατακερματισμό τους. Και αυτό ακριβώς έχει συμβεί εδώ και χρόνια με τον Μπλοντ, το όνειρο της ένδοξης Αστερόεσσας έχει εξελιχθεί σε τέτοιο εφιάλτη στην σκεπτική του, ώστε να μην τον αφήνει ήσυχο, ούτε στην προχωρημένη ηλικία των 88 χρόνων, να πει το αντίο στην λατρεμένη του κάμερα. Παρά να επιμένει να κριτικάρει την Αμερική του, που τον στενοχωρεί και τον θλίβει, μέσα από δραματικά αλληγορικές ιστορίες, σαν κι αυτή που αφηγείται το The Mule.
Έχοντας για μια ολόκληρη ζωή, αφιερωθεί ολοκληρωτικά στην δουλειά του, ως βοτανολόγος, διαβαίνοντας το κατώφλι της όγδοης δεκαετίας της ζωής του ο αγέρωχος Ερλ Στόουν, θα βιώσει την απόρριψη από όλα τα αγαπημένα του πρόσωπα, την για μισό και πλέον αιώνα σύζυγό του, την λατρεμένη του θυγατέρα, ακόμη και την αδυναμία του, την όμορφη, αλλά και εύθραυστη στις αντιλήψεις της, εγγονή του. Ευρισκόμενος σε απόγνωση και δίχως να μπορεί να καλύψει λόγω των οικονομικών του χρεών ακόμη και τις πιο βασικές, προσωπικές του ανάγκες, θα πάρει ένα ρίσκο, τεράστιο, όσο και άκρως αντίθετο με τον μέχρι ώρας έντιμο βίο του. Να γίνει, έναντι αδράς ανταμοιβής, βαποράκι ναρκωτικών ουσιών, υπηρετώντας το Μεξικάνικο καρτέλ κοκαΐνης, μοιράζοντας την πανάκριβη πραμάτεια με το αγροτικό φορτηγάκι του, στους κατά τόπους εμπόρους του Ιλινόις.
Και για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα να περνά απαρατήρητος κάτω από την μύτη των διωκτικών αρχών, αφού ούτε η μεγάλη ηλικία του, ούτε το ηρωικό του παρελθόν, μιας και πολέμησε ως στρατιώτης στην Κορέα, ούτε κυρίως το κατάλευκο ποινικό του μητρώο, κινούσαν τις υποψίες πως εκείνος είναι το διαβόητο βαποράκι, με το παρατσούκλι Τάτα. Που στα τρυφερά σπανιόλικα, ακόμη κι αν τα χρησιμοποιούν τα μεγαλύτερα αποβράσματα του υποκόσμου, σημαίνει "παππουλάκος". Και που σε καμία περίπτωση οι κυνηγοί της DEA δεν μπορούν να πιστέψουν πως το συνθηματικό είναι κυριολεκτικό και αφορά σε έναν υπερήλικα, που έχοντας μπει στην τελική ευθεία της διαδρομής του σε αυτόν τον "υπέροχο" κόσμο, δείχνει πως δεν έχει τίποτα να χάσει. Μιας και όλα τα άλλα τα έχει απολέσει, φαμίλια, εργασία, αξιοπρέπεια, κοινωνικότητα...
Και ω του Θαύματος! Οι κακές συναναστροφές, γεμίζοντας τις τσέπες του με (ακραία παράνομους) παράδες, θα του δώσουν το κίνητρο εκείνο που είχε τόση ανάγκη, για να μπει και πάλι σε λειτουργία. Πλέον έχει την ευχέρεια να χρηματοδοτήσει τις ανάγκες των συγγενικών του προσώπων, το πορτοφόλι του είναι ικανό για να στήνει ολονύχτιες κάντρι φιέστες, όπου άπαντες οι συμμετέχοντες πίνουν ουίσκι στο όνομα του, ενώ με το περίσσευμα καταφέρνει να επαναδραστηριοποιήσει τον παρατημένο σύλλογο βετεράνων του πολέμου της Ασίας, με τα συντρόφια να του βγάζουν όλοι το τζόκει! Ένας είναι ο Έρλ, χαλάλι του που τα ξοδεύει τα ντόλαρς για την πάρτη του και το κέφι μας, όσο για το που μπορεί να τα βρήκε, δεν καίγεται καρφάκι κανενός. Η απασχόληση να πηγαίνει πρίμα και ο Αζτέκος βαρόνος της άσπρης σκόνης Λάτον (όχι άλλο Andy Garcia σε αυτό το ρόλο, πλιζ) να έχει τυφλή εμπιστοσύνη στο γεροντάκι και όλα θα πηγαίνουν ρολόι. Όσο οι Αρχές πετάνε αετό αποπροσανατολισμένες και όσο οι πάνοπλοι κομπανιέροι δεν μπουν στον πειρασμό να του στήσουν παγίδα, λιμπιζόμενοι το πανάκριβο φορτίο που κουβαλά.
Πραγματική είναι και πάλι η ιστορία που χρησιμοποιεί σαν βάση της δεύτερης ταινίας του μέσα στο 2018 (μετά το φαουλτάκι του 15:17 to Paris), ο Eastwood, που επανέρχεται ως πρωταγωνιστής δικού του πονήματος, μια δεκαετία μετά το αρκετά ριγμένο στην εποχή του Gran Torino. Το σενάριο που υπογράφει ο Nick Schenk, ο ίδιος δηλαδή με το προαναφερόμενο φιλμ του 2008, στηρίζεται στο άρθρο της New York Post γύρω από την δράση του Λίο Σαρπ, ενός σιμά 90άρη ήρωα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, που αποφάσισε στα στερνά του να αφήσει τον σταυρό από το χέρι, για να υπηρετήσει το καρτέλ της Σιναλόα. Και πραγματικά εκείνη η παράξενης αντίδρασης υπόθεση που συγκλόνισε την κοινή γνώμη, στέκεται μια χαρά ως θεμέλιο ανάπτυξης της διαμαρτυρίας του προς την ίδια την πολιτικοκοινωνική κατάσταση του τόπου του, που τον έχει μεταβάλλει σε αγανακτισμένο διαβολέα του φημισμένου JFK ρητού: Επιτέλους ας δούμε τι μπορεί να κάνει η Αμερική και για μας, εμείς για εκείνη έχουμε δώσει ακόμη και το αίμα μας...
Η αφήγηση του Eastwood δεν περιορίζεται σε μια επίπεδη γραμμή, χρησιμοποιεί αρκετές φορές τον παρελθοντικό χρόνο για να αναδείξει το ζήτημα που στήνεται στο μυαλό του γέροντα, χωρίς γερά υποστηρίγματα από το σκριπτ στην ανάπτυξη άλλων χαρακτήρων πέραν του Ερλ, δεν ξεπερνά ποτέ ως είδος το όριο του προσωποπαγούς δράματος. Επιδερμική η παρουσίαση της οικογένειας του σιτεμένου βαπορακίου, με συνέπεια μια πολύ καλή σεκάνς προς το φινάλε, να πετυχαίνει απλά και μόνο λόγω της έμπειρης παρουσίας της Diane Wiest δίπλα στον Clint, Έως και μηδενική η ανάλυση των μπάτσων (δεν θυμάμαι την τελευταία τόσο άχρωμη εμφάνιση του Bradley Cooper) που βρίσκονται στο κατόπι του, άρα ποτέ δεν φλέγεται κανένα αστυνομικό θρίλερ ή στήνεται κανένα στοιχειώδες σασπένς που θα τυλίξει με την αγωνία του την ατάραχη μόντα του γέροντα που όμως το λέει ξεκάθαρα η καρδιά του.
Στην πραγματικότητα έχουμε να κάνουμε με το ρυτιδιασμένης πρωταγωνιστικής χροιάς φλιπ σάιντ του Old Man & The Gun, μόνο που εδώ κανείς δεν παίρνει όρκο πως ετούτο θα είναι το κύκνειο άσμα του Clint, σε αντίθεση με το δηλωμένο αντίο του ιδίου μυθικού επιπέδου και κατά έξι χρόνια νεότερου και παντελώς αντίθετης πολιτικής παράταξης, συνταξιοδοτημένου πια, Redford. Η βασική διαφοροποίηση όμως μεταξύ των δύο πρωταγωνιστικών περσόνων, που βουτούν από ξέχωρο μονοπάτι στο έγκλημα, έχει να κάνει με το γεγονός πως εδώ ο Στόουν βγάζει αντίδραση με την παραβατική συμπεριφορά του. Νιώθει μηδενισμένος από το σύστημα που ο ίδιος με τόση θέρμη στήριξε, αισθάνεται πικραμένος που όλοι τον θεωρούν ως σκουπίδι και διοργανώνει την ολόδικη του επανάσταση, έχοντας πιάσει τον πάτο του βαρελιού, κάτι που ποτέ του, ρεπουμπλικάνικα σκεπτόμενος θα περίμενε. Και να τον τσακώσουν δηλαδή τι έγινε, ποιος ψηλά στην εκτίμηση του θα τον κακολογήσει, από όσους του έστριψαν την πλάτη στα ζόρικα? Άσε που στην αγροτική φυλακή θα έχει στρέμματα ολόκληρα για να φυτέψει τα λουλούδια του, σε αντίθεση με το πενιχρό κηπάκι που του απέμεινε, μετά από δεκαετίες ολόκληρες, ευσεβούς τήρησης των κανόνων.
Και για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα να περνά απαρατήρητος κάτω από την μύτη των διωκτικών αρχών, αφού ούτε η μεγάλη ηλικία του, ούτε το ηρωικό του παρελθόν, μιας και πολέμησε ως στρατιώτης στην Κορέα, ούτε κυρίως το κατάλευκο ποινικό του μητρώο, κινούσαν τις υποψίες πως εκείνος είναι το διαβόητο βαποράκι, με το παρατσούκλι Τάτα. Που στα τρυφερά σπανιόλικα, ακόμη κι αν τα χρησιμοποιούν τα μεγαλύτερα αποβράσματα του υποκόσμου, σημαίνει "παππουλάκος". Και που σε καμία περίπτωση οι κυνηγοί της DEA δεν μπορούν να πιστέψουν πως το συνθηματικό είναι κυριολεκτικό και αφορά σε έναν υπερήλικα, που έχοντας μπει στην τελική ευθεία της διαδρομής του σε αυτόν τον "υπέροχο" κόσμο, δείχνει πως δεν έχει τίποτα να χάσει. Μιας και όλα τα άλλα τα έχει απολέσει, φαμίλια, εργασία, αξιοπρέπεια, κοινωνικότητα...
Και ω του Θαύματος! Οι κακές συναναστροφές, γεμίζοντας τις τσέπες του με (ακραία παράνομους) παράδες, θα του δώσουν το κίνητρο εκείνο που είχε τόση ανάγκη, για να μπει και πάλι σε λειτουργία. Πλέον έχει την ευχέρεια να χρηματοδοτήσει τις ανάγκες των συγγενικών του προσώπων, το πορτοφόλι του είναι ικανό για να στήνει ολονύχτιες κάντρι φιέστες, όπου άπαντες οι συμμετέχοντες πίνουν ουίσκι στο όνομα του, ενώ με το περίσσευμα καταφέρνει να επαναδραστηριοποιήσει τον παρατημένο σύλλογο βετεράνων του πολέμου της Ασίας, με τα συντρόφια να του βγάζουν όλοι το τζόκει! Ένας είναι ο Έρλ, χαλάλι του που τα ξοδεύει τα ντόλαρς για την πάρτη του και το κέφι μας, όσο για το που μπορεί να τα βρήκε, δεν καίγεται καρφάκι κανενός. Η απασχόληση να πηγαίνει πρίμα και ο Αζτέκος βαρόνος της άσπρης σκόνης Λάτον (όχι άλλο Andy Garcia σε αυτό το ρόλο, πλιζ) να έχει τυφλή εμπιστοσύνη στο γεροντάκι και όλα θα πηγαίνουν ρολόι. Όσο οι Αρχές πετάνε αετό αποπροσανατολισμένες και όσο οι πάνοπλοι κομπανιέροι δεν μπουν στον πειρασμό να του στήσουν παγίδα, λιμπιζόμενοι το πανάκριβο φορτίο που κουβαλά.
Πραγματική είναι και πάλι η ιστορία που χρησιμοποιεί σαν βάση της δεύτερης ταινίας του μέσα στο 2018 (μετά το φαουλτάκι του 15:17 to Paris), ο Eastwood, που επανέρχεται ως πρωταγωνιστής δικού του πονήματος, μια δεκαετία μετά το αρκετά ριγμένο στην εποχή του Gran Torino. Το σενάριο που υπογράφει ο Nick Schenk, ο ίδιος δηλαδή με το προαναφερόμενο φιλμ του 2008, στηρίζεται στο άρθρο της New York Post γύρω από την δράση του Λίο Σαρπ, ενός σιμά 90άρη ήρωα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, που αποφάσισε στα στερνά του να αφήσει τον σταυρό από το χέρι, για να υπηρετήσει το καρτέλ της Σιναλόα. Και πραγματικά εκείνη η παράξενης αντίδρασης υπόθεση που συγκλόνισε την κοινή γνώμη, στέκεται μια χαρά ως θεμέλιο ανάπτυξης της διαμαρτυρίας του προς την ίδια την πολιτικοκοινωνική κατάσταση του τόπου του, που τον έχει μεταβάλλει σε αγανακτισμένο διαβολέα του φημισμένου JFK ρητού: Επιτέλους ας δούμε τι μπορεί να κάνει η Αμερική και για μας, εμείς για εκείνη έχουμε δώσει ακόμη και το αίμα μας...
Η αφήγηση του Eastwood δεν περιορίζεται σε μια επίπεδη γραμμή, χρησιμοποιεί αρκετές φορές τον παρελθοντικό χρόνο για να αναδείξει το ζήτημα που στήνεται στο μυαλό του γέροντα, χωρίς γερά υποστηρίγματα από το σκριπτ στην ανάπτυξη άλλων χαρακτήρων πέραν του Ερλ, δεν ξεπερνά ποτέ ως είδος το όριο του προσωποπαγούς δράματος. Επιδερμική η παρουσίαση της οικογένειας του σιτεμένου βαπορακίου, με συνέπεια μια πολύ καλή σεκάνς προς το φινάλε, να πετυχαίνει απλά και μόνο λόγω της έμπειρης παρουσίας της Diane Wiest δίπλα στον Clint, Έως και μηδενική η ανάλυση των μπάτσων (δεν θυμάμαι την τελευταία τόσο άχρωμη εμφάνιση του Bradley Cooper) που βρίσκονται στο κατόπι του, άρα ποτέ δεν φλέγεται κανένα αστυνομικό θρίλερ ή στήνεται κανένα στοιχειώδες σασπένς που θα τυλίξει με την αγωνία του την ατάραχη μόντα του γέροντα που όμως το λέει ξεκάθαρα η καρδιά του.
Στην πραγματικότητα έχουμε να κάνουμε με το ρυτιδιασμένης πρωταγωνιστικής χροιάς φλιπ σάιντ του Old Man & The Gun, μόνο που εδώ κανείς δεν παίρνει όρκο πως ετούτο θα είναι το κύκνειο άσμα του Clint, σε αντίθεση με το δηλωμένο αντίο του ιδίου μυθικού επιπέδου και κατά έξι χρόνια νεότερου και παντελώς αντίθετης πολιτικής παράταξης, συνταξιοδοτημένου πια, Redford. Η βασική διαφοροποίηση όμως μεταξύ των δύο πρωταγωνιστικών περσόνων, που βουτούν από ξέχωρο μονοπάτι στο έγκλημα, έχει να κάνει με το γεγονός πως εδώ ο Στόουν βγάζει αντίδραση με την παραβατική συμπεριφορά του. Νιώθει μηδενισμένος από το σύστημα που ο ίδιος με τόση θέρμη στήριξε, αισθάνεται πικραμένος που όλοι τον θεωρούν ως σκουπίδι και διοργανώνει την ολόδικη του επανάσταση, έχοντας πιάσει τον πάτο του βαρελιού, κάτι που ποτέ του, ρεπουμπλικάνικα σκεπτόμενος θα περίμενε. Και να τον τσακώσουν δηλαδή τι έγινε, ποιος ψηλά στην εκτίμηση του θα τον κακολογήσει, από όσους του έστριψαν την πλάτη στα ζόρικα? Άσε που στην αγροτική φυλακή θα έχει στρέμματα ολόκληρα για να φυτέψει τα λουλούδια του, σε αντίθεση με το πενιχρό κηπάκι που του απέμεινε, μετά από δεκαετίες ολόκληρες, ευσεβούς τήρησης των κανόνων.
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 3 Ιανουαρίου 2019 από την Tanweer!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική