του Dominique Rocher. Με τους Anders Danielsen Lie, Golshifteh Farahani, Denis Lavant, David Kammenos.
«All you zombies hide your faces...»
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)
Κιθαρίστας ή ντράμερ;
Αυτή είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί ο Dominique Rocher. Την παγκόσμια πρεμιέρα της η ταινία την έκανε στο φεστιβάλ ταινιών πρωτοεμφανιζόμενων Ευρωπαίων δημιουργών Premiers Plans D'Angers τον Ιανουάριο του 2018. Από τότε έλαβε μέρος σε μια σειρά από φεστιβάλ, όπως εκείνα του Ρότερνταμ, του Τουρίνου και της Τραϊμπέκα.
Το σενάριο της ταινίας Το Βράδυ που Έφαγε τον Κόσμο (La nuit a dévoré le monde) βασίζεται στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Pit Agarmen (αναγραμματισμός και ψευδώνυμο του Martin Page). Τον πρωταγωνιστή της ταινίας Anders Danielsen Lie τον γνωρίσαμε από τις ταινίες του Νορβηγού συμπατριώτη του Joachim Trier «Reprise» (2006) και Όσλο, 31 Αυγούστου (Oslo, 31. August, 2011). Παίζει και στην ταινία «22 July» του Paul Greengrass (αγορασμένη από το Netflix) όπου υποδύεται τον Anders Behring Breivik!
Η υπόθεση: Ο Σαμ είναι ένας μοναχικός 30something άντρας, που ζει στο Παρίσι. Έχει χωρίσει με τη φίλη του και πηγαίνει στο διαμέρισμά της για να πάρει κάποια αγαπημένα του πράγματα (βασικά, κασέτες) που είχε αφήσει εκεί. Στο διαμέρισμα, όμως, γίνεται ένας μικρός χαμός: η πρώην του έχει ετοιμάσει ένα πολυπληθές πάρτι. Η… παραλαβή καθυστερεί πολύ και ο Σαμ εκνευρίζεται. Τον χτυπάει κι ένας θαμώνας του πάρτι στη μύτη, αιμορραγεί, πάει στα ενδότερα, βρίσκει τα πράγματα, αλλά παίρνει κι έναν υπνάκο μακριά από το αγριεμένο πλήθος. Όταν ξυπνάει βιώνει την αποκάλυψη: επιδημία ζόμπι έχει σαρώσει την πόλη! Οι ζωντανοί νεκροί είναι σε διάφορα διαμερίσματα αλλά και στους δρόμους του Παρισιού, επιθυμώντας διακαώς σάρκα! Μετά το αρχικό σοκ, ο Σαμ οργανώνεται: καθιστά το διαμέρισμα όπου βρίσκεται μη προσβάσιμο στα ζόμπι και βρίσκει φαγητό σε κονσέρβες και όπλα από διπλανά διαμερίσματα. Επιβιώνει. Παίζει ντραμς, ακολουθεί ρουτίνα, όλα καλά. Από κάποια στιγμή και πέρα, όμως, αρχίζει αυτό που αγαπούσε, η μοναξιά δηλαδή, να του γίνεται βάσανο. Ο Σαμ φτάνει στα όριά του. Είναι κατά πως φαίνεται ο μοναδικός επιζών σε ολόκληρο το Παρίσι. Ή μήπως όχι;
Η άποψή μας: Στον «Ναυαγό» τουλάχιστον, ο Tom Hanks είχε την μπάλα του βόλεϊ με το αίμα από την παλάμη του επάνω της, για να μιλάει και να περνάει την ώρα του. Εδώ, ο Σαμ, προσπαθεί να τη «βγάλει καθαρή» αλλιώς. Ακούει μουσική, ακούει ένα ηχογραφημένο κομμάτι μιας συνομιλίας ενός παιδιού με έναν ενήλικο, παίζει ντραμς, πυροβολεί με paintball τους νεκροζώντανους, μαζεύει βρόχινο νερό κι από καμιά φορά προσπαθεί να επικοινωνήσει με το ζόμπι που έχει εγκλωβίσει στο ασανσέρ της πολυκατοικίας όπου βρίσκει καταφύγιο. Στην αρχή τουλάχιστον, δεν φαίνεται να τον πειράζει η έλλειψη παρέας. Έχει σύστημα, έχει διεξόδους, γεμίζει ο χρόνος του. Είναι μεθοδικός, μελετημένος, γυμνάζεται. Σημειώνει σε τετράγωνα που χαράσσει στα τζάμια των παραθύρων τις ημέρες που περνούν. Σαν τους φυλακισμένους. Σαν τους φυλακισμένους; Μα αυτός είναι ελεύθερος. Ελεύθερος από συμβάσεις! Ελεύθερος από υποχρεώσεις. Ελεύθερος από ψεύτικες σχέσεις! Εντάξει: ελεύθερος... πολιορκημένος.
Τα ζόμπι της ταινίας είναι ταχύτατα. Και ακμαία. Και – αυτό δεν το κατάλαβα ποτέ στις ταινίες με ζόμπι – αφού δεν έχουν τίποτα να φάνε, πώς «επιβιώνουν»; Δεν... πεθαίνουν από την πείνα; Εκείνο το έρμο το γεροζόμπι (πολύ εύστοχη η επιλογή του καρακάλτ Denis Lavant στο ρόλο) μέσα στο ασανσέρ, δεν κάνει τίποτε! Περνάνε οι μέρες, οι εβδομάδες, οι μήνες κι αυτό εκεί, απλά να ανοιγοκλείνει το στόμα! Και ο χρόνος να μην το αγγίζει! Μουάχαχαχαχαχα. Μια ταινία επιβίωσης λοιπόν είναι αυτή σε ένα crossover με φιλμ ζόμπι θεματικής. Η επιτυχία της βασίζεται στο γεγονός ότι βάζει στο επίκεντρο ως πρωταγωνιστή έναν μέσο, κανονικό άνθρωπο, με τον οποίο ο κάθε θεατής μπορεί να ταυτιστεί. Και η ερμηνεία του Anders Danielsen Lie είναι αυτή που πρέπει.
Η... αποτυχία της ταινίας βασίζεται στο ίδιο γεγονός! Δεν έχει τίποτε το εξαιρετικό ο φίλος μας ο Σαμ. Καμιά ιδιαιτερότητα, καμία τρέλα, τίποτε ξεχωριστό, που θα κάνει τον θεατή να ενδιαφερθεί για την πάρτη του και για την τύχη του. Από ένα σημείο και μετά, δηλαδή, το όποιο ενδιαφέρον γεννιέται αρχικά, εξαφανίζεται μέσα στην μπαναλιτέ του τετριμμένου. Μην με παρεξηγείτε: δεν είναι κακή αυτή η ταινία. Καθόλου κακή. Ίσα – ίσα, είναι καλογυρισμένη, έχει ρυθμό, δεν «κρεμάει» και ο σκηνοθέτης της επιθυμεί περισσότερο να κάνει ένα υπαρξιακό δράμα παρά να τρομάξει τους θεατές του. Κι εκεί ίσως χάνει και το παιχνίδι. Γιατί όσοι θα πάνε να δουν την ταινία για την υπόσχεση της σπλατεριάς και του αίματος, θα απογοητευθούν. Από την άλλη, δεν θα... γοητευθούν όσοι μπουν στην αίθουσα γνωρίζοντας περί της αλληγορίας του πράγματος.
Μοναξιά, μοναξιά, αλλά η περίπτωση μια... ολοζώντανη γάτα να γίνει μια interactive παρέα οδηγεί τον ήρωά μας να κάνει κάτι εντελώς παράτολμο κι επικίνδυνο. Και μετά, εμφανίζεται η Σάρα. Σαν σε όνειρο. Κι εδώ, άπειρες οι δυνατότητες εκμετάλλευσης της παρουσίας μιας υπέροχης, πανέμορφης γυναίκας στο πλευρό του Σαμ. Το γεγονός ότι την υποδύεται η λατρεμένη Golshifteh Farahani κάνει τα πράγματα πολύ ενδιαφέροντα. Δυστυχώς... θεωρητικά. Γιατί εντέλει και η Σάρα δεν βοηθά να «ανάψουν» τα αίματα. Είναι άδικο αυτό που θα κάνω, αλλά θα το κάνω: στο περασμένο φεστιβάλ των Καννών υπήρχε μια γερμανική ταινία στο τμήμα «Ένα κάποιο βλέμμα» που λεγόταν «In My Room». Κι εκεί ο βασικός ήρωας μένει ξαφνικά μόνος στον κόσμο – χωρίς ζόμπι. Απλά, για λόγους που δεν εξηγούνται ποτέ, εξαφανίζονται όλοι οι υπόλοιποι ζωντανοί από προσώπου γης. Η ξαφνική εμφάνιση μιας γυναίκας εκεί, λοιπόν, αλλάζει όλη τη δυναμική της ταινίας και την κάνει ουσιαστικά να παίρνει φωτιά. Εδώ, δυστυχώς, μια φλογίτσα που τρεμοσβήνει... σβήνει τελείως από μια απλή ανάσα.
Και το φινάλε είναι αμήχανο ενώ «περνιέται» για ανοιχτό. Κρίμα. Δεν είναι του πεταματού η ταινία, αστοχεί όμως περισσότερες φορές από όσες πετυχαίνει το στόχο της. Αλλά να το πούμε κι αυτό: εντέλει, η πολύ παρέα με ένα ζόμπι μπορεί να το καταστήσει καλοσυνάτο: αντί να ζητήσει να φάει το μυαλό του ζωντανού διπλανού του, ίσως να θέλει απλά να αποσυρθεί στα ενδότερα. Και να ξαποστάσει. Και ίσως – ίσως – να αναλογιστεί για τη ματαιότητα της ύπαρξης. Ή της ανυπαρξίας...
Η υπόθεση: Ο Σαμ είναι ένας μοναχικός 30something άντρας, που ζει στο Παρίσι. Έχει χωρίσει με τη φίλη του και πηγαίνει στο διαμέρισμά της για να πάρει κάποια αγαπημένα του πράγματα (βασικά, κασέτες) που είχε αφήσει εκεί. Στο διαμέρισμα, όμως, γίνεται ένας μικρός χαμός: η πρώην του έχει ετοιμάσει ένα πολυπληθές πάρτι. Η… παραλαβή καθυστερεί πολύ και ο Σαμ εκνευρίζεται. Τον χτυπάει κι ένας θαμώνας του πάρτι στη μύτη, αιμορραγεί, πάει στα ενδότερα, βρίσκει τα πράγματα, αλλά παίρνει κι έναν υπνάκο μακριά από το αγριεμένο πλήθος. Όταν ξυπνάει βιώνει την αποκάλυψη: επιδημία ζόμπι έχει σαρώσει την πόλη! Οι ζωντανοί νεκροί είναι σε διάφορα διαμερίσματα αλλά και στους δρόμους του Παρισιού, επιθυμώντας διακαώς σάρκα! Μετά το αρχικό σοκ, ο Σαμ οργανώνεται: καθιστά το διαμέρισμα όπου βρίσκεται μη προσβάσιμο στα ζόμπι και βρίσκει φαγητό σε κονσέρβες και όπλα από διπλανά διαμερίσματα. Επιβιώνει. Παίζει ντραμς, ακολουθεί ρουτίνα, όλα καλά. Από κάποια στιγμή και πέρα, όμως, αρχίζει αυτό που αγαπούσε, η μοναξιά δηλαδή, να του γίνεται βάσανο. Ο Σαμ φτάνει στα όριά του. Είναι κατά πως φαίνεται ο μοναδικός επιζών σε ολόκληρο το Παρίσι. Ή μήπως όχι;
Η άποψή μας: Στον «Ναυαγό» τουλάχιστον, ο Tom Hanks είχε την μπάλα του βόλεϊ με το αίμα από την παλάμη του επάνω της, για να μιλάει και να περνάει την ώρα του. Εδώ, ο Σαμ, προσπαθεί να τη «βγάλει καθαρή» αλλιώς. Ακούει μουσική, ακούει ένα ηχογραφημένο κομμάτι μιας συνομιλίας ενός παιδιού με έναν ενήλικο, παίζει ντραμς, πυροβολεί με paintball τους νεκροζώντανους, μαζεύει βρόχινο νερό κι από καμιά φορά προσπαθεί να επικοινωνήσει με το ζόμπι που έχει εγκλωβίσει στο ασανσέρ της πολυκατοικίας όπου βρίσκει καταφύγιο. Στην αρχή τουλάχιστον, δεν φαίνεται να τον πειράζει η έλλειψη παρέας. Έχει σύστημα, έχει διεξόδους, γεμίζει ο χρόνος του. Είναι μεθοδικός, μελετημένος, γυμνάζεται. Σημειώνει σε τετράγωνα που χαράσσει στα τζάμια των παραθύρων τις ημέρες που περνούν. Σαν τους φυλακισμένους. Σαν τους φυλακισμένους; Μα αυτός είναι ελεύθερος. Ελεύθερος από συμβάσεις! Ελεύθερος από υποχρεώσεις. Ελεύθερος από ψεύτικες σχέσεις! Εντάξει: ελεύθερος... πολιορκημένος.
Τα ζόμπι της ταινίας είναι ταχύτατα. Και ακμαία. Και – αυτό δεν το κατάλαβα ποτέ στις ταινίες με ζόμπι – αφού δεν έχουν τίποτα να φάνε, πώς «επιβιώνουν»; Δεν... πεθαίνουν από την πείνα; Εκείνο το έρμο το γεροζόμπι (πολύ εύστοχη η επιλογή του καρακάλτ Denis Lavant στο ρόλο) μέσα στο ασανσέρ, δεν κάνει τίποτε! Περνάνε οι μέρες, οι εβδομάδες, οι μήνες κι αυτό εκεί, απλά να ανοιγοκλείνει το στόμα! Και ο χρόνος να μην το αγγίζει! Μουάχαχαχαχαχα. Μια ταινία επιβίωσης λοιπόν είναι αυτή σε ένα crossover με φιλμ ζόμπι θεματικής. Η επιτυχία της βασίζεται στο γεγονός ότι βάζει στο επίκεντρο ως πρωταγωνιστή έναν μέσο, κανονικό άνθρωπο, με τον οποίο ο κάθε θεατής μπορεί να ταυτιστεί. Και η ερμηνεία του Anders Danielsen Lie είναι αυτή που πρέπει.
Η... αποτυχία της ταινίας βασίζεται στο ίδιο γεγονός! Δεν έχει τίποτε το εξαιρετικό ο φίλος μας ο Σαμ. Καμιά ιδιαιτερότητα, καμία τρέλα, τίποτε ξεχωριστό, που θα κάνει τον θεατή να ενδιαφερθεί για την πάρτη του και για την τύχη του. Από ένα σημείο και μετά, δηλαδή, το όποιο ενδιαφέρον γεννιέται αρχικά, εξαφανίζεται μέσα στην μπαναλιτέ του τετριμμένου. Μην με παρεξηγείτε: δεν είναι κακή αυτή η ταινία. Καθόλου κακή. Ίσα – ίσα, είναι καλογυρισμένη, έχει ρυθμό, δεν «κρεμάει» και ο σκηνοθέτης της επιθυμεί περισσότερο να κάνει ένα υπαρξιακό δράμα παρά να τρομάξει τους θεατές του. Κι εκεί ίσως χάνει και το παιχνίδι. Γιατί όσοι θα πάνε να δουν την ταινία για την υπόσχεση της σπλατεριάς και του αίματος, θα απογοητευθούν. Από την άλλη, δεν θα... γοητευθούν όσοι μπουν στην αίθουσα γνωρίζοντας περί της αλληγορίας του πράγματος.
Μοναξιά, μοναξιά, αλλά η περίπτωση μια... ολοζώντανη γάτα να γίνει μια interactive παρέα οδηγεί τον ήρωά μας να κάνει κάτι εντελώς παράτολμο κι επικίνδυνο. Και μετά, εμφανίζεται η Σάρα. Σαν σε όνειρο. Κι εδώ, άπειρες οι δυνατότητες εκμετάλλευσης της παρουσίας μιας υπέροχης, πανέμορφης γυναίκας στο πλευρό του Σαμ. Το γεγονός ότι την υποδύεται η λατρεμένη Golshifteh Farahani κάνει τα πράγματα πολύ ενδιαφέροντα. Δυστυχώς... θεωρητικά. Γιατί εντέλει και η Σάρα δεν βοηθά να «ανάψουν» τα αίματα. Είναι άδικο αυτό που θα κάνω, αλλά θα το κάνω: στο περασμένο φεστιβάλ των Καννών υπήρχε μια γερμανική ταινία στο τμήμα «Ένα κάποιο βλέμμα» που λεγόταν «In My Room». Κι εκεί ο βασικός ήρωας μένει ξαφνικά μόνος στον κόσμο – χωρίς ζόμπι. Απλά, για λόγους που δεν εξηγούνται ποτέ, εξαφανίζονται όλοι οι υπόλοιποι ζωντανοί από προσώπου γης. Η ξαφνική εμφάνιση μιας γυναίκας εκεί, λοιπόν, αλλάζει όλη τη δυναμική της ταινίας και την κάνει ουσιαστικά να παίρνει φωτιά. Εδώ, δυστυχώς, μια φλογίτσα που τρεμοσβήνει... σβήνει τελείως από μια απλή ανάσα.
Και το φινάλε είναι αμήχανο ενώ «περνιέται» για ανοιχτό. Κρίμα. Δεν είναι του πεταματού η ταινία, αστοχεί όμως περισσότερες φορές από όσες πετυχαίνει το στόχο της. Αλλά να το πούμε κι αυτό: εντέλει, η πολύ παρέα με ένα ζόμπι μπορεί να το καταστήσει καλοσυνάτο: αντί να ζητήσει να φάει το μυαλό του ζωντανού διπλανού του, ίσως να θέλει απλά να αποσυρθεί στα ενδότερα. Και να ξαποστάσει. Και ίσως – ίσως – να αναλογιστεί για τη ματαιότητα της ύπαρξης. Ή της ανυπαρξίας...
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 10 Ιανουαρίου 2019 από την Odeon!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική