Στους Διαδρόμους (In Den Gängen / In The Aisles) Poster ΠόστερΣτους Διαδρόμους

του Thomas Stuber. Με τους Franz Rogowski, Sandra Hüller, Peter Kurth, Andreas Leupold, Michael Specht, Ramona Kunze-Libnow, Henning Peker, Clemens Meyer.


Δίπλα σε στοιβαγμένα εμπορεύματα βρωμάει ζωή
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)

Για την Μάριον, από τα ζαχαρώδη...

Αυτή η ταινία, που έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της συμμετέχοντας στο διαγωνιστικό τμήμα της περσινής Berlinale, είναι η τρίτη μεγάλου μήκους που σκηνοθετεί ο γεννημένος το 1981, Thomas Stuber. Είχαν προηγηθεί οι ταινίες «Teenage Angst» (2008), που επίσης έλαβε μέρος στην Berlinale, και «Herbert» (2015), που ξεκίνησε την καριέρα της από το φεστιβάλ του Τορόντο εκείνης της χρονιάς, συμμετείχε όμως και στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Θεσσαλονίκης! Το «Στους διαδρόμους» τιμήθηκε με το Βραβείο της Οικουμενικής Επιτροπής στο Βερολίνο. Έλαβε μέρος, όμως, και στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Αθηνών «Νύχτες Πρεμιέρας», όπου τιμήθηκε με το βραβείο σεναρίου αλλά και με το βραβείο της ΠΕΚΚ, το πρώτο που έδωσε η Πανελλήνια Ένωση Κριτικών Κινηματογράφου στο συγκεκριμένο φεστιβάλ.

Στους Διαδρόμους (In Den Gängen / In The Aisles) Poster Πόστερ Wallpaper
Το σενάριο της ταινίας Στους Διαδρόμους (In Den Gängen / In The Aisles) βασίζεται στη συλλογή διηγημάτων του διακεκριμένου Γερμανού συγγραφέα Clemens Meyer με τίτλο «Die Nacht, die Lichter» (μετάφραση: Η νύχτα, τα φώτα). Συνυπέγραφε το σενάριο και στη δεύτερη ταινία του Stuber, το «Herbert» αλλά και σε μια μικρού μήκους του σκηνοθέτη. Σε τούτη την ταινία κρατάει ο ίδιος κι έναν μικρό αλλά πολύ χαρακτηριστικό ρόλο: αυτόν του συζύγου της Μάριον...

Η υπόθεση: Ο Κρίστιαν είναι ένας ντροπαλός και μοναχικός 30άρης, που πιάνει δουλειά σε ένα αχανές υπερμάρκετ, σε μια άχρωμη πόλη της Γερμανίας, εκείνης που λίγα χρόνια πριν ονομαζόταν «Ανατολική». Τοποθετείται στο τμήμα των ποτών και χρίζεται χειριστής περονοφόρου ανυψωτικού μηχανήματος. Κατευθείαν τον θέτει υπό την προστασία του ο Μπρούνο, παλαίουρας του τμήματος, που ακόμα θυμάται με γλυκές αναμνήσεις τις μέρες του ως οδηγός φορτηγού. Είναι εκείνος που θα μάθει στον Κρίστιαν πώς να χειρίζεται το μηχάνημα.

Ο Κρίστιαν προτιμά τις νυχτερινές βάρδιες, τότε που κλείνει το μαγαζί και δεν υπάρχουν πελάτες. Καλύπτει τα τατουάζ στα χέρια του με τη φόρμα εργασίας: δεν θέλει να δείχνει στους συναδέλφους του σημάδια από ένα παρελθόν το οποίο θέλει να ξεχάσει. Και στο τμήμα με τα ζαχαρώδη συναντά την Μάριον. Μια όμορφη, μεγαλύτερης ηλικίας από εκείνον συναδέλφισσά του. Δίνουν κάθε φορά ραντεβού πάνω από τη μηχανή του καφέ. Εκείνη, τον φλερτάρει φανερά. Εκείνος την ερωτεύεται αλλά φοβάται να αποκαλύψει τα συναισθήματά του. Εξάλλου, η Μάριον είναι παντρεμένη. Ναι, αλλά δεν περνάει καλά στο γάμο της. Μια μέρα, η Μάριον δεν πηγαίνει στη δουλειά. Μια άλλη μέρα, ο Κρίστιαν θα πάει στο σπίτι του Μπρούνο. Μια μέρα, όλα θα αλλάξουν...

Η άποψή μας: Όταν πήγαμε να δούμε τούτη την ταινία στη δημοσιογραφική προβολή της στο Βερολίνο, υπήρχε στην ατμόσφαιρα μια έντονη υποψία ότι θα βλέπαμε κάτι ανάλογο με το «Toni Erdmann». Σε αυτό συνετέλεσε τα μάλα το γεγονός ότι τον βασικό, πρωταγωνιστικό γυναικείο ρόλο, τον υποδύονταν η Sandra Hüller, πραγματική αποκάλυψη στην ταινία της Maren Ade, ενάμιση χρόνο πριν στις Κάννες. Ευτυχώς, διαψευστήκαμε! Γιατί αυτή η ταινία δεν είναι ετερόφωτη. Είναι μια αυτοφυής, χαμηλότονη, σπουδαία δημιουργία, που αδικείται με το να τη συγκρίνουμε με ένα άλλο έργο τέχνης. Αν ντε και καλά εγκλωβιστούμε σε μια διάθεση συγκρίσεων, πάντως, θα λέγαμε πως αν το «Toni Erdmann» επικεντρώνονταν στη σχέση μιας γυναίκας με τον πατέρα της, σε τούτη την ταινία βλέπουμε τη σχέση ενός νεαρού άνδρα με δύο συναδέλφους του: μία γυναίκα με την οποία θα ήθελε να συνδέεται ρομαντικά – σεξουαλικά κι έναν άντρα, που λειτουργεί ως πατρική φιγούρα. Αλλά είναι και μια ταινία για αυτό που λέμε «χώρος εργασίας».

Στο αχανές, απρόσωπο, γεμάτο ατελείωτους διαδρόμους και ράφια στοιβαγμένα με προϊόντα μέχρι το ταβάνι πολυκατάστημα, όχι mall, όχι ένα κέντρο καταναλωτισμού που σε προσελκύει όπως το φως τις πεταλούδες, αλλά ένα άσχημο, στεγνό, χωρίς ωραιοποιήσεις κτίριο, στο οποίο δεν μπαίνει φυσικό φως, στο οποίο το μόνο «φυσικό» είναι μια αφίσα ενός φοίνικα, ζουν και αναπνέουν και εργάζονται άνθρωποι, που κουβαλάνε τις δικές τους ιστορίες. Που δημιουργούν σχέσεις μεταξύ τους: τυπικές, φιλικές, ανταγωνιστικές, ερωτικές. Κάνουν γιορτές όλοι μαζί και ψήνουν λουκάνικα και πίνουν μπύρες. Μέσα σ' αυτήν τη μικροσκοπική (μέσα στο τεράστιο μέγεθός της) αφτιασίδωτη κουκκίδα του υπαρκτού καπιταλισμού, όπου θα περίμενε κανείς οι εργάτες να λειτουργούν ωσάν ρομπότ, κάθε άλλο παρά ως ρομπότ λειτουργούν. Πχ, κάνουν διάλειμμα για τσιγάρο στη ζούλα, μιας που δεν προβλέπεται από τον κανονισμό! Πού; Στη Γερμανία! Μιλούν, μοιράζονται, ζουν. Μπορεί να ασφυκτιούν σαν τα ψάρια μέσα στη γυάλα, για λίγο αέρα, αλλά ζουν.

Ναι ρε φίλε, αν το σκεφτεί κανείς, ακόμα και υπό τις χειρότερες συνθήκες, ζεις μια ολόκληρη ζωή, κανονικότητα, δίπλα και μαζί με τους συναδέλφους σου. Άλλους δεν τους χωνεύεις, για άλλους αδιαφορείς, υπάρχουν και οι άλλοι, που χαίρεσαι να τους βλέπεις κάθε μέρα. Που λαχταράς ακόμα ακόμα να τους δεις! Είναι η οικογένειά σου μακριά από την οικογένειά σου! Κι αυτό το άθλιο, πανάσχημο κτίριο, γίνεται στην ταινία ένας θόλος, που προστατεύει όσους είναι από κάτω του, από τον εχθρικό έξω κόσμο. Ο σκηνοθέτης παίρνει άριστα στη διαχείριση του υλικού του. Στον καταμερισμό του. Στους ρυθμούς: η ταινία είναι λίγο πάνω από δύο ώρες, είναι φεστιβαλική (με ότι συνεπάγεται αυτό), είναι χαμηλότονη κι όμως δεν βαριέσαι ούτε σε μισό λεπτό της. Κι ας μας δείχνει τη ρουτίνα, τη ρουτίνα ρε φίλε. Ο σκηνοθέτης με εξαιρετικό τρόπο μας λέει πως ακόμα και στο πιο στέρφο για την ανθρώπινη επικοινωνία υπέδαφος, θα ανθίσουν αισθήματα και συναισθήματα. Όχι πάντα ευχάριστα, όχι πάντα με ευτυχή κατάληξη.

Υπάρχουν σκηνές πάρα πολύ δυνατές, που όμως δεν τις λες συγκλονιστικές, ακριβώς επειδή ο σκηνοθέτης δεν θέλει να μεγεθύνει τα δεδομένα. Να τα δείξει έτσι όπως έχουν θέλει. Πχ η σκηνή που οι εργάτες, στη ζούλα και πάλι, καταβροχθίζουν μέσα από τους σκουπιδοτενεκέδες προϊόντα που πρέπει να αποσυρθούν επειδή έχουν λήξει, δεν υπάρχει στην ταινία για να συγκλονίσει. Σε πιάνει ένα σφίξιμο αλλά είναι η αλήθεια της σκηνής που σε παρασέρνει. Ακολουθεί μικρό σπόιλερ. Όταν ο Κρίστιαν πηγαίνει στο σπίτι της Μάριον για να μάθει για ποιον λόγο δεν πηγαίνει πλέον στη δουλειά, έχουμε μια σκηνή όπου θα μπορούσαμε να πούμε πως ο Κρίστιαν - τη δεδομένη στιγμή - λειτουργεί ως stalker. Κι όμως και πάλι με χαμηλούς τόνους ο σκηνοθέτης τη μοναξιά καταγράφει. Την ήσυχη απόγνωση. Για να μην μιλήσουμε για την κατάληξη της ιστορίας με τον Μπρούνο. Που αλλιώς είναι στη δουλειά και αλλιώς είναι στην πραγματικότητα. Το δημόσιο προφίλ μας και το ιδιωτικό.

Μοναξιά μου όλα. Πω πω πω. Κι έχεις την έκφραση «Καλώς ήρθατε στη νύχτα» να λειτουργεί ως ένα ιδιότυπο «άμπρακατάμπρα» κι όλα αλλάζουν μαγικά. Κι έχεις ένα συσκευασμένο κεκάκι με ένα κερί επάνω, να γίνονται ο καλύτερος εορτασμός γενεθλίων! Οι ερμηνείες είναι παραπάνω από σπουδαίες. Την Hüller την θέλαμε περισσότερη ώρα στην ταινία, να τα λέμε αυτά. Η παρουσία της και μόνο μαγνητίζει το κοινό. Τα φώτα, όμως, πέφτουν αναγκαστικά περισσότερο πάνω στον Franz Rogowski, που υποδύεται τον Κρίστιαν. Είναι ένας ηθοποιός που ως φιζίκ και με το λαγόχειλό του, παραπέμπει στον Joaquin Phoenix. Έχει μια πολύ περίεργη εκφορά στο λόγο, αλλά είναι σαφέστατα ταλαντούχος. Έπαιξε και στο «Transit» του Petzold (προβλήθηκε επίσης στο φεστιβάλ Βερολίνου, στο διαγωνιστικό, και ίσως το δούμε μέσα στην τρέχουσα σεζόν στη χώρα μας) ενώ ήρθε με φόρα με ρόλους στο «Victoria» του Sebastian Schipper αλλά και το «Happy End» του Michael Haneke.

Όλοι οι ηθοποιοί είναι τρομεροί, χωρίς να εκβιάζουν με φανταχτερές, εξωστρεφείς «κοίτα τι σπουδαία που παίζω» ερμηνείες. Υπηρετούν το σκηνοθετικό όραμα με τον καλύτερο τρόπο. Και δικαιώνονται όλοι, καθώς το τελικό αποτέλεσμα είναι μια πολύ όμορφη, πολύ γλυκιά ταινία. Και σε ένα πλάνο, όπου η κάμερα ανεβαίνει στους ουρανούς του υπερμάρκετ και βλέπει τον μικρόκοσμό του από ψηλά, ακόμα και οι άθεοι και οι αγνωστικιστές θα πάνε για λίγο πάσο: τα πάντα εν σοφία εποίησε. Σκατά είναι ο κόσμος μας, σκατά οι συνθήκες που ζούμε, μέσα από τον βούρκο, όμως, υπάρχουν κάποιοι που κοιτάνε τα άστρα. Και τα άστρα, είναι κάποιες φορές, που ανταποδίδουν το βλέμμα αυτό. Ναι, παραμύθα είναι, αλλά αυτό το φως το χρειαζόμαστε. Περισσότερο από ποτέ...

Στους Διαδρόμους (In Den Gängen / In The Aisles) Rating
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 17 Ιανουαρίου 2019 από τις Seven Films / Strada Films!

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η δική σου κριτική