του Robert Schwentke. Με τους Max Hubacher, Milan Peschel, Frederick Lau, Bernd Hölscher, Waldemar Kobus, Alexander Fehling, Samuel Finzi, Wolfram Koch.
Είσαι ότι δηλώσεις...
του zerVo (@moviesltd)
Από τα χείλη του σπουδαίου καλλιτέχνη Γιάννη Τσαρούχη έγινε ευρέως γνωστή η φράση, που αναφερόταν κατά κύριο λόγο στον δίχως αρχή και τέλος τόπο μας, με αφορμή τους καιροσκόπους που αδίστακτα παρίσταναν τους καμπόσους, εκμεταλλευόμενοι την αφέλεια του περίγυρου τους. Κάποτε. Οι καιροί έχουν αλλάξει και μια τέτοιου είδους απάτη έχει ξεφτίσει σημαντικά, όχι γιατί ο Έλλην δεν επιδίδεται πλέον στο σπορ της κίβδηλης ταυτότητας, μα επειδή ο λαός μάλλον μπούκωσε στο παραμύθι και τα πάντα πλέον τα θωρεί με καχυποψία. Τι συμβαίνει όμως στις σοβαρότερες, τις άρχουσες κοινωνίες που όχι απλώς υπάρχουν βάσεις, κανόνες, ποινές, όπου τα πρωτόκολλα ακολουθούνται πιστά και οι κανάγιες αργά ή γρήγορα - μάλλον - θα πέσουν στην παγίδα? Μήπως, αντίθετα, εκεί το έδαφος είναι πιο πρόσφορο για να ευδοκιμήσει ο μασκαράς, που μέσα από το ψέμα θα εξελιχθεί σε κάποιον μεγάλο και τρανό και άπαντες θα υποταχθούν στην fake βαθμοφόρα υπόσταση του, συνεπώς και στις ενδεχόμενα σατανικές του ορέξεις? Μια όμορφη, διαχρονική αλληγορία σκιτσάρει μέσα από τις ασπρόμαυρες εικόνες της η δημιουργία Der Hauptmann, που λαμβάνει χώρα σε μια ιδανική περίοδο για να ευδοκιμήσει η ρήση του "είσαι ότι δηλώσεις"...
Χειμώνας του 1945, ύστατες ημέρες του δευτέρου μεγάλου πολέμου. Με την Σβάστικα από ώρα σε ώρα να αποδέχεται την ήττα της από τις συμμαχικές δυνάμεις, οι αβάστακτες συνθήκες που επικρατούν στο Γερμανικό στράτευμα, έχουν οδηγήσει μεγάλη μερίδα των ένστολων στην λιποταξία, απόφαση που υπέχει τεράστιου ρίσκο, καθώς πλέον θεωρούνται προδότες του έθνους και η άμεση τιμωρία τους είναι ο θάνατος. Στα παγωμένα εδάφη, πολύ κοντά στα ανατολικά σύνορα της χώρας, ο νεαρός φαντάρος Γουίλι Χέρολντ, έχοντας μόλις αυτομολήσει από την διμοιρία του, κυνηγημένος από τους πρώην συντρόφους του, ρακένδυτος και πεινασμένος, θα αναζητήσει διέξοδο μέσα στις άβατες δασώδεις εκτάσεις. Εκεί που προς μεγάλη του έκπληξη θα ανακαλύψει μέσα σε ένα εγκαταλελειμμένο τζιπ, την στολή ενός αξιωματικού της Βέρμαχτ, την οποία άμεσα θα αποφασίσει να την ντυθεί και να υποδυθεί τον φέρελπι και ακραίων ναζιστικών πεποιθήσεων αξιωματικό.
Συνοδευόμενος αρχικά από έναν χαμένο μέσα στην βαρυχειμωνιά, απελπισμένο όσο και αγαθό στρατιώτη, ο κάλπικος Λοχαγός, όσο βαδίζει στην ενδοχώρα μέσα στο στρατιωτικό του όχημα, θα συντάξει στο πλευρό του μια ομάδα εκκεντρικών οπλιτών, πείθοντας τους πως εκτελώντας εντολές του ίδιου του Φίρερ, πρέπει να αφανίσει από προσώπου γης, όλους τους τους λιποτάκτες, που έριψαν ασπίδες, μπροστά στο ενδεχόμενο της πολεμικής πανωλεθρίας. Και πραγματικά με την άφιξη του στο στρατόπεδο συγκέντρωσης που κρατούνται αιχμάλωτοι οι φυγάδες, ο Λοχαγός με την ισχύ που θα του δώσει η άτσαλα στρωμένη πάνω του γκρίζα φορεσιά με τα μετάλλια, θα δώσει σύνθημα εξόντωσης τους, χωρίς καν να προηγηθεί το στρατοδικείο, όπως ορίζουν οι κανόνες.
Δεν μου φάνηκε περίεργο καν το ότι η θεματική βάση του φιλμ, βασίζεται σε πραγματικά περιστατικά που συνέβησαν μέσα στο τιγκαρισμένο στην παράνοια περιβάλλον της εκπνοής της σύρραξης που συγκλόνισε τον κόσμο. Κεντρικό πρόσωπο της ιστορίας ένας αδύναμος, ισχνός, μικρός το δέμας, κατατρομαγμένος φαντάρος, που νιώθει πως το τέλος πλησιάζει, ενόσω η επέλαση των πανίσχυρων αντιπάλων έχει κυκλώσει την χώρα του. Η αντίδραση του, αν και δειλή, μοιάζει ανθρώπινη, να πετάξει δηλαδή το χακί τζόκει και να τρέξει με όλη του την δύναμη όσο μακρύτερα γίνεται από το μπαρούτι, προτιμώντας το εξαθλιωτικό κρύο, από το να παραδοθεί (αν προλάβει) στον ρώσικο στρατό. Θήραμα που θα αποφύγει τους παλιούς του κομπανιέρους που τον αναζητούν μανιασμένα, για να πέσει πάνω στο θαύμα, που για εκείνον θα ορίσει και την κόκκινη γραμμή της μετάλλαξης του είναι του. Μια στολή και όχι κάποια τυχαία, αλλά ενός υψηλόβαθμου Κάπτεν.
Που μέσα της πλέει, κοντοπίθαρος και μαζεμένος, τα μπατζάκια τα πατά, αλλά αυτό δεν τον αποτρέπει από το να την φορέσει για να ενσαρκώσει μέσα στην ερημική μοναξιά του το φόβητρο, όχι κανέναν καραβανά, αλλά έναν ήρωα. Κι ο νάνος φοβιτσάρης που μέχρι πριν λίγων λεπτών αγωνιούσε για το πως θα σώσει το τομάρι του, μονομιάς μεταλλάσσεται σε γίγαντα με πηλήκιο και παράσημα, που φέρει μαντάτο από τον Χίτλερ αυτοπροσώπως για παραδειγματική τιμωρία όλων όσων απαρνήθηκαν το εθνόσημο. Μια στολή... Μια αλλαγή... Από χαμένος, στιγμιαίος θριαμβευτής. Και από μειράκιον παθιασμένος εκτελεστής με περίστροφο και πυγμή, που ξεπηδά από τις πιο διαβολικές, θαμμένες βαθιά, φιλοδοξίες του. Και οι προσταγές του, ξερνούν θάνατο, μέσα σε ένα σχιζοφρενικό πανηγύρι, που κανείς δεν γνωρίζει πραγματικά τους λόγους της φιέστας. Λίγο πριν πέσει η αυλαία. Ή μήπως όχι? Λες η στολή ετούτη να άλλαξε και το ριζικό ολάκερης της Γερμανίας? Της Γερμανίας...
Μετά από την βόλτα του στην Μέκκα του σινεμά, όπου ασχολήθηκε με πιο εμπορικές παραγωγές του τύπου The Time Travellers Wife, Red, αλλά και δύο μέλη της τριλογίας της Απόκλισης, Insurgent και Allegiant, ο Αλεμάνος σκηνοθέτης Robert Schwentke, επιστρέφει στα πάτρια εδάφη για να δράσει πιο δημιουργικά, σαφώς πιότερο καλλιτεχνικά, μέσα από ένα φιλμ που, αν το κοιτάξουμε πέραν της δραματικής του ιστορίας, βρίθει μεταφορών και μηνυμάτων. Η τάση του άλλωστε να μεταφέρει το ματωμένο, απεχθές και ενίοτε κωμικοτραγικό χθες, στο σήμερα, όπου σε ανάλογα μισότρελους αρκεί μια σπίθα (έστω και με κάποιο βαθμό ανεξήγητης ακρότητας είναι η αλήθεια) για να μετατραπούν σε εγκληματίες είναι πασιφανής και δεν χρειάζεται να φτάσουμε στον έγχρωμο επίλογο για να το διαπιστώσουμε. Εκπληκτική η υποβλητική φωτογραφία των ανατριχιαστικών τοπίων - τόσο των ημιφωτισμένων εσωτερικών, μα κυρίως του εξωτερικού του καμπ του θανάτου - δίνει κι εκείνη το σύνθημα στην ψυχή του ανισόρροπου ψεύτη για να οδηγηθεί στην φρικτή υπερβολή.
Να γίνει ο μιας πιθαμής άνανδρος και άτιμος μέσα από την φόρμα εργασίας ένας κέρβερος Θεόσταλτος από τον Αδόλφο που θα μοιράσει την φασιστική δικαιοσύνη. Κι οι από κάτω μολονότι νιώθουν την κοροϊδία τον ακολουθούν πιστά μέχρι τέλους, δειλιάζοντας κι οι ίδιοι να αντιδράσουν στις εντολές του. Τα μεγαλύτερα θύματα ίσως, μεγαλύτερα κι από τους ίδιους τους ομοεθνείς εκτελεσμένους στην τάφρο.
Συνοδευόμενος αρχικά από έναν χαμένο μέσα στην βαρυχειμωνιά, απελπισμένο όσο και αγαθό στρατιώτη, ο κάλπικος Λοχαγός, όσο βαδίζει στην ενδοχώρα μέσα στο στρατιωτικό του όχημα, θα συντάξει στο πλευρό του μια ομάδα εκκεντρικών οπλιτών, πείθοντας τους πως εκτελώντας εντολές του ίδιου του Φίρερ, πρέπει να αφανίσει από προσώπου γης, όλους τους τους λιποτάκτες, που έριψαν ασπίδες, μπροστά στο ενδεχόμενο της πολεμικής πανωλεθρίας. Και πραγματικά με την άφιξη του στο στρατόπεδο συγκέντρωσης που κρατούνται αιχμάλωτοι οι φυγάδες, ο Λοχαγός με την ισχύ που θα του δώσει η άτσαλα στρωμένη πάνω του γκρίζα φορεσιά με τα μετάλλια, θα δώσει σύνθημα εξόντωσης τους, χωρίς καν να προηγηθεί το στρατοδικείο, όπως ορίζουν οι κανόνες.
Δεν μου φάνηκε περίεργο καν το ότι η θεματική βάση του φιλμ, βασίζεται σε πραγματικά περιστατικά που συνέβησαν μέσα στο τιγκαρισμένο στην παράνοια περιβάλλον της εκπνοής της σύρραξης που συγκλόνισε τον κόσμο. Κεντρικό πρόσωπο της ιστορίας ένας αδύναμος, ισχνός, μικρός το δέμας, κατατρομαγμένος φαντάρος, που νιώθει πως το τέλος πλησιάζει, ενόσω η επέλαση των πανίσχυρων αντιπάλων έχει κυκλώσει την χώρα του. Η αντίδραση του, αν και δειλή, μοιάζει ανθρώπινη, να πετάξει δηλαδή το χακί τζόκει και να τρέξει με όλη του την δύναμη όσο μακρύτερα γίνεται από το μπαρούτι, προτιμώντας το εξαθλιωτικό κρύο, από το να παραδοθεί (αν προλάβει) στον ρώσικο στρατό. Θήραμα που θα αποφύγει τους παλιούς του κομπανιέρους που τον αναζητούν μανιασμένα, για να πέσει πάνω στο θαύμα, που για εκείνον θα ορίσει και την κόκκινη γραμμή της μετάλλαξης του είναι του. Μια στολή και όχι κάποια τυχαία, αλλά ενός υψηλόβαθμου Κάπτεν.
Που μέσα της πλέει, κοντοπίθαρος και μαζεμένος, τα μπατζάκια τα πατά, αλλά αυτό δεν τον αποτρέπει από το να την φορέσει για να ενσαρκώσει μέσα στην ερημική μοναξιά του το φόβητρο, όχι κανέναν καραβανά, αλλά έναν ήρωα. Κι ο νάνος φοβιτσάρης που μέχρι πριν λίγων λεπτών αγωνιούσε για το πως θα σώσει το τομάρι του, μονομιάς μεταλλάσσεται σε γίγαντα με πηλήκιο και παράσημα, που φέρει μαντάτο από τον Χίτλερ αυτοπροσώπως για παραδειγματική τιμωρία όλων όσων απαρνήθηκαν το εθνόσημο. Μια στολή... Μια αλλαγή... Από χαμένος, στιγμιαίος θριαμβευτής. Και από μειράκιον παθιασμένος εκτελεστής με περίστροφο και πυγμή, που ξεπηδά από τις πιο διαβολικές, θαμμένες βαθιά, φιλοδοξίες του. Και οι προσταγές του, ξερνούν θάνατο, μέσα σε ένα σχιζοφρενικό πανηγύρι, που κανείς δεν γνωρίζει πραγματικά τους λόγους της φιέστας. Λίγο πριν πέσει η αυλαία. Ή μήπως όχι? Λες η στολή ετούτη να άλλαξε και το ριζικό ολάκερης της Γερμανίας? Της Γερμανίας...
Μετά από την βόλτα του στην Μέκκα του σινεμά, όπου ασχολήθηκε με πιο εμπορικές παραγωγές του τύπου The Time Travellers Wife, Red, αλλά και δύο μέλη της τριλογίας της Απόκλισης, Insurgent και Allegiant, ο Αλεμάνος σκηνοθέτης Robert Schwentke, επιστρέφει στα πάτρια εδάφη για να δράσει πιο δημιουργικά, σαφώς πιότερο καλλιτεχνικά, μέσα από ένα φιλμ που, αν το κοιτάξουμε πέραν της δραματικής του ιστορίας, βρίθει μεταφορών και μηνυμάτων. Η τάση του άλλωστε να μεταφέρει το ματωμένο, απεχθές και ενίοτε κωμικοτραγικό χθες, στο σήμερα, όπου σε ανάλογα μισότρελους αρκεί μια σπίθα (έστω και με κάποιο βαθμό ανεξήγητης ακρότητας είναι η αλήθεια) για να μετατραπούν σε εγκληματίες είναι πασιφανής και δεν χρειάζεται να φτάσουμε στον έγχρωμο επίλογο για να το διαπιστώσουμε. Εκπληκτική η υποβλητική φωτογραφία των ανατριχιαστικών τοπίων - τόσο των ημιφωτισμένων εσωτερικών, μα κυρίως του εξωτερικού του καμπ του θανάτου - δίνει κι εκείνη το σύνθημα στην ψυχή του ανισόρροπου ψεύτη για να οδηγηθεί στην φρικτή υπερβολή.
Να γίνει ο μιας πιθαμής άνανδρος και άτιμος μέσα από την φόρμα εργασίας ένας κέρβερος Θεόσταλτος από τον Αδόλφο που θα μοιράσει την φασιστική δικαιοσύνη. Κι οι από κάτω μολονότι νιώθουν την κοροϊδία τον ακολουθούν πιστά μέχρι τέλους, δειλιάζοντας κι οι ίδιοι να αντιδράσουν στις εντολές του. Τα μεγαλύτερα θύματα ίσως, μεγαλύτερα κι από τους ίδιους τους ομοεθνείς εκτελεσμένους στην τάφρο.
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 10 Ιανουαρίου 2019 από την Weird Wave!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική