του Lee Chang-dong. Με τους Yoo Ah-in, Yeun Sang-yeop, Jun Jong-seo.
Τώρα πες την αλήθεια
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)
Ιστορία έρωτα, φαντασίας και (άλυτων;) μυστηρίων
Αυτή είναι η έκτη μεγάλου μήκους ταινία του σπουδαίου δημιουργού από τη Νότια Κορέα και η τρίτη συνεχόμενή του που έλαβε μέρος στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ των Καννών. Η «Κρυφή ηλιαχτίδα» (Secret Sunshine, 2007) κέρδισε εκεί το βραβείο καλύτερης γυναικείας ερμηνείας και η Ποίηση (Poetry, 2010) κέρδισε το βραβείο καλύτερου σεναρίου κι εκείνο της Οικουμενικής Επιτροπής. Οχτώ ολόκληρα χρόνια είχε να εμφανιστεί στις Κάννες λοιπόν ο σπουδαίος δημιουργός. Οχτώ χρόνια είχε και να γυρίσει ταινία. Ήταν στη μαύρη λίστα του προηγούμενου πολιτικού καθεστώτος στη Νότια Κορέα. Και να φανταστεί κανείς πως έχει διατελέσει και υπουργός Πολιτισμού στη χώρα του! Η ταινία κατάφερε ό,τι είχε καταφέρει μόνο το Toni Erdmann έως σήμερα: έπιασε μέσο όρο βαθμολογίας 3,8 (με άριστα το 4) στις βαθμολογήσεις που δίνουν κριτικοί από διάφορα έντυπα στο περιοδικό Screen κατά τη διάρκεια του φεστιβάλ Καννών! Από βραβεία, κέρδισε το βραβείο της FIPRESCI, των κριτικών δηλαδή, ως η καλύτερη ανάμεσα στις ταινίες που διαγωνίστηκαν για τον Χρυσό Φοίνικα. Και στις ετήσιες ανασκοπήσεις συγκαταλέγεται στις λίστες με τις καλύτερες ταινίες του 2018 πάρα πολλών κριτικών ανά τον κόσμο!
Το σενάριο της ταινίας Το παιχνίδι με τη φωτιά (Beoning / Burning) το υπογράφει ο ίδιος ο Lee Chang-dong, μαζί με την Oh Jung-mi με πρώτη ύλη το διήγημα του Haruki Murakami «Barn Burning», το οποίο δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά το 1992 στο περιοδικό New Yorker. Η πανελλαδική πρεμιέρα της ταινίας έγινε στις «Νύχτες Πρεμιέρας» τον περασμένο Σεπτέμβριο. Η ταινία αποτελεί την επίσημη πρόταση της Νότιας Κορέας για το ξενόγλωσσο Όσκαρ κι έχει καταφέρει να μπει στην shortlist των εννέα ταινία από τις οποίες θα προκύψουν οι πέντε που θα διεκδικήσουν το Χρυσό Αγαλματίδιο στη συγκεκριμένη κατηγορία.
Η υπόθεση: Ο Γιονγκσού είναι ένας νεαρός, φτωχός Νοτιοκορεάτης. Ζει σε ένα χωριό, κοντά στην πόλη Πατζού, που βρίσκεται κοντά στα σύνορα με τη Βόρεια Κορέα, εργάζεται όμως στην (επίσης, πολύ κοντινή) Σεούλ, κάνοντας διάφορες δουλειές του ποδαριού. Κάποια μέρα, εντελώς τυχαία, θα συναντήσει την Χαέμι. Η Χαέμι είναι συντοπίτισσα του Γιονγκσού, αλλά έχουν να ιδωθούν από τότε που ήταν πιτσιρικάδες. Ο Γιονγκσού δεν τη θυμάται. Η Χαέμι του το εξηγεί: από τη μια, έχει κάνει πλαστικές εγχειρήσεις. Από την άλλη, όταν ήταν παιδιά, ο Γιονγκσού τη θεωρούσε άσχημη και της το είχε πει. Έτσι λέει η Χαέμι. Λέει αλήθεια; Ο Γιονγκσού δεν νοιάζεται. Η Χαέμι είναι πλέον μια πανέμορφη κοπέλα, που «αποπλανά» τον Γιονγκσού, τον οδηγεί στο μικροσκοπικό της διαμέρισμα κι εκεί κάνουν έρωτα.
Η σχέση τους, όμως, δεν θα προχωρήσει. Η Χαέμι έχει προγραμματίσει να πάει στην Αφρική προς αναζήτηση του νοήματος της ζωής. Ζητάει από τον Γιονγκσού να φροντίζει τη γάτα της όσο εκείνη λείπει, να πηγαίνει στο διαμέρισμα και να την ταΐζει. Ο Γιονγκσού δέχεται. Και μοιράζει το χρόνο του ανάμεσα στο διαμέρισμα της Χαέμι – στο οποίο δεν συναντά ποτέ τη γάτα – και τη φάρμα του πατέρα του, την οποία πρέπει να φροντίζει, καθώς ο οξύθυμος γονιός του βρίσκεται προφυλακισμένος και δικάζεται για επίθεση σε κρατικό λειτουργό. Η μητέρα του δεν υπάρχει στην εικόνα: τους έχει εγκαταλείψει εδώ και πολλά χρόνια. Όταν μετά από λίγο διάστημα η Χαέμι επιστρέφει από την Κένυα, ο Γιονγκσού απογοητεύεται, καθώς βλέπει ότι εκείνη έχει πιάσει φιλίες με τον Μπεν, έναν πλούσιο και όμορφο νέο. Ένα παράξενο τρίγωνο δημιουργείται. Η κατάσταση περιπλέκεται ακόμα περισσότερο όταν η Χαέμι ξαφνικά εξαφανίζεται. Τι ακριβώς συμβαίνει; Πόσα από όσα έχει πει η Χαέμι στον Γιονγκσού είναι αληθινά; Και τι ρόλο βαράει ακριβώς ο Μπεν;
Η άποψή μας: Όλες οι ταινίες του Lee Chang-dong ξεπερνάνε σε διάρκεια τις δύο ώρες. Εκτός από την πρώτη του, που η διάρκειά της είναι... σχεδόν δύο ώρες. Τούτη εδώ η ταινία του είναι η μεγαλύτερη σε διάρκεια που έχει γυρίσει. Κι ας βασίζεται σε ένα πολύ μικρό διήγημα του Murakami! Ανεξαρτήτως διάρκειας, πάντως, που τον καθιστά όλιγον τι... αντιτουριστικό για τα μεγάλα πλήθη, γεγονός είναι πως γυρίζει μόνο σπουδαίες ταινίες! Και τούτη εδώ είναι μια σπουδαία ταινία. Και δεν νομίζω να επιλέχθηκε να προβληθεί τυχαία την ίδια μέρα που είδαμε το «Under the Silver Lake» στο φεστιβάλ των Καννών. Αν το καλοσκεφτεί κανείς, και στις δύο ταινίες, ένας νεαρός άντρας αναζητά μια όμορφη κοπέλα, με την οποία συνδέεται για λίγο, και μετά εκείνη εξαφανίζεται. Όταν με το καλό βγει στις αίθουσες της χώρας μας η ταινία του David Robert Mitchell, θα τονίσουμε και πάλι αυτήν την ομοιότητα – και η σύγκριση θα είναι πιο φανερή και σε σένα αγαπητέ αναγνώστη.
Αν όμως η ταινία του Αμερικάνου είναι σουρεαλιστικά ποπ, η ταινία του Κορεάτη είναι… φλου αρτιστίκ! Είναι ένα θρίλερ μυστηρίου αλλά κι ένα υπαρξιακό δοκίμιο. Με αργούς ρυθμούς. Και μεγάλη διάρκεια. Και καθόλου έτοιμες απαντήσεις. Μέσα στην αμφισημία. Ένας συνδυασμός καθόλου ελκυστικός για το μεγάλο κοινό, ιδιαίτερα λατρεμένος όμως από συνάδελφους κριτικούς κινηματογράφου... Το ιδεολογικό κέντρο βάρους της ταινίας νομίζω πως βρίσκεται στις κουβέντες της Χαέμι, όταν εξηγεί στον Γιονγκσού γιατί θέλει να πάει στην Κένυα. Εκεί, λέει, υπάρχει ένα τελετουργικό (τη παρουσία χορού) μέσω του οποίου διακρίνεται η διαφορά ανάμεσα στη «μικρή πείνα» και τη «μεγάλη πείνα». Η «μικρή πείνα» έχει να κάνει με τη σωματική πείνα. Με την πείνα που βιώνει το κορμί όταν δεν καταναλώνει τροφή. Την κυριολεκτική πείνα δηλαδή.
Η «μεγάλη πείνα» από την άλλη είναι η πνευματική – ψυχική πείνα. Η πείνα του να βρεις το νόημα της ζωής. Μπορείς λοιπόν να τρέφεσαι μια χαρά αλλά να... πεθαίνεις από πείνα! Η Χαέμι είναι μια δυστυχισμένη κοπέλα. Αυτό είναι το μόνο σίγουρο που μπορούμε να πούμε για εκείνην. Το μόνο που μπορούμε να πιστέψουμε. Γιατί κατά τα άλλα ως συνομιλητής με τον Γιονγκσού και κατ’ επέκταση, ως μία από τους αφηγητές της ταινίας, είναι εντελώς αναξιόπιστη. Πόσα από όσα λέει είναι αληθινά και πόσα ψέματα; Όντως έχει γάτα στο διαμέρισμά της; Όντως έπεσε σε πηγάδι στο χωριό της όταν ήταν μικρή; Η Χαέμι λειτουργεί ως καταλύτης στην ταινία. Είναι το αντικείμενο του πόθου για τον Γιονγκσού και άλλη μία κατάκτηση για τον Μπεν. Κι εδώ βρίσκεται το ζουμί. Οι δύο άντρες βρίσκονται σε τελείως διαφορετική θέση στην κοινωνική διαστρωμάτωση.
Φτωχός ντελιβεράς που θέλει να γίνει συγγραφέας ο Γιονγκσού, πλούσιος, σοφιστικέ, με διαμέρισμα στο Gangnam (ναι, αυτό του σιχαμερού τραγουδιού), το... Πανόραμα της Σεούλ, με αγνώστου προέλευσης περιουσία ο Μπεν. Η… πάλη των τάξεων έχει εδώ ως διακύβευμα την Χαέμι. Που, καταλαβαίνετε εύκολα προς τα πού τείνει εντέλει, έτσι; Κομβική σκηνή είναι εκείνη όπου τα τρία πρόσωπα συναντιούνται στο σπίτι του Γιονγκσού, στην επαρχία. Ένα σπίτι κοντά στα σύνορα με τη Βόρεια Κορέα – από τα μεγάφωνα της γείτονος ακούγονται διαρκώς προπαγανδιστικά ηχητικά μηνύματα. Η Χαέμι γυμνώνεται και χορεύει υπό τους ήχους της μουσικής του Miles Davis που έντυσε μυθικά την ταινία «Ασανσέρ για δολοφόνους». Σηκώνει τα χέρια ψηλά: συνεχίζει να προσπαθεί να ικανοποιήσει τη «μεγάλη πείνα». Ο Γιονγκσού της λέει κατάμουτρα πως είναι πουτάνα και ο Μπεν αργότερα εξομολογείται πως μια φορά κάθε δίμηνο, του αρέσει να καίει παρατημένα θερμοκήπια! Και ότι, ναι, πλησιάζει ξανά η ημερομηνία, και θα κάψει ένα ακόμα θερμοκήπιο, εκεί κοντά, στην περιοχή. Λέει αλήθεια; Ο Γιονγκσού ψάχνει τις επόμενες μέρες και δεν βρίσκει κανένα καμένο θερμοκήπιο.
Μετά την εξαφάνιση της Χαέμι παρακολουθεί τον Μπεν, για τον οποίο έχει υπόνοιες πως με κάποιον τρόπο έχει συμβάλει σε αυτήν την εξαφάνιση. Ο Μπεν που οδηγεί Πόρσε. Ο Μπεν που ζει σε φοβερό διαμέρισμα. Ο Μπεν που όταν βαριέται δεν το κρύβει καθόλου – χασμουριέται. Ο Μπεν που έχει ένα συρτάρι στο μπάνιο του, γεμάτο γυναικεία memorabilia. Κι αφού χάθηκε η Χαέμι, πού πήγε η γάτα της; Μήπως είναι η γάτα που έχει πάρει ο Μπεν στο διαμέρισμά του; Είπαμε, ο σκηνοθέτης μας μανιπουλάρει, μας οδηγεί σε συγκεκριμένη κατεύθυνση, αλλά δεν δίνει ποτέ απαντήσεις. Τις υποψιαζόμαστε. Ή αποφασίζουμε να δεχτούμε ως λογική αυτήν που ταιριάζει περισσότερο στη μενταλιτέ μας. Κατά μια έννοια η ταινία του έχει κάποιες ομοιότητες με την Άγρια αχλαδιά του Ceylan, που επίσης παίχτηκε στο διαγωνιστικό των Καννών και βγήκε πριν μια βδομάδα στις αίθουσες της χώρας μας.
Κι εκεί έχουμε βασικό ήρωα έναν συγγραφέα. Κι εκεί ο βασικός ήρωας νιώθει αμηχανία καθώς είναι θύμα του καπιταλισμού, χωρίς πολλές ευκαιρίες, με μόνιμα αδιέξοδα και γι' αυτό γεμάτος θυμό. Το βιβλίο, όμως, το έχει γράψει. Στην κορεάτικη ταινία, ο ήρωας ΘΑ γράψει το βιβλίο. Ή μήπως ότι βλέπουμε είναι της φαντασίας του; Είναι η πλοκή από το βιβλίο που γράφει; Είναι ο Μπεν όντως κάτι σαν τον Μεγάλο Γκάτσμπι; Και πού κολλάει σε όλα αυτά ο Φόκνερ; Μεγάλη ζημιά. Οι ερμηνείες είναι όλες τους εξαιρετικές. Ο Yoo Ah-in είναι σπουδαίος στο ρόλο του Γιονγκσού. Ο Steven Yeun (που παίζει με το πλήρες όνομά του Yeun Sang-yeop) είναι ο πιο διάσημος στο καστ, καθώς πρωταγωνιστεί στο «The Walking Dead» και δίνει μια αινιγματική εμπειρία ως Μπεν. Η αποκάλυψη όμως είναι η πρωτοεμφανιζόμενη Jun Jong-seo, στο ρόλο της Χαέμι. Κατορθώνει να συμπυκνώσει πίκρα, απελπισία, μελαγχολία και φοβερό σεξ απίλ ταυτόχρονα. Η σκηνή της παντομίμας, με το καθάρισμα του μανταρινιού, όπου πρωταγωνιστεί, είναι επίσης ζωτικής σημασίας. «Σημασία δεν έχει ότι προσποιούμαι πως κρατάω ένα μανταρίνι» λέει στον Γιονγκσού «αλλά πως ξεχνάω ότι ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ μανταρίνι»...
Το φινάλε έχει κάθαρση. Έχει φωτιά. Έχει γύμνωμα, κυριολεκτικά, μέσα στα χιόνια. Δεν έχει όμως καμία εξιλέωση. Δεν προσφέρει καμία ικανοποίηση στον θεατή. Δεν του δίνει το απαραίτητο closure. Και αφήνει ακόμα πολλά, πολλά, αναπάντητα ερωτήματα. Κι αν απλά η Χαέμι εξαφανίστηκε και δεν δολοφονήθηκε; Μεγάλος μάστορας ο Lee Chang-dong, από τους σημαντικότερους δημιουργούς στο παγκόσμιο στερέωμα, φτιάχνει μια ταινία εκτυφλωτικά σπουδαία. Το κοινό όμως, το μεγάλο κοινό, νομίζω πως δεν θα νιώσει ευχαρίστηση παρακολουθώντας την ταινία. Θα μείνει πάντοτε με καθηλωμένη την εκκρεμότητα. Όπως και να έχει, ο τολμών νικάει. Κι αυτός που... νιώθει!
Η υπόθεση: Ο Γιονγκσού είναι ένας νεαρός, φτωχός Νοτιοκορεάτης. Ζει σε ένα χωριό, κοντά στην πόλη Πατζού, που βρίσκεται κοντά στα σύνορα με τη Βόρεια Κορέα, εργάζεται όμως στην (επίσης, πολύ κοντινή) Σεούλ, κάνοντας διάφορες δουλειές του ποδαριού. Κάποια μέρα, εντελώς τυχαία, θα συναντήσει την Χαέμι. Η Χαέμι είναι συντοπίτισσα του Γιονγκσού, αλλά έχουν να ιδωθούν από τότε που ήταν πιτσιρικάδες. Ο Γιονγκσού δεν τη θυμάται. Η Χαέμι του το εξηγεί: από τη μια, έχει κάνει πλαστικές εγχειρήσεις. Από την άλλη, όταν ήταν παιδιά, ο Γιονγκσού τη θεωρούσε άσχημη και της το είχε πει. Έτσι λέει η Χαέμι. Λέει αλήθεια; Ο Γιονγκσού δεν νοιάζεται. Η Χαέμι είναι πλέον μια πανέμορφη κοπέλα, που «αποπλανά» τον Γιονγκσού, τον οδηγεί στο μικροσκοπικό της διαμέρισμα κι εκεί κάνουν έρωτα.
Η σχέση τους, όμως, δεν θα προχωρήσει. Η Χαέμι έχει προγραμματίσει να πάει στην Αφρική προς αναζήτηση του νοήματος της ζωής. Ζητάει από τον Γιονγκσού να φροντίζει τη γάτα της όσο εκείνη λείπει, να πηγαίνει στο διαμέρισμα και να την ταΐζει. Ο Γιονγκσού δέχεται. Και μοιράζει το χρόνο του ανάμεσα στο διαμέρισμα της Χαέμι – στο οποίο δεν συναντά ποτέ τη γάτα – και τη φάρμα του πατέρα του, την οποία πρέπει να φροντίζει, καθώς ο οξύθυμος γονιός του βρίσκεται προφυλακισμένος και δικάζεται για επίθεση σε κρατικό λειτουργό. Η μητέρα του δεν υπάρχει στην εικόνα: τους έχει εγκαταλείψει εδώ και πολλά χρόνια. Όταν μετά από λίγο διάστημα η Χαέμι επιστρέφει από την Κένυα, ο Γιονγκσού απογοητεύεται, καθώς βλέπει ότι εκείνη έχει πιάσει φιλίες με τον Μπεν, έναν πλούσιο και όμορφο νέο. Ένα παράξενο τρίγωνο δημιουργείται. Η κατάσταση περιπλέκεται ακόμα περισσότερο όταν η Χαέμι ξαφνικά εξαφανίζεται. Τι ακριβώς συμβαίνει; Πόσα από όσα έχει πει η Χαέμι στον Γιονγκσού είναι αληθινά; Και τι ρόλο βαράει ακριβώς ο Μπεν;
Η άποψή μας: Όλες οι ταινίες του Lee Chang-dong ξεπερνάνε σε διάρκεια τις δύο ώρες. Εκτός από την πρώτη του, που η διάρκειά της είναι... σχεδόν δύο ώρες. Τούτη εδώ η ταινία του είναι η μεγαλύτερη σε διάρκεια που έχει γυρίσει. Κι ας βασίζεται σε ένα πολύ μικρό διήγημα του Murakami! Ανεξαρτήτως διάρκειας, πάντως, που τον καθιστά όλιγον τι... αντιτουριστικό για τα μεγάλα πλήθη, γεγονός είναι πως γυρίζει μόνο σπουδαίες ταινίες! Και τούτη εδώ είναι μια σπουδαία ταινία. Και δεν νομίζω να επιλέχθηκε να προβληθεί τυχαία την ίδια μέρα που είδαμε το «Under the Silver Lake» στο φεστιβάλ των Καννών. Αν το καλοσκεφτεί κανείς, και στις δύο ταινίες, ένας νεαρός άντρας αναζητά μια όμορφη κοπέλα, με την οποία συνδέεται για λίγο, και μετά εκείνη εξαφανίζεται. Όταν με το καλό βγει στις αίθουσες της χώρας μας η ταινία του David Robert Mitchell, θα τονίσουμε και πάλι αυτήν την ομοιότητα – και η σύγκριση θα είναι πιο φανερή και σε σένα αγαπητέ αναγνώστη.
Αν όμως η ταινία του Αμερικάνου είναι σουρεαλιστικά ποπ, η ταινία του Κορεάτη είναι… φλου αρτιστίκ! Είναι ένα θρίλερ μυστηρίου αλλά κι ένα υπαρξιακό δοκίμιο. Με αργούς ρυθμούς. Και μεγάλη διάρκεια. Και καθόλου έτοιμες απαντήσεις. Μέσα στην αμφισημία. Ένας συνδυασμός καθόλου ελκυστικός για το μεγάλο κοινό, ιδιαίτερα λατρεμένος όμως από συνάδελφους κριτικούς κινηματογράφου... Το ιδεολογικό κέντρο βάρους της ταινίας νομίζω πως βρίσκεται στις κουβέντες της Χαέμι, όταν εξηγεί στον Γιονγκσού γιατί θέλει να πάει στην Κένυα. Εκεί, λέει, υπάρχει ένα τελετουργικό (τη παρουσία χορού) μέσω του οποίου διακρίνεται η διαφορά ανάμεσα στη «μικρή πείνα» και τη «μεγάλη πείνα». Η «μικρή πείνα» έχει να κάνει με τη σωματική πείνα. Με την πείνα που βιώνει το κορμί όταν δεν καταναλώνει τροφή. Την κυριολεκτική πείνα δηλαδή.
Η «μεγάλη πείνα» από την άλλη είναι η πνευματική – ψυχική πείνα. Η πείνα του να βρεις το νόημα της ζωής. Μπορείς λοιπόν να τρέφεσαι μια χαρά αλλά να... πεθαίνεις από πείνα! Η Χαέμι είναι μια δυστυχισμένη κοπέλα. Αυτό είναι το μόνο σίγουρο που μπορούμε να πούμε για εκείνην. Το μόνο που μπορούμε να πιστέψουμε. Γιατί κατά τα άλλα ως συνομιλητής με τον Γιονγκσού και κατ’ επέκταση, ως μία από τους αφηγητές της ταινίας, είναι εντελώς αναξιόπιστη. Πόσα από όσα λέει είναι αληθινά και πόσα ψέματα; Όντως έχει γάτα στο διαμέρισμά της; Όντως έπεσε σε πηγάδι στο χωριό της όταν ήταν μικρή; Η Χαέμι λειτουργεί ως καταλύτης στην ταινία. Είναι το αντικείμενο του πόθου για τον Γιονγκσού και άλλη μία κατάκτηση για τον Μπεν. Κι εδώ βρίσκεται το ζουμί. Οι δύο άντρες βρίσκονται σε τελείως διαφορετική θέση στην κοινωνική διαστρωμάτωση.
Φτωχός ντελιβεράς που θέλει να γίνει συγγραφέας ο Γιονγκσού, πλούσιος, σοφιστικέ, με διαμέρισμα στο Gangnam (ναι, αυτό του σιχαμερού τραγουδιού), το... Πανόραμα της Σεούλ, με αγνώστου προέλευσης περιουσία ο Μπεν. Η… πάλη των τάξεων έχει εδώ ως διακύβευμα την Χαέμι. Που, καταλαβαίνετε εύκολα προς τα πού τείνει εντέλει, έτσι; Κομβική σκηνή είναι εκείνη όπου τα τρία πρόσωπα συναντιούνται στο σπίτι του Γιονγκσού, στην επαρχία. Ένα σπίτι κοντά στα σύνορα με τη Βόρεια Κορέα – από τα μεγάφωνα της γείτονος ακούγονται διαρκώς προπαγανδιστικά ηχητικά μηνύματα. Η Χαέμι γυμνώνεται και χορεύει υπό τους ήχους της μουσικής του Miles Davis που έντυσε μυθικά την ταινία «Ασανσέρ για δολοφόνους». Σηκώνει τα χέρια ψηλά: συνεχίζει να προσπαθεί να ικανοποιήσει τη «μεγάλη πείνα». Ο Γιονγκσού της λέει κατάμουτρα πως είναι πουτάνα και ο Μπεν αργότερα εξομολογείται πως μια φορά κάθε δίμηνο, του αρέσει να καίει παρατημένα θερμοκήπια! Και ότι, ναι, πλησιάζει ξανά η ημερομηνία, και θα κάψει ένα ακόμα θερμοκήπιο, εκεί κοντά, στην περιοχή. Λέει αλήθεια; Ο Γιονγκσού ψάχνει τις επόμενες μέρες και δεν βρίσκει κανένα καμένο θερμοκήπιο.
Μετά την εξαφάνιση της Χαέμι παρακολουθεί τον Μπεν, για τον οποίο έχει υπόνοιες πως με κάποιον τρόπο έχει συμβάλει σε αυτήν την εξαφάνιση. Ο Μπεν που οδηγεί Πόρσε. Ο Μπεν που ζει σε φοβερό διαμέρισμα. Ο Μπεν που όταν βαριέται δεν το κρύβει καθόλου – χασμουριέται. Ο Μπεν που έχει ένα συρτάρι στο μπάνιο του, γεμάτο γυναικεία memorabilia. Κι αφού χάθηκε η Χαέμι, πού πήγε η γάτα της; Μήπως είναι η γάτα που έχει πάρει ο Μπεν στο διαμέρισμά του; Είπαμε, ο σκηνοθέτης μας μανιπουλάρει, μας οδηγεί σε συγκεκριμένη κατεύθυνση, αλλά δεν δίνει ποτέ απαντήσεις. Τις υποψιαζόμαστε. Ή αποφασίζουμε να δεχτούμε ως λογική αυτήν που ταιριάζει περισσότερο στη μενταλιτέ μας. Κατά μια έννοια η ταινία του έχει κάποιες ομοιότητες με την Άγρια αχλαδιά του Ceylan, που επίσης παίχτηκε στο διαγωνιστικό των Καννών και βγήκε πριν μια βδομάδα στις αίθουσες της χώρας μας.
Κι εκεί έχουμε βασικό ήρωα έναν συγγραφέα. Κι εκεί ο βασικός ήρωας νιώθει αμηχανία καθώς είναι θύμα του καπιταλισμού, χωρίς πολλές ευκαιρίες, με μόνιμα αδιέξοδα και γι' αυτό γεμάτος θυμό. Το βιβλίο, όμως, το έχει γράψει. Στην κορεάτικη ταινία, ο ήρωας ΘΑ γράψει το βιβλίο. Ή μήπως ότι βλέπουμε είναι της φαντασίας του; Είναι η πλοκή από το βιβλίο που γράφει; Είναι ο Μπεν όντως κάτι σαν τον Μεγάλο Γκάτσμπι; Και πού κολλάει σε όλα αυτά ο Φόκνερ; Μεγάλη ζημιά. Οι ερμηνείες είναι όλες τους εξαιρετικές. Ο Yoo Ah-in είναι σπουδαίος στο ρόλο του Γιονγκσού. Ο Steven Yeun (που παίζει με το πλήρες όνομά του Yeun Sang-yeop) είναι ο πιο διάσημος στο καστ, καθώς πρωταγωνιστεί στο «The Walking Dead» και δίνει μια αινιγματική εμπειρία ως Μπεν. Η αποκάλυψη όμως είναι η πρωτοεμφανιζόμενη Jun Jong-seo, στο ρόλο της Χαέμι. Κατορθώνει να συμπυκνώσει πίκρα, απελπισία, μελαγχολία και φοβερό σεξ απίλ ταυτόχρονα. Η σκηνή της παντομίμας, με το καθάρισμα του μανταρινιού, όπου πρωταγωνιστεί, είναι επίσης ζωτικής σημασίας. «Σημασία δεν έχει ότι προσποιούμαι πως κρατάω ένα μανταρίνι» λέει στον Γιονγκσού «αλλά πως ξεχνάω ότι ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ μανταρίνι»...
Το φινάλε έχει κάθαρση. Έχει φωτιά. Έχει γύμνωμα, κυριολεκτικά, μέσα στα χιόνια. Δεν έχει όμως καμία εξιλέωση. Δεν προσφέρει καμία ικανοποίηση στον θεατή. Δεν του δίνει το απαραίτητο closure. Και αφήνει ακόμα πολλά, πολλά, αναπάντητα ερωτήματα. Κι αν απλά η Χαέμι εξαφανίστηκε και δεν δολοφονήθηκε; Μεγάλος μάστορας ο Lee Chang-dong, από τους σημαντικότερους δημιουργούς στο παγκόσμιο στερέωμα, φτιάχνει μια ταινία εκτυφλωτικά σπουδαία. Το κοινό όμως, το μεγάλο κοινό, νομίζω πως δεν θα νιώσει ευχαρίστηση παρακολουθώντας την ταινία. Θα μείνει πάντοτε με καθηλωμένη την εκκρεμότητα. Όπως και να έχει, ο τολμών νικάει. Κι αυτός που... νιώθει!
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 10 Ιανουαρίου 2019 από την Seven Films!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική