του Asghar Farhadi. Με τους Penélope Cruz, Javier Bardem, Ricardo Darín, Eduard Fernández, Bárbara Lennie, Inma Cuesta, Elvira Mínguez, Ramón Barea, Carla Campra, Sara Sálamo, Roger Casamajor.
Κάποιος απήγαγε την κόρη της. Ποιος και γιατί;
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)
… κρατάς κρυμμένα μυστικά και ντοκουμέντα...
Ο Asghar Farhadi γεννήθηκε στις 7 Μαΐου του 1972 στο Ιράν. Το 2003 έγραψε το σενάριο και σκηνοθέτησε την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία με τίτλο «Raghs dar ghobar» (Dancing in the Dust). Ήδη από την πρώτη του ταινία ο Farhadi άρχισε να μαζεύει βραβεία: για τη συγκεκριμένη, το σημαντικότερο ήταν το βραβείο καλύτερης ανδρικής ερμηνείας στο φεστιβάλ της Μόσχας. Έναν χρόνο αργότερα ο Farhadi γύρισε την ταινία «Shah-re ziba» (Beautiful City, 2004). Κι αυτή η ταινία είχε σπουδαία φεστιβαλική καριέρα, με σπουδαιότερο από τα βραβεία που απέσπασε το Μεγάλο Βραβείο στο φεστιβάλ της Βαρσοβίας. Η πρώτη ταινία του Farhadi που είδαμε στην Ελλάδα ήταν η τέταρτη της καριέρας του. Ήταν το «Τι απέγινε η Έλι;» (Darbareye Elly, 2009). Η ταινία έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο φεστιβάλ Βερολίνου, στο διαγωνιστικό τμήμα, όπου τιμήθηκε με το βραβείο σκηνοθεσίας.
Η μεγάλη επιτυχία του Farhadi σημειώθηκε με την επόμενη ταινία του, που τον καθιέρωσε παγκοσμίως. Μιλάμε για την ταινία «Ένας χωρισμός» (Jodaeiye Nader az Simin, 2011). Η ταινία έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της επίσης στο Βερολίνο, όπου τιμήθηκε με τη Χρυσή Άρκτο καλύτερης ταινίας και για τα βραβεία τόσο ανδρικής όσο και γυναικείας ερμηνείας, για όλους τους άνδρες και τις γυναίκες ηθοποιούς της ταινίας! Αυτή ήταν μόνον η αρχή μιας λίστας που περιέλαβε τελικά πάνω από 70 βραβεία παγκοσμίως, μεταξύ των οποίων ήταν η Χρυσή Σφαίρα καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας, το Σεζάρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας και βεβαίως το Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας. Η επιτυχία της ταινίας «Ένας χωρισμός» και στην πατρίδα μας οδήγησε στο να βγει το 2012, με έξι χρόνια καθυστέρηση, και η τρίτη ταινία του Farhadi με τίτλο «Πυροτεχνήματα την Παρασκευή» (Chaharshanbe-soori, 2006). Ταινία που μεταξύ των άλλων είχε λάβει μέρος στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ του Λοκάρνο. Η επόμενη ταινία του ήταν η πρώτη που γύρισε έξω από το Ιράν και συγκεκριμένα στη Γαλλία. Μιλάμε για «Το παρελθόν» (Le passé, 2013). Η ταινία έλαβε μέρος στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Καννών, όπου τιμήθηκε με τα βραβεία της Οικουμενικής Επιτροπής και καλύτερης γυναικείας ερμηνείας για την Bérénice Bejo.
Ο Farhadi επέστρεψε στο Ιράν προκειμένου να γυρίσει την επόμενη ταινία του με τίτλο «Ο εμποράκος» (Forushande, 2016). Η ταινία έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στις Κάννες όπου συμμετείχε στο διαγωνιστικό τμήμα, κερδίζοντας τα βραβεία σεναρίου και ανδρικής ερμηνείας για τον Shahab Hosseini. Και με αυτό το φιλμ ο Farhadi κέρδισε για δεύτερη φορά Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας.
Η ταινία Το ξέρουν όλοι (Todos lo saben / Everybody Knows) είναι η όγδοη μεγάλου μήκους της καριέρας του και η δεύτερη που γύρισε εκτός Ιράν. Αποτέλεσε την ταινία με την οποία έγινε η επίσημη έναρξη του περασμένου φεστιβάλ των Καννών, όπου συμμετείχε κανονικά και στο διαγωνιστικό τμήμα. Μια ταινία που γυρίστηκε εξ ολοκλήρου στην Ισπανία και στα ισπανικά.
Η υπόθεση: Η Λάουρα επιστρέφει στη γενέτειρά της, μια μικρή πόλη έξω από τη Μαδρίτη, στην πατρίδα της, την Ισπανία, μετά από σχεδόν 20 χρόνια απουσίας στην Αργεντινή, προκειμένου να παραβρεθεί στο γάμο της μικρότερης αδελφής της, της Άννας. Μαζί της είναι η 16χρονη, πανέμορφη κόρη της, η Ιρένε, και ο πιτσιρικάς γιος της, ο Ντιέγκο. Μαζί της δεν είναι ο σύζυγός της, ο Αλεχάντρο, ο οποίος αναβάλλει την παρουσία του στο γάμο την τελευταία στιγμή, λόγω επαγγελματικών υποχρεώσεων. Η Λάουρα έχει και μία μεγαλύτερη αδελφή, τη Μαριάνα, που είναι η ιδιοκτήτρια ενός μικρού ξενοδοχείου στην πόλη, το οποίο διαχειρίζεται μαζί με τον σύζυγό της, Φερνάντο. Η κόρη τους, η Ρόσιο, ζει μαζί τους και φροντίζει τη μικρή της κόρη – με τον σύζυγό της είναι χωρισμένη.
Η Λάουρα είναι πραγματικά χαρούμενη που βλέπει όλους του αγαπημένους συγγενείς της αλλά και τον φίλο της από τα παλιά, τον Πάκο. Με το Πάκο υπήρξαν εραστές στο παρελθόν. Πλέον, ο Πάκο είναι παντρεμένος με μια άλλη γυναίκα, την Μπέα, με την οποία είναι τρελά ερωτευμένος. Είναι πλέον ιδιοκτήτης ενός αμπελώνα, που δίνει δουλειά σε πολλούς ανθρώπους στην περιοχή. Η Ιρένε, που πάσχει από άσθμα, δείχνει ιδιαίτερη συμπάθεια στον ανιψιό του Πάκο, τον Φελίπε και περνούν πολλές ώρες μαζί. Και μετά, έρχεται η τελετή. Όλα πηγαίνουν μια χαρά στο γάμο. Και στο πάρτι που ακολουθεί το κέφι εκτινάσσεται στα ύψη. Ακόμα και η διακοπή ρεύματος που συμβαίνει αναπάντεχα, δεν φαίνεται να επηρεάζει κανέναν. Η εξαφάνιση της Ιρένε, όμως, συγκλονίζει τη Λάουρα. Ποιος την έχει απαγάγει; Για ποιον λόγο; Και με αφορμή την απαγωγή, πόσα μυστικά και ψέματα θα αποκαλυφθούν;
Η άποψή μας: Κοίτα τώρα τι συμβαίνει σε αυτήν την περίπτωση. Ο Farhadi είναι ένας σκηνοθέτης (και σεναριογράφος, μην το ξεχνάνε ποτέ αυτό) ο οποίος μας έχει συνεπάρει με το έργο του. Τον γνωρίσαμε στην Ελλάδα με το άψογο, αντονιονικό «Τι απέγινε η Έλι;». Υπέγραψε την καλύτερή του ταινία αμέσως μετά: μιλάμε για το «Ένας χωρισμός». Έδειξε τα πρώτα σημάδια ύφεσης με «Το παρελθόν», την πρώτη του ταινία την οποία δεν γύρισε στη μητρική του γλώσσα. Ακολούθησε ο «Εμποράκος», με τον οποίο επέστρεψε σε φόρμα, και τώρα τούτο εδώ. Που είναι μια πάρα πολύ καλή ταινία. Είναι όμως μάλλον η πιο μέτρια στη φιλμογραφία του (να διευκρινίσουμε εδώ ότι δεν έχουμε δει τις δύο πρώτες του ταινίες). Κι όμως, η πιο μέτρια ταινία ενός σπουδαίου δημιουργού συνεχίζει να αποτελεί κάτι πολύ καλύτερο να δεις από τις καλύτερες ταινίες μέτριων και ατάλαντων ανθρώπων, που το παίζουν και μούρες. Εδώ, ο δημιουργός φαίνεται ότι την «πάτησε» κατά μία έννοια επειδή ίσως έβαλε λίιιιγο περισσότερο νερό στο... κρασί του (#diplhs).
Έχοντας στη διάθεσή του ένα καστ με ό,τι καλύτερο (και ό,τι πιο όμορφο!) έχει να προσφέρει η Ισπανία (και η Αργεντινή!) αυτήν τη στιγμή, θέλησε να φτιάξει κάτι που να συνδυάζει το δεδομένο του ταλέντο στην εξιστόρηση καθημερινών, ανθρώπινων ιστοριών που αγγίζουν σχεδόν το επίπεδο του θρίλερ, με κάτι που θα είναι εντελώς φιλικό με το μεγάλο κοινό, ενώ παράλληλα θα καλύπτει και τον εγωισμό των ηθοποιών του. Ένα μελόδραμα με στοιχεία φιλμ νουάρ για τις μάζες. Μια ταινία που, ενώ επικεντρώνεται σε μια οικογένεια, κάνει αναφορές στη μεγάλη εικόνα: είναι η κοινωνία όπου στην επιφάνεια, όλα είναι καλά, αλλά λίγα εκατοστά κάτω από την επιδερμίδα κρύβεται ατελείωτη, κακοφορμισμένη σήψη. Το τελικό αποτέλεσμα είναι μέσα στους στόχους που είχε θέσει ο Farhadi. Για πρώτη φορά, το πολύ μεγάλο κοινό θα τον ανακαλύψει – και θα το ευχαριστηθεί, γιατί να το κρύψομεν άλλωστε.
Όμως, οι πιο σινεφίλ, οι παλιοί του πιστοί, εκείνοι που έπιναν νερό στο όνομά του, καθώς κι εμείς, οι λεγόμενοι «επαγγελματίες» του χώρου (και βάζω τη λέξη σε εισαγωγικά μιας που τουλάχιστον στη χώρα μας, ελάχιστοι πλέον έχουν απομείνει όσοι πληρώνονται για να γράφουν για σινεμά), θα δείτε ότι θα είμαστε οι γκρινιάρηδες της παρέας. Εκείνοι με τις πιο πολλές αντιρρήσεις. Εκείνοι με τις πιο πολλές επιφυλάξεις. Κι αυτό επειδή ο άνθρωπος μας έχει καλομάθει τόσα χρόνια... Η ταινία ξεκινάει πολύ εντυπωσιακά και πολύ όμορφα. Μέσα σε έναν φωτισμένο από τον ήλιο κλειστό χώρο, υπάρχει μια κατασκευή, που κινείται και δημιουργεί ήχο. Υπάρχει κι ένα τεράστιο ρολόι – με μια μικρή τρύπα. Τόσο μικρή για να χωράνε σπουργίτια κι άλλα τοσοδούλικα πουλάκια, δεν χωράνε όμως περιστέρια. Ή εν πάση περιπτώσει, ένα περιστέρι που βρίσκεται στο χώρο αδυνατεί να βγει έξω. Είναι εγκλωβισμένο. «Είδε φως και μπήκε» αλλά δεν ξέρει πως να βγει.
Σαν τους ήρωες του μπουνιουελικού «Εξολοθρευτή άγγελου» - μπορεί να ακούγεται βλάσφημο αυτό, αλλά νομίζω πως κολλάει μια χαρά... Ο χώρος αυτός είναι το καμπαναριό μιας εκκλησίας. Θα το καταλάβουμε όταν ανοίξει το πλάνο και δούμε τις καμπάνες να χτυπούν. Αυτή είναι μία σκηνή που «προσφέρει» ο σκηνοθέτης στους παλιούς οπαδούς του. Και είναι η πρώτη από λίγες αλλά καίριες χριστιανικές – θρησκευτικές επισημάνσεις. Η θρησκεία σε εγκλωβίζει. Ok. Πολύ ωραία εικόνα, πολύ ωραία σκηνή, αλλά λίγο... άσχετη με ότι ακολουθήσει. Ή μήπως όχι; Ίσως, ίσως λέω, να σώζεται από το γεγονός ότι ο Farhadi θέλει να μιλήσει περισσότερο για την ηθική. Ηθική που σμιλεύεται από τη θρησκεία. Εξ ου το πρώτο πλάνο. Εξ ου και το τελευταίο πλάνο, στο οποίο ένα λάστιχο ρίχνει με δύναμη νερό στον σταυρό που δεσπόζει στο κέντρο της πλατείας όπου λαμβάνει χώρα το μικρό μας δράμα...
Ο δημιουργός παίρνει το χρόνο του για να μας συστήσει τους χαρακτήρες, να τους δώσει βάθος και υπόσταση. Είναι όλοι τους τόσο καλοί, τόσο όμορφοι, τα πάντα είναι ηλιόλουστα, «σήμερα γάμος γίνεται». Ναι, η χαρά όλων είναι μεγάλη, οι παραγωγοί κρασιού έχουν τη φάτσα του Bardem (μέχρι και τρακτέρ οδηγάει ο άτιμος!), τα κορίτσια είναι υπέροχα και ατίθασα, τα αγόρια γεμάτα ζωή και κάλλος. Πολύς φιλμικός χρόνος όμως περνάει. Πολύς. Για να γίνει πιο έντονη η αντίθεση με ότι θα ακολουθήσει; Μάλλον. Χρειαζόταν όμως καλύτερη διαχείριση. Κάποια στιγμή γίνεται ο γάμος, ακολουθεί γλέντι, η Ιρένε (η κόρη της Cruz στην ταινία) τα παίζει, πάει να ξαπλώσει κι όταν το γλέντι τελειώνει, η Ιρένε δεν είναι πουθενά. Τι απέγινε η Ιρένε; Γιατί η πόρτα του δωματίου όπου βρίσκονταν, ήταν κλειδωμένη από μέσα; Ποιος άφησε τα αποκόμματα από τις εφημερίδες που αναφέρονται σε παλιότερη περίπτωση απαγωγής, στο δωμάτιο όπου κοιμόταν ο αδελφός της Ιρένε; Γιατί ναι, για απαγωγή μιλάμε. Το πρώτο sms φτάνει στο κινητό της μητέρας: οι απαγωγείς ζητούν 300 χιλιάδες ευρώ ως λύτρα για να απελευθερώσουν την Ιρένε. Πού και πώς θα βρεθούν τα λεφτά;
Να πούμε πως η απαγωγή λαμβάνει χώρα όταν αρχίζει να βρέχει καταρρακτωδώς. Και οι απαγωγείς είχαν σκεφτεί μέχρι και να κόψουν το ρεύμα. Το σκηνικό αλλάζει. Κι ενώ ως τη στιγμή της απαγωγής νιώθαμε ότι βλέπαμε μια φωτογενή οικογενειακή κομεντί, λουσμένη στο φως, αμέσως μετά την απαγωγή, νιώθουμε ότι βλέπουμε κάτι που θα έγραφε η Αγκάθα Κρίστι αν ποτέ της έλεγαν ότι μια ταινία βασισμένη σε βιβλίο της θα παρουσιαζόταν στο κουλτουριάρικο (με ή χωρίς εισαγωγικά) φεστιβάλ των Καννών. Ποιοι είναι οι απαγωγείς; Πως μπόρεσαν να καταφέρουν κάτι τόσο δύσκολο ενώ στο σπίτι, την ώρα του γλεντιού, υπήρχαν τόσοι πολλοί καλεσμένοι; Μήπως είναι τα παιδιά από το κέντρο της απεξάρτησης, που προσλήφθηκαν να γυρίσουν το βίντεο του γάμου με κάμερα drone; Μήπως είναι κάποιοι από τους μετανάστες, που δουλεύουν στο αμπέλι του Πάκο; Μήπως ο... εχθρός βρίσκεται εντός των τοιχών;
Ξυπνάει ο Σέρλοκ Χολμς μέσα μας. Και μετά αρχίζουν οι αποκαλύψεις. Απανωτές. Δυνατές. Η μία μετά την άλλη. Το ξέρουν όλοι, λέει ειρωνικά ο τίτλος της ταινίας – που παραπέμπει φαλτσαριστά και στον Leonard Cohen. Μπα, κανείς δεν ξέρει, είναι το σωστό. Και ιδίως οι θεατές! Που βρίσκονται εξαπίνης να χρειάζεται να διαχειριστούν πολύ μεγάλο όγκο πληροφοριών, για τους ήρωες της ταινίας, τους οποίους νόμιζαν ότι γνώριζαν! Όχι όμως. Οι αποκαλύψεις είναι απανωτές. Και οι ανατροπές. Κι εδώ είναι η άλλη παγίδα στην οποία πέφτει ο Ιρανός. Οι απανωτές αποκαλύψεις και ανατροπές οδηγούν τον θεατή σε αντίδραση που ξεκινάει από ένα σημείο και μετά από την αδιαφορία και φτάνει μέχρι την απαξίωση. Γιατί μετά από τόσο build-up, στο φινάλε έχεις μια αίσθηση τύπου «αυτό ήταν;». Και υπάρχουν και σκηνές όπως πχ εκείνη όπου ο Πάκο είναι σε ένα καφέ, μιλάει με τον γαμπρό της Λάουρα, και βλέπει στο μπαλκόνι ενός ξενοδοχείου μια γυναικάρα με τεράστια στήθη. Η οποία τον βλέπει που τη βλέπει και του χαμογελάει! Γιατί έπρεπε να μείνει στο μοντάζ; Για να μας δείξει ο Farhadi ότι ο Πάκο είναι γκομενιάρης, οπότε ήταν γκομενιάρης και στο παρελθόν; Μα το γνωρίζουμε ήδη από άλλα στοιχεία...
Αν έπρεπε να διαλέξουμε μία παράμετρο της ταινίας που πιάνει άριστες επιδόσεις, αυτή δεν θα μπορούσε να είναι άλλη από τη διεύθυνση φωτογραφίας. Ο José Luis Alcaine, εκ των μονίμων συνεργατών του Pedro Almodovar, κάνει θαύματα σε οποιεσδήποτε συνθήκες του ζητήθηκε να γυρίσει. Μπράβο του. Εν κατακλείδι, αυτή είναι μια ταινία που θα καταγραφεί ως η πιο εμπορική του Farhadi έως σήμερα, όντας κάτι σαν ένα best of του. Ωραία πράγματα δηλαδή και γνωστά αλλά όχι κάτι καινούριο που θα σε αιφνιδιάσει. Για όσους άκουγαν «Ιρανός σκηνοθέτης» κι έφευγαν τρέχοντας, εδώ το φωτογενές ζευγάρι Cruz – Bardem θα λειτουργήσει ως κράχτης για να ανακαλύψουν τον συγκεκριμένο. Και να τον εκτιμήσουν.
Και το επιμύθιο: όσο καλά κι αν φροντίσεις να κρύψεις κάτι από το παρελθόν για το οποίο δεν είσαι περήφανος, τόσο εκείνο θα βρει τρόπο να αποκαλυφθεί στο παρόν. Νομοτέλεια. Και μετά την αποκάλυψη τίποτε δεν μένει ίδιο. Ε;
Η υπόθεση: Η Λάουρα επιστρέφει στη γενέτειρά της, μια μικρή πόλη έξω από τη Μαδρίτη, στην πατρίδα της, την Ισπανία, μετά από σχεδόν 20 χρόνια απουσίας στην Αργεντινή, προκειμένου να παραβρεθεί στο γάμο της μικρότερης αδελφής της, της Άννας. Μαζί της είναι η 16χρονη, πανέμορφη κόρη της, η Ιρένε, και ο πιτσιρικάς γιος της, ο Ντιέγκο. Μαζί της δεν είναι ο σύζυγός της, ο Αλεχάντρο, ο οποίος αναβάλλει την παρουσία του στο γάμο την τελευταία στιγμή, λόγω επαγγελματικών υποχρεώσεων. Η Λάουρα έχει και μία μεγαλύτερη αδελφή, τη Μαριάνα, που είναι η ιδιοκτήτρια ενός μικρού ξενοδοχείου στην πόλη, το οποίο διαχειρίζεται μαζί με τον σύζυγό της, Φερνάντο. Η κόρη τους, η Ρόσιο, ζει μαζί τους και φροντίζει τη μικρή της κόρη – με τον σύζυγό της είναι χωρισμένη.
Η Λάουρα είναι πραγματικά χαρούμενη που βλέπει όλους του αγαπημένους συγγενείς της αλλά και τον φίλο της από τα παλιά, τον Πάκο. Με το Πάκο υπήρξαν εραστές στο παρελθόν. Πλέον, ο Πάκο είναι παντρεμένος με μια άλλη γυναίκα, την Μπέα, με την οποία είναι τρελά ερωτευμένος. Είναι πλέον ιδιοκτήτης ενός αμπελώνα, που δίνει δουλειά σε πολλούς ανθρώπους στην περιοχή. Η Ιρένε, που πάσχει από άσθμα, δείχνει ιδιαίτερη συμπάθεια στον ανιψιό του Πάκο, τον Φελίπε και περνούν πολλές ώρες μαζί. Και μετά, έρχεται η τελετή. Όλα πηγαίνουν μια χαρά στο γάμο. Και στο πάρτι που ακολουθεί το κέφι εκτινάσσεται στα ύψη. Ακόμα και η διακοπή ρεύματος που συμβαίνει αναπάντεχα, δεν φαίνεται να επηρεάζει κανέναν. Η εξαφάνιση της Ιρένε, όμως, συγκλονίζει τη Λάουρα. Ποιος την έχει απαγάγει; Για ποιον λόγο; Και με αφορμή την απαγωγή, πόσα μυστικά και ψέματα θα αποκαλυφθούν;
Η άποψή μας: Κοίτα τώρα τι συμβαίνει σε αυτήν την περίπτωση. Ο Farhadi είναι ένας σκηνοθέτης (και σεναριογράφος, μην το ξεχνάνε ποτέ αυτό) ο οποίος μας έχει συνεπάρει με το έργο του. Τον γνωρίσαμε στην Ελλάδα με το άψογο, αντονιονικό «Τι απέγινε η Έλι;». Υπέγραψε την καλύτερή του ταινία αμέσως μετά: μιλάμε για το «Ένας χωρισμός». Έδειξε τα πρώτα σημάδια ύφεσης με «Το παρελθόν», την πρώτη του ταινία την οποία δεν γύρισε στη μητρική του γλώσσα. Ακολούθησε ο «Εμποράκος», με τον οποίο επέστρεψε σε φόρμα, και τώρα τούτο εδώ. Που είναι μια πάρα πολύ καλή ταινία. Είναι όμως μάλλον η πιο μέτρια στη φιλμογραφία του (να διευκρινίσουμε εδώ ότι δεν έχουμε δει τις δύο πρώτες του ταινίες). Κι όμως, η πιο μέτρια ταινία ενός σπουδαίου δημιουργού συνεχίζει να αποτελεί κάτι πολύ καλύτερο να δεις από τις καλύτερες ταινίες μέτριων και ατάλαντων ανθρώπων, που το παίζουν και μούρες. Εδώ, ο δημιουργός φαίνεται ότι την «πάτησε» κατά μία έννοια επειδή ίσως έβαλε λίιιιγο περισσότερο νερό στο... κρασί του (#diplhs).
Έχοντας στη διάθεσή του ένα καστ με ό,τι καλύτερο (και ό,τι πιο όμορφο!) έχει να προσφέρει η Ισπανία (και η Αργεντινή!) αυτήν τη στιγμή, θέλησε να φτιάξει κάτι που να συνδυάζει το δεδομένο του ταλέντο στην εξιστόρηση καθημερινών, ανθρώπινων ιστοριών που αγγίζουν σχεδόν το επίπεδο του θρίλερ, με κάτι που θα είναι εντελώς φιλικό με το μεγάλο κοινό, ενώ παράλληλα θα καλύπτει και τον εγωισμό των ηθοποιών του. Ένα μελόδραμα με στοιχεία φιλμ νουάρ για τις μάζες. Μια ταινία που, ενώ επικεντρώνεται σε μια οικογένεια, κάνει αναφορές στη μεγάλη εικόνα: είναι η κοινωνία όπου στην επιφάνεια, όλα είναι καλά, αλλά λίγα εκατοστά κάτω από την επιδερμίδα κρύβεται ατελείωτη, κακοφορμισμένη σήψη. Το τελικό αποτέλεσμα είναι μέσα στους στόχους που είχε θέσει ο Farhadi. Για πρώτη φορά, το πολύ μεγάλο κοινό θα τον ανακαλύψει – και θα το ευχαριστηθεί, γιατί να το κρύψομεν άλλωστε.
Όμως, οι πιο σινεφίλ, οι παλιοί του πιστοί, εκείνοι που έπιναν νερό στο όνομά του, καθώς κι εμείς, οι λεγόμενοι «επαγγελματίες» του χώρου (και βάζω τη λέξη σε εισαγωγικά μιας που τουλάχιστον στη χώρα μας, ελάχιστοι πλέον έχουν απομείνει όσοι πληρώνονται για να γράφουν για σινεμά), θα δείτε ότι θα είμαστε οι γκρινιάρηδες της παρέας. Εκείνοι με τις πιο πολλές αντιρρήσεις. Εκείνοι με τις πιο πολλές επιφυλάξεις. Κι αυτό επειδή ο άνθρωπος μας έχει καλομάθει τόσα χρόνια... Η ταινία ξεκινάει πολύ εντυπωσιακά και πολύ όμορφα. Μέσα σε έναν φωτισμένο από τον ήλιο κλειστό χώρο, υπάρχει μια κατασκευή, που κινείται και δημιουργεί ήχο. Υπάρχει κι ένα τεράστιο ρολόι – με μια μικρή τρύπα. Τόσο μικρή για να χωράνε σπουργίτια κι άλλα τοσοδούλικα πουλάκια, δεν χωράνε όμως περιστέρια. Ή εν πάση περιπτώσει, ένα περιστέρι που βρίσκεται στο χώρο αδυνατεί να βγει έξω. Είναι εγκλωβισμένο. «Είδε φως και μπήκε» αλλά δεν ξέρει πως να βγει.
Σαν τους ήρωες του μπουνιουελικού «Εξολοθρευτή άγγελου» - μπορεί να ακούγεται βλάσφημο αυτό, αλλά νομίζω πως κολλάει μια χαρά... Ο χώρος αυτός είναι το καμπαναριό μιας εκκλησίας. Θα το καταλάβουμε όταν ανοίξει το πλάνο και δούμε τις καμπάνες να χτυπούν. Αυτή είναι μία σκηνή που «προσφέρει» ο σκηνοθέτης στους παλιούς οπαδούς του. Και είναι η πρώτη από λίγες αλλά καίριες χριστιανικές – θρησκευτικές επισημάνσεις. Η θρησκεία σε εγκλωβίζει. Ok. Πολύ ωραία εικόνα, πολύ ωραία σκηνή, αλλά λίγο... άσχετη με ότι ακολουθήσει. Ή μήπως όχι; Ίσως, ίσως λέω, να σώζεται από το γεγονός ότι ο Farhadi θέλει να μιλήσει περισσότερο για την ηθική. Ηθική που σμιλεύεται από τη θρησκεία. Εξ ου το πρώτο πλάνο. Εξ ου και το τελευταίο πλάνο, στο οποίο ένα λάστιχο ρίχνει με δύναμη νερό στον σταυρό που δεσπόζει στο κέντρο της πλατείας όπου λαμβάνει χώρα το μικρό μας δράμα...
Ο δημιουργός παίρνει το χρόνο του για να μας συστήσει τους χαρακτήρες, να τους δώσει βάθος και υπόσταση. Είναι όλοι τους τόσο καλοί, τόσο όμορφοι, τα πάντα είναι ηλιόλουστα, «σήμερα γάμος γίνεται». Ναι, η χαρά όλων είναι μεγάλη, οι παραγωγοί κρασιού έχουν τη φάτσα του Bardem (μέχρι και τρακτέρ οδηγάει ο άτιμος!), τα κορίτσια είναι υπέροχα και ατίθασα, τα αγόρια γεμάτα ζωή και κάλλος. Πολύς φιλμικός χρόνος όμως περνάει. Πολύς. Για να γίνει πιο έντονη η αντίθεση με ότι θα ακολουθήσει; Μάλλον. Χρειαζόταν όμως καλύτερη διαχείριση. Κάποια στιγμή γίνεται ο γάμος, ακολουθεί γλέντι, η Ιρένε (η κόρη της Cruz στην ταινία) τα παίζει, πάει να ξαπλώσει κι όταν το γλέντι τελειώνει, η Ιρένε δεν είναι πουθενά. Τι απέγινε η Ιρένε; Γιατί η πόρτα του δωματίου όπου βρίσκονταν, ήταν κλειδωμένη από μέσα; Ποιος άφησε τα αποκόμματα από τις εφημερίδες που αναφέρονται σε παλιότερη περίπτωση απαγωγής, στο δωμάτιο όπου κοιμόταν ο αδελφός της Ιρένε; Γιατί ναι, για απαγωγή μιλάμε. Το πρώτο sms φτάνει στο κινητό της μητέρας: οι απαγωγείς ζητούν 300 χιλιάδες ευρώ ως λύτρα για να απελευθερώσουν την Ιρένε. Πού και πώς θα βρεθούν τα λεφτά;
Να πούμε πως η απαγωγή λαμβάνει χώρα όταν αρχίζει να βρέχει καταρρακτωδώς. Και οι απαγωγείς είχαν σκεφτεί μέχρι και να κόψουν το ρεύμα. Το σκηνικό αλλάζει. Κι ενώ ως τη στιγμή της απαγωγής νιώθαμε ότι βλέπαμε μια φωτογενή οικογενειακή κομεντί, λουσμένη στο φως, αμέσως μετά την απαγωγή, νιώθουμε ότι βλέπουμε κάτι που θα έγραφε η Αγκάθα Κρίστι αν ποτέ της έλεγαν ότι μια ταινία βασισμένη σε βιβλίο της θα παρουσιαζόταν στο κουλτουριάρικο (με ή χωρίς εισαγωγικά) φεστιβάλ των Καννών. Ποιοι είναι οι απαγωγείς; Πως μπόρεσαν να καταφέρουν κάτι τόσο δύσκολο ενώ στο σπίτι, την ώρα του γλεντιού, υπήρχαν τόσοι πολλοί καλεσμένοι; Μήπως είναι τα παιδιά από το κέντρο της απεξάρτησης, που προσλήφθηκαν να γυρίσουν το βίντεο του γάμου με κάμερα drone; Μήπως είναι κάποιοι από τους μετανάστες, που δουλεύουν στο αμπέλι του Πάκο; Μήπως ο... εχθρός βρίσκεται εντός των τοιχών;
Ξυπνάει ο Σέρλοκ Χολμς μέσα μας. Και μετά αρχίζουν οι αποκαλύψεις. Απανωτές. Δυνατές. Η μία μετά την άλλη. Το ξέρουν όλοι, λέει ειρωνικά ο τίτλος της ταινίας – που παραπέμπει φαλτσαριστά και στον Leonard Cohen. Μπα, κανείς δεν ξέρει, είναι το σωστό. Και ιδίως οι θεατές! Που βρίσκονται εξαπίνης να χρειάζεται να διαχειριστούν πολύ μεγάλο όγκο πληροφοριών, για τους ήρωες της ταινίας, τους οποίους νόμιζαν ότι γνώριζαν! Όχι όμως. Οι αποκαλύψεις είναι απανωτές. Και οι ανατροπές. Κι εδώ είναι η άλλη παγίδα στην οποία πέφτει ο Ιρανός. Οι απανωτές αποκαλύψεις και ανατροπές οδηγούν τον θεατή σε αντίδραση που ξεκινάει από ένα σημείο και μετά από την αδιαφορία και φτάνει μέχρι την απαξίωση. Γιατί μετά από τόσο build-up, στο φινάλε έχεις μια αίσθηση τύπου «αυτό ήταν;». Και υπάρχουν και σκηνές όπως πχ εκείνη όπου ο Πάκο είναι σε ένα καφέ, μιλάει με τον γαμπρό της Λάουρα, και βλέπει στο μπαλκόνι ενός ξενοδοχείου μια γυναικάρα με τεράστια στήθη. Η οποία τον βλέπει που τη βλέπει και του χαμογελάει! Γιατί έπρεπε να μείνει στο μοντάζ; Για να μας δείξει ο Farhadi ότι ο Πάκο είναι γκομενιάρης, οπότε ήταν γκομενιάρης και στο παρελθόν; Μα το γνωρίζουμε ήδη από άλλα στοιχεία...
Αν έπρεπε να διαλέξουμε μία παράμετρο της ταινίας που πιάνει άριστες επιδόσεις, αυτή δεν θα μπορούσε να είναι άλλη από τη διεύθυνση φωτογραφίας. Ο José Luis Alcaine, εκ των μονίμων συνεργατών του Pedro Almodovar, κάνει θαύματα σε οποιεσδήποτε συνθήκες του ζητήθηκε να γυρίσει. Μπράβο του. Εν κατακλείδι, αυτή είναι μια ταινία που θα καταγραφεί ως η πιο εμπορική του Farhadi έως σήμερα, όντας κάτι σαν ένα best of του. Ωραία πράγματα δηλαδή και γνωστά αλλά όχι κάτι καινούριο που θα σε αιφνιδιάσει. Για όσους άκουγαν «Ιρανός σκηνοθέτης» κι έφευγαν τρέχοντας, εδώ το φωτογενές ζευγάρι Cruz – Bardem θα λειτουργήσει ως κράχτης για να ανακαλύψουν τον συγκεκριμένο. Και να τον εκτιμήσουν.
Και το επιμύθιο: όσο καλά κι αν φροντίσεις να κρύψεις κάτι από το παρελθόν για το οποίο δεν είσαι περήφανος, τόσο εκείνο θα βρει τρόπο να αποκαλυφθεί στο παρόν. Νομοτέλεια. Και μετά την αποκάλυψη τίποτε δεν μένει ίδιο. Ε;
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 25 Δεκεμβρίου 2018 από την Seven Films!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική