του Brian Henson. Με τους Melissa McCarthy, Maya Rudolph, Joel McHale, Elizabeth Banks και τις φωνές των Bill Barretta, Dorien Davies, Kevin Clash.
Μάπα Σόου...
του zerVo (@moviesltd)
Μπατσικό ντουέτο. Δεν υπάρχει πιο εξαντλημένη περίπτωση στο σινεμά, αφού στο διάβα του χρόνου, έχουμε δει τα πάντα, από την πιο απλή, ίσαμε την πλέον εξεζητημένη συνύπαρξη. Κομπανιέροι κανονικοί, δύο λευκοί, ένας λευκός κι ένας μαύρος, δύο μαύροι, εναλλαγές με κανέναν πορτορικάνο, δίδυμο αντρικό, γυναικείο, μεικτό ενίοτε, δίδυμο με μαύρο και κινέζο, δίδυμο με αγαθό και διεφθαρμένο, δίδυμο με κουστουμάτο και μις αμέρικα, δίδυμο με οικογενειάρχη και έναν που το μάτι του γυαλίζει, δίδυμο με αστυνομικό και υπόδικο, δίδυμο με υπαστυνόμο και με σκύλο, δίδυμο με γιάνκη και σοβιετικό, δίδυμο με γήινο και άλιεν, μέχρι και δίδυμο επιθεωρητή με ζωγραφισμένο κούνελο έχει υπάρξει. Τι πιθανολογείς, πως σώθηκε η λίστα? Όχι δα, αφού οι μια φορά κι έναν καιρό αγαπημένοι μας Σίσαμι Στριτ, στην διάδοχη κατάσταση τους πια, δεν είχαν πει ακόμα την τελευταία τους λέξη.
Κάτω από τον καυτό ήλιο του Λος Άντζελες, της μητρόπολη της Καλιφόρνια, εδώ και χρόνια συνυπάρχουν, όχι και τόσο αρμονικά, άνθρωποι και μαριονέτες, σε μια κοινοτική μίξη που μόνιμα έχει σαν αποτέλεσμα τις κόντρες και τις προστριβές ανάμεσα στα δύο είδη. Έχοντας αποπεμφθεί από το Σώμα για ένα τεράστιο σφάλμα που υπέπεσε εν ώρα καθήκοντος, ο ζορισμένος ψυχικά όσο και μοναχικός ιδιωτικός ντετέκτιβ, κούκλος Φιλ Φϊλιπς, θα δεχτεί εντελώς αναπάντεχα στο γραφείο του την επίσκεψη μιας ελκυστικής ομοίου του, ζητώντας του την βοήθεια του για να αποκαλύψει ποιοι κρύβονται πίσω από τα απειλητικά μηνύματα που εκείνη λαμβάνει. Τα πράγματα θα χειροτερέψουν, ενόσω το ένα μετά το άλλο τα μέλη του καστ μιας παλιάς τηλεοπτικής εκπομπής με λούτρινους, θα δολοφονηθούν βίαια, με εκείνον ανήμπορο να μην μπορεί να αποτρέψει το μοιραίο.
Είναι προφανώς η στιγμή που θα κληθεί να ενώσει και πάλι τις δυνάμεις του με την πρώην συνεργάτιδα του, αστυνομικό Κόνι Έντουαρντς, που τα χνώτα τους δεν ταιριάζουν πια, για να λύσουν από κοινού τον γρίφο, φτάνοντας μέχρι τον δολοφόνο. Κατόρθωμα που για τον σκυθρωπό Φιλ φαντάζει σαν λύτρωση, μιας και αποτελεί μιας πρώτης τάξης ευκαιρία να αποκαταστήσει το όνομα του στην πιάτσα. Πέφτοντας πανεύκολα στην ερωτική παγίδα της φαμ φατάλ Σάντρα, θα πέσει σε συνεχόμενα λάθη, που θα τον αποπροσανατολίσουν από τον τελικό του στόχο.
Κάτω λοιπόν από αυτή την ιδιόμορφη περίσταση, έχοντας να αποδεχθείς το γεγονός πως χιούμανς και πάππετς ορίζουν μέλη πια της ίδιας κοινωνίας, ξετυλίγεται ένα νέο νουάρ, που μοιάζει βγαλμένο μέσα από τις σελίδες του Elmore Leonard, στόχο του όμως δεν έχει να στήσει μια (πειραγμένη έστω) ίντριγκα της προκοπής, μα να σατιρίσει καταστάσεις, με τρόπο αδέξιο και ενίοτε απρεπή. Στο επίκεντρο της πλοκής, βρίσκεται ένας τύπος στημένος κατ εικόνα και ομοίωση του Κολόμπο, που περιφέρεται φορώντας μια τριμμένη, βρώμικη μπεζ καπαρντίνα και ουσιαστικά αποτελεί κακό μαντάτο για όποιον τον συναντήσει. Πολύ απλά διότι στην επόμενη σεκάνς, με τρόπο βάναυσο - για κούκλα - θα βρεθεί νεκρός! Το βασικό πρόβλημα είναι που οι υπεύθυνοι της παραγωγής, εκτίμησαν πως αυτά τα φονικά, μπορούν να προβάλλουν ως ανέκδοτο, ανεβάζοντας το κέφι του κοινού, που ανάθεμα αν κατάλαβε τι πρόκειται να παρακολουθήσει, αποφασίζοντας να κόψει μπιλιέτο για να εισέλθει στην σκοτεινή αίθουσα.
Κανένα αστείο, καμία πλάκα, ούτε καν η dumb and dumber αχτένιστη φάτσα του private investigator μπορεί να ορίσει κάτι τέτοιο, ειδικά όταν ο χαρακτήρας του πέφτει σε συνεχείς χοντράδες που μάλλον αποκρουστικές μοιάζουν, παρά διασκεδαστικές. Η σχέση δε που αναπτύσσεται με την πάρτνερ του στην δίωξη του εγκλήματος, μόνο ως άγαρμπη μπορεί να οριστεί, από την ώρα που την υπεράνω (με τάσεις ρατσιστικές στην πρώτη της εμφάνιση) αστυνομικίνα, υποδύεται η ασυμπάθιστη Melissa McCarthy του πενιχρού κωμικού ταλέντου, σε αντίθεση με το υψηλό γκελ που έχει κατορθώσει στο (αμερικάνικο και μόνο) κοινό.
Σκηνοθετημένο με την ελάχιστη έμπνευση από τον Brian Henson, έναν τύπο που η τύχη του τον όρισε ως κληρονόμο της μυθικής Jim Henson Co., της μπράντας που όσο καμία άλλη όρισε στις δεκαετίες των 70 και 80 την έννοια της ευρηματικής κωμωδίας μέσα από τα επεισόδια (και τα κατοπινά φιλμικά τεύχη) των Μάπετς, το The Happytime Murders αποτυγχάνει παντελώς στο πλάνο του, να ορίσει έναν νέο, μοντέρνο δρόμο για τις δημοφιλέστατες μαριονέτες. Με υπόθεση καταφανώς αντιγραμμένη από το επαναστατικό για την εποχή του Who Framed Roger Rabbit, το πολύ άσχημα στημένο στο πόδι νουαράκι δεν αποκτά ποτέ του το παραμικρό ενδιαφέρον, κάνοντας ακόμη και τα σκάρτα 80 λεπτά της διάρκειας του να μοιάζουν αιώνας. Και είναι κρίμα που ένα τέτοιο θρυλικό όνομα σαν του Henson τσαλαπατιέται με τέτοιο άσχημο τρόπο στον βωμό της εμπορικότητας. Φάουλ...
Είναι προφανώς η στιγμή που θα κληθεί να ενώσει και πάλι τις δυνάμεις του με την πρώην συνεργάτιδα του, αστυνομικό Κόνι Έντουαρντς, που τα χνώτα τους δεν ταιριάζουν πια, για να λύσουν από κοινού τον γρίφο, φτάνοντας μέχρι τον δολοφόνο. Κατόρθωμα που για τον σκυθρωπό Φιλ φαντάζει σαν λύτρωση, μιας και αποτελεί μιας πρώτης τάξης ευκαιρία να αποκαταστήσει το όνομα του στην πιάτσα. Πέφτοντας πανεύκολα στην ερωτική παγίδα της φαμ φατάλ Σάντρα, θα πέσει σε συνεχόμενα λάθη, που θα τον αποπροσανατολίσουν από τον τελικό του στόχο.
Κάτω λοιπόν από αυτή την ιδιόμορφη περίσταση, έχοντας να αποδεχθείς το γεγονός πως χιούμανς και πάππετς ορίζουν μέλη πια της ίδιας κοινωνίας, ξετυλίγεται ένα νέο νουάρ, που μοιάζει βγαλμένο μέσα από τις σελίδες του Elmore Leonard, στόχο του όμως δεν έχει να στήσει μια (πειραγμένη έστω) ίντριγκα της προκοπής, μα να σατιρίσει καταστάσεις, με τρόπο αδέξιο και ενίοτε απρεπή. Στο επίκεντρο της πλοκής, βρίσκεται ένας τύπος στημένος κατ εικόνα και ομοίωση του Κολόμπο, που περιφέρεται φορώντας μια τριμμένη, βρώμικη μπεζ καπαρντίνα και ουσιαστικά αποτελεί κακό μαντάτο για όποιον τον συναντήσει. Πολύ απλά διότι στην επόμενη σεκάνς, με τρόπο βάναυσο - για κούκλα - θα βρεθεί νεκρός! Το βασικό πρόβλημα είναι που οι υπεύθυνοι της παραγωγής, εκτίμησαν πως αυτά τα φονικά, μπορούν να προβάλλουν ως ανέκδοτο, ανεβάζοντας το κέφι του κοινού, που ανάθεμα αν κατάλαβε τι πρόκειται να παρακολουθήσει, αποφασίζοντας να κόψει μπιλιέτο για να εισέλθει στην σκοτεινή αίθουσα.
Κανένα αστείο, καμία πλάκα, ούτε καν η dumb and dumber αχτένιστη φάτσα του private investigator μπορεί να ορίσει κάτι τέτοιο, ειδικά όταν ο χαρακτήρας του πέφτει σε συνεχείς χοντράδες που μάλλον αποκρουστικές μοιάζουν, παρά διασκεδαστικές. Η σχέση δε που αναπτύσσεται με την πάρτνερ του στην δίωξη του εγκλήματος, μόνο ως άγαρμπη μπορεί να οριστεί, από την ώρα που την υπεράνω (με τάσεις ρατσιστικές στην πρώτη της εμφάνιση) αστυνομικίνα, υποδύεται η ασυμπάθιστη Melissa McCarthy του πενιχρού κωμικού ταλέντου, σε αντίθεση με το υψηλό γκελ που έχει κατορθώσει στο (αμερικάνικο και μόνο) κοινό.
Σκηνοθετημένο με την ελάχιστη έμπνευση από τον Brian Henson, έναν τύπο που η τύχη του τον όρισε ως κληρονόμο της μυθικής Jim Henson Co., της μπράντας που όσο καμία άλλη όρισε στις δεκαετίες των 70 και 80 την έννοια της ευρηματικής κωμωδίας μέσα από τα επεισόδια (και τα κατοπινά φιλμικά τεύχη) των Μάπετς, το The Happytime Murders αποτυγχάνει παντελώς στο πλάνο του, να ορίσει έναν νέο, μοντέρνο δρόμο για τις δημοφιλέστατες μαριονέτες. Με υπόθεση καταφανώς αντιγραμμένη από το επαναστατικό για την εποχή του Who Framed Roger Rabbit, το πολύ άσχημα στημένο στο πόδι νουαράκι δεν αποκτά ποτέ του το παραμικρό ενδιαφέρον, κάνοντας ακόμη και τα σκάρτα 80 λεπτά της διάρκειας του να μοιάζουν αιώνας. Και είναι κρίμα που ένα τέτοιο θρυλικό όνομα σαν του Henson τσαλαπατιέται με τέτοιο άσχημο τρόπο στον βωμό της εμπορικότητας. Φάουλ...
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 27 Δεκεμβρίου 2018 από την Odeon!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική