του Jean-Stéphane Sauvaire. Με τους Joe Cole, Vithaya Pansringarm, Panya Yimmumphai, Somluck Kamsing
To Εξπρές της Άπω Ανατολής
του zerVo (@moviesltd)
Το βιβλίο Μια Προσευχή πριν την Αυγή: Εφιάλτης στην Ταϊλάνδη, που κυκλοφόρησε το 2014 από την Ιρλανδέζικη φίρμα Maverick House, είναι στην πραγματικότητα μια συλλογή αναμνήσεων από τα δύο και κάτι χρόνια που πέρασε, κάτω από συνθήκες απάνθρωπες και αβάστακτες στις διαβόητες για την σκληρότητα τους φυλακές Νακόν Πατόμ, ένας Ευρωπαίος, Βρετανός πολίτης. Ένας μοναχικός άντρας, που αναζητώντας την επαγγελματική τύχη του στον βόθρο αυτό της γης, έπεσε ο ίδιος μέσα στην παγίδα και έζησε ένα τρομακτικό όνειρο χωρίς τελειωμό, που κανείς δεν μπορεί ούτε καν να φανταστεί. Τα απομνημονεύματα του εσώκλειστου, που γράφτηκαν κατόπιν της απέλασης και επιστεροφής του στα πάτρια εδάφη, αποτέλεσαν την ιδανική βάση για το συγκλονιστικής αφήγησης φιλμ A Prayer Before Dawn, που για να το παρακολουθήσει κάποιος, θα χρειαστεί γερό στομάχι. Πολύ γερό!
Απομακρυσμένος από την οικογένεια του και χωρίς ελπίδα για σοβαρό μέλλον στην χώρα του την Ιρλανδία, ο εικοσάχρονος Μπίλι Μουρ, θα αναζητήσει ένα καλύτερο αύριο στον πλέον ανορθόδοξο τόπο αυτού του κόσμου, στην πρωτεύουσα της διαφθοράς Μπανγκόκ. Ικανότατος στο να μοιράζει γροθιές πάνω στο ρινγκ, ως δυναμικός πυγμάχος ελαφρών βαρών, ο Μπίλι πολύ γρήγορα θα εξελιχθεί σε διάσημο μποξέρ συμμετέχοντας σε αγώνες παράνομου στοιχηματισμού, που λαμβάνουν χώρα σε σιχαμερά κατώγια της Ασιανής μεγαλούπολης. Ο εθισμός του στις ναρκωτικές ουσίες, πολύ σύντομα θα τον θέσει στο στόχαστρο των αστυνομικών αρχών, δράση παραβατική που θα οδηγήσει στην σύλληψη του και κατόπιν πολύ σύντομης δίκης στην φυλάκιση του με την ποινή της τριετούς κάθειρξης. Είναι η στιγμή που θα ξεκινήσει για τον ζορισμένο ψυχικά Μπίλι η κάθοδος στην κόλαση...
Κι αυτό διότι ακόμη και η έννοια της περιοριστικής, ακόμη και σκληρής καθημερινότητας, στενής όπως την έχει - ως δυτικός - στο μυαλό του, δεν ισχύει σε αυτό το βρωμερό θάλαμο, όπου θα κληθεί να συμβιώσει με 70 ακόμη συγκρατούμενους. Ο μόνος λευκός, ανάμεσα σε ένα τσούρμο αποβράσματα του υποκόσμου, που δεν δείχνουν τον παραμικρό σεβασμό στην ανθρώπινη υπόσταση και δεν διστάζουν να την αφαιρέσουν για ψύλλου πήδημα. Άντρες μηδενικοί και μηδενισμένοι από ένα κοινωνικό σύστημα απίστευτης ανισότητας, γεννημένοι μέσα στην παρανομία και φτιαγμένοι να την υπηρετούν, όσο χρόνο θα παραμείνουν ποτέ τους έξω από τα κάγκελα, αφού ο προορισμός τους είναι ένας και μοναδικός. να διαβούν το κατώφλι του κολαστηρίου και να μην επιστρέψουν ποτέ στον έξω κόσμο, τουλάχιστον ζωντανοί ή αρτιμελείς. Σίγουρα όχι μετανοημένοι ή έτοιμοι να ενταχθούν ξανά στο κοινωνικό περιβάλλον, το ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα δηλαδή από εκείνο που στοχεύει ένα σύγχρονο σωφρονιστικό σύστημα. Και όχι αυτός εδώ ο οχετός, όπου οι ζώντες κοιμούνται - κυριολεκτικά - αγκαλιά με τους πεθαμένους, πάνω σε χαρτόκουτα γεμάτα αίματα και εμετούς, ακριβώς την στιγμή που δίπλα τους συμβαίνει εν ψυχρώ βιασμός - φονικό ή ακόμη χειρότερα αυτοκτονία. Και ο Μεγάλος Αδελφός απλώς στρίβει το βλέμμα αδιάφορος, ικανοποιημένος που όλοι αυτοί οι λεχρίτες με τις μούρες τίγκα στα τατού, δεν κυκλοφορούν παραόξω, χαλώντας την τουριστική εικόνα μιας πόλης, που έτσι κι αλλιώς φημίζεται για την δυσωδία της.
Ενδεχόμενα η σεναριακή βάση να έχει στο επίκεντρο της μια και μοναδική προσωπικότητα, έναν ταλαιπωρημένο ναρκομανή, σχεδόν τελειωμένο από την χρήση του ντόπιου κρακ, του γιάμπα, που μαζί με την ηρωίνη τον έχουν μετατρέψει σε ζόμπι, στην πραγματικότητα όμως η επιθυμία του δημιουργού είναι να αποτυπώσει την φρικαλεότητα του συνόλου. Η κάμερα του άγνωστου μου μέχρι τα χτες Φραντσέζου σκηνοθέτη Jean-Stéphane Sauvaire, που του βγάζω για την ρεαλιστική του ματιά μια καπελαδούρα ίσαμε τον ουρανό, είναι καρφωμένη πάνω στην ράχη του παγιδευμένου Βρετανόπαιδου, προκειμένου να φωτογραφήσει όλα όσα συμβαίνουν μέσα στο φρικαλέο ίδρυμα, μέσα από την δική του POV, την μη συνηθισμένη στο να πρέπει να συμβιώσει με τον οχετό τον ίδιο. Και από την στιγμή που περνά για πρώτη φορά τα σίδερα, το ένα σοκ, λεπτό με το λεπτό, θα δώσει την σκυτάλη σε ένα επόμενο, ακόμη πιο καθηλωτικό. Αρχικά για εκείνον και κατοπινά για τον θεατή που αναγκαστικά πάσχει μαζί του. Δεν μιλούμε για μια ακόμη ταινία φυλακών. Από αυτές πια έχουμε δει τα πάντα, πάθη, συμμαχίες, μάχες, προδοσίες, αποδράσεις... Εδώ είναι κάτι άλλο, κάτι πολύ διαφορετικό. Δεν συζητάμε για την βαναυσότητα του οποιουδήποτε φρέσκου, αλλά για το αληθινά εγκληματικό προσωπείο μιας ολόκληρης αντι-κοινωνίας.
Στην ουσία η μεταφορά των γραπτών του βιβλίου στο εκράν, όχι εν είδει biopic, αφού πολύ σύντομα δεν μας νοιάζει κάτι τέτοιο, με αρκετές δραματουργικές προσθήκες (η ερωτική σχέση με την τρανσέξουαλ για παράδειγμα είναι εμφανές, ίσως και με αδέξια μέθοδο, πως είναι εμβόλιμο στοιχείο του σκριπτ) πετυχαίνει απόλυτα στο να αποδώσει το επιθυμητό αποτέλεσμα. Η κλειστοφοβική ατμόσφαιρα που ζέχνει κάτουρο και αίμα, πριμοδοτείται από την παρουσία δεκάδων - μπορεί και εκατοντάδων - πρώην πραγματικών φυλακισμένων στο κάτεργο, αλλά και μπάτσων γουρουνιών που βαράνε στο ψαχνό, τυλίγοντας κατά τέτοιο τρόπο το στόρι που παρακαλάς να έρθει το τέλος και να γλυτώσεις κι εσύ ο ίδιος σκάζοντας το από το τρελοκομείο. Φως στο μακρύ σκοτεινιασμένο τούνελ, που δεν διαφαίνεται παρά μόνο στην τρίτη πράξη, όπου το μουάι τάι εισβάλλει στην πλοκή, δημιουργώντας την μοναδική διέξοδο προς την ελευθερία για τον Μουρ.
Υψηλού επιπέδου ερμηνεία, αβανταδόρικη μεν, αλλά και δύσκολα εκτελέσιμη σε όχι λίγα της σημεία, για τον φέρελπι Joe Cole, που οι τηλεορασάκηδες ήδη γνωρίζουν από την μεγάλη επιτυχία του Peaky Blinders. Ο μικρός όχι απλώς τσαλακώνει την ξανθωπή ευαίσθητη μορφή του, καταύμαυρος και γεμάτος μώλωπες από τις αλλεπάλληλες γροθιές που δέχεται, αλλά και αποδίδει συνεπέστατα τον ρόλο του, προτάσσοντας κατά πως πρέπει τις απαιτούμενες υπερβολές. Θυμίζοντας σε αρκετά σημεία την ανάλογα ποιοτική ερμηνεία του Jack O'Connell στο (πιο ολοκληρωμένο ως κινηματογραφικό έργο) Starred Up, ενός ταλέντου που χάθηκε αναίτια, κάτι που ελπίζω να μην επαναληφθεί και με τον τριαντάχρονο Λονδρέζο εδώ. Που με πλήθος δραματικών (έως και πονεμένων) εκφράσεων σηκώνει στις ράχες του αυτή την δύσκολα λησμονίσιμη, ντοκιμαντερίστικης υφής prison movie, που άφησε σύξυλες τις Κάννες λόγω των κτηνωδιών που περιγράφει, δυο Μάηδες πριν.
Κι αυτό διότι ακόμη και η έννοια της περιοριστικής, ακόμη και σκληρής καθημερινότητας, στενής όπως την έχει - ως δυτικός - στο μυαλό του, δεν ισχύει σε αυτό το βρωμερό θάλαμο, όπου θα κληθεί να συμβιώσει με 70 ακόμη συγκρατούμενους. Ο μόνος λευκός, ανάμεσα σε ένα τσούρμο αποβράσματα του υποκόσμου, που δεν δείχνουν τον παραμικρό σεβασμό στην ανθρώπινη υπόσταση και δεν διστάζουν να την αφαιρέσουν για ψύλλου πήδημα. Άντρες μηδενικοί και μηδενισμένοι από ένα κοινωνικό σύστημα απίστευτης ανισότητας, γεννημένοι μέσα στην παρανομία και φτιαγμένοι να την υπηρετούν, όσο χρόνο θα παραμείνουν ποτέ τους έξω από τα κάγκελα, αφού ο προορισμός τους είναι ένας και μοναδικός. να διαβούν το κατώφλι του κολαστηρίου και να μην επιστρέψουν ποτέ στον έξω κόσμο, τουλάχιστον ζωντανοί ή αρτιμελείς. Σίγουρα όχι μετανοημένοι ή έτοιμοι να ενταχθούν ξανά στο κοινωνικό περιβάλλον, το ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα δηλαδή από εκείνο που στοχεύει ένα σύγχρονο σωφρονιστικό σύστημα. Και όχι αυτός εδώ ο οχετός, όπου οι ζώντες κοιμούνται - κυριολεκτικά - αγκαλιά με τους πεθαμένους, πάνω σε χαρτόκουτα γεμάτα αίματα και εμετούς, ακριβώς την στιγμή που δίπλα τους συμβαίνει εν ψυχρώ βιασμός - φονικό ή ακόμη χειρότερα αυτοκτονία. Και ο Μεγάλος Αδελφός απλώς στρίβει το βλέμμα αδιάφορος, ικανοποιημένος που όλοι αυτοί οι λεχρίτες με τις μούρες τίγκα στα τατού, δεν κυκλοφορούν παραόξω, χαλώντας την τουριστική εικόνα μιας πόλης, που έτσι κι αλλιώς φημίζεται για την δυσωδία της.
Ενδεχόμενα η σεναριακή βάση να έχει στο επίκεντρο της μια και μοναδική προσωπικότητα, έναν ταλαιπωρημένο ναρκομανή, σχεδόν τελειωμένο από την χρήση του ντόπιου κρακ, του γιάμπα, που μαζί με την ηρωίνη τον έχουν μετατρέψει σε ζόμπι, στην πραγματικότητα όμως η επιθυμία του δημιουργού είναι να αποτυπώσει την φρικαλεότητα του συνόλου. Η κάμερα του άγνωστου μου μέχρι τα χτες Φραντσέζου σκηνοθέτη Jean-Stéphane Sauvaire, που του βγάζω για την ρεαλιστική του ματιά μια καπελαδούρα ίσαμε τον ουρανό, είναι καρφωμένη πάνω στην ράχη του παγιδευμένου Βρετανόπαιδου, προκειμένου να φωτογραφήσει όλα όσα συμβαίνουν μέσα στο φρικαλέο ίδρυμα, μέσα από την δική του POV, την μη συνηθισμένη στο να πρέπει να συμβιώσει με τον οχετό τον ίδιο. Και από την στιγμή που περνά για πρώτη φορά τα σίδερα, το ένα σοκ, λεπτό με το λεπτό, θα δώσει την σκυτάλη σε ένα επόμενο, ακόμη πιο καθηλωτικό. Αρχικά για εκείνον και κατοπινά για τον θεατή που αναγκαστικά πάσχει μαζί του. Δεν μιλούμε για μια ακόμη ταινία φυλακών. Από αυτές πια έχουμε δει τα πάντα, πάθη, συμμαχίες, μάχες, προδοσίες, αποδράσεις... Εδώ είναι κάτι άλλο, κάτι πολύ διαφορετικό. Δεν συζητάμε για την βαναυσότητα του οποιουδήποτε φρέσκου, αλλά για το αληθινά εγκληματικό προσωπείο μιας ολόκληρης αντι-κοινωνίας.
Στην ουσία η μεταφορά των γραπτών του βιβλίου στο εκράν, όχι εν είδει biopic, αφού πολύ σύντομα δεν μας νοιάζει κάτι τέτοιο, με αρκετές δραματουργικές προσθήκες (η ερωτική σχέση με την τρανσέξουαλ για παράδειγμα είναι εμφανές, ίσως και με αδέξια μέθοδο, πως είναι εμβόλιμο στοιχείο του σκριπτ) πετυχαίνει απόλυτα στο να αποδώσει το επιθυμητό αποτέλεσμα. Η κλειστοφοβική ατμόσφαιρα που ζέχνει κάτουρο και αίμα, πριμοδοτείται από την παρουσία δεκάδων - μπορεί και εκατοντάδων - πρώην πραγματικών φυλακισμένων στο κάτεργο, αλλά και μπάτσων γουρουνιών που βαράνε στο ψαχνό, τυλίγοντας κατά τέτοιο τρόπο το στόρι που παρακαλάς να έρθει το τέλος και να γλυτώσεις κι εσύ ο ίδιος σκάζοντας το από το τρελοκομείο. Φως στο μακρύ σκοτεινιασμένο τούνελ, που δεν διαφαίνεται παρά μόνο στην τρίτη πράξη, όπου το μουάι τάι εισβάλλει στην πλοκή, δημιουργώντας την μοναδική διέξοδο προς την ελευθερία για τον Μουρ.
Υψηλού επιπέδου ερμηνεία, αβανταδόρικη μεν, αλλά και δύσκολα εκτελέσιμη σε όχι λίγα της σημεία, για τον φέρελπι Joe Cole, που οι τηλεορασάκηδες ήδη γνωρίζουν από την μεγάλη επιτυχία του Peaky Blinders. Ο μικρός όχι απλώς τσαλακώνει την ξανθωπή ευαίσθητη μορφή του, καταύμαυρος και γεμάτος μώλωπες από τις αλλεπάλληλες γροθιές που δέχεται, αλλά και αποδίδει συνεπέστατα τον ρόλο του, προτάσσοντας κατά πως πρέπει τις απαιτούμενες υπερβολές. Θυμίζοντας σε αρκετά σημεία την ανάλογα ποιοτική ερμηνεία του Jack O'Connell στο (πιο ολοκληρωμένο ως κινηματογραφικό έργο) Starred Up, ενός ταλέντου που χάθηκε αναίτια, κάτι που ελπίζω να μην επαναληφθεί και με τον τριαντάχρονο Λονδρέζο εδώ. Που με πλήθος δραματικών (έως και πονεμένων) εκφράσεων σηκώνει στις ράχες του αυτή την δύσκολα λησμονίσιμη, ντοκιμαντερίστικης υφής prison movie, που άφησε σύξυλες τις Κάννες λόγω των κτηνωδιών που περιγράφει, δυο Μάηδες πριν.
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 6 Δεκεμβρίου 2018 από την Odeon!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική