του Gustav Möller. Με τους Jakob Cedergren, Jessica Dinnage, Johan Olsen, Omar Shargawi.
Ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω...
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)
Άλλη μια βαρετή ημέρα στη δουλειά... not!
Ο Gustav Möller γεννήθηκε το 1988 στο Γκέτεμποργκ της Σουηδίας. Είναι δηλαδή μόλις 30 ετών. Αποφοίτησε από την Εθνική Σχολή Κινηματογράφου με την ταινία «In Darkness», η οποία κέρδισε το βραβείο Next Generation Award της πόλης Χάουγκεσουντ. Αυτή είναι η πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία. Μια ταινία που έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο περασμένο φεστιβάλ του Σάντανς, όπου κέρδισε το βραβείο κοινού στο τμήμα World Cinema. Μια ταινία που προβλήθηκε σε μπόλικα φεστιβάλ από τότε κι έφτασε και στη Θεσσαλονίκη για να διεκδικήσει τον Χρυσό Αλέξανδρο καλύτερης ταινίας. Τελικά, στη Θεσσαλονίκη τιμήθηκε με το βραβεία καλύτερης ανδρικής ερμηνείας για τον Jakob Cedergren και με το βραβείο κοινού.
Η ταινία Ο ένοχος (Den skyldige / The Guilty) αποτελεί την επίσημη πρόταση της Δανίας για το μη Αγγλόφωνο Όσκαρ. Και μάλιστα είναι ανάμεσα στις εννέα ταινίες που επιλέχθηκαν στην περίφημη shortlist από την οποία θα προκύψουν οι τελικές πέντε ταινίες, που θα διεκδικήσουν το βαρύτιμο βραβείο. Και κάτι ακόμα, που μας μεταφέρει στη σφαίρα των… μέντιουμ: στις 6 Νοεμβρίου, μετά τη θέαση της ταινίας στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, γράφαμε στην ανταπόκρισή μας: «Πάρα πολύ καλό θρίλερ που νομίζω μέσα στο 2020 το αργότερο θα είναι έτοιμο για να δούμε και το αμερικάνικο ριμέικ του. Αποκλείεται να το αφήσουν ανεκμετάλλευτο τέτοιο διαμαντάκι οι χολιγουντιανοί». Και στις 10 Δεκεμβρίου – έναν μόλις μήνα μετά δηλαδή – διαβάσαμε άρθρο στο Variety που έλεγε ακριβώς αυτό: έχουν ήδη αγοραστεί τα δικαιώματα για να γυριστεί ριμέικ, με τον Jake Gyllenhaal να προαλείφεται για τον πρωταγωνιστικό ρόλο! Αυτά είναι...
Η υπόθεση: Ο Άσγκερ είναι ένας αστυνομικός που, καθώς εκκρεμεί έρευνα εναντίον του για κάτι στο οποίο έχει μπλέξει, κάτι στα όρια του νόμιμου, παίρνει δυσμενή (έτσι φαίνεται στον ίδιο τουλάχιστον) μετάθεση και κάνει βάρδιες στο τηλεφωνικό κέντρο της Άμεσης Δράσης στην Κοπεγχάγη. Είναι μια δουλειά που δεν τη γουστάρει: θέλει να βρίσκεται έξω, στους δρόμους, εκεί όπου υπάρχει δράση, εκεί όπου μπορεί να σταματήσει το κακό. Ένα απόγευμα, το τελευταίο πριν περάσει από ακρόαση για την πράξη για την οποία ελέγχεται, δέχεται ένα τηλεφώνημα από μια γυναίκα. Ο Άσγκερ καταλαβαίνει πως η γυναίκα έχει πέσει θύμα απαγωγής. Καθηλωμένος στην καρέκλα του, αναγκάζεται να πείσει άλλους να γίνουν τα μάτια και τα αυτιά του, καθώς αποκαλύπτεται σταδιακά το μέγεθος του εγκλήματος. Αλλά και το ποιος είναι πραγματικά ο ένοχος...
Η άποψή μας: Ό,τι έχετε διαβάσει για το συγκεκριμένο φιλμ είναι αληθινό! Πρόκειται για μια από τις πιο συναρπαστικές ταινίες που έχουμε δει τελευταία, με το σασπένς να βαράει κόκκινο σε κάθε δευτερόλεπτο. Προσωπικά, είμαι λάτρης αυτού του είδους ταινιών - ας τις βαφτίσω κλειστοφοβικά θρίλερ. Όλη (ή η περισσότερη) δράση περιορίζεται μέσα σε έναν πεπερασμένο χώρο, απ' όπου δεν υπάρχει καμία διαφυγή (κυριολεκτικά ή μεταφορικά). Στην ταινία «Buried» ο Ryan Reynolds προσπαθούσε να βγει ζωντανός από ένα φέρετρο θαμμένο στη γη, χωρίς να μπορεί να γνωρίζει ούτε καν που βρισκόταν ακριβώς! Στην ταινία «Σε λάθος χρόνο» ο Tom Hardy προσπαθούσε να διορθώσει όλα τα κακώς κείμενα της ζωής του μέσα σε μια νύχτα, ευρισκόμενος μέσα στο αμάξι του, οδηγώντας. Ακόμα ακόμα στην ταινία «Τηλεφωνικός θάλαμος» ο Colin Farrell προσπαθούσε να μείνει ζωντανός και να σώσει κι άλλους ευρισκόμενος καθηλωμένος στον τηλεφωνικό θάλαμο, κάπου στη Νέα Υόρκη, μιλώντας με τον «κακό» της ταινίας.
Στην περίπτωσή μας ο Άσγκερ (τρομερή δουλειά από τον Jakob Cedergren) βρίσκεται κλεισμένος μέσα στα γραφεία της Άμεσης Δράσης. Και πρέπει να σώσει μια γυναίκα που έχει πέσει θύμα απαγωγής. Αλλά έχει να αντιμετωπίσει και το δικό του δράμα, τη δική του ψυχική αναταραχή: είναι ανήσυχος, με εκρήξεις βίας, καθόλου ευγενικός, απότομος, τρώγεται με τα ρούχα του, τον κατατρώνε οι Ερινύες: παλεύει με τη συνείδησή του. Πέρα από το γεγονός ότι από το πρώτο ως το τελευταίο λεπτό ο σκηνοθέτης μας έχει καρφωμένους στην καρέκλα, υπάρχει μια ανατροπή που οδηγεί την ταινία σε ακόμα υψηλότερες επιδόσεις. Είναι ο καταλύτης που την οδηγεί σε υπαρξιακές αναζητήσεις και σε τρομερές αναρωτήσεις σχετικά με το τι είναι σωστό και τι λάθος. Τι είναι ηθικό και τι ανήθικο. Ποιος είναι αθώος και ποιος ένοχος.
Δεν είναι χωρίς ψεγάδια η ταινία, αλλά ρε παιδιά, ο άνθρωπος έκανε μια ταινιάρα με δυνατότερο όπλο του το σενάριο! Είναι αυτή μια ακριβή ταινία; Αδυνατώ να φανταστώ ότι δεν θα μπορούσε να γυριστεί με ελάχιστο μπάτζετ από τον οποιονδήποτε. Το σενάριο όμως είναι… όλα τα λεφτά. Και η σκηνοθετική αντιμετώπιση και το μοντάζ, εντάξει, εννοείται. Πολύ εύκολα το εξαιρετικό σενάριο θα ξευτιλιζόταν ή θα οδηγούσε στην κούραση αν ο σκηνοθέτης δεν έβρισκε τρόπους να κρατάει τον θεατή σε εγρήγορση, τόσο παρακολουθώντας το ξεδίπλωμα της ιστορίας όσο και σε ότι αφορά το οπτικό επίπεδο. Διάφορες γωνίες τοποθέτησης της κάμερας, πολλά κοντινά (να βλέπουμε τον ιδρώτα του ήρωά μας, την αγωνία του, τον πόνο του, να καταλαβαίνουμε πως πρέπει να σώσει τη γυναίκα αυτή, πρέπει να το κάνει για να εξιλεωθεί ο ίδιος, γιατί τα έχει κάνει λίγο σκατά), μικρά ιντερλούδια για να πάρουμε και μια ανάσα – ακόμα και το πέταγμα ενός αναβράζοντος δισκίου φαρμάκου σε ένα ποτήρι νερό δίνει την απαραίτητη ανάσα, να ξαποστάσουμε λίγο και μετά βουρ και πάλι στον ίλιγγο – μέχρι και το χιούμορ επιστρατεύει πολύ έξυπνα ο σκηνοθέτης (και συνσεναριογράφος) για να χαλαρώνουν οι θεατές.
Το περιστατικό με την ποδηλάτισσα δηλαδή δίνει στον θεατή το δικαίωμα να κάψει λίγη αδρεναλίνη, να μην κινείται μονίμως στα κόκκινα. Η μεγαλύτερη επιτυχία του νεαρού σκηνοθέτη είναι ακριβώς αυτή: δίνει πάσα στους θεατές να κάνουν εικόνα όλα όσα ακούει ο Άσγκερ από την άλλη άκρη του τηλεφώνου. Και ο κάθε θεατής φτιάχνει τη δική του εικόνα. Στο τέλος, οι ένοχοι είναι περισσότεροι του ενός. Και παραδόξως, το γεγονός ότι δεν κατακρίνεται by the way και η άτιμη κοινωνία, δεν λειτουργεί αρνητικά για την ταινία. Ίσα ίσα. Δεν χρειάζεται εδώ να δοθεί πολιτική ή κοινωνική χροιά στα τεκταινόμενα. Δεν χρειάζεται γιατί δεν προσφέρει κάτι παραπάνω. Δεν χρειάζεται να μας πουλήσει φύκια για μεταξωτές κορδέλες ο άνθρωπος. Και μπράβο του.
Το τελικό αποτέλεσμα τον δικαιώνει απόλυτα. Και ικανοποιεί τους θεατές στο μέγιστο βαθμό.
Η υπόθεση: Ο Άσγκερ είναι ένας αστυνομικός που, καθώς εκκρεμεί έρευνα εναντίον του για κάτι στο οποίο έχει μπλέξει, κάτι στα όρια του νόμιμου, παίρνει δυσμενή (έτσι φαίνεται στον ίδιο τουλάχιστον) μετάθεση και κάνει βάρδιες στο τηλεφωνικό κέντρο της Άμεσης Δράσης στην Κοπεγχάγη. Είναι μια δουλειά που δεν τη γουστάρει: θέλει να βρίσκεται έξω, στους δρόμους, εκεί όπου υπάρχει δράση, εκεί όπου μπορεί να σταματήσει το κακό. Ένα απόγευμα, το τελευταίο πριν περάσει από ακρόαση για την πράξη για την οποία ελέγχεται, δέχεται ένα τηλεφώνημα από μια γυναίκα. Ο Άσγκερ καταλαβαίνει πως η γυναίκα έχει πέσει θύμα απαγωγής. Καθηλωμένος στην καρέκλα του, αναγκάζεται να πείσει άλλους να γίνουν τα μάτια και τα αυτιά του, καθώς αποκαλύπτεται σταδιακά το μέγεθος του εγκλήματος. Αλλά και το ποιος είναι πραγματικά ο ένοχος...
Η άποψή μας: Ό,τι έχετε διαβάσει για το συγκεκριμένο φιλμ είναι αληθινό! Πρόκειται για μια από τις πιο συναρπαστικές ταινίες που έχουμε δει τελευταία, με το σασπένς να βαράει κόκκινο σε κάθε δευτερόλεπτο. Προσωπικά, είμαι λάτρης αυτού του είδους ταινιών - ας τις βαφτίσω κλειστοφοβικά θρίλερ. Όλη (ή η περισσότερη) δράση περιορίζεται μέσα σε έναν πεπερασμένο χώρο, απ' όπου δεν υπάρχει καμία διαφυγή (κυριολεκτικά ή μεταφορικά). Στην ταινία «Buried» ο Ryan Reynolds προσπαθούσε να βγει ζωντανός από ένα φέρετρο θαμμένο στη γη, χωρίς να μπορεί να γνωρίζει ούτε καν που βρισκόταν ακριβώς! Στην ταινία «Σε λάθος χρόνο» ο Tom Hardy προσπαθούσε να διορθώσει όλα τα κακώς κείμενα της ζωής του μέσα σε μια νύχτα, ευρισκόμενος μέσα στο αμάξι του, οδηγώντας. Ακόμα ακόμα στην ταινία «Τηλεφωνικός θάλαμος» ο Colin Farrell προσπαθούσε να μείνει ζωντανός και να σώσει κι άλλους ευρισκόμενος καθηλωμένος στον τηλεφωνικό θάλαμο, κάπου στη Νέα Υόρκη, μιλώντας με τον «κακό» της ταινίας.
Στην περίπτωσή μας ο Άσγκερ (τρομερή δουλειά από τον Jakob Cedergren) βρίσκεται κλεισμένος μέσα στα γραφεία της Άμεσης Δράσης. Και πρέπει να σώσει μια γυναίκα που έχει πέσει θύμα απαγωγής. Αλλά έχει να αντιμετωπίσει και το δικό του δράμα, τη δική του ψυχική αναταραχή: είναι ανήσυχος, με εκρήξεις βίας, καθόλου ευγενικός, απότομος, τρώγεται με τα ρούχα του, τον κατατρώνε οι Ερινύες: παλεύει με τη συνείδησή του. Πέρα από το γεγονός ότι από το πρώτο ως το τελευταίο λεπτό ο σκηνοθέτης μας έχει καρφωμένους στην καρέκλα, υπάρχει μια ανατροπή που οδηγεί την ταινία σε ακόμα υψηλότερες επιδόσεις. Είναι ο καταλύτης που την οδηγεί σε υπαρξιακές αναζητήσεις και σε τρομερές αναρωτήσεις σχετικά με το τι είναι σωστό και τι λάθος. Τι είναι ηθικό και τι ανήθικο. Ποιος είναι αθώος και ποιος ένοχος.
Δεν είναι χωρίς ψεγάδια η ταινία, αλλά ρε παιδιά, ο άνθρωπος έκανε μια ταινιάρα με δυνατότερο όπλο του το σενάριο! Είναι αυτή μια ακριβή ταινία; Αδυνατώ να φανταστώ ότι δεν θα μπορούσε να γυριστεί με ελάχιστο μπάτζετ από τον οποιονδήποτε. Το σενάριο όμως είναι… όλα τα λεφτά. Και η σκηνοθετική αντιμετώπιση και το μοντάζ, εντάξει, εννοείται. Πολύ εύκολα το εξαιρετικό σενάριο θα ξευτιλιζόταν ή θα οδηγούσε στην κούραση αν ο σκηνοθέτης δεν έβρισκε τρόπους να κρατάει τον θεατή σε εγρήγορση, τόσο παρακολουθώντας το ξεδίπλωμα της ιστορίας όσο και σε ότι αφορά το οπτικό επίπεδο. Διάφορες γωνίες τοποθέτησης της κάμερας, πολλά κοντινά (να βλέπουμε τον ιδρώτα του ήρωά μας, την αγωνία του, τον πόνο του, να καταλαβαίνουμε πως πρέπει να σώσει τη γυναίκα αυτή, πρέπει να το κάνει για να εξιλεωθεί ο ίδιος, γιατί τα έχει κάνει λίγο σκατά), μικρά ιντερλούδια για να πάρουμε και μια ανάσα – ακόμα και το πέταγμα ενός αναβράζοντος δισκίου φαρμάκου σε ένα ποτήρι νερό δίνει την απαραίτητη ανάσα, να ξαποστάσουμε λίγο και μετά βουρ και πάλι στον ίλιγγο – μέχρι και το χιούμορ επιστρατεύει πολύ έξυπνα ο σκηνοθέτης (και συνσεναριογράφος) για να χαλαρώνουν οι θεατές.
Το περιστατικό με την ποδηλάτισσα δηλαδή δίνει στον θεατή το δικαίωμα να κάψει λίγη αδρεναλίνη, να μην κινείται μονίμως στα κόκκινα. Η μεγαλύτερη επιτυχία του νεαρού σκηνοθέτη είναι ακριβώς αυτή: δίνει πάσα στους θεατές να κάνουν εικόνα όλα όσα ακούει ο Άσγκερ από την άλλη άκρη του τηλεφώνου. Και ο κάθε θεατής φτιάχνει τη δική του εικόνα. Στο τέλος, οι ένοχοι είναι περισσότεροι του ενός. Και παραδόξως, το γεγονός ότι δεν κατακρίνεται by the way και η άτιμη κοινωνία, δεν λειτουργεί αρνητικά για την ταινία. Ίσα ίσα. Δεν χρειάζεται εδώ να δοθεί πολιτική ή κοινωνική χροιά στα τεκταινόμενα. Δεν χρειάζεται γιατί δεν προσφέρει κάτι παραπάνω. Δεν χρειάζεται να μας πουλήσει φύκια για μεταξωτές κορδέλες ο άνθρωπος. Και μπράβο του.
Το τελικό αποτέλεσμα τον δικαιώνει απόλυτα. Και ικανοποιεί τους θεατές στο μέγιστο βαθμό.
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 27 Δεκεμβρίου 2018 από την One From The Heart!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική