του Travis Knight. Με τους Hailee Steinfeld, John Cena, Jorge Lendeborg Jr.,John Ortiz, Jason Drucker, Pamela Adlon.
Don't Say A Prayer For Me Now...
του zerVo (@moviesltd)
Απολογισμός: Το franchise καταμετρά ήδη πέντε επεισόδια, άπαντα υπογραφής του μια φορά κι έναν καιρό Μίδα της καταστροφολογικής περιπέτειας Michael Bay, που είναι κι ο βασικός υπεύθυνος της φιλμικής μεταφοράς στην μεγάλη οθόνη των μορφών των πολύχρωμων παιχνιδιών της Hasbro. Στο άθροισμα των μεγεθών του κόστους και της εμπορικής απόδοσης του κάθε τσάπτερ, προσμετρούμε τα του ορίτζιναλ Transformers (150 εκ / 700 εκ), του Revenge Of The Fallen (200 εκ / 850 εκ), του Dark Of The Moon (195 εκ / 1,1 δις), του Age Of Extinction (210 εκ / 1,1 δις) και του The Last Knight (260 εκ / 600 εκ) για να βγάλουμε το συνολικό αποτέλεσμα δαπάνης 900 εκατομμυρίων δολαρίων, με απόδοση στα ταμεία μεγαλύτερη από 4μισι δισεκατομμύρια!!!! Αναμφίβολα αναφερόμαστε σε έναν από τους πιο προσοδοφόρους τίτλους στα χρονικά, οπότε ακόμη κι αν το ρεκόρ της πέμπτης στην σειρά ταινία δεν ήταν και το πιο επιθυμητό, δεν θα ήταν δυνατόν η Paramount να εγκαταλείψει ένα τέτοιο χρυσό τζακ ποτ στην τύχη του, μη επιχειρώντας ακόμη ένα γερό ριμπούτ. Και με τον Bumblebee, τουλάχιστον ως αναβάθμιση του περιορισμένου ενδιαφέροντος της θεματικής, κατόπιν της πεντάδας που τα είπε και τα έδειξε όλα, το στούντιο δεν τα πήγε και άσχημα.
Στον μακρινό πλανήτη Σάιμπετρον, ο εμφύλιος πόλεμος ανάμεσα στους Ότομποτς και τους Ντισέπτικονς καλά κρατεί, με τους δεύτερους να έχουν αποκτήσει το πάνω χέρι στην κούρσα της τελικής επικράτησης. Λίγο πριν σημάνουν την υποχώρηση ο ηγέτης των Ότομποτς, Όπτιμους Πράιμ, θα αποφασίσει να αποστείλει στην Γη τον έμπιστο ανιχνευτή του B-127, δίνοντας του την εντολή να ανακαλύψει τις ικανές συνθήκες εκείνες που θα επιτρέψουν στο είδος του να κτίσει μια βάση ανασύνταξης σε έναν καινούργιο κόσμο. Η αποστολή αυτή, ελεγχόμενη από τον πανίσχυρο και ανελέητο εχθρό, θα στεφθεί με ολοκληρωτική αποτυχία, καθώς το ρομπότ ανιχνευτής, ευρισκόμενο σε μειονεκτική θέση και κόντρα σε δύο αντιπάλους, θα τεθεί εκτός λειτουργίας, μια για πάντα.
Η χρονιά είναι το 1987 και η ανήσυχη έφηβη Τσάρλι Γουάτσον, δίχως να έχει συνέλθει ακόμη από τον αιφνίδιο χαμό του πατέρα της, προσπαθεί να ορθοποδήσει, ξοδεύοντας τον ελεύθερο της χρόνο στο αγαπημένο σημείο του σπιτιού της, το ξεχασμένο γκαράζ με τα εργαλεία. Το δώρο γενεθλίων του καλού της θείου και μαντρά αυτοκινήτων Χανκ, ένα ταλαιπωρημένο κατακίτρινο κατσαριδάκι της Βόλκσβάγκεν, θα της δώσει την χαρά που τόσο καιρό αναζητούσε, αλλά και την ευθύνη να το συνεφέρει προκειμένου να το κάνει και πάλι κινήσιμο. Προς τεράστια έκπληξη της όμως, θα αντιληφθεί πως δεν πρόκειται για ένα οποιοδήποτε μπιτλ, από εκείνα που κινούνται κατά μυριάδες στους δρόμους, αλλά για το μεταλλικό προκάλυμμα που έχει χρησιμοποιήσει ο B-127 για να κρύψει το κουφάρι του από τους Ντισέπτικονς, το οποίο και θα επαναφέρει σε λειτουργία. Με την μόνη διαφορά πως πλέον το ρομπότ έχοντας απολέσει πέρα από την μνήμη και την πλακέτα της φωνής, δεν μπορεί να επικοινωνήσει με την μικρή με την κανονική λαλιά του, αλλά μέσω ακανόνιστων συριστικών ήχων και θορύβων.
Κι έτσι θα γεννηθεί το όνομα Μπάμπλμπι, στην σκέψη της ορφανής πιτσιρίκας, ώστε να βαφτίσει με αυτό τον καινούργιο, τεράστιο φίλο της που κρύβει στο υπόγειο της μονοκατοικίας, μακρυά από τα βλέμματα της αδιάφορης μάνας, του ενοχλητικού πατριού και του ασυμπάθιστου, μικρότερου αδελφού της. Ενεργοποιώντας μάλιστα με τα εργαλεία της, το ένα μετά το άλλο τα κατεστραμμένα τμήματα του πολυμορφικού ρομπότ, θα το φέρει σε επαφή με τους συμμάχους του, δίνοντας του τις πληροφορίες που χρειάζεται για να επαναδραστηριοποιήσει την αποστολή του. Μόνο που τα σήματα θα κινητοποιήσουν και τους κακούς Ντισέπτικονς, καθώς αφού τα λάβουν κι εκείνοι, θα βάλουν μπροστά το σχέδιο εξόντωσης του μοναχικού απεσταλμένου...
Τίποτα το καινούργιο θεματικά δεν έχει να μας προσφέρει ετούτο εδώ το πρίκουελ των περιπετειών που αναφέρθησαν στον πρόλογο και λαμβάνει χώρα κατά την πιο όμορφη χρονιά, της πιο αξέχαστης δεκαετίας. Ή τουλάχιστον αυτό καταμαρτυρά η σύνοψη, που φέρνει ξανά στο προσκήνιο την μακρά ρήξη των καλοσυνάτων Ότομποτς με τους ανήθικους Ντισέπτικονς. Όμως... Μια και μόνο ματιά στα κρέντιτς, ορίζει μια μικρή ελπίδα διαφοροποίησης από τα αναμενόμενα, καθώς το όνομα του σκηνοθέτη Travis Knight, δεν είναι ακριβώς αμελητέο. Για την ακρίβεια πρόκειται για ένα από τα πιο σπουδαία δημιουργικά στελέχη του στοπ μόσιον animation κινήματος της Laika, που το ντεμπούτο του στην καρέκλα του ντιρέκτορα, το πραγματοποίησε μέσα από το καταπληκτικό κινούμενο σχέδιο Kubo And The Two Strings, το οποίο δυο έτη πριν, άδικα έχασε το οσκαρικό τρόπαιο, πάνω στο νήμα, από την Zootopia. Συνεπώς το ζήτημα στην περίπτωση μας ήταν αν και κατά πόσον, η προσωπικότητα του, θα ήταν ικανή να δώσει ένα διαφορετικό πνεύμα στο καινούργιο αυτό ξεκίνημα των Τρανσφόρμερς. Και η απάντηση στο ερώτημα, αν μη τι άλλο, είναι περισσότερο θετική από όσο θα περίμενα.
Κι αυτό γιατί τοποθετώντας την πλοκή χρονικά στα 80s, με πλοηγό το νοσταλγικά πετυχημένο πατρόν των Guardians Of The Galaxy, ο Knight περιτυλίγει το φαντασμαγορικό, όσο και θορυβώδες κατά τόπους πόνημα του, με ένα σωρό αναφορές της ποπ κουλτούρας της περιόδου. Αρχής γενομένης από το έξοχο compilation των τραγουδιών που ορίζουν την κασέτα του σάουντρακ (και στίχους τους χρησιμοποιεί ο άλαλος Bumblebee για να συνομιλήσει με την κολλητή του) που αποτελείται από θρυλικά χιτς των Duran Duran, των Smiths, των Cure, των Culure Club, των Tears For Fears. Και πηγαίνοντας την αναφορά του σε δημοφιλή στοιχεία της περιόδου, πηγαίνει το πράγμα ένα βήμα παραπέρα, δανειζόμενος χαρακτηριστικές στιγμές από ταινίες που σημάδεψαν την δεκαετία, σαν το Breakfast Club ή το Weird Science, στολίζοντας το εκρηκτικό πανηγύρι του με ένα σωρό θύμησες από το τότε. Για τους παλιότερους, δηλαδή, αφού οι νεότεροι, ως φανς της σειράς, μάλλον ικανοποιούνται από μια ακόμη επανάληψη του στόρι Cybertron Civil War.
Αυτές οι προσθήκες, σε συνδυασμό με την αξιοπρεπή μελέτη του χαρακτήρα της κοπελιάς (και πάλι καλή η Hailee - True Grit - Steinfeld) που συνθέτει την βάση της στενής φιλικής της σχέσης με την ψυχωμένη μηχανή, δίνουν έναν τόνο πιο εύπεπτο στο δίχως αρχικές προσδοκίες, γνώριμο προϊόν. Που κατά τα άλλα, συνδυάζει τα και πάλι αριστοτεχνικά καμωμένα ειδικά εφέ, με το κοφτό μοντάζ στις ουκ ολίγες σεκάνς μάχης, που πλησιάζοντας προς το φινάλε, οριοθετούν τα θεμέλια των δεδομένων συνεχειών που θα ακολουθήσουν τα προσεχή χρόνια. Ευελπιστώ πάνω στο ίδιο ρυθμικό μουσικά μοτίβο, που δίνει στο ξεχειλωμένο από κάθε άποψη πρότζεκτ, έστω μια πνοή αναζωογόνησης. Κι ενός κάποιου ενδιαφέροντος για να ασχοληθεί κανείς μαζί του, έχοντας εξαντλήσει κάθε πιθανή ίντριγκα, από τον καιρό που τα Transformers έσκασαν μύτη στο εκράν, το 2007.
Η χρονιά είναι το 1987 και η ανήσυχη έφηβη Τσάρλι Γουάτσον, δίχως να έχει συνέλθει ακόμη από τον αιφνίδιο χαμό του πατέρα της, προσπαθεί να ορθοποδήσει, ξοδεύοντας τον ελεύθερο της χρόνο στο αγαπημένο σημείο του σπιτιού της, το ξεχασμένο γκαράζ με τα εργαλεία. Το δώρο γενεθλίων του καλού της θείου και μαντρά αυτοκινήτων Χανκ, ένα ταλαιπωρημένο κατακίτρινο κατσαριδάκι της Βόλκσβάγκεν, θα της δώσει την χαρά που τόσο καιρό αναζητούσε, αλλά και την ευθύνη να το συνεφέρει προκειμένου να το κάνει και πάλι κινήσιμο. Προς τεράστια έκπληξη της όμως, θα αντιληφθεί πως δεν πρόκειται για ένα οποιοδήποτε μπιτλ, από εκείνα που κινούνται κατά μυριάδες στους δρόμους, αλλά για το μεταλλικό προκάλυμμα που έχει χρησιμοποιήσει ο B-127 για να κρύψει το κουφάρι του από τους Ντισέπτικονς, το οποίο και θα επαναφέρει σε λειτουργία. Με την μόνη διαφορά πως πλέον το ρομπότ έχοντας απολέσει πέρα από την μνήμη και την πλακέτα της φωνής, δεν μπορεί να επικοινωνήσει με την μικρή με την κανονική λαλιά του, αλλά μέσω ακανόνιστων συριστικών ήχων και θορύβων.
Κι έτσι θα γεννηθεί το όνομα Μπάμπλμπι, στην σκέψη της ορφανής πιτσιρίκας, ώστε να βαφτίσει με αυτό τον καινούργιο, τεράστιο φίλο της που κρύβει στο υπόγειο της μονοκατοικίας, μακρυά από τα βλέμματα της αδιάφορης μάνας, του ενοχλητικού πατριού και του ασυμπάθιστου, μικρότερου αδελφού της. Ενεργοποιώντας μάλιστα με τα εργαλεία της, το ένα μετά το άλλο τα κατεστραμμένα τμήματα του πολυμορφικού ρομπότ, θα το φέρει σε επαφή με τους συμμάχους του, δίνοντας του τις πληροφορίες που χρειάζεται για να επαναδραστηριοποιήσει την αποστολή του. Μόνο που τα σήματα θα κινητοποιήσουν και τους κακούς Ντισέπτικονς, καθώς αφού τα λάβουν κι εκείνοι, θα βάλουν μπροστά το σχέδιο εξόντωσης του μοναχικού απεσταλμένου...
Τίποτα το καινούργιο θεματικά δεν έχει να μας προσφέρει ετούτο εδώ το πρίκουελ των περιπετειών που αναφέρθησαν στον πρόλογο και λαμβάνει χώρα κατά την πιο όμορφη χρονιά, της πιο αξέχαστης δεκαετίας. Ή τουλάχιστον αυτό καταμαρτυρά η σύνοψη, που φέρνει ξανά στο προσκήνιο την μακρά ρήξη των καλοσυνάτων Ότομποτς με τους ανήθικους Ντισέπτικονς. Όμως... Μια και μόνο ματιά στα κρέντιτς, ορίζει μια μικρή ελπίδα διαφοροποίησης από τα αναμενόμενα, καθώς το όνομα του σκηνοθέτη Travis Knight, δεν είναι ακριβώς αμελητέο. Για την ακρίβεια πρόκειται για ένα από τα πιο σπουδαία δημιουργικά στελέχη του στοπ μόσιον animation κινήματος της Laika, που το ντεμπούτο του στην καρέκλα του ντιρέκτορα, το πραγματοποίησε μέσα από το καταπληκτικό κινούμενο σχέδιο Kubo And The Two Strings, το οποίο δυο έτη πριν, άδικα έχασε το οσκαρικό τρόπαιο, πάνω στο νήμα, από την Zootopia. Συνεπώς το ζήτημα στην περίπτωση μας ήταν αν και κατά πόσον, η προσωπικότητα του, θα ήταν ικανή να δώσει ένα διαφορετικό πνεύμα στο καινούργιο αυτό ξεκίνημα των Τρανσφόρμερς. Και η απάντηση στο ερώτημα, αν μη τι άλλο, είναι περισσότερο θετική από όσο θα περίμενα.
Κι αυτό γιατί τοποθετώντας την πλοκή χρονικά στα 80s, με πλοηγό το νοσταλγικά πετυχημένο πατρόν των Guardians Of The Galaxy, ο Knight περιτυλίγει το φαντασμαγορικό, όσο και θορυβώδες κατά τόπους πόνημα του, με ένα σωρό αναφορές της ποπ κουλτούρας της περιόδου. Αρχής γενομένης από το έξοχο compilation των τραγουδιών που ορίζουν την κασέτα του σάουντρακ (και στίχους τους χρησιμοποιεί ο άλαλος Bumblebee για να συνομιλήσει με την κολλητή του) που αποτελείται από θρυλικά χιτς των Duran Duran, των Smiths, των Cure, των Culure Club, των Tears For Fears. Και πηγαίνοντας την αναφορά του σε δημοφιλή στοιχεία της περιόδου, πηγαίνει το πράγμα ένα βήμα παραπέρα, δανειζόμενος χαρακτηριστικές στιγμές από ταινίες που σημάδεψαν την δεκαετία, σαν το Breakfast Club ή το Weird Science, στολίζοντας το εκρηκτικό πανηγύρι του με ένα σωρό θύμησες από το τότε. Για τους παλιότερους, δηλαδή, αφού οι νεότεροι, ως φανς της σειράς, μάλλον ικανοποιούνται από μια ακόμη επανάληψη του στόρι Cybertron Civil War.
Αυτές οι προσθήκες, σε συνδυασμό με την αξιοπρεπή μελέτη του χαρακτήρα της κοπελιάς (και πάλι καλή η Hailee - True Grit - Steinfeld) που συνθέτει την βάση της στενής φιλικής της σχέσης με την ψυχωμένη μηχανή, δίνουν έναν τόνο πιο εύπεπτο στο δίχως αρχικές προσδοκίες, γνώριμο προϊόν. Που κατά τα άλλα, συνδυάζει τα και πάλι αριστοτεχνικά καμωμένα ειδικά εφέ, με το κοφτό μοντάζ στις ουκ ολίγες σεκάνς μάχης, που πλησιάζοντας προς το φινάλε, οριοθετούν τα θεμέλια των δεδομένων συνεχειών που θα ακολουθήσουν τα προσεχή χρόνια. Ευελπιστώ πάνω στο ίδιο ρυθμικό μουσικά μοτίβο, που δίνει στο ξεχειλωμένο από κάθε άποψη πρότζεκτ, έστω μια πνοή αναζωογόνησης. Κι ενός κάποιου ενδιαφέροντος για να ασχοληθεί κανείς μαζί του, έχοντας εξαντλήσει κάθε πιθανή ίντριγκα, από τον καιρό που τα Transformers έσκασαν μύτη στο εκράν, το 2007.
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 20 Δεκεμβρίου 2018 από την Odeon!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική