της Ísold Uggadóttir. Με τους Kristín Thóra Haraldsdóttir, Babetida Sadjo, Patrik Nökkvi Pétursson
Σύνορα η αγάπη δεν γνωρίζει
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)
Ανάσα ανθρωπιάς
Αυτή είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί η Ισλανδή Ísold Uggadóttir. Την παγκόσμια πρεμιέρα της την έκανε τον φετινό Ιανουάριο στο φεστιβάλ του Σάντανς, όπου τιμήθηκε με το βραβείο σκηνοθεσίας στο τμήμα World Cinema.
Την πανελλήνια πρεμιέρα της η ταινία Ανάσα ελευθερίας (Andið eðlilega / And Breathe Normally) την έκανε στις περασμένες «Νύχτες Πρεμιέρας» στην Αθήνα, όπου κέρδισε το βραβείο κοινού.
Η υπόθεση: Η Λάρα είναι μια νεαρή, ανύπαντρη μητέρα. Είναι άνεργη, ανατρέφει μόνη της τον πιτσιρικά γιο της, τον Έλνταρ, οι υποχρεώσεις της είναι αβάσταχτες, τα χρήματα που μαζεύει είναι ελάχιστα και τα χρέη της αυξάνονται διαρκώς. Μάλιστα, κάποια στιγμή, ο σπιτονοικοκύρης της, της κάνει έξωση κι αναγκάζεται να τη «βγάζει» με το γιο της μέσα στο αμάξι της! Η ελπίδα έρχεται με τη μορφή εργασίας: την προσλαμβάνουν δοκιμαστικά στον έλεγχο διαβατηρίων του αεροδρομίου του Κεφλαβίκ. Κατά τη διάρκεια μιας βάρδιάς της διαπιστώνει κάτι που διαφεύγει από την προσοχή του πιο έμπειρου συναδέλφου της: το διαβατήριο της Άντζα, μιας γυναίκας από τη Γουινέα-Μπισάου, που θέλει να ταξιδέψει στον Καναδά, είναι πλαστό.
Η Άντζα κλείνεται σε ένα ιδιότυπο «καταφύγιο»: δεν είναι φυλακισμένη, δεν μπορεί όμως και να φύγει από τη χώρα, πριν λυθούν μια σειρά από χρονοβόρες γραφειοκρατικές διαδικασίες. Και πρέπει να φύγει στον Καναδά άμεσα: την περιμένουν εκεί τα παιδιά της! Η Λάρα μετανιώνει που «κάρφωσε» ουσιαστικά την Άντζα, ήδη από τη στιγμή που ανέφερε το πρόβλημα με το διαβατήριο. Οι ζωές των δύο γυναικών πλέον θα είναι άρρηκτα δεμένες. Θα καταφέρουν να κατακτήσουν αυτό που επιθυμούν περισσότερο στον κόσμο;
Η άποψή μας: Τούτη η ταινία από την Ισλανδία βγήκε στις ελληνικές αίθουσες ταυτόχρονα με την ταινία από την Αλβανία που είχε τίτλο «Το ξεκίνημα της μέρας». Είναι πολύ διαφορετικές ταινίες, σίγουρα, και ως ύφος και ως στιλ αλλά έχουν και βασικές ομοιότητες. Πρωταγωνίστριες και στις δύο ταινίες είναι γυναίκες, που προσπαθούν να τα βγάλουν πέρα κάτω από πολύ δύσκολες συνθήκες, όντας και μητέρες, και χωρίς να έχουν κανέναν να τις βοηθήσει. Σύζυγος δεν υπάρχει πουθενά, συγγενείς δεν υπάρχουν πουθενά, κράτος πρόνοιας, που θα μπορούσε να σταθεί στο πλευρό τους, δεν υπάρχει πουθενά. Και βιώνουν ένα από τα πιο βίαια και αποτρόπαια πράγματα που μπορεί να ζήσει ένας άνθρωπος: την έξωση. Τις διώχνουν από τα σπίτια στα οποία ζουν (με νοίκι), καθώς δεν έχουν χρήματα για να καλύψουν αυτήν τους την υποχρέωση. Για την Αλβανή, ευτυχώς (για λίγο...) σπίτι για την ίδια και το νήπιό της γίνεται το σπίτι της γηραιάς κυρίας που φροντίζει. Για την Ισλανδή, σπίτι για εκείνη και τον πιτσιρίκο γιο της, γίνεται το αυτοκίνητό της!
Πάλι καλά! Και μπαίνει στην εξίσωση και μια... γάτα! Εξαιτίας της οποίας ο Έλνταρ, για να την ακολουθήσει, φεύγει από το αυτοκίνητο την ώρα που η μητέρα του κοιμάται, και τον χάνει! Η αναζήτησή του είναι μία από τις πιο δραματικές σκηνές της ταινίες. Και είναι το σεναριακό όχημα για να συναντηθεί εκ νέου η Λάρα με την Άντζα: ο Έλνταρ, περιπλανώμενος, βρίσκεται κοντά στον καταυλισμό κι εκεί τον περιποιείται η Άντζα. Κι από τη στιγμή που συναντιούνται ξανά, η Λάρα θα κάνει ότι περνάει από το χέρι της για να βοηθήσει την Άντζα. Η Λάρα που, πέρα όλων των άλλων, καλείται να διαχειριστεί και την αισθηματική απόρριψη από τη μητέρα ενός συμμαθητή του Έλνταρ, με την οποία είναι ερωτευμένη...
Η ουμανιστική ματιά του σινεμά των αδελφών Dardenne, του Loach, του Kaurismaki, είναι εδώ, παρούσα σε τούτη την πολύ ενδιαφέρουσα ταινία, που όσα λέει τα λέει σωστά. Απλά, δεν κάνει την έκπληξη. Απλά, δεν πάει ένα βήμα παραπέρα. Και η σκηνοθέτιδα στήνει κάπως άτσαλα κάποιες σκηνές, όπως πχ εκείνη τη βραδιάτικη, με τα κοντέινερ. Και το σενάριό της έχει σαφέστατα πολυδιατυπωμένες κοινοτυπίες. Όπως και να έχει, πάντως, σίγουρα αυτή η ταινία είναι χιλιάδες φορές περισσότερο προτιμητέα από ταινίες όπως το σουηδικό «Border», που τόσο σούσουρο δημιούργησε μετά την πρώτη προβολή της στις Κάννες, αλλά και την προβολή της στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Κι εκεί η πρωταγωνίστρια, ως κρατική λειτουργός εργάζεται, σε ένα λιμάνι (αντί για αερολιμένα) και τσεκάρει όχι διαβατήρια αλλά αυτό το περίφημο «something to declare». Είναι τόσο λοξή η ματιά εκείνης της ταινίας, που εντέλει αλληθωρίζει και πετάει τον θεατή out of focus.
Εδώ τα πράγματα είναι πιο λογικά, πιο βατά, πιο ρεαλιστικά, πιο απλά κι επομένως πιο εύκολα προσβάσιμα. Η πολιτική δήλωση της ταινίας είναι σαφής και ξεκάθαρη: ο ρατσισμός δεν έχει καμία θέση ανάμεσά μας. Η ματιά της δεν λοξοδρομεί: αν βοηθήσουμε ο ένας τον άλλο με ειλικρίνεια, τότε μόνον ο κόσμος μας έχει μια ελπίδα να γίνει καλύτερος. Αν πρόσεχε λίγο περισσότερο την πλοκή της σε ότι αφορά το πρώτο επίπεδο, και μείωνε τον αριθμό των «τυχαίων» συμβάντων – πράγμα δηλωτικό σεναριακής ευκολίας κι όχι παιδέματος – με τη λογική «αυτό που έχω να πω είναι πολύ πιο σημαντικό από τον τρόπο με τον οποίο το λέω» - το όλον θα ήταν και πολύ καλύτερο και πολύ πιο αποτελεσματικό. Και πάλι, όμως, δεν μπορούμε να απορρίψουμε μια ταινία, που έχει την καρδιά της στο σωστό σημείο.
Η υπόθεση: Η Λάρα είναι μια νεαρή, ανύπαντρη μητέρα. Είναι άνεργη, ανατρέφει μόνη της τον πιτσιρικά γιο της, τον Έλνταρ, οι υποχρεώσεις της είναι αβάσταχτες, τα χρήματα που μαζεύει είναι ελάχιστα και τα χρέη της αυξάνονται διαρκώς. Μάλιστα, κάποια στιγμή, ο σπιτονοικοκύρης της, της κάνει έξωση κι αναγκάζεται να τη «βγάζει» με το γιο της μέσα στο αμάξι της! Η ελπίδα έρχεται με τη μορφή εργασίας: την προσλαμβάνουν δοκιμαστικά στον έλεγχο διαβατηρίων του αεροδρομίου του Κεφλαβίκ. Κατά τη διάρκεια μιας βάρδιάς της διαπιστώνει κάτι που διαφεύγει από την προσοχή του πιο έμπειρου συναδέλφου της: το διαβατήριο της Άντζα, μιας γυναίκας από τη Γουινέα-Μπισάου, που θέλει να ταξιδέψει στον Καναδά, είναι πλαστό.
Η Άντζα κλείνεται σε ένα ιδιότυπο «καταφύγιο»: δεν είναι φυλακισμένη, δεν μπορεί όμως και να φύγει από τη χώρα, πριν λυθούν μια σειρά από χρονοβόρες γραφειοκρατικές διαδικασίες. Και πρέπει να φύγει στον Καναδά άμεσα: την περιμένουν εκεί τα παιδιά της! Η Λάρα μετανιώνει που «κάρφωσε» ουσιαστικά την Άντζα, ήδη από τη στιγμή που ανέφερε το πρόβλημα με το διαβατήριο. Οι ζωές των δύο γυναικών πλέον θα είναι άρρηκτα δεμένες. Θα καταφέρουν να κατακτήσουν αυτό που επιθυμούν περισσότερο στον κόσμο;
Η άποψή μας: Τούτη η ταινία από την Ισλανδία βγήκε στις ελληνικές αίθουσες ταυτόχρονα με την ταινία από την Αλβανία που είχε τίτλο «Το ξεκίνημα της μέρας». Είναι πολύ διαφορετικές ταινίες, σίγουρα, και ως ύφος και ως στιλ αλλά έχουν και βασικές ομοιότητες. Πρωταγωνίστριες και στις δύο ταινίες είναι γυναίκες, που προσπαθούν να τα βγάλουν πέρα κάτω από πολύ δύσκολες συνθήκες, όντας και μητέρες, και χωρίς να έχουν κανέναν να τις βοηθήσει. Σύζυγος δεν υπάρχει πουθενά, συγγενείς δεν υπάρχουν πουθενά, κράτος πρόνοιας, που θα μπορούσε να σταθεί στο πλευρό τους, δεν υπάρχει πουθενά. Και βιώνουν ένα από τα πιο βίαια και αποτρόπαια πράγματα που μπορεί να ζήσει ένας άνθρωπος: την έξωση. Τις διώχνουν από τα σπίτια στα οποία ζουν (με νοίκι), καθώς δεν έχουν χρήματα για να καλύψουν αυτήν τους την υποχρέωση. Για την Αλβανή, ευτυχώς (για λίγο...) σπίτι για την ίδια και το νήπιό της γίνεται το σπίτι της γηραιάς κυρίας που φροντίζει. Για την Ισλανδή, σπίτι για εκείνη και τον πιτσιρίκο γιο της, γίνεται το αυτοκίνητό της!
Πάλι καλά! Και μπαίνει στην εξίσωση και μια... γάτα! Εξαιτίας της οποίας ο Έλνταρ, για να την ακολουθήσει, φεύγει από το αυτοκίνητο την ώρα που η μητέρα του κοιμάται, και τον χάνει! Η αναζήτησή του είναι μία από τις πιο δραματικές σκηνές της ταινίες. Και είναι το σεναριακό όχημα για να συναντηθεί εκ νέου η Λάρα με την Άντζα: ο Έλνταρ, περιπλανώμενος, βρίσκεται κοντά στον καταυλισμό κι εκεί τον περιποιείται η Άντζα. Κι από τη στιγμή που συναντιούνται ξανά, η Λάρα θα κάνει ότι περνάει από το χέρι της για να βοηθήσει την Άντζα. Η Λάρα που, πέρα όλων των άλλων, καλείται να διαχειριστεί και την αισθηματική απόρριψη από τη μητέρα ενός συμμαθητή του Έλνταρ, με την οποία είναι ερωτευμένη...
Η ουμανιστική ματιά του σινεμά των αδελφών Dardenne, του Loach, του Kaurismaki, είναι εδώ, παρούσα σε τούτη την πολύ ενδιαφέρουσα ταινία, που όσα λέει τα λέει σωστά. Απλά, δεν κάνει την έκπληξη. Απλά, δεν πάει ένα βήμα παραπέρα. Και η σκηνοθέτιδα στήνει κάπως άτσαλα κάποιες σκηνές, όπως πχ εκείνη τη βραδιάτικη, με τα κοντέινερ. Και το σενάριό της έχει σαφέστατα πολυδιατυπωμένες κοινοτυπίες. Όπως και να έχει, πάντως, σίγουρα αυτή η ταινία είναι χιλιάδες φορές περισσότερο προτιμητέα από ταινίες όπως το σουηδικό «Border», που τόσο σούσουρο δημιούργησε μετά την πρώτη προβολή της στις Κάννες, αλλά και την προβολή της στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Κι εκεί η πρωταγωνίστρια, ως κρατική λειτουργός εργάζεται, σε ένα λιμάνι (αντί για αερολιμένα) και τσεκάρει όχι διαβατήρια αλλά αυτό το περίφημο «something to declare». Είναι τόσο λοξή η ματιά εκείνης της ταινίας, που εντέλει αλληθωρίζει και πετάει τον θεατή out of focus.
Εδώ τα πράγματα είναι πιο λογικά, πιο βατά, πιο ρεαλιστικά, πιο απλά κι επομένως πιο εύκολα προσβάσιμα. Η πολιτική δήλωση της ταινίας είναι σαφής και ξεκάθαρη: ο ρατσισμός δεν έχει καμία θέση ανάμεσά μας. Η ματιά της δεν λοξοδρομεί: αν βοηθήσουμε ο ένας τον άλλο με ειλικρίνεια, τότε μόνον ο κόσμος μας έχει μια ελπίδα να γίνει καλύτερος. Αν πρόσεχε λίγο περισσότερο την πλοκή της σε ότι αφορά το πρώτο επίπεδο, και μείωνε τον αριθμό των «τυχαίων» συμβάντων – πράγμα δηλωτικό σεναριακής ευκολίας κι όχι παιδέματος – με τη λογική «αυτό που έχω να πω είναι πολύ πιο σημαντικό από τον τρόπο με τον οποίο το λέω» - το όλον θα ήταν και πολύ καλύτερο και πολύ πιο αποτελεσματικό. Και πάλι, όμως, δεν μπορούμε να απορρίψουμε μια ταινία, που έχει την καρδιά της στο σωστό σημείο.
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 22 Νοεμβρίου 2018 από την AMA Films!
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Η δική σου κριτική