του Marcelo Martinessi. Με τους Ana Brun, Margarita Irún, Ana Ivanova, Alicia Guerra, Nilda Gonzalez, María Martins
Φθινοπωρινή σονάτα...
του Θόδωρου Γιαχουστίδη (@PAOK1969)
Όταν ξεπουλάς τα πάντα τι σώζει την αξιοπρέπειά σου;
Αυτή είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία που σκηνοθετεί ο γεννημένος το 1973 στην Παραγουάη Marcelo Martinessi. Έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της τον περασμένο Φεβρουάριο στο φεστιβάλ Βερολίνου, όπου συμμετείχε στο διαγωνιστικό τμήμα. Εκεί, τιμήθηκε με τρία βραβεία: Αργυρή Άρκτος Alfred Bauer Κινηματογραφικής Πρωτοπορίας, Αργυρή Άρκτος Καλύτερης Γυναικείας Ερμηνείας (για την Ana Brun) και το βραβείο της FIPRESCI.
Το φιλμ Οι Κληρονόμοι (Las Herederas / The Heiresses) τιμήθηκε και με το βραβείο «Χρυσή Αθηνά», Καλύτερης Ταινίας στο 24ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας – Νύχτες Πρεμιέρας. Και είναι και η επίσημη πρόταση της Παραγουάης για το ξενόγλωσσο Όσκαρ.
Η υπόθεση: Η Τσέλα και η Τσικίτα, δύο γυναίκες που προέρχονται από ευκατάστατες οικογένειες της Ασουνσιόν στην Παραγουάη, συμβιώνουν για πάνω από 30 χρόνια. Κάποτε ζούσαν τον έρωτά τους, πλέον είναι όπως κάθε ζευγάρι μετά από τόσα χρόνια συμβίωσης. Το τελευταίο διάστημα η οικονομική τους κατάσταση δεν είναι καλή κι αρχίζουν να πουλάνε κάποια από τα αντικείμενα που έχουν κληρονομήσει. Όταν η Τσικίτα καταδικάζεται για απάτη λόγω των συσσωρευμένων χρεών τους και φυλακίζεται, η Τσέλα αναγκάζεται να βγει από το καβούκι της. Και χρησιμοποιώντας την παλιά Μερσεντές του πατέρα της, καταλήγει να κάνει την οδηγό για μια παρέα ηλικιωμένων και πλούσιων κυριών. Κι ας μην είναι το δίπλωμα οδήγησής της σε ισχύ. Η Τσέλα συνηθίζει σε ένα καινούριο τρόπο ζωής. Τα πράγματα θα γίνουν ακόμα πιο ενδιαφέροντα για την Τσέλα όταν γνωρίσει την Άντζι, μια πολύ πιο νέα γυναίκα. Κάτι ξυπνάει μέσα στην Τσέλα, κάτι κοιμισμένο εδώ και πολύ καιρό. Κάτι που θα την οδηγήσει σε αποφάσεις και κινήσεις τις οποίες ούτε που φανταζόταν λίγο καιρό πριν.
Η άποψή μας: Η Παραγουάη, μαζί με τη Βολιβία και τη Βραζιλία, χαρακτηρίζονται ως η «Καρδιά της Αμερικής» (ομιλώντας για τη Λατινική), ήτοι ως Corazón de América. Αυτή η χώρα, λοιπόν, είναι μία από τις... κορυφαίες σε ότι αφορά την παραμονή δικτατορικού καθεστώτος στην εξουσία! Ο Alfredo Stroessner Matiauda, γιος Γερμανού μετανάστη (!!!) εγκατέστησε χούντα στη χώρα και κυβέρνησε με στρατιωτικό νόμο από το 1954 έως το 1989!!! 35 ολόκληρα χρόνια! Και εννοείται ότι δεν έφυγε από την εξουσία μόνος του. Τον έριξε μια άλλη χούντα! Τέλος πάντων, πλέον υπάρχει δημοκρατία στη χώρα, με διαλείμματα... δικτατορίας! Τα τόσα πολλά χρόνια στρατιωτικής διακυβέρνησης, όμως, άφησαν βαθιά τα σημάδια τους στην κοινωνία της Παραγουάης. Λέγεται πως στη χώρα μπορεί ακόμα να διακρίνει κανείς τις μεγαλύτερες διαφορές ανάμεσα στις τάξεις. Η ανώτερη τάξη απολάμβανε και συνεχίζει να απολαμβάνει απίστευτα προνόμια, την ίδια ώρα που οι φτωχοί ζούσαν σε άθλιες συνθήκες. Η χώρα είναι περίπου 3,5 φορές μεγαλύτερη από την Ελλάδα κι έχει πληθυσμό περίπου τα 3/4 της χώρας μας.
Σ' αυτήν την παράξενη χώρα, λοιπόν, και συγκεκριμένα στην πρωτεύουσα Ασουνσιόν, τοποθετεί τη δράση της ταινίας του ο Martinessi. Ένα χαμηλότονο δράμα χαρακτήρων, με περισσή φροντίδα στις λεπτομέρειες, που υμνείται παντού από τους κριτικούς, πιστεύω όμως πως δεν θα έχει την ίδια δοξαστική αντιμετώπιση και από τους θεατές. Ιδίως τους ανυπόμονους. Εννοείται ότι απευθύνεται σε κοινό των art κινηματογράφων και όχι των μπλοκμπαστεράδικων μούλτιπλεξ. Ακόμα κι αυτό το κοινό, όμως, δύσκολα θα εντυπωσιαστεί από όσα έχει να προσφέρει το φιλμ. Σε πρώτο επίπεδο έχουμε την παρουσίαση του πορτρέτου μιας γυναίκας, της Τσέλα. Στη σχέση της με την Τσικίτα, αυτή είναι η καλομαθημένη του ζευγαριού. Ή καλύτερα, η κακομαθημένη. Ακολουθεί καθημερινά, ευλαβικά τη ρουτίνα της και δεν της αρέσουν οι αλλαγές. Ακόμα και ο δίσκος σερβιρίσματός της περιέχει πάντοτε τα ίδια πράγματα, στην ίδια θέση!
Την πληγώνει πολύ το γεγονός ότι πρέπει να ξεπουλήσουν πράγματα από την περιουσία τους για να επιβιώσουν. Δεν μπορεί όμως να στερηθεί και πράγματα, όπως οι υπηρεσίες μιας οικιακής βοηθού, κι ας είναι άβγαλτη και άπειρη, καθώς έμπειρη, δεν μπορεί να την πληρώσει. Η Τσέλα είναι μια γυναίκα «παγωμένη», στεγνή συναισθηματικά, που αγαπάει την Τσικίτα με μια αίσθηση καθήκοντος περισσότερο παρά με ερωτικό πάθος, που δεν βγαίνει έξω στον κόσμο, που προτιμά την αδράνεια χίλιες φορές από οποιαδήποτε ενεργητική προσπάθεια αλλαγής των δεδομένων της. Είναι κοινωνικά παράλυτη. Η Τσικίτα είναι πιο πρακτική. Πιο προσαρμοστική. Δεν αφήνει το περιβάλλον να την επηρεάζει. Ακόμα και στη φυλακή εντάσσεται μια χαρά. Φροντίζει ώστε όσο βρίσκεται στη φυλακή να μην αλλάξουν και πολύ τα πράγματα για την Τσέλα. Να έχει όση βοήθεια χρειάζεται. Και χρειάζεται πολύ βοήθεια.
Ευτυχώς για την Τσέλα, όμως, ένα τυχαίο γεγονός θα την αλλάξει. Το να βγαίνει με το αμάξι, τη βοηθάει. Το να μιλάει με τις γηραιές κυρίες που μεταφέρει, την κοινωνικοποιεί. Η αστική της ανατροφή δεν της επιτρέπει αρχικά να αμείβεται για τις υπηρεσίες της. Μετά την πρώτη άρνηση, όμως, δέχεται. Γίνεται κάτι σαν υπηρεσία uber, μη έχοντας κανέναν πάνω από το κεφάλι της. Και διασκεδάζει, και βγαίνει από το σπίτι, και ακούει κουτσομπολιά, και κοινωνικοποιείται και βγάζει και χρήματα! Αυτό που την ταρακουνάει περισσότερο, όμως, είναι η επαφή της με την Άντζι. Μια γυναίκα απολύτως αισθησιακή, μια γυναίκα που την ξυπνά ακόμα περισσότερο, μια γυναίκα που της υπενθυμίζει πως είναι ζωντανή κι όχι μια ζωντανή νεκρή. Εννοείται ότι συνεχίζει να επισκέπτεται την Τσικίτα στις φυλακές, αλλά πλέον αποσταθεροποιείται. Μέχρι και τις μέρες του επισκεπτηρίου μπερδεύει! Το... σοκ είναι μεγάλο. Η Τσέλα αρχίζει να προσέχει λίγο περισσότερο τον εαυτό της, να καλλωπίζεται, κυρίως αυτό: να αδημονεί να συναντήσει την Άντζι. Τι θα κάνει, όμως, στο (πρώτο) κρίσιμο σημείο; Και τι θα κάνει όταν η Τσικίτα βγει από τη φυλακή; Τίποτα πλέον δεν θα είναι το ίδιο.
Ο σκηνοθέτης (που υπογράφει και το σενάριο) επιχειρεί το δικό του «Gloria». Και μπορεί ο Sebastián Lelio (από μια άλλη, μικρή χώρα της Λατινικής Αμερικής, τη Χιλή) να έφτιαξε καλύτερη ταινία, πιο ζωντανή, πιο ενεργητική, αυτό δεν σημαίνει πως ο Martinessi δεν δικαιούται επαίνων για τη δουλειά του. Βγάζει μια τρομερή, εσωτερική ερμηνεία από την Ana Brun στο ρόλο της Τσέλα, κι ας είναι αυτή η πρώτη φορά που η Brun παίζει σε ταινία! Έχει την καταπληκτική κι όντως εντελώς sensual Ana Ivanova να βάζει φωτιά στην οθόνη ως η Άντζι.
Κι αν προσέξετε, αυτή είναι μια ταινία από την οποία λείπουν εντελώς οι άνδρες! Ούτε καν στους δρόμους θαρρείς δεν κυκλοφορούν! Δεν θυμάμαι πλάνο της ταινίας στο οποίο υπάρχουν άνδρες! This is a woman's world! Οι ρυθμοί είναι ήσυχοι χωρίς να είναι κουραστικοί. Και σε δεύτερο επίπεδο το πορτρέτο της συγκεκριμένης γυναίκας γίνεται το πορτρέτο μιας ολόκληρης κοινωνίας, μιας ολόκληρης χώρας. Που μένει προσκολλημένη στα περασμένα μεγαλεία και δεν κάνει κάτι για να αλλάξει, να βρεθεί συντονισμένη στα νέα δεδομένα. Όμορφη, γλυκιά ταινία, που ανταμείβει τους υπομονετικούς θεατές.
Η υπόθεση: Η Τσέλα και η Τσικίτα, δύο γυναίκες που προέρχονται από ευκατάστατες οικογένειες της Ασουνσιόν στην Παραγουάη, συμβιώνουν για πάνω από 30 χρόνια. Κάποτε ζούσαν τον έρωτά τους, πλέον είναι όπως κάθε ζευγάρι μετά από τόσα χρόνια συμβίωσης. Το τελευταίο διάστημα η οικονομική τους κατάσταση δεν είναι καλή κι αρχίζουν να πουλάνε κάποια από τα αντικείμενα που έχουν κληρονομήσει. Όταν η Τσικίτα καταδικάζεται για απάτη λόγω των συσσωρευμένων χρεών τους και φυλακίζεται, η Τσέλα αναγκάζεται να βγει από το καβούκι της. Και χρησιμοποιώντας την παλιά Μερσεντές του πατέρα της, καταλήγει να κάνει την οδηγό για μια παρέα ηλικιωμένων και πλούσιων κυριών. Κι ας μην είναι το δίπλωμα οδήγησής της σε ισχύ. Η Τσέλα συνηθίζει σε ένα καινούριο τρόπο ζωής. Τα πράγματα θα γίνουν ακόμα πιο ενδιαφέροντα για την Τσέλα όταν γνωρίσει την Άντζι, μια πολύ πιο νέα γυναίκα. Κάτι ξυπνάει μέσα στην Τσέλα, κάτι κοιμισμένο εδώ και πολύ καιρό. Κάτι που θα την οδηγήσει σε αποφάσεις και κινήσεις τις οποίες ούτε που φανταζόταν λίγο καιρό πριν.
Η άποψή μας: Η Παραγουάη, μαζί με τη Βολιβία και τη Βραζιλία, χαρακτηρίζονται ως η «Καρδιά της Αμερικής» (ομιλώντας για τη Λατινική), ήτοι ως Corazón de América. Αυτή η χώρα, λοιπόν, είναι μία από τις... κορυφαίες σε ότι αφορά την παραμονή δικτατορικού καθεστώτος στην εξουσία! Ο Alfredo Stroessner Matiauda, γιος Γερμανού μετανάστη (!!!) εγκατέστησε χούντα στη χώρα και κυβέρνησε με στρατιωτικό νόμο από το 1954 έως το 1989!!! 35 ολόκληρα χρόνια! Και εννοείται ότι δεν έφυγε από την εξουσία μόνος του. Τον έριξε μια άλλη χούντα! Τέλος πάντων, πλέον υπάρχει δημοκρατία στη χώρα, με διαλείμματα... δικτατορίας! Τα τόσα πολλά χρόνια στρατιωτικής διακυβέρνησης, όμως, άφησαν βαθιά τα σημάδια τους στην κοινωνία της Παραγουάης. Λέγεται πως στη χώρα μπορεί ακόμα να διακρίνει κανείς τις μεγαλύτερες διαφορές ανάμεσα στις τάξεις. Η ανώτερη τάξη απολάμβανε και συνεχίζει να απολαμβάνει απίστευτα προνόμια, την ίδια ώρα που οι φτωχοί ζούσαν σε άθλιες συνθήκες. Η χώρα είναι περίπου 3,5 φορές μεγαλύτερη από την Ελλάδα κι έχει πληθυσμό περίπου τα 3/4 της χώρας μας.
Σ' αυτήν την παράξενη χώρα, λοιπόν, και συγκεκριμένα στην πρωτεύουσα Ασουνσιόν, τοποθετεί τη δράση της ταινίας του ο Martinessi. Ένα χαμηλότονο δράμα χαρακτήρων, με περισσή φροντίδα στις λεπτομέρειες, που υμνείται παντού από τους κριτικούς, πιστεύω όμως πως δεν θα έχει την ίδια δοξαστική αντιμετώπιση και από τους θεατές. Ιδίως τους ανυπόμονους. Εννοείται ότι απευθύνεται σε κοινό των art κινηματογράφων και όχι των μπλοκμπαστεράδικων μούλτιπλεξ. Ακόμα κι αυτό το κοινό, όμως, δύσκολα θα εντυπωσιαστεί από όσα έχει να προσφέρει το φιλμ. Σε πρώτο επίπεδο έχουμε την παρουσίαση του πορτρέτου μιας γυναίκας, της Τσέλα. Στη σχέση της με την Τσικίτα, αυτή είναι η καλομαθημένη του ζευγαριού. Ή καλύτερα, η κακομαθημένη. Ακολουθεί καθημερινά, ευλαβικά τη ρουτίνα της και δεν της αρέσουν οι αλλαγές. Ακόμα και ο δίσκος σερβιρίσματός της περιέχει πάντοτε τα ίδια πράγματα, στην ίδια θέση!
Την πληγώνει πολύ το γεγονός ότι πρέπει να ξεπουλήσουν πράγματα από την περιουσία τους για να επιβιώσουν. Δεν μπορεί όμως να στερηθεί και πράγματα, όπως οι υπηρεσίες μιας οικιακής βοηθού, κι ας είναι άβγαλτη και άπειρη, καθώς έμπειρη, δεν μπορεί να την πληρώσει. Η Τσέλα είναι μια γυναίκα «παγωμένη», στεγνή συναισθηματικά, που αγαπάει την Τσικίτα με μια αίσθηση καθήκοντος περισσότερο παρά με ερωτικό πάθος, που δεν βγαίνει έξω στον κόσμο, που προτιμά την αδράνεια χίλιες φορές από οποιαδήποτε ενεργητική προσπάθεια αλλαγής των δεδομένων της. Είναι κοινωνικά παράλυτη. Η Τσικίτα είναι πιο πρακτική. Πιο προσαρμοστική. Δεν αφήνει το περιβάλλον να την επηρεάζει. Ακόμα και στη φυλακή εντάσσεται μια χαρά. Φροντίζει ώστε όσο βρίσκεται στη φυλακή να μην αλλάξουν και πολύ τα πράγματα για την Τσέλα. Να έχει όση βοήθεια χρειάζεται. Και χρειάζεται πολύ βοήθεια.
Ευτυχώς για την Τσέλα, όμως, ένα τυχαίο γεγονός θα την αλλάξει. Το να βγαίνει με το αμάξι, τη βοηθάει. Το να μιλάει με τις γηραιές κυρίες που μεταφέρει, την κοινωνικοποιεί. Η αστική της ανατροφή δεν της επιτρέπει αρχικά να αμείβεται για τις υπηρεσίες της. Μετά την πρώτη άρνηση, όμως, δέχεται. Γίνεται κάτι σαν υπηρεσία uber, μη έχοντας κανέναν πάνω από το κεφάλι της. Και διασκεδάζει, και βγαίνει από το σπίτι, και ακούει κουτσομπολιά, και κοινωνικοποιείται και βγάζει και χρήματα! Αυτό που την ταρακουνάει περισσότερο, όμως, είναι η επαφή της με την Άντζι. Μια γυναίκα απολύτως αισθησιακή, μια γυναίκα που την ξυπνά ακόμα περισσότερο, μια γυναίκα που της υπενθυμίζει πως είναι ζωντανή κι όχι μια ζωντανή νεκρή. Εννοείται ότι συνεχίζει να επισκέπτεται την Τσικίτα στις φυλακές, αλλά πλέον αποσταθεροποιείται. Μέχρι και τις μέρες του επισκεπτηρίου μπερδεύει! Το... σοκ είναι μεγάλο. Η Τσέλα αρχίζει να προσέχει λίγο περισσότερο τον εαυτό της, να καλλωπίζεται, κυρίως αυτό: να αδημονεί να συναντήσει την Άντζι. Τι θα κάνει, όμως, στο (πρώτο) κρίσιμο σημείο; Και τι θα κάνει όταν η Τσικίτα βγει από τη φυλακή; Τίποτα πλέον δεν θα είναι το ίδιο.
Ο σκηνοθέτης (που υπογράφει και το σενάριο) επιχειρεί το δικό του «Gloria». Και μπορεί ο Sebastián Lelio (από μια άλλη, μικρή χώρα της Λατινικής Αμερικής, τη Χιλή) να έφτιαξε καλύτερη ταινία, πιο ζωντανή, πιο ενεργητική, αυτό δεν σημαίνει πως ο Martinessi δεν δικαιούται επαίνων για τη δουλειά του. Βγάζει μια τρομερή, εσωτερική ερμηνεία από την Ana Brun στο ρόλο της Τσέλα, κι ας είναι αυτή η πρώτη φορά που η Brun παίζει σε ταινία! Έχει την καταπληκτική κι όντως εντελώς sensual Ana Ivanova να βάζει φωτιά στην οθόνη ως η Άντζι.
Κι αν προσέξετε, αυτή είναι μια ταινία από την οποία λείπουν εντελώς οι άνδρες! Ούτε καν στους δρόμους θαρρείς δεν κυκλοφορούν! Δεν θυμάμαι πλάνο της ταινίας στο οποίο υπάρχουν άνδρες! This is a woman's world! Οι ρυθμοί είναι ήσυχοι χωρίς να είναι κουραστικοί. Και σε δεύτερο επίπεδο το πορτρέτο της συγκεκριμένης γυναίκας γίνεται το πορτρέτο μιας ολόκληρης κοινωνίας, μιας ολόκληρης χώρας. Που μένει προσκολλημένη στα περασμένα μεγαλεία και δεν κάνει κάτι για να αλλάξει, να βρεθεί συντονισμένη στα νέα δεδομένα. Όμορφη, γλυκιά ταινία, που ανταμείβει τους υπομονετικούς θεατές.
Στις δικές μας αίθουσες? Στις 15 Νοεμβρίου 2018 από την Weird Wave!