Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης 2018 TIFF 18 Live

του Θόδωρου Γιαχουστίδη

8η ανταπόκριση – Παρασκευή 9 Νοεμβρίου
Φωτιά στα τορεντάδικα!

Μπαίνουμε στην τελική ευθεία του φεστιβάλ – το γάιδαρο τον φάγαμε, η ουρά του έμεινε – και καταρρέουμε από την κούραση λέμε. Πού είναι τα παλιά τα χρόνια, που βλέπαμε ίσα με 7, και στο τσακίρ κέφι, και 8 ταινίες ημερησίως;;; Οέο; Πάει, δεν αντέχουμε, χάλασε ο κόσμος. Εδώ ρε παιδί μου, έμεινε άνεργος, ποιος, ο Φουρθιώτης! Τι να συζητάμε, δεν έχει νόημα. Εμείς, τη δουλειά μας πάντως. Άλλες τέσσερις ταινίες, να έχετε να πορεύεστε!

Η δωδεκάχρονη νύχτα (La noche de 12 años) TIFF 2018

Ο Álvaro Brechner γεννήθηκε στο Μοντεβιδέο το 1976 και ζει στη Μαδρίτη από το 2000. Από το 2000 έως το 2007 σκηνοθέτησε αρκετές ταινίες μικρού μήκους που έκαναν πρεμιέρα σε περισσότερα από 140 διεθνή φεστιβάλ και αγοράστηκαν από τηλεοπτικά δίκτυα σε περισσότερες από 15 χώρες, όπως και δεκάδες ντοκιμαντέρ. Η πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία ήταν το «Χάλια μέρα για ψάρεμα» (Mal día para pescar, 2009), η οποία προβλήθηκε στο Επίσημο Πρόγραμμα της Εβδομάδας Κριτικής του Φεστιβάλ των Καννών. Η ταινία συμμετείχε σε περισσότερα από 60 διεθνή φεστιβάλ και απέσπασε περισσότερα από 30 βραβεία. Τον Δεκέμβριο του 2015, το περιοδικό Variety τον ανακήρυξε ένα από τα 10 μεγαλύτερα ταλέντα του ιβηρο-αμερικανικού σινεμά. Η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του είναι το «Mr. Kaplan» (2014). Φέτος, γύρισε την τρίτη μεγάλου μήκους ταινία του. Τίτλος της: Η δωδεκάχρονη νύχτα (La noche de 12 años). Την παγκόσμια πρεμιέρα της η ταινία την έκανε στο περασμένο φεστιβάλ Βενετίας, όπου συμμετείχε στο διαγωνιστικό τμήμα Orizzonti. Στη Θεσσαλονίκη προβάλλεται επίσης στο τμήμα «Ανοιχτοί Ορίζοντες».

Η υπόθεση: Σεπτέμβριος του 1973. Η Ουρουγουάη τελεί υπό στρατιωτική χούντα. Το κίνημα των ανταρτών Τουπαμάρος έχει ήδη συνθλιβεί. Τα περισσότερα μέλη της επαναστατικής αυτής οργάνωσης έχουν βρεθεί στη φυλακή, αφού υποβλήθηκαν σε βασανιστήρια. Μια φθινοπωρινή νύχτα, τρεις κρατούμενοι (ανάμεσά τους και ο Πέπε Μουχίκα, ο κατοπινός πρόεδρος της χώρας) απομακρύνονται από τα κελιά τους για μια μυστική αποστολή. Η εντολή είναι σαφής: «Αφού δεν μπορούμε να τους σκοτώσουμε, ας τους τρελάνουμε». Οι άνδρες τελικά θα μείνουν στην απομόνωση για 12 χρόνια, αλλάζοντας φυλακές, τόπους, συνθήκες. Τελικά, θα τρελαθούν; Ή θα καταφέρουν και να μείνουν ζωντανοί και να διατηρήσουν σώας τας φρένας τους;

Η άποψή μας: Έπρεπε να φτάσουμε στην τρίτη πριν από το τέλος ημέρα του φεστιβάλ για να δούμε την ταινία που αγαπήσαμε περισσότερο από όλες φέτος! Ένα συγκλονιστικό φιλμ, που με τάραξε συθέμελα και με έκανε να κλαίω με αναφιλητά και να τρέμω σύγκορμος. Μια ταινία, που μου έβγαλε σωματική αντίδραση ανάλογη με εκείνη που μου δημιούργησε το περσινό «Το τελευταίο σημείωμα» του Παντελή Βούλγαρη. Καθόλου τυχαία, οι ήρωες και των δύο ταινιών, είναι φυλακισμένοι. Καθόλου τυχαία, δείχνουν παλικαριά και λεβεντιά απέναντι σε εντελώς αντίξοες συνθήκες, έχοντας να αντιπαλέψουν μηχανισμούς ολοκληρωτικών καθεστώτων. Καθόλου τυχαία, οι ερμηνείες είναι απίστευτες και σταλάζουν συγκίνηση κατευθείαν μέσα στην ψυχή. Με πρώτη ύλη το βιβλίο «Memorias del Calabozo» των Mauricio Rosencof και Eleuterio Fernández Huidobro, των δύο συγκρατουμένων του Μουχίκα δηλαδή, προκύπτει μια ταινία – ύμνος στην ανθρώπινη θέληση. Την αντίσταση. Οι άνθρωποι αυτοί στερήθηκαν τα πάντα και κυρίως την ελευθερία τους. Μέσα σε 12 χρόνια μεταφέρθηκαν σε πάνω από 40 φυλακές (!!!) και κάθε φορά το καθεστώς ήλπιζε πως θα «σπάσουν». Πιο κοντά στο σπάσιμο έφτασε ο Μουχίκα, ο οποίος κόντεψε να χάσει το μυαλό του, που του έπαιζε άσχημα παιχνίδια.

Στην ταινία παρακολουθούμε τις συνεχείς μεταγωγές των τριών συγκρατουμένων, που τους πάνε πάντα μαζί στις ίδιες φυλακές χωρίς όμως ποτέ να τους βάζουν μαζί, να τους δίνουν το δικαίωμα να επικοινωνήσουν και παράλληλα βλέπουμε το back story τους. Τι άφησαν πίσω τους, τότε που ήταν ελεύθεροι και πως ήρθε η στιγμή της σύλληψής τους. Στην απομόνωση οι κρατούμενοι πέραν όλων των άλλων είχαν να αντιμετωπίσουν και τον ίδιο τους τον εαυτό. Φανταστείτε το: 12 χρόνια μοναξιάς. Απόλυτης. Χωρίς δικαίωμα επικοινωνίας. Χωρίς προαυλισμούς. Χωρίς καμία ανθρώπινη επαφή. Ο σκηνοθέτης κάνει τρομερή δουλειά καθώς κατορθώνει να περιγράψει την απόλυτη κόλαση χωρίς να καταφεύγει σε φτηνά κόλπα και περιττούς εντυπωσιασμούς. Κάθε φορά η απομόνωση δεν αλλάζει αλλά όλο και κάτι συμβαίνει, όλο και κάτι προκύπτει. Και οι τρεις άνθρωποι με ατσαλένια θέληση, αντέχουν.

Πώς λέμε, μας γάμησε η ταινία (με την καλή έννοια); Ε, αυτό. Και ναι, εννοείται, κάτι τόσο σπουδαίο, κάτι τόσο μεγάλο, δεν μπορεί να είναι μίζερο. Υπήρχε και χιούμορ στην ταινία. Ιδίως στη σχέση που αναπτύσσει ο συγγραφέας της παρέας με έναν από τους διοικητές φυλακών, ο οποίος επιθυμεί να εντυπωσιάσει μια κοπέλα που γνωρίζει – και βάζει τον κρατούμενο να του γράφει ραβασάκια. Χαρτί και μολύβι: ο μεγαλύτερος θησαυρός. Τρομερή, τρομερή, τρομερή ταινία, με ξέσκισε και μπράβο της. Και μπράβο σε όλους όσοι συμμετείχαν στη δημιουργία της ταινίας. Από τον άψογο για άλλη μια φορά Antonio de la Torre στο ρόλο του Μουχίκα – τι ωραία περιγράφεται η σχέση του με τη μητέρα του, μια λεβέντισσα με κάτι κοχόνες, να, που υπέμενε βροχή και κακουχίες μόνο και μόνο για να πετύχει αυτό που ήθελε – μέχρι τον τελευταίο εργάτη που συνεισέφερε στο χτίσιμο αυτού του υπέροχου φιλμ. Παραληρώ! Και μου αρέσει.

(η επαναληπτική προβολή της ταινίας θα γίνει το Σάββατο 10 Νοεμβρίου στις 15.00 στην αίθουσα Τώνια Μαρκετάκη – απ' όσο γνωρίζουμε, η ταινία δεν έχει πάρει ακόμα διανομή για τη χώρα μας)


Μεϊλί (Meili) TIFF 2018

Ο Zhou Zhou γεννήθηκε στο Αντσίνκ της κινεζικής επαρχίας Ανχουέι το 1984 και είναι απόφοιτος Δημοσιογραφίας, Ραδιοτηλεόρασης (2006) του Πανεπιστημίου Επιστήμης και Τεχνολογίας του Χουαζόνγκ. Έχει διατελέσει αρχισυντάκτης, παρουσιάζοντας κριτικές ταινιών του κινεζικού κινηματογράφου για πολλά χρόνια. Σήμερα, εργάζεται ως Σύμβουλος Σεναρίων για την εταιρεία Beijing Jiaying Film Co. Η ταινία Μεϊλί (Meili) είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του και ήταν υποψήφια για τα βραβεία Καλύτερης Αφηγηματικής Ταινίας, Καλύτερης Ερμηνείας και Ελεύθερου Πνεύματος στο 12ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Ζινίνγκ. Και είναι μία από τις ταινίες που διεκδικούν στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης τον Χρυσό Αλέξανδρο, συμμετέχοντας στο διαγωνιστικό τμήμα.

Η υπόθεση: Η Μεϊλί είναι μια άτυχη, νεαρή γυναίκα: αρχικά, μεγάλωσε χωρίς τους γονείς της. Η αδελφή της και ο γαμπρός της την παρενοχλούν διαρκώς ζητώντας χρήματα, για την ανατροφή της κόρης της Μεϊλί, με την οποία η ίδια δεν θέλει να έχει απολύτως καμία σχέση. Και η κοπέλα της, η γυναίκα με την οποία είναι ερωτευμένη η Μεϊλί, η σχέση της, δεν δείχνει να έχει την ίδια ζέση για το κοινό τους μέλλον, έτσι όπως το σχεδιάζουν. Όταν φεύγει για επαγγελματικούς λόγους στη Σαγκάη, η Μεϊλί νιώθει περισσότερο μόνη της από ποτέ. Χάνει τη δουλειά της σε ένα καθαριστήριο ρούχων αλλά δεν το βάζει κάτω. Ψάχνει διαρκώς για δουλειά. Κάνει καινούργιες φιλίες, δεν χάνει ποτέ τις ελπίδες της παρά τις αναποδιές που συναντά. Οι απογοητεύσεις, όμως, και οι ήττες που βιώνει, είναι απανωτές. Και κάποια στιγμή η Μεϊλί θα ξεσπάσει...

Η άποψή μας: Εδώ, έχουμε να κάνουμε με μια ταινία που θα μπορούσε να είναι πολύ ενδιαφέρουσα. Δηλαδή, ενδιαφέρουσα είναι, θα μπορούσε να είναι και εξαιρετικά αξιόλογη. Αν μη τι άλλο, παίρνει ένα ρίσκο, για το οποίο της βγάζουμε πραγματικά το καπέλο: αδιαφορώντας για την αρνητική αντίδραση του κοινού, ο σκηνοθέτης βάζει τη Μεϊλί να μην διαθέτει καθόλου μητρικό φίλτρο. Σε κάθε σκηνή που μοιράζεται με το παιδί της, κάτι που πάντοτε γίνεται χωρίς να το επιδιώκει, με πίεση και ξεγέλασμα από τρίτους, δείχνει τον έντονο εκνευρισμό της: δεν το θέλει κοντά της, δεν νιώθει κάτι ιδιαίτερο γι' αυτό, απλώς το γέννησε! Και βάζει αυτήν τη γυναίκα πρωταγωνίστρια, επιδιώκοντας να κοινωνήσει στους θεατές την περιπέτειά της, και να την κάνει αρεστή. Κι ας μην είναι καλή μητέρα! Ο ορισμός της αδιάφορης μάνας! Ουσιαστικά, δεν είναι μητέρα: απαρνιέται το ρόλο της!

Εξαρχής, λοιπόν, ο σκηνοθέτης παίζει με τα στερεότυπα και τις προσδοκίες του κοινού, ταρακουνάει τους θεατές και είναι σαν να τους λέει: «δείτε το δράμα αυτής της γυναίκας και μην την κρίνετε για την ιδιότητα της μητέρας – είναι ένας ρόλος τον οποίο δεν επέλεξε». Ο σκηνοθέτης επιδεικνύει μια τρομερή άνεση (εννοείται με τη βοήθεια του διευθυντή φωτογραφίας του) στην καταγραφή των εξωτερικών πλάνων, που είναι λειτουργική, ρευστή και πολύ έξυπνα χτισμένη. Με τα εσωτερικά, υπάρχει ένα θέμα: φαίνονται φτηνά, μίζερα, «ξεπλυμένα». Η Μεϊλί τρώει συνέχεια σφαλιάρες: σε ότι αφορά τη δουλειά της, σε ότι αφορά την υπόστασή της, σε ότι αφορά τη συναισθηματική της ολοκλήρωση, σε ότι αφορά τα ερωτικά της. Κι όμως επιμένει: αναζητά απεγνωσμένα λίγη αγάπη, αγάπη που δίνει απλόχερα σ' αυτήν που αγαπάει (την εραστή της – όχι την κόρη της, τα ξεκαθαρίσαμε αυτά) και το μόνο που παίρνει εντέλει είναι προδοσία.

Κι αν το γεγονός ότι δεν είναι καλή μητέρα μπορούμε να της το... συγχωρέσουμε, το γεγονός ότι ξεσπάει με τον τρόπο που ξεσπάει στο φινάλε της ταινίας (ξέσπασμα, τη βία του οποίου δεν τη βλέπουμε, μόνο την ακούμε και τη φανταζόμαστε – ευτυχώς) δεν δικαιολογείται από πουθενά. Low budget κοινωνική – αισθηματική ταινία, που αφήνει υποσχέσεις αλλά θα μπορούσε να πιάσει υψηλότερες επιδόσεις και να αποφύγει κακοτοπιές, οι οποίες δεν δικαιολογούνται και από τον πλέον καλοπροαίρετο θεατή... ΥΓ: Πληροφορήθηκα πως στην επίσημη προβολή της ταινίας στο «Ολύμπιον» έγινε ένα μικρό πανηγύρι, με ανθρώπους, που δεν έχουν προφανώς κανενός είδους παιδεία, να «κοροϊδεύουν» με το νου τους τα επί της μεγάλης οθόνης δρώμενα, και με ένα κινητό να χτυπάει συνεχώς μέσα στην αίθουσα, μην αφήνοντας αυτούς που ήθελαν να δουν την ταινία ανενόχλητοι, όπως επιβάλλεται δηλαδή, να τα καταφέρουν. Ντροπής πράγματα...

(η επαναληπτική προβολή της ταινίας θα γίνει το Σάββατο 10 Νοεμβρίου στις 15.30 στην αίθουσα Φρίντα Λιάππα – απ' όσο γνωρίζουμε, η ταινία δεν έχει πάρει ακόμα διανομή για τη χώρα μας)

Μάια (Maya) TIFF 2018

Η 37χρονη Mia Hansen-Love είχε χριστεί πρωταγωνίστρια σε ηλικία 18 ετών σε ταινία του Olivier Assayas. Το έκανε και μετά από δύο χρόνια, στην επόμενη ταινία του. Και μετά έγιναν ζευγάρι. Η ταινία Μάια (Maya), που προβάλλεται ως μία από τις Ειδικές Προβολές στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, είναι η έκτη μεγάλου μήκους μυθοπλασίας που σκηνοθετεί, δύο χρόνια μετά την προηγούμενή της, το «Μέλλον» (L'avenir, 2016), έχοντας στις δύο ταινίες τον ίδιο πρωταγωνιστή: τον Roman Kolinka. Η ταινία έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο φεστιβάλ του Τορόντο, ενώ έλαβε μέρος και στο φεστιβάλ του Λονδίνου.

Η υπόθεση: Τον Δεκέμβριο του 2012, δύο Γάλλοι πολεμικοί ανταποκριτές που βρέθηκαν αιχμάλωτοι στη Συρία, απελευθερώνονται μετά από τέσσερις μήνες κράτησης. Ο νεότερος από τους δύο, ο Γκαμπριέλ, αποφασίζει να ταξιδέψει στην Ινδία, τη χώρα όπου μεγάλωσε και στην οποία ζει μόνιμα η μητέρα του, για να ηρεμήσει, μέχρι ν’ αποφασίσει το επόμενο βήμα του. Αρχικά, πηγαίνει στην Γκόα, όπου έχει και δικό του σπίτι. Εκεί συναντά τον νονό του, ιδιοκτήτη ενός τουριστικού resort και την όμορφη κόρη του, την Μάια, η οποία έχει μεγαλώσει πολύ από τότε που την είχε δει τελευταία φορά. Θα πάει και στη Βομβάη να βρει και να δει από κοντά τη μητέρα του, αλλά θα επιστρέψει και πάλι στην Γκόα. Η επιστροφή του στον τόπο των παιδικών του χρόνων και ο έρωτάς του για την Μάια, τον αναγκάζει να αναθεωρήσει την απόσταση ασφαλείας που συνηθίζει να κρατάει από τα πράγματα.

Η άποψή μας: Τούτη η ταινία είναι από αυτές που τις βλέπεις, προχωράνε, δεν σε ενοχλεί, δεν βαριέσαι, αλλά δεν σε τραβάει και κάτι ιδιαιτέρως ρε παιδί μου, δεν έχει κάτι δυνατό να σε συνεπάρει, δεν έχει αυτό το κάτι που θα σε εξιτάρει, θα σε κάνει να δείξεις ένα δράμι ενδιαφέρον παραπάνω. Επηρεασμένη, όπως δήλωσε η ίδια η σκηνοθέτιδα, από την ταινία «The River» του Jean Renoir, φτιάχνει το πορτρέτο ενός ανθρώπου που ψάχνει να γιατρέψει τις πληγές του. Προφανώς, το να είσαι για τέσσερις μήνες αιχμάλωτος από τον ISIS δεν είναι και το πιο ευχάριστο πράγμα στον κόσμο. Ο Γκαμπριέλ, όμως, ασφυκτιά και στη Γαλλία. Την πατρίδα του. Εκεί που βρίσκεται το σπίτι του. Εντελώς συνειδητοποιημένα πηγαίνει στην Ινδία. Στην πατρίδα της παιδικής του ηλικίας. Εκεί που πιστεύει πως θα ημερέψει η ψυχή του.

Κι όντως, αυτό συμβαίνει. Το σπίτι που μεγάλωσε είναι η μήτρα στην οποία μπαίνει για να αναγεννηθεί. Στα φανερά δεν φαίνεται να τον απασχολεί ιδιαιτέρως κάτι. Κάνει χάζι με τα παιδάκια της γειτονιάς. Κάνει βόλτες με το μοτοποδήλατό του – και είναι και απρόσεχτος μερικές φορές. Κυρίως, όμως, φαίνεται να απολαμβάνει τη συντροφιά της Μάια. Μιας όμορφης κοπέλας, λίγο μετά την εφηβεία της, που δείχνει πως απολαμβάνει κι εκείνη την παρέα του. Κατά μία έννοια μοιάζουν οι δυο τους: και η Μάια εγκατέλειψε τον δυτικό πολιτισμό για να επιστρέψει στη γενέθλια γη. Άφησε το Λονδίνο και τις σπουδές της εκεί γιατί προτιμούσε να βρίσκεται στη Γκόα. Μόνο που για εκείνον όλο αυτό είναι κάτι προσωρινό – για εκείνην είναι μόνιμο. Μόλις φορτίσει τις μπαταρίες του ο άνθρωπος αυτός θα ριχτεί και πάλι στα πεδία των μαχών. Πολεμικός ανταποκριτής είναι: δεν μπορεί να λειτουργήσει διαφορετικά. Οπότε, η ερωτική τους σχέση είναι περίπου καταδικασμένη.

Η σκηνοθέτιδα στήνει όμορφες σκηνές – ιδίως εκείνη του ταξιδιού στη Βομβάη, της συνάντησης του ήρωά μας με τη μητέρα του και το γοερό κλάμα εκείνης μέσα στο αυτοκίνητο όταν εκείνος φεύγει, όταν συνειδητοποιεί πως ουσιαστικά τον έχει χάσει για πάντα, είναι σκηνές που και δύναμη έχουν και πολύ όμορφα γυρισμένες είναι. Οι πολιτικές αναφορές στον Ολάν, που είναι (ήταν) ευχάριστος Πρόεδρος, αλλά έδινε άλλη δημόσια εικόνα ή στον Ερντογάν, για το πόσο αυταρχικός ηγέτης είναι, δεν προσφέρουν κάτι ιδιαίτερο στην ταινία – απλά αναφέρονται. Ο πρωταγωνιστής είναι φωτογενής αλλά δείχνει αδύναμος να εκφράσει πάνω από ένα συναίσθημα: η ερμηνεία του είναι συμπυκνωμένη στο ανέκφραστο πρόσωπό του. Πολύ καλύτερη είναι η πρωτοεμφανιζόμενη Aarshi Banerjee, που βγάζει ζεστασιά και αυθορμητισμό στην ερμηνεία της.

Κάτι πάει να λεχθεί για την εκμετάλλευση στις υπανάπτυκτες χώρες, τον τουρισμό που πολλές φορές αλλοιώνει τα χαρακτηριστικά μιας περιοχής και για την συνεχιζόμενη ανάγκη να φτιάχνονται καινούργια πράγματα – κι όταν υπάρχουν αντιστάσεις, απλά τις... βάζουμε φωτιά. Αλλά, είπαμε: βλέπεις την ταινία, δεν σε χαλάει αλλά δεν σε φτιάχνει και με τίποτα. Σαφώς στο «Μέλλον» τα πράγματα ήταν (είδατε τι έκανα; στο μέλλον ήταν, μουάχαχαχαχα) πολύ καλύτερα...

(η ταινία ολοκλήρωσε τις προβολές της στο φεστιβάλ – απ' όσο γνωρίζουμε, η ταινία δεν έχει πάρει ακόμα διανομή για τη χώρα μας)

Άγα (Ága) TIFF 2018

Ο Milko Lazarov είναι Βούλγαρος σκηνοθέτης που γεννήθηκε το 1967. Αποφοίτησε από την Εθνική Ακαδημία Τεχνών του Θεάτρου και του Κινηματογράφου (NATFA) στην πρωτεύουσα της Βουλγαρίας, τη Σόφια. Εργάστηκε ως λέκτορας στο Τμήμα Κινηματογράφου του ίδιου πανεπιστημίου. Η πρώτη του ταινία μεγάλου μήκους, το «Otchuzhdenie» (Alienation, 2013), με πρωταγωνιστή τον Χρήστο Στέργιογλου, έκανε πρεμιέρα και βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ Βενετίας, στο επίσημο πρόγραμμα του τμήματος «Venice Days». Στο τμήμα «Ματιές στα Βαλκάνια» είδαμε τη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του, το Άγα (Ága). Η ταινία έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στην τελευταία Berlinale, όπου και προβλήθηκε στο επίσημο πρόγραμμα, εκτός συναγωνισμού.

Η υπόθεση: Ο Νανούκ και η Σέντνα ζουν σε μια σκηνή καταμεσής των χιονισμένων εκτάσεων του Βορρά, ακολουθώντας τις παραδόσεις των προγόνων τους. Μόνοι μέσα στην ερημιά, μοιάζουν να είναι οι τελευταίοι εναπονείναντες άνθρωποι στον πλανήτη. Ο παραδοσιακός τους τρόπος ζωής αρχίζει ν’ αλλάζει – αργά, αλλά αναπότρεπτα. Το κυνήγι γίνεται ολοένα και πιο δύσκολο, τα ζώα γύρω τους πεθαίνουν ανεξήγητα, ενώ οι πάγοι λιώνουν κάθε χρονιά και πιο νωρίς. Όταν η υγεία της Σέντνα επιδεινώνεται, ο Νανούκ αποφασίζει να εκπληρώσει τη μόνη της επιθυμία: αναχωρεί για ένα μεγάλο ταξίδι, για να βρει την Άγα, τη μοναχοκόρη τους, που έφυγε από την τούνδρα πριν από πολλά χρόνια.

Η άποψή μας: Αυτή είναι μια υπέροχη ταινία για να τη βλέπει κανείς. Κι έχει και κάτι να πει, σοβαρό και σημαντικό. Κι ας μην χρησιμοποιεί πάρα πολλά λόγια για να το πει. Εννοείται πως οι αναφορές στο κλασικό «Νανούκ του Βορρά» ούτε τυχαίες είναι ούτε και καλυμμένες. Είναι ξεκάθαρες. Αλλά επιμένω στην εικόνα. Μιλάμε για απίστευτες εικόνες! Η διεύθυνση φωτογραφίας από τον Kaloyan Bozhilov (συνεργάτη του σκηνοθέτη και στην πρώτη του ταινία) είναι απλώς καταπληκτική! Αυτό, το να φωτογραφίζεις το άσπρο, την μη ύπαρξη ουσιαστικά χρώματος, και να βγάζεις τόσο συναίσθημα είναι επίτευγμα ολκής! Και στο ελληνικό «Ακίνητο ποτάμι» είχαμε εξίσου όμορφες σκηνές σε παγωμένα τοπία. Κάτι που είναι πολύ δύσκολο να επιτευχθεί, να τα λέμε κι αυτά.

Στις σκηνές της ταινίας όπου το λευκό του χιονιού διαχωρίζεται από μια αμυδρή, μόλις και με τα βίας εμφανή γραμμή σε σχέση με το λευκό του ορίζοντα, θέλει καντάρια ταλέντο για να το πετύχεις! Και οι σκηνές στο αδαμαντωρυχείο είναι από εκείνες που σε αφήνουν με το στόμα ανοιχτό! Μου θύμισαν τη δουλειά του Michael Glawogger, ιδίως το λατρεμένο ντοκιμαντέρ του «Workingman's Death». Εννοείται ότι όλη η ταινία επενδύει την ισχνή μυθοπλασία της με παχύ και καλοδεχούμενο (εδώ) στρώμα ντοκιμαντέρ. Οι ρυθμοί της ταινίας είναι αργοί, ποιητικοί και ταιριαστοί με το όλο κόνσεπτ της. Και ναι, αυτά που λέει για την υπερεκμετάλλευση της γης, για την μη οικολογική αντιμετώπιση των πάντων από τον σύγχρονο πολιτισμό, την αστυφιλία και την εγκατάλειψη της υπαίθρου, μπορεί να μοιάζουν προφανή, αλλά τα λέει με έναν πολύ εύσχημο και καθόλου ενοχλητικό (ήτοι, διδακτικό) τρόπο. Με ένα απόλυτα συγκινητικό φινάλε και μια αίσθηση μελαγχολίας για το τέλος μιας ολόκληρης εποχής, η ταινία είναι χάρμα ιδέσθαι.

(η επαναληπτική προβολή της ταινίας θα γίνει το Σάββατο 10 Νοεμβρίου στις 23.00 στην αίθουσα Σταύρος Τορνές – απ' όσο γνωρίζουμε, η ταινία δεν έχει πάρει ακόμα διανομή για τη χώρα μας)

Θόδωρος Γιαχουστίδης

Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης 2018 TIFF 18 Live