του Θόδωρου Γιαχουστίδη
7η ανταπόκριση – Πέμπτη 8 Νοεμβρίου
Άγριος καβγάς σε καλλιστεία οπισθίων!
Άγριος καβγάς σε καλλιστεία οπισθίων!
Παιδιά, δεν μπορώ να περιγράψω άλλο. Σεμνή και ταπεινή θα είναι αυτή η ανταπόκριση. Όσο ο τίτλος της. Μουάχαχαχαχαχα. Τέσσερις οι ταινίες και... φύγαμε!
Γεννημένη στο Βερολίνο το 1983, η Eva Trobisch εργάστηκε ως βοηθός στο θέατρο και στη συνέχεια στον κινηματογράφο. Το 2009 γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο Κινηματογράφου και Τηλεόρασης του Μονάχου (HFF München) για να σπουδάσει Σκηνοθεσία Κινηματογράφου, παρακολούθησε μαθήματα στη σχολή Tisch School of the Arts του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης και πέρασε σ’ ένα πρόγραμμα μεταπτυχιακών σπουδών στη συγγραφή σεναρίου στο London Film School το 2015. Η ταινία Όλα καλά (Alles ist gut / All Good) είναι η πρώτη μεγάλου μήκους μυθοπλασίας που σκηνοθετεί, υπογράφοντας και το σενάριο. Έχει λάβει μέρος σε διάφορα φεστιβάλ και στη Θεσσαλονίκη συμμετέχει στο διαγωνιστικό τμήμα, διεκδικώντας τον Χρυσό Αλέξανδρο.
Η υπόθεση: Η Γιάνε είναι μια 30something γυναίκα, που ζει στο Μόναχο μαζί με τον σύντροφό της, τον Πιτ, με τον οποίο έχουν σχέση εδώ και πολλά χρόνια. Ο εκδοτικός οίκος που είχαν φτιάξει παρέα, φαλίρισε. Ο Πιτ δεν δείχνει ιδιαίτερα καταβεβλημένος από αυτό. Για να μειώσουν τα έξοδά τους, προτείνει να πάνε να μείνουν κάπου στην εξοχή, στο σπίτι ενός συγγενή του, που πλέον περνάει στα δικά του χέρια, ένα σπίτι που θέλει πολλές επισκευές. Η Γιάνε αγαπάει τον Πιτ, αλλά σκέφτεται άλλα πράγματα. Τα οποία, όμως, δεν τα μοιράζεται. Στο reunion πάρτι των συμμαθητών της πηγαίνει στη μικρή πόλη όπου μεγάλωσε για να συμμετάσχει σ' αυτό. Διασκεδάζει, κουτσομπολεύει, δέχεται πρόταση εργασίας, χορεύει, πίνει και γνωρίζει και τον Μάρτιν.
Θα τον καλέσει στο πατρικό της για να κοιμηθεί, καθώς και οι δύο είναι πολύ μεθυσμένοι. Ο Μάρτιν, όμως, της επιτίθεται. Και τη βιάζει. Η Γιάνε δεν αντιδρά. Δεν λέει αυτό που συνέβη σε κανέναν. Ούτε στη μητέρα της ούτε στον αγαπημένο της ούτε στην αστυνομία. Και τα φέρνει έτσι η τύχη τα πράγματα ώστε ο Μάρτιν δουλεύει στην ίδια δουλειά (έναν άλλο εκδοτικό οίκο) όπου πιάνει δουλειά και η Γιάνε. Μέχρι πότε θα μπορεί να κρατάει μυστικό η Γιάνε κάτι τόσο βίαιο που βίωσε; Και πώς θα αντιμετωπίσει τις συνέπειες;
Η άποψή μας: Αυτή είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα περίπτωση ταινίας. Μια ταινία που το βασικό υλικό της δείχνει φωσκολικό, η διαχείριση όμως είναι εκείνη που την οδηγεί σε υψηλές επιδόσεις. Και παρά τα κάποια φάουλ της, αν μη τι άλλο αυτή είναι μια ταινία που γεννάει συζητήσεις. Κέντρο των συζητήσεων που θα προκαλέσει η ταινία, είναι ο βιασμός. Μία από τις πλέον ειδεχθείς εγκληματικές πράξεις. Η απόλυτη επίδειξη δύναμης και μη σεβασμού του άλλου. Πρώτη ανατροπή: ο βιαστής δεν είναι αυτό που λέμε ανώμαλο κτήνος. Ένας μπούλης είναι. Στην κυριολεξία. Που – ηθελημένα – παρερμηνεύει πράγματα. Και που στη δεδομένη συγκυρία δεν δέχεται το όχι ως απάντηση. Δεύτερη ανατροπή: ο βιασμός δεν εικονοποιείται ως η τραυματική εμπειρία που ήταν πχ στο «Μη αναστρέψιμος». Δεν έχουμε κραυγές και κλάματα. Η Γιάνε ξεκάθαρα δεν θέλει. Δεν χωράει παρερμηνεία αυτό. Απλά, κάποια στιγμή, εγκαταλείπει την προσπάθεια να σταματήσει τον Μάρτιν. Τον αφήνει να κάνει σεξ μαζί της, σαν μια γυναίκα που κάνει σεξ με τον άντρα της μετά από 30 χρόνια γάμου: κάτι σαν από συνήθεια, κάτι σαν από υποχρέωση.
Προσέξτε: ο βιασμός είναι αδιαμφισβήτητος. Και απεχθής. Η μενταλιτέ της Γιάνε, όμως, είναι: «δεν έγινε και τίποτε – όλα καλά». Προς τα έξω. Έτσι θέλει να δείχνει στον εαυτό της. Έτσι τον πείθει. «Δεν έγινε και τίποτε – όλα καλά». Γίνεται όμως να σε αφήσει ανεπηρέαστο μια τόσο τραυματική εμπειρία; Είναι δυνατόν να μην σε ταράξει ψυχολογικά; Να μην επηρεάσει τις σχέσεις σου με τους γύρω σου; Πώς μπορεί να είναι «όλα καλά» όταν κάτι τόσο βασικό δεν πάει καλά; Πώς μπορεί να συνεχίσει τη ζωή της χωρίς να αντιμετωπίσει το τραυματικό γεγονός, χωρίς να ζητήσει δικαίωση, βοήθεια, συμπαράσταση; Κι όμως, η Γιάνε συνεχίζει τη ζωή της. Μετά, συμβαίνουν κάποια προβλεπόμενα φωσκολικά, μερικά παράξενα φάουλ (πχ, η εμφάνιση ενός παράξενου τύπου, με τον οποίο γίνεται καβγάς στη μέση του δρόμου, δεν μας δικαιολογείται επαρκώς ούτε γιατί εμφανίζεται ούτε γιατί γίνεται καβγάς) για να φτάσουμε στο πολύ δυνατό φινάλε στο μετρό του Μονάχου. «Δεν κατεβαίνω» λέει η Γιάνε στους ελεγκτές. «Πρέπει να φτάσω κάπου». «Έχω κάπου να πάω». Ναι, αλλά πλέον έχει γίνει κομμάτια. Ναι, αλλά πλέον δεν μπορεί να δικαιολογήσει τον εαυτό της. Εννοείται πως δεν φταίει για τον βιασμό της. Φταίει, όμως, για ότι ακολούθησε. Κυρίως απέναντι στον ίδιο της τον εαυτό.
Τρομερή ερμηνεία από την πρωταγωνίστρια Aenne Schwarz, σε ένα φεστιβάλ όπου στο διαγωνιστικό τμήμα η αλήθεια είναι πως είδαμε πολλές σπουδαίες γυναικείες ερμηνείες. Τον κωμικό τόνο στην ταινία (για να σπάσει το αγχωτικό και δύσκολο βασικό της θέμα) μας τον παραδίδει ο Tilo Nest, που υποδύεται το αφεντικό της Γιάνε, τον Ρόμπερτ, ίσως τον πιο «φυσιολογικό» άνθρωπο στο σύμπαν της ταινίας. Που πετάει και δυο τρεις εξαιρετικές ατάκες, όπως: «όταν τα παιδιά σου μεγαλώνουν και δεν σου μιλάνε, κάνεις καινούργια» ή το κορυφαίο «αυτοί που λένε πως όταν παντρεύεσαι νεώτερη γυναίκα σε κάνει να νιώθεις νέος, κάνουν λάθος – γέρο σε κάνει να νιώθεις». Πολύ ενδιαφέρουσα δουλειά και μάλλον θα ακούσουμε πολλά καλά πράγματα για τη σκηνοθέτιδα στο μέλλον.
(η ταινία ολοκλήρωσε τις προβολές της στο φεστιβάλ – απ' όσο γνωρίζουμε, η ταινία δεν έχει πάρει ακόμα διανομή για τη χώρα μας)
Η υπόθεση: Η Γιάνε είναι μια 30something γυναίκα, που ζει στο Μόναχο μαζί με τον σύντροφό της, τον Πιτ, με τον οποίο έχουν σχέση εδώ και πολλά χρόνια. Ο εκδοτικός οίκος που είχαν φτιάξει παρέα, φαλίρισε. Ο Πιτ δεν δείχνει ιδιαίτερα καταβεβλημένος από αυτό. Για να μειώσουν τα έξοδά τους, προτείνει να πάνε να μείνουν κάπου στην εξοχή, στο σπίτι ενός συγγενή του, που πλέον περνάει στα δικά του χέρια, ένα σπίτι που θέλει πολλές επισκευές. Η Γιάνε αγαπάει τον Πιτ, αλλά σκέφτεται άλλα πράγματα. Τα οποία, όμως, δεν τα μοιράζεται. Στο reunion πάρτι των συμμαθητών της πηγαίνει στη μικρή πόλη όπου μεγάλωσε για να συμμετάσχει σ' αυτό. Διασκεδάζει, κουτσομπολεύει, δέχεται πρόταση εργασίας, χορεύει, πίνει και γνωρίζει και τον Μάρτιν.
Θα τον καλέσει στο πατρικό της για να κοιμηθεί, καθώς και οι δύο είναι πολύ μεθυσμένοι. Ο Μάρτιν, όμως, της επιτίθεται. Και τη βιάζει. Η Γιάνε δεν αντιδρά. Δεν λέει αυτό που συνέβη σε κανέναν. Ούτε στη μητέρα της ούτε στον αγαπημένο της ούτε στην αστυνομία. Και τα φέρνει έτσι η τύχη τα πράγματα ώστε ο Μάρτιν δουλεύει στην ίδια δουλειά (έναν άλλο εκδοτικό οίκο) όπου πιάνει δουλειά και η Γιάνε. Μέχρι πότε θα μπορεί να κρατάει μυστικό η Γιάνε κάτι τόσο βίαιο που βίωσε; Και πώς θα αντιμετωπίσει τις συνέπειες;
Η άποψή μας: Αυτή είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα περίπτωση ταινίας. Μια ταινία που το βασικό υλικό της δείχνει φωσκολικό, η διαχείριση όμως είναι εκείνη που την οδηγεί σε υψηλές επιδόσεις. Και παρά τα κάποια φάουλ της, αν μη τι άλλο αυτή είναι μια ταινία που γεννάει συζητήσεις. Κέντρο των συζητήσεων που θα προκαλέσει η ταινία, είναι ο βιασμός. Μία από τις πλέον ειδεχθείς εγκληματικές πράξεις. Η απόλυτη επίδειξη δύναμης και μη σεβασμού του άλλου. Πρώτη ανατροπή: ο βιαστής δεν είναι αυτό που λέμε ανώμαλο κτήνος. Ένας μπούλης είναι. Στην κυριολεξία. Που – ηθελημένα – παρερμηνεύει πράγματα. Και που στη δεδομένη συγκυρία δεν δέχεται το όχι ως απάντηση. Δεύτερη ανατροπή: ο βιασμός δεν εικονοποιείται ως η τραυματική εμπειρία που ήταν πχ στο «Μη αναστρέψιμος». Δεν έχουμε κραυγές και κλάματα. Η Γιάνε ξεκάθαρα δεν θέλει. Δεν χωράει παρερμηνεία αυτό. Απλά, κάποια στιγμή, εγκαταλείπει την προσπάθεια να σταματήσει τον Μάρτιν. Τον αφήνει να κάνει σεξ μαζί της, σαν μια γυναίκα που κάνει σεξ με τον άντρα της μετά από 30 χρόνια γάμου: κάτι σαν από συνήθεια, κάτι σαν από υποχρέωση.
Προσέξτε: ο βιασμός είναι αδιαμφισβήτητος. Και απεχθής. Η μενταλιτέ της Γιάνε, όμως, είναι: «δεν έγινε και τίποτε – όλα καλά». Προς τα έξω. Έτσι θέλει να δείχνει στον εαυτό της. Έτσι τον πείθει. «Δεν έγινε και τίποτε – όλα καλά». Γίνεται όμως να σε αφήσει ανεπηρέαστο μια τόσο τραυματική εμπειρία; Είναι δυνατόν να μην σε ταράξει ψυχολογικά; Να μην επηρεάσει τις σχέσεις σου με τους γύρω σου; Πώς μπορεί να είναι «όλα καλά» όταν κάτι τόσο βασικό δεν πάει καλά; Πώς μπορεί να συνεχίσει τη ζωή της χωρίς να αντιμετωπίσει το τραυματικό γεγονός, χωρίς να ζητήσει δικαίωση, βοήθεια, συμπαράσταση; Κι όμως, η Γιάνε συνεχίζει τη ζωή της. Μετά, συμβαίνουν κάποια προβλεπόμενα φωσκολικά, μερικά παράξενα φάουλ (πχ, η εμφάνιση ενός παράξενου τύπου, με τον οποίο γίνεται καβγάς στη μέση του δρόμου, δεν μας δικαιολογείται επαρκώς ούτε γιατί εμφανίζεται ούτε γιατί γίνεται καβγάς) για να φτάσουμε στο πολύ δυνατό φινάλε στο μετρό του Μονάχου. «Δεν κατεβαίνω» λέει η Γιάνε στους ελεγκτές. «Πρέπει να φτάσω κάπου». «Έχω κάπου να πάω». Ναι, αλλά πλέον έχει γίνει κομμάτια. Ναι, αλλά πλέον δεν μπορεί να δικαιολογήσει τον εαυτό της. Εννοείται πως δεν φταίει για τον βιασμό της. Φταίει, όμως, για ότι ακολούθησε. Κυρίως απέναντι στον ίδιο της τον εαυτό.
Τρομερή ερμηνεία από την πρωταγωνίστρια Aenne Schwarz, σε ένα φεστιβάλ όπου στο διαγωνιστικό τμήμα η αλήθεια είναι πως είδαμε πολλές σπουδαίες γυναικείες ερμηνείες. Τον κωμικό τόνο στην ταινία (για να σπάσει το αγχωτικό και δύσκολο βασικό της θέμα) μας τον παραδίδει ο Tilo Nest, που υποδύεται το αφεντικό της Γιάνε, τον Ρόμπερτ, ίσως τον πιο «φυσιολογικό» άνθρωπο στο σύμπαν της ταινίας. Που πετάει και δυο τρεις εξαιρετικές ατάκες, όπως: «όταν τα παιδιά σου μεγαλώνουν και δεν σου μιλάνε, κάνεις καινούργια» ή το κορυφαίο «αυτοί που λένε πως όταν παντρεύεσαι νεώτερη γυναίκα σε κάνει να νιώθεις νέος, κάνουν λάθος – γέρο σε κάνει να νιώθεις». Πολύ ενδιαφέρουσα δουλειά και μάλλον θα ακούσουμε πολλά καλά πράγματα για τη σκηνοθέτιδα στο μέλλον.
(η ταινία ολοκλήρωσε τις προβολές της στο φεστιβάλ – απ' όσο γνωρίζουμε, η ταινία δεν έχει πάρει ακόμα διανομή για τη χώρα μας)
Ο Νίκος Labôt σπούδασε Σκηνοθεσία στην Αθήνα. Έχει δουλέψει για μικρού και μεγάλους μήκους ταινίες και τηλεοπτικά προγράμματα στην Ελλάδα και την Γαλλία. Έχει σκηνοθετήσει ένα ντοκιμαντέρ, μουσικά βίντεο, δύο θεατρικά έργα και τρεις μικρού μήκους ταινίες. Το Η δουλειά της είναι η πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας. Η ταινία έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο περασμένο φεστιβάλ του Τορόντο. Στο πρόσφατο φεστιβάλ Βαρσοβίας τιμήθηκε με τρία βραβεία: καλύτερης ταινίας στο τμήμα «1 – 2» και δύο βραβεία της FIPRESCI. Στο δικό μας φεστιβάλ είναι η μία από τις τρεις ελληνικές ταινίες, που διεκδικεί τον Χρυσό Αλέξανδρο στο διαγωνιστικό τμήμα.
Η υπόθεση: Η Παναγιώτα είναι μια 37χρονη γυναίκα, ρομαντική αλλά με ελάχιστα εφόδια στη ζωή της: μεταξύ των άλλων είναι και σχεδόν αγράμματη. Παντρεμένη και μητέρα δύο παιδιών, είναι αυτό που λέμε, καλή νοικοκυρά. Όταν ο άντρας της θα χάσει τη δουλειά του, οι οικονομίες τους θα εξαντληθούν γρήγορα και η σύνταξη της μητέρας του δεν θα αρκεί για να επιβιώσουν. Έτσι, η Παναγιώτα για πρώτη φορά στη ζωή της, θα αναζητήσει δουλειά. Η πρόσληψή της στο συνεργείο καθαρισμού ενός νέου πολυκαταστήματος θα είναι η πρώτη της επαφή με έναν σκληρό κόσμο εκμετάλλευσης και σκληρού ανταγωνισμού, σύμπτωμα μιας κοινωνίας σε κατάρρευση, αλλά η ανάγκη της να κρατήσει αυτήν τη δουλειά, θα την κάνει να τα αποδεχτεί και να τα υπομείνει, κάνοντας μια σειρά από υποχωρήσεις. Όμως, την ίδια στιγμή, αφήνοντας πίσω την μονοτονία της ζωής μιας νοικοκυράς για ένα νέο περιβάλλον, η Παναγιώτα ανακαλύπτει μια καινούρια αίσθηση «οικονομικής ανεξαρτησίας», στέκεται για πρώτη φορά στα πόδια της, χτίζει φιλίες και νιώθει για πρώτη φορά σημαντική. Κι ότι κι αν ακολουθήσει, εκείνη δεν θα είναι πια ποτέ ξανά η ίδια.
Η άποψή μας: Η αλήθεια είναι πως οι ελληνικές ταινίες που παρουσιάζουν ιστορίες θεμελιωμένες στην οικονομική κρίση «κλείνουν σπίτια» στους κινηματογράφους. Δεν τις βλέπει κανείς. Αυτό αφορά την ενδεχόμενη εμπορική προοπτική της ταινίας. Ας παραβλέψουμε για λίγο όμως αυτό το κομμάτι κι ας αποταθούμε αν αυτή είναι μια καλή ταινία. Η απάντηση είναι «σίγουρα ναι» αλλά με αστερίσκο. Έχει όλα τα στοιχεία να είναι μια πραγματικά καλή ταινία, στο είδος του σινεμά κοινωνικού ρεαλισμού, στο οποίο είναι εξαιρετικοί οι αδελφοί Dardenne και ο Ken Loach. Διαθέτει όμως και μια σειρά από μικρές αστοχίες. Το πιο μεγάλο δομικό και ουσιαστικό φάουλ είναι η «αγραμματοσύνη» της Παναγιώτας. Μου φαίνεται πολύ δύσκολα πιστευτή. Σε όποιο κατσικοχώρι κι αν μένεις τη σήμερον ημέρα (γιατί στο σήμερα διαδραματίζεται η ταινία) ε, πέντε δράμια γράμματα θα τα μάθεις. Κι αν κάνεις λάθη στην ορθογραφία (κάτι πάρα μα πάρα πολύ συχνό ως κατάσταση), δεν μπορώ να φανταστώ κάποιον Έλληνα πολίτη πια που να μην ξέρει να διαβάζει!
Είναι πολύ βασικό φάουλ αυτό, γιατί οδηγεί στην τραγική σκηνή προς το φινάλε όπου η Παναγιώτα υπογράφει ένα χαρτί που νομίζει πως είναι κάτι υπέρ της αλλά ουσιαστικά υπογράφει την καταδίκη της. Το γεγονός ότι ο προϊστάμενός της δεν της εξηγεί τι ακριβώς συμβαίνει είναι δεύτερο φάουλ: πρέπει να πάει και την επόμενη μέρα στη δουλειά της, για να γίνουν όλα κατανοητά. Τέλος, το φινάλε παρά είναι «παθητικό» και ανοιχτό. Θέλω να πω, ναι, η Παναγιώτα έχει κάνει ένα βήμα προς τη χειραφέτησή της, αλλά εγώ (φαντάζομαι και ο μέσος θεατής) θα περίμενε μια πιο έντονη δραματουργικά αντίδρασή της. Να τα σπάσει, να ουρλιάξει, να καταγγείλει, να πέσει στην κατάθλιψη... Όχι. Η Παναγιώτα βγάζει βάρδια και μετά πάει στο πάρτι της συναδέλφου, με την οποία έχει γίνει φίλη. Και... αντιμιλάει στον άνδρα της. Δεν τα κάνει όμως όλα λάθος η ταινία, προς Θεού. Ίσα ίσα, είναι μία από τις καλύτερες ελληνικές ταινίες που είδαμε στο φεστιβάλ.
Το μεγαλύτερο ατού της είναι η Μαρίσα Τριανταφυλλίδου στο ρόλο της Παναγιώτας, η οποία είναι θεά! Από τα πιο ταλαντούχα ερμηνευτικά εργαλεία που διαθέτει η χώρα μας. Μια γυναίκα που παίζει με το σώμα (προσέξτε πως από μαζεμένη, σκεβρωμένη, κουλουριασμένη θαρρείς, ανασηκώνεται, ξεθαρρεύει, παίρνει τα πάνω της. Μια ηθοποιάρα που παίζει και με τα μάτια. Το να την παρακολουθείς είναι πραγματικό σεμινάριο υποκριτικής! Αυτή, η Γερμανίδα από την ταινία «Όλα καλά» και η Αμερικανίδα από την ταινία «Ισόβιοι δεσμώτες» διεκδικούν επί ίσοις όροις το βραβείο καλύτερης γυναικείας ερμηνείας. Τόσο καλή είναι η Μαρίσα! Η ταινία περιγράφει έξυπνα και στις πιο μικρές της λεπτομέρειες τα αποτελέσματα της οικονομικής κρίσης. Ο πατέρας (ευχάριστα συγκρατημένος και σωστός, αφήνοντας χώρο στη βασική πρωταγωνίστρια ο Ήμελλος) ψάχνει χρήματα από τον κουμπαρά της κόρης του για να παίξει τυχερά παίγνια! Η κόρη (ο πιο αδύναμος ερμηνευτικά κρίκος) το ρίχνει συνέχεια στο φαγητό, κάνει μπούλινγκ (μεταβιβάζει τη βία που βιώνει) και χαίρεται όταν υπάρχει η δυνατότητα να φορέσει ένα νέο ρούχο.
Αλλά και η εκμετάλλευση στους εργασιακούς χώρους περιγράφεται ρεαλιστικά και με τον πρέποντα τρόπο. Το διαίρει και βασίλευε, οι συνεχόμενες απαιτήσεις για υπερωρίες, οι απολύσεις χωρίς καμία δικαιολογία ή με ψεύτικες δικαιολογίες, όλα πιάνονται, όλα παρουσιάζονται, χωρίς υπερβολές και χωρίς μελοδραματισμό. Ο σκηνοθέτης είναι καλός αφηγητής: η ιστορία δεν κρεμάει, η αφήγηση έχει σωστό ρυθμό, μας δείχνει ανά πάσα στιγμή τόσο τη συνειδητοποίηση της Παναγιώτας, όσο και τις αμφιβολίες της αλλά και τα αδιέξοδά της (να φύγει και να πάει πού;). Και η σκηνή, που έδωσε το ενσταντανέ για την αφίσα της ταινίας, είναι εξαιρετική. Έχει λάθη η ταινία – κάποιο είναι πολύ βασικό, αλλά σαφέστατα το πρόσημό της είναι όχι απλά θετικό: είναι θετικότατο.
(η ταινία ολοκλήρωσε τις προβολές της στο φεστιβάλ – απ' όσο γνωρίζουμε, η ταινία δεν έχει πάρει ακόμα διανομή για τη χώρα μας)
Η υπόθεση: Η Παναγιώτα είναι μια 37χρονη γυναίκα, ρομαντική αλλά με ελάχιστα εφόδια στη ζωή της: μεταξύ των άλλων είναι και σχεδόν αγράμματη. Παντρεμένη και μητέρα δύο παιδιών, είναι αυτό που λέμε, καλή νοικοκυρά. Όταν ο άντρας της θα χάσει τη δουλειά του, οι οικονομίες τους θα εξαντληθούν γρήγορα και η σύνταξη της μητέρας του δεν θα αρκεί για να επιβιώσουν. Έτσι, η Παναγιώτα για πρώτη φορά στη ζωή της, θα αναζητήσει δουλειά. Η πρόσληψή της στο συνεργείο καθαρισμού ενός νέου πολυκαταστήματος θα είναι η πρώτη της επαφή με έναν σκληρό κόσμο εκμετάλλευσης και σκληρού ανταγωνισμού, σύμπτωμα μιας κοινωνίας σε κατάρρευση, αλλά η ανάγκη της να κρατήσει αυτήν τη δουλειά, θα την κάνει να τα αποδεχτεί και να τα υπομείνει, κάνοντας μια σειρά από υποχωρήσεις. Όμως, την ίδια στιγμή, αφήνοντας πίσω την μονοτονία της ζωής μιας νοικοκυράς για ένα νέο περιβάλλον, η Παναγιώτα ανακαλύπτει μια καινούρια αίσθηση «οικονομικής ανεξαρτησίας», στέκεται για πρώτη φορά στα πόδια της, χτίζει φιλίες και νιώθει για πρώτη φορά σημαντική. Κι ότι κι αν ακολουθήσει, εκείνη δεν θα είναι πια ποτέ ξανά η ίδια.
Η άποψή μας: Η αλήθεια είναι πως οι ελληνικές ταινίες που παρουσιάζουν ιστορίες θεμελιωμένες στην οικονομική κρίση «κλείνουν σπίτια» στους κινηματογράφους. Δεν τις βλέπει κανείς. Αυτό αφορά την ενδεχόμενη εμπορική προοπτική της ταινίας. Ας παραβλέψουμε για λίγο όμως αυτό το κομμάτι κι ας αποταθούμε αν αυτή είναι μια καλή ταινία. Η απάντηση είναι «σίγουρα ναι» αλλά με αστερίσκο. Έχει όλα τα στοιχεία να είναι μια πραγματικά καλή ταινία, στο είδος του σινεμά κοινωνικού ρεαλισμού, στο οποίο είναι εξαιρετικοί οι αδελφοί Dardenne και ο Ken Loach. Διαθέτει όμως και μια σειρά από μικρές αστοχίες. Το πιο μεγάλο δομικό και ουσιαστικό φάουλ είναι η «αγραμματοσύνη» της Παναγιώτας. Μου φαίνεται πολύ δύσκολα πιστευτή. Σε όποιο κατσικοχώρι κι αν μένεις τη σήμερον ημέρα (γιατί στο σήμερα διαδραματίζεται η ταινία) ε, πέντε δράμια γράμματα θα τα μάθεις. Κι αν κάνεις λάθη στην ορθογραφία (κάτι πάρα μα πάρα πολύ συχνό ως κατάσταση), δεν μπορώ να φανταστώ κάποιον Έλληνα πολίτη πια που να μην ξέρει να διαβάζει!
Είναι πολύ βασικό φάουλ αυτό, γιατί οδηγεί στην τραγική σκηνή προς το φινάλε όπου η Παναγιώτα υπογράφει ένα χαρτί που νομίζει πως είναι κάτι υπέρ της αλλά ουσιαστικά υπογράφει την καταδίκη της. Το γεγονός ότι ο προϊστάμενός της δεν της εξηγεί τι ακριβώς συμβαίνει είναι δεύτερο φάουλ: πρέπει να πάει και την επόμενη μέρα στη δουλειά της, για να γίνουν όλα κατανοητά. Τέλος, το φινάλε παρά είναι «παθητικό» και ανοιχτό. Θέλω να πω, ναι, η Παναγιώτα έχει κάνει ένα βήμα προς τη χειραφέτησή της, αλλά εγώ (φαντάζομαι και ο μέσος θεατής) θα περίμενε μια πιο έντονη δραματουργικά αντίδρασή της. Να τα σπάσει, να ουρλιάξει, να καταγγείλει, να πέσει στην κατάθλιψη... Όχι. Η Παναγιώτα βγάζει βάρδια και μετά πάει στο πάρτι της συναδέλφου, με την οποία έχει γίνει φίλη. Και... αντιμιλάει στον άνδρα της. Δεν τα κάνει όμως όλα λάθος η ταινία, προς Θεού. Ίσα ίσα, είναι μία από τις καλύτερες ελληνικές ταινίες που είδαμε στο φεστιβάλ.
Το μεγαλύτερο ατού της είναι η Μαρίσα Τριανταφυλλίδου στο ρόλο της Παναγιώτας, η οποία είναι θεά! Από τα πιο ταλαντούχα ερμηνευτικά εργαλεία που διαθέτει η χώρα μας. Μια γυναίκα που παίζει με το σώμα (προσέξτε πως από μαζεμένη, σκεβρωμένη, κουλουριασμένη θαρρείς, ανασηκώνεται, ξεθαρρεύει, παίρνει τα πάνω της. Μια ηθοποιάρα που παίζει και με τα μάτια. Το να την παρακολουθείς είναι πραγματικό σεμινάριο υποκριτικής! Αυτή, η Γερμανίδα από την ταινία «Όλα καλά» και η Αμερικανίδα από την ταινία «Ισόβιοι δεσμώτες» διεκδικούν επί ίσοις όροις το βραβείο καλύτερης γυναικείας ερμηνείας. Τόσο καλή είναι η Μαρίσα! Η ταινία περιγράφει έξυπνα και στις πιο μικρές της λεπτομέρειες τα αποτελέσματα της οικονομικής κρίσης. Ο πατέρας (ευχάριστα συγκρατημένος και σωστός, αφήνοντας χώρο στη βασική πρωταγωνίστρια ο Ήμελλος) ψάχνει χρήματα από τον κουμπαρά της κόρης του για να παίξει τυχερά παίγνια! Η κόρη (ο πιο αδύναμος ερμηνευτικά κρίκος) το ρίχνει συνέχεια στο φαγητό, κάνει μπούλινγκ (μεταβιβάζει τη βία που βιώνει) και χαίρεται όταν υπάρχει η δυνατότητα να φορέσει ένα νέο ρούχο.
Αλλά και η εκμετάλλευση στους εργασιακούς χώρους περιγράφεται ρεαλιστικά και με τον πρέποντα τρόπο. Το διαίρει και βασίλευε, οι συνεχόμενες απαιτήσεις για υπερωρίες, οι απολύσεις χωρίς καμία δικαιολογία ή με ψεύτικες δικαιολογίες, όλα πιάνονται, όλα παρουσιάζονται, χωρίς υπερβολές και χωρίς μελοδραματισμό. Ο σκηνοθέτης είναι καλός αφηγητής: η ιστορία δεν κρεμάει, η αφήγηση έχει σωστό ρυθμό, μας δείχνει ανά πάσα στιγμή τόσο τη συνειδητοποίηση της Παναγιώτας, όσο και τις αμφιβολίες της αλλά και τα αδιέξοδά της (να φύγει και να πάει πού;). Και η σκηνή, που έδωσε το ενσταντανέ για την αφίσα της ταινίας, είναι εξαιρετική. Έχει λάθη η ταινία – κάποιο είναι πολύ βασικό, αλλά σαφέστατα το πρόσημό της είναι όχι απλά θετικό: είναι θετικότατο.
(η ταινία ολοκλήρωσε τις προβολές της στο φεστιβάλ – απ' όσο γνωρίζουμε, η ταινία δεν έχει πάρει ακόμα διανομή για τη χώρα μας)
Ο Bujar Alimani γεννήθηκε το 1969 στο Πάτος της Αλβανίας. Σπούδασε Ζωγραφική και Σκηνοθεσία Θεάτρου στην Ακαδημία Καλών Τεχνών των Τιράνων. Το 1992 μετανάστευσε στην Ελλάδα, όπου και εργάστηκε ως βοηθός σκηνοθέτη σε αρκετές ελληνικές ταινίες. Το 2011 γύρισε την «Αμνηστία», την πρώτη του ταινία μεγάλου μήκους. Ήταν η πρώτη αλβανική ταινία που έλαβε χρηματοδότηση από το ευρωπαϊκό ταμείο Eurimages. Η ταινία ήταν η πρώτη επίσημη συμμετοχή της Αλβανίας στην Berlinale, όπου και απέσπασε το βραβείο CICAE. Η δεύτερη ταινία του, με τίτλο «Krom» – μια συμπαραγωγή ανάμεσα στην Αλβανία, το Κόσοβο, τη Γερμανία και την Ελλάδα – προβλήθηκε σε πολλά φεστιβάλ ανά την υφήλιο. Ο σκηνοθέτης, που ζει και εργάζεται στη Νέα Υόρκη, έφερε στη Θεσσαλονίκη την τρίτη μεγάλου μήκους ταινία του, η οποία προβλήθηκε στο τμήμα «Ανοιχτοί Ορίζοντες». Τίτλος της: Η αντιπροσωπεία (Delegacioni / The Delecation). Μια ταινία που επίσης βραβεύτηκε στο φεστιβάλ Βαρσοβίας, κερδίζοντας το Μεγάλο Βραβείο του διαγωνιστικού τμήματος.
Η υπόθεση: Οκτώβριος 1990, Αλβανία. Το κομουνιστικό καθεστώς συνεχίζει να βρίσκεται στην εξουσία απολυταρχικά. Όμως, γίνονται κάποια πρώτα βήματα εκδημοκρατισμού. Μια αντιπροσωπεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης επισκέπτεται τα Τίρανα προκειμένου να διαπιστώσει από κοντά πως όλα βαίνουν καλώς... Ο Λέο είναι εδώ και πάρα πολλά χρόνια πολιτικός κρατούμενος. Τη μέρα της επίσκεψης της αντιπροσωπείας τον ξυρίζουν, τον περιποιούνται και ετοιμάζονται να τον στείλουν οδικώς στα Τίρανα. Για κάποιον λόγο είναι σημαντικός για τη συνάντηση με την αντιπροσωπεία από την Ευρώπη. Όμως, το αυτοκίνητο σταματάει να λειτουργεί στη μέση του πουθενά και χρειάζεται επισκευή. Η επικοινωνία με τα κεντρικά είναι δύσκολη.
Ο επικεφαλής της μικρής κομματικής ομάδας που προϊσταται της μεταφοράς, προσπαθεί να είναι φιλικός με τον Λέο: είναι φανερό πως το καθεστώς τον χρειάζεται. Το δεξί του χέρι, όμως, ο Ασλάν, είναι κομματόσκυλο και μισεί βαθιά τον Λέο. Οπότε, ότι είναι να πάει στραβά στο ταξίδι, θα πάει. Και η κατάληξη κάθε άλλο παρά ευχάριστη θα είναι...
Η άποψή μας: Αυτή είναι η τρίτη ταινία του Alimani που παρακολουθώ. Η πρώτη ήταν η μικρού μήκους του «Υγραέριο», μια εξαιρετική δουλειά. Η δεύτερη ήταν η «Αμνηστία». Γενικώς, ο άνθρωπος κάνει πάρα πολύ καλό σινεμά. Η ταινία αυτή είναι πάρα πολύ καλή. Κι ας μοιάζει το σενάριο με θεατρικό. Θέλω να πω, μια χαρά θα μπορούσε να διαδραματιστεί όλο αυτό σε μια θεατρική σκηνή. Ο σκηνοθέτης, όμως, κατορθώνει να το κάνει απόλυτο και απολαυστικό σινεμά. Η ταινία του διαθέτει αναμφισβήτητη ποιότητα. Οι ερμηνείες είναι σπουδαίες όλες τους, η καταγραφή της τότε πραγματικότητας της χώρας γίνεται με τρόπο απολύτως ρεαλιστικό, σκηνοθεσία, μοντάζ, φωτογραφία, όλα πιάνουν υψηλές επιδόσεις. Και η διάρκεια της ταινίας είναι εντελώς βολική: μικρή διάρκεια, τέτοια που δεν σου επιτρέπει ως θεατής να μπεις καν στη σκέψη να βαρεθείς! Δεν υποκύπτει στην ευκολία της επανάληψης, δεν ξεφεύγει σε άστοχους βερμπαλισμούς, δεν γεμίζει το φιλμικό σώμα με ξίγκια.
Πέρα όλων των άλλων, το τρομερό που πετυχαίνει ο σκηνοθέτης είναι πως, ενώ αυτά που αναφέρει είναι εντελώς σοβαρά, από μια συγκεκριμένη σκοπιά μπορεί να το δει κάποιος όλο αυτό ως κατάμαυρη κωμωδία! Πολύ έξυπνα το σενάριο μας αποκρύπτει γιατί είναι τόσο σημαντικός ο καθηγητής και το αποκαλύπτει προς το φινάλε (spoiler alert): ο επικεφαλής της ευρωπαϊκής αντιπροσωπείας ήταν φίλος του όταν σπούδαζαν μαζί στην Πράγα. Για αυτό πρέπει να τον δει από κοντά, για αυτό ο επικεφαλής προσπαθεί να γίνει διακριτικά φίλος με τον καθηγητή: έτσι ώστε να τον πείσει να «παίξει» το παιχνίδι του καθεστώτος, να μην καταλάβει ο Γάλλος επικεφαλής ότι ήταν φυλακισμένος, και εννοείται, ως αντάλλαγμα, θα κερδίσει την ελευθερία του. Εντελώς ειρωνικό, έτσι; Να χρειάζεται να συνεργαστείς με το καθεστώς που σε φυλάκισε, να το υπερασπιστείς, για να μπορέσεις να απελευθερωθείς. Το σκηνικό με τη μητέρα του καθηγητή, το ψεύτικο σπίτι που έχει στήσει το καθεστώς, με τις κορνίζες και τα διάφορα προσωπικά του αντικείμενα, είναι τρομερό.
Μου θύμισε ένα άλλο στήσιμο, χολιγουντιανό εκείνο, με επίκεντρο ξανά την Αλβανία: μιλώ για τη θαυμάσια ταινία «Ο πρόεδρος, ένα ροζ σκάνδαλο κι ένας πόλεμος». Δουλίτσα να γίνεται, κόσμος να τρώει αμάσητα αυτά που του προσφέρουν οι προπαγανδιστικοί μηχανισμοί και όλα καλά! Ερμηνευτικά, είπαμε, όλοι είναι καλοί, αυτός πάντως που ξεχωρίζει είναι ο Ασλάν, ο κολλημένος με το καθεστώς, αυτός από το... βαθύ ΠΑΣΟΚ, όπως θα μπορούσαμε να πούμε. Ρατσιστής, σεξιστής, πωρωμένος, δεν βλέπει τίποτε άλλο εκτός από αυτό που θέλει το κόμμα. Μέχρι και την κόρη του αποκηρύσσει! Η λεκτική του κόντρα με τον καθηγητή είναι όλα τα λεφτά. Μια κόντρα που συνοψίζεται σε μια φράση που του λέει ο καθηγητής: «Εγώ δεν είμαι φυλακισμένος. Εσύ είσαι». Μια κόντρα, που θα έχει τραγική κατάληξη. Σε μια χώρα όπου δεν λειτουργούν τα τηλέφωνα. Σε μια μικρή χώρα όπου μια μικρή διαδρομή μπορεί να αποτελέσει ολόκληρη οδύσσεια. Σε μια χώρα όπου ένα αυτοκίνητο μπορεί να μείνει στη μέση του πουθενά, χωρίς δυνατότητες ή διάθεση επισκευής. Σε μια χώρα όπου βασιλεύει ο φόβος – κι ας ξεπετιέται μια νέα γενιά που λογικά θα τα πάει καλύτερα (η σκηνή με τα δύο κορίτσια).
Δυνατή ταινία, που έχει σαφέστατα κάτι να πει και το λέει καθαρά και ξάστερα.
(η ταινία ολοκλήρωσε τις προβολές της στο φεστιβάλ – απ' όσο γνωρίζουμε, η ταινία δεν έχει πάρει ακόμα διανομή για τη χώρα μας)
Η υπόθεση: Οκτώβριος 1990, Αλβανία. Το κομουνιστικό καθεστώς συνεχίζει να βρίσκεται στην εξουσία απολυταρχικά. Όμως, γίνονται κάποια πρώτα βήματα εκδημοκρατισμού. Μια αντιπροσωπεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης επισκέπτεται τα Τίρανα προκειμένου να διαπιστώσει από κοντά πως όλα βαίνουν καλώς... Ο Λέο είναι εδώ και πάρα πολλά χρόνια πολιτικός κρατούμενος. Τη μέρα της επίσκεψης της αντιπροσωπείας τον ξυρίζουν, τον περιποιούνται και ετοιμάζονται να τον στείλουν οδικώς στα Τίρανα. Για κάποιον λόγο είναι σημαντικός για τη συνάντηση με την αντιπροσωπεία από την Ευρώπη. Όμως, το αυτοκίνητο σταματάει να λειτουργεί στη μέση του πουθενά και χρειάζεται επισκευή. Η επικοινωνία με τα κεντρικά είναι δύσκολη.
Ο επικεφαλής της μικρής κομματικής ομάδας που προϊσταται της μεταφοράς, προσπαθεί να είναι φιλικός με τον Λέο: είναι φανερό πως το καθεστώς τον χρειάζεται. Το δεξί του χέρι, όμως, ο Ασλάν, είναι κομματόσκυλο και μισεί βαθιά τον Λέο. Οπότε, ότι είναι να πάει στραβά στο ταξίδι, θα πάει. Και η κατάληξη κάθε άλλο παρά ευχάριστη θα είναι...
Η άποψή μας: Αυτή είναι η τρίτη ταινία του Alimani που παρακολουθώ. Η πρώτη ήταν η μικρού μήκους του «Υγραέριο», μια εξαιρετική δουλειά. Η δεύτερη ήταν η «Αμνηστία». Γενικώς, ο άνθρωπος κάνει πάρα πολύ καλό σινεμά. Η ταινία αυτή είναι πάρα πολύ καλή. Κι ας μοιάζει το σενάριο με θεατρικό. Θέλω να πω, μια χαρά θα μπορούσε να διαδραματιστεί όλο αυτό σε μια θεατρική σκηνή. Ο σκηνοθέτης, όμως, κατορθώνει να το κάνει απόλυτο και απολαυστικό σινεμά. Η ταινία του διαθέτει αναμφισβήτητη ποιότητα. Οι ερμηνείες είναι σπουδαίες όλες τους, η καταγραφή της τότε πραγματικότητας της χώρας γίνεται με τρόπο απολύτως ρεαλιστικό, σκηνοθεσία, μοντάζ, φωτογραφία, όλα πιάνουν υψηλές επιδόσεις. Και η διάρκεια της ταινίας είναι εντελώς βολική: μικρή διάρκεια, τέτοια που δεν σου επιτρέπει ως θεατής να μπεις καν στη σκέψη να βαρεθείς! Δεν υποκύπτει στην ευκολία της επανάληψης, δεν ξεφεύγει σε άστοχους βερμπαλισμούς, δεν γεμίζει το φιλμικό σώμα με ξίγκια.
Πέρα όλων των άλλων, το τρομερό που πετυχαίνει ο σκηνοθέτης είναι πως, ενώ αυτά που αναφέρει είναι εντελώς σοβαρά, από μια συγκεκριμένη σκοπιά μπορεί να το δει κάποιος όλο αυτό ως κατάμαυρη κωμωδία! Πολύ έξυπνα το σενάριο μας αποκρύπτει γιατί είναι τόσο σημαντικός ο καθηγητής και το αποκαλύπτει προς το φινάλε (spoiler alert): ο επικεφαλής της ευρωπαϊκής αντιπροσωπείας ήταν φίλος του όταν σπούδαζαν μαζί στην Πράγα. Για αυτό πρέπει να τον δει από κοντά, για αυτό ο επικεφαλής προσπαθεί να γίνει διακριτικά φίλος με τον καθηγητή: έτσι ώστε να τον πείσει να «παίξει» το παιχνίδι του καθεστώτος, να μην καταλάβει ο Γάλλος επικεφαλής ότι ήταν φυλακισμένος, και εννοείται, ως αντάλλαγμα, θα κερδίσει την ελευθερία του. Εντελώς ειρωνικό, έτσι; Να χρειάζεται να συνεργαστείς με το καθεστώς που σε φυλάκισε, να το υπερασπιστείς, για να μπορέσεις να απελευθερωθείς. Το σκηνικό με τη μητέρα του καθηγητή, το ψεύτικο σπίτι που έχει στήσει το καθεστώς, με τις κορνίζες και τα διάφορα προσωπικά του αντικείμενα, είναι τρομερό.
Μου θύμισε ένα άλλο στήσιμο, χολιγουντιανό εκείνο, με επίκεντρο ξανά την Αλβανία: μιλώ για τη θαυμάσια ταινία «Ο πρόεδρος, ένα ροζ σκάνδαλο κι ένας πόλεμος». Δουλίτσα να γίνεται, κόσμος να τρώει αμάσητα αυτά που του προσφέρουν οι προπαγανδιστικοί μηχανισμοί και όλα καλά! Ερμηνευτικά, είπαμε, όλοι είναι καλοί, αυτός πάντως που ξεχωρίζει είναι ο Ασλάν, ο κολλημένος με το καθεστώς, αυτός από το... βαθύ ΠΑΣΟΚ, όπως θα μπορούσαμε να πούμε. Ρατσιστής, σεξιστής, πωρωμένος, δεν βλέπει τίποτε άλλο εκτός από αυτό που θέλει το κόμμα. Μέχρι και την κόρη του αποκηρύσσει! Η λεκτική του κόντρα με τον καθηγητή είναι όλα τα λεφτά. Μια κόντρα που συνοψίζεται σε μια φράση που του λέει ο καθηγητής: «Εγώ δεν είμαι φυλακισμένος. Εσύ είσαι». Μια κόντρα, που θα έχει τραγική κατάληξη. Σε μια χώρα όπου δεν λειτουργούν τα τηλέφωνα. Σε μια μικρή χώρα όπου μια μικρή διαδρομή μπορεί να αποτελέσει ολόκληρη οδύσσεια. Σε μια χώρα όπου ένα αυτοκίνητο μπορεί να μείνει στη μέση του πουθενά, χωρίς δυνατότητες ή διάθεση επισκευής. Σε μια χώρα όπου βασιλεύει ο φόβος – κι ας ξεπετιέται μια νέα γενιά που λογικά θα τα πάει καλύτερα (η σκηνή με τα δύο κορίτσια).
Δυνατή ταινία, που έχει σαφέστατα κάτι να πει και το λέει καθαρά και ξάστερα.
(η ταινία ολοκλήρωσε τις προβολές της στο φεστιβάλ – απ' όσο γνωρίζουμε, η ταινία δεν έχει πάρει ακόμα διανομή για τη χώρα μας)
Από το Μεξικό μας έρχεται η τέταρτη και τελευταία ταινία της σημερινής ανταπόκρισης. Τίτλος της: Τα καλά κορίτσια (Las niñas bien / The Good Girls) της Alejandra Márquez Abella, στην πρώτη της προσπάθεια σε μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας. Μια ταινία της οποίας η παγκόσμια πρεμιέρα δόθηκε στο φεστιβάλ του Τορόντο τον περασμένο Σεπτέμβριο. Μια ταινία που στη Θεσσαλονίκη προβλήθηκε στο τμήμα «Ανοιχτοί Ορίζοντες».
Η υπόθεση: Μεξικό, 1982. Η Σοφία είναι μια όμορφη γυναίκα γύρω στα 40 της. Είναι Ισπανίδα αλλά ζει στο Μεξικό με τον σύζυγό της, τον Φερνάντο, ο οποίος ήταν μεγάλο κελεπούρι. Έχουν δύο (ή τρία, δεν έχει και τόσο σημασία) παιδιά και ανήκουν ξεκάθαρα στην άρχουσα τάξη. Το σπίτι τους είναι μια απίστευτη βιλάρα με πισίνα και τα σχετικά, έχουν υπηρέτες, τα ρούχα της Σοφίας είναι πανάκριβα, τα ταξίδια τους στο εξωτερικό είναι συχνότατα, όλα βαίνουν καλώς. Και η Σοφία είναι κατά μία έννοια, η αρχηγός της παρέας των άλλων αργόσχολων φιλενάδων της – πάντα όλες μέλη της άρχουσας τάξης.
Στα γενέθλιά της ο σύζυγός της θα της κάνει δώρο ένα αυτοκίνητο! Επειδή είναι large. Κι επειδή μπορεί! Όμως, οι καλές μέρες φτάνουν στο τέλος τους. Η οικονομική κρίση θα κλονίσει τη χώρα. Είναι η κρίση του δολαρίου, όπως τη λένε. Ολόκληρες περιουσίες χάνονται εν μία νυκτί. Πολύς κόσμος αυτοκτονεί. Η οικογένεια της Σοφίας είναι από αυτές που πλήττονται από την κρίση. Πώς θα αντιδράσει αυτός ο ρηχός άνθρωπος στα νέα δεδομένα;
Η άποψή μας: Λίγα πράγματα η ταινία σε επίπεδο νοημάτων, ακόμα λιγότερα σε επίπεδο προσδοκώμενης εμπορικότητας: το να σταθεί σε μια κινηματογραφική αίθουσα δηλαδή εκτός κάποιου φεστιβάλ κι εκτός Μεξικού – άντε κι άλλων ισπανόφωνων χωρών – μοιάζει αδύνατο. Η πρωταγωνίστρια της ταινίας, η Ilse Salas, έχει κάτι το τραβηχτικό επάνω της, μπορεί να προσελκύει τα βλέμματα των θεατών. Δεν μπορεί όμως να πάρει στους ώμους της την ταινία, επειδή η ταινία δεν λέει κάτι παραπάνω από το προφανές. Ότι δηλαδή, σε μια κρίση, εκείνοι που είναι πιο ρηχοί από όλους, είναι εκείνοι που είναι οι λιγότερο έτοιμοι να αντιμετωπίσουν τα νέα δεδομένα. Δεν είναι μαθημένοι, δεν ξέρουν τον τρόπο. Καλοταϊσμένοι και καλοποτισμένοι σε όλη τους τη ζωή, δεν γνωρίζουν πως να αντεπεξέλθουν απέναντι στις δυσκολίες. Και πανεύκολα τα πάντα γύρω τους καταρρέουν. Οι επιφανειακές σχέσεις που είχαν δομήσει, όταν χάνεται ο συνεκτικός ιστός – το χρήμα – απλά παύουν να υφίστανται. Οι φιλικές σχέσεις μπαίνουν σε κρίση, οι συζυγικές σχέσεις μπαίνουν σε κρίση, η ίδια η εσωτερική σχέση της βασικής ηρωίδας με τον εαυτό της, μπαίνει σε κρίση.
Η σκηνοθέτιδα επέλεξε όλο αυτό να το παρουσιάσει υπό μορφή καλογυρισμένου... σίριαλ. Τηλενουβέλας. Έχει κανά δυο καλές σκηνές η ταινία (εκείνη με τα πολλαπλά είδωλα της πρωταγωνίστριας, καθώς φοράει ένα εντυπωσιακό φόρεμα και καθρεφτίζεται επ' άπειρο, που παραπέμπει στην «Κυρία της Σαγκάης» ή εκείνη με το παιδικό πάρτι, μια σκηνή που παίζει και με τον χρόνο και την σειρά των γεγονότων) αλλά ως εκεί. Τίποτα παραπάνω. Η γυναίκα αυτή, η Σοφία, δεν έχει δουλέψει ούτε μισή μέρα στη ζωή της. Η δουλειά της ήταν το κουτσομπολιό, το να παίζει τέννις στο «members only» κλαμπ, το να ξέρει πως να διαλέγει τα πιο ακριβά φορέματα, το να φτιάχνει σπουδαία πάρτι με αφορμή πχ τα γενέθλιά της (ως επίδειξη «ευτυχίας» και επιτυχίας παρά ως πραγματική ανάγκη να περάσει τόσο η ίδια όσο και οι καλεσμένοι της καλά) και να ονειρεύεται τον... Julio Iglesias, ως σκοτεινό αντικείμενο του πόθου. Το φινάλε με το γάβγισμα στον πολιτικό (ο πρωθυπουργός ήταν; ο υπουργός εξωτερικών; θα σας γελάσω) δεν σώζει την κατάσταση.
Ούτε παραπανίσια τρέλα διαθέτει η ταινία, να γίνει κάτι σαν το «Η φαμίλια», ούτε η πολιτική ματιά της έχει κάτι το ξεχωριστό, κάτι που θα την απογείωνε. Τουλάχιστον, συστηθήκαμε με την Ilse Salas...
(η ταινία ολοκλήρωσε τις προβολές της στο φεστιβάλ – απ' όσο γνωρίζουμε, η ταινία δεν έχει πάρει ακόμα διανομή για τη χώρα μας)
Η υπόθεση: Μεξικό, 1982. Η Σοφία είναι μια όμορφη γυναίκα γύρω στα 40 της. Είναι Ισπανίδα αλλά ζει στο Μεξικό με τον σύζυγό της, τον Φερνάντο, ο οποίος ήταν μεγάλο κελεπούρι. Έχουν δύο (ή τρία, δεν έχει και τόσο σημασία) παιδιά και ανήκουν ξεκάθαρα στην άρχουσα τάξη. Το σπίτι τους είναι μια απίστευτη βιλάρα με πισίνα και τα σχετικά, έχουν υπηρέτες, τα ρούχα της Σοφίας είναι πανάκριβα, τα ταξίδια τους στο εξωτερικό είναι συχνότατα, όλα βαίνουν καλώς. Και η Σοφία είναι κατά μία έννοια, η αρχηγός της παρέας των άλλων αργόσχολων φιλενάδων της – πάντα όλες μέλη της άρχουσας τάξης.
Στα γενέθλιά της ο σύζυγός της θα της κάνει δώρο ένα αυτοκίνητο! Επειδή είναι large. Κι επειδή μπορεί! Όμως, οι καλές μέρες φτάνουν στο τέλος τους. Η οικονομική κρίση θα κλονίσει τη χώρα. Είναι η κρίση του δολαρίου, όπως τη λένε. Ολόκληρες περιουσίες χάνονται εν μία νυκτί. Πολύς κόσμος αυτοκτονεί. Η οικογένεια της Σοφίας είναι από αυτές που πλήττονται από την κρίση. Πώς θα αντιδράσει αυτός ο ρηχός άνθρωπος στα νέα δεδομένα;
Η άποψή μας: Λίγα πράγματα η ταινία σε επίπεδο νοημάτων, ακόμα λιγότερα σε επίπεδο προσδοκώμενης εμπορικότητας: το να σταθεί σε μια κινηματογραφική αίθουσα δηλαδή εκτός κάποιου φεστιβάλ κι εκτός Μεξικού – άντε κι άλλων ισπανόφωνων χωρών – μοιάζει αδύνατο. Η πρωταγωνίστρια της ταινίας, η Ilse Salas, έχει κάτι το τραβηχτικό επάνω της, μπορεί να προσελκύει τα βλέμματα των θεατών. Δεν μπορεί όμως να πάρει στους ώμους της την ταινία, επειδή η ταινία δεν λέει κάτι παραπάνω από το προφανές. Ότι δηλαδή, σε μια κρίση, εκείνοι που είναι πιο ρηχοί από όλους, είναι εκείνοι που είναι οι λιγότερο έτοιμοι να αντιμετωπίσουν τα νέα δεδομένα. Δεν είναι μαθημένοι, δεν ξέρουν τον τρόπο. Καλοταϊσμένοι και καλοποτισμένοι σε όλη τους τη ζωή, δεν γνωρίζουν πως να αντεπεξέλθουν απέναντι στις δυσκολίες. Και πανεύκολα τα πάντα γύρω τους καταρρέουν. Οι επιφανειακές σχέσεις που είχαν δομήσει, όταν χάνεται ο συνεκτικός ιστός – το χρήμα – απλά παύουν να υφίστανται. Οι φιλικές σχέσεις μπαίνουν σε κρίση, οι συζυγικές σχέσεις μπαίνουν σε κρίση, η ίδια η εσωτερική σχέση της βασικής ηρωίδας με τον εαυτό της, μπαίνει σε κρίση.
Η σκηνοθέτιδα επέλεξε όλο αυτό να το παρουσιάσει υπό μορφή καλογυρισμένου... σίριαλ. Τηλενουβέλας. Έχει κανά δυο καλές σκηνές η ταινία (εκείνη με τα πολλαπλά είδωλα της πρωταγωνίστριας, καθώς φοράει ένα εντυπωσιακό φόρεμα και καθρεφτίζεται επ' άπειρο, που παραπέμπει στην «Κυρία της Σαγκάης» ή εκείνη με το παιδικό πάρτι, μια σκηνή που παίζει και με τον χρόνο και την σειρά των γεγονότων) αλλά ως εκεί. Τίποτα παραπάνω. Η γυναίκα αυτή, η Σοφία, δεν έχει δουλέψει ούτε μισή μέρα στη ζωή της. Η δουλειά της ήταν το κουτσομπολιό, το να παίζει τέννις στο «members only» κλαμπ, το να ξέρει πως να διαλέγει τα πιο ακριβά φορέματα, το να φτιάχνει σπουδαία πάρτι με αφορμή πχ τα γενέθλιά της (ως επίδειξη «ευτυχίας» και επιτυχίας παρά ως πραγματική ανάγκη να περάσει τόσο η ίδια όσο και οι καλεσμένοι της καλά) και να ονειρεύεται τον... Julio Iglesias, ως σκοτεινό αντικείμενο του πόθου. Το φινάλε με το γάβγισμα στον πολιτικό (ο πρωθυπουργός ήταν; ο υπουργός εξωτερικών; θα σας γελάσω) δεν σώζει την κατάσταση.
Ούτε παραπανίσια τρέλα διαθέτει η ταινία, να γίνει κάτι σαν το «Η φαμίλια», ούτε η πολιτική ματιά της έχει κάτι το ξεχωριστό, κάτι που θα την απογείωνε. Τουλάχιστον, συστηθήκαμε με την Ilse Salas...
(η ταινία ολοκλήρωσε τις προβολές της στο φεστιβάλ – απ' όσο γνωρίζουμε, η ταινία δεν έχει πάρει ακόμα διανομή για τη χώρα μας)